Το έργο παρουσιάστηκε στον Βόλο, το 2019, σε σκηνοθεσία Γιάννη Φαρμακίδη. Δείτε εδώ την παράσταση.
Γιάννη Φαρμακίδη
θα φοράω ένα φόρεμα που θα σού αρέσει
Μονόλογος για μιά γυναίκα.
Σε περιμένω με λαχτάρα. Όπως περιμένουν τον θάνατο οι καρκινοπαθείς στο τελευταίο στάδιο. Θα κάθομαι εδώ, ας πούμε, σ’ αυτήν την καρέκλα. Θα χτυπήσεις το κουδούνι της εξώθυρας. Εγώ θα ξαφνιαστώ, πραγματικά θα ξαφνιαστώ, παρ’ όλο που ήδη θα ξέρω ότι θα έρθεις. Γι’ αυτό άλλωστε θα έχω ετοιμαστεί. Θα φοράω ένα φόρεμα που είμαι βέβαιη ότι θα σου αρέσει. Θα αφήνει όλη την πλάτη γυμνή, μέχρι κάτω τη μέση. Και θα είμαι ξυπόλητη. Αυτές είναι οι προτιμήσεις σου. Ρούχα που να αφήνουν ημίγυμνο το σώμα και ένα μεγάλο μίσος για τα παπούτσια. Πάντοτε θες τα πόδια των γυναικών να είναι γυμνά εχτός… Εχτός από τις ώρες που κάνουν έρωτα. Εκείνες τις ώρες θες να φοράνε γόβες με ψηλό τακούνι. Εμείς όμως δεν θα κάνουμε έρωτα, γι’ αυτό δεν έχω ετοιμάσει τις γόβες μου. Ή μήπως θα κάνουμε; Για ποιόν λόγο θα έρθεις; Ναι, φυσικά, εγώ ήμουνα που σε προσκάλεσα. Τότε να αλλάξω την ερώτηση. Για ποιόν λόγο δέχτηκες την πρόσκλησή μου; Θα χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας, εγώ θα ξαφνιαστώ, πραγματικά θα ξαφνιαστώ, και θα τρέξω προς την πόρτα. Ανοίγω, λοιπόν. Μού χαμογελάς. Θα είναι ένα αμήχανο χαμόγελο ή ένα ζεστό, πλατύ χαμόγελο, βγαλμένο από την καρδιά σου; Η αλήθεια είναι ότι ήσουνα πάντοτε συνεσταλμένος. Όχι, κάνω λάθος, δεν ήσουνα συνεσταλμένος. Φυλαγόσουνα καλά. Ήξερες να κρατάς μυστικόν τον εαυτό σου. Όμως γιατί τώρα να φυλάγεσαι; Μιά φιλική επίσκεψη είναι αυτή. Δεν θα σε φάω. Να περιμένω ένα πλατύ χαμόγελο, ε; Μού χαμογελάς, λοιπόν, και μετά μπαίνεις. Ναι, φυσικά, μπαίνεις αμέσως, δεν θα σ’ αφήσω να στέκεσαι στην πόρτα. Ανοίγω τα χέρια μου. Να μην σ’ αγκαλιάσω; Δε θες να σ’ αγκαλιάσω; Γιατί να μην θες; Για ποιό λόγο; Άρα θα σ’ αγκαλιάσω. Θα μ’ αγκαλιάσεις και συ. Αν όμως δε θες να σ’ αγκαλιάσω, δεν ξέρω μπορεί να έχεις κάποιο λόγο, τότε αν σ’ αγκαλιάσω, χωρίς να θες, θ’ αναγκαστείς, από ευγένεια, να μ’ αγκαλιάσεις κι εσύ. Ναι, αλλά δεν θα είναι ένα ζεστό, σφιχτό αγκάλιασμα. Απλά θα βάλεις τα χέρια σου γύρω μου. Έ, όχι, ένα τέτοιο ψυχρό αγκάλιασμα με το ζόρι δεν θα το αντέξω. Καλύτερα να μην σ’ αγκαλιάσω. Αν θες αγκάλιασέ με πρώτος εσύ. Αν το κάνεις, αν μ’ αγκαλιάσεις εσύ πρώτος, τότε να ξέρεις θα σ’ αγκαλιάσω κι εγώ πολύ σφιχτά, θα σού κοπεί η ανάσα.
Ας πάρουμε την χειρότερη εκδοχή. Αλλά όχι, γιατί να κακομελετώ; Ας πούμε ότι μ’ αγκαλιάζεις εσύ πρώτος. Αλλά γιατί να δίνω ψεύτικες ελπίδες στην εαυτή μου; Καλύτερα ας το αφήσω αυτό το θέμα. Είτε μ’ αγκαλιάσεις, είτε όχι, περνάς την πόρτα και μπαίνεις μέσα. Μάλιστα. Και φυσικά σου λέω: κάθισε. Κι εσύ θα καθίσεις. Α, βέβαια, ξέχασα. Θα σού πω να βγάλεις το παλτό. Θα μού το δώσεις να το κρεμάσω. Το παλτό, λοιπόν, σίγουρα θα το αγκαλιάσω. Θα καθίσεις. Και μετά; Μετά, και πρώτα-πρώτα, πρέπει να σε ρωτήσω τι να σού προσφέρω. Αλήθεια, πού θα καθίσεις; Εντάξει, δεν μπορώ να σού πω κάθισε εδώ, κάθισε εκεί. Όπου θες κάθισε. Λοιπόν, κάθεσαι και σε ρωτάω: τι να σού προσφέρω. Α, ναι, να σού φέρω τασάκι για τα τσιγάρα σου. Αν με ρωτήσεις αυτό, ναι, φυσικά και μπορείς να καπνίσεις. Τι να σού προσφέρω; Θα μού ζητήσεις κονιάκ. Τι άλλο μπορεί να μού ζητήσεις; Δεν πίνεις και τίποτ’ άλλο. Να άλλαξες συνήθειες; Μπορεί και να άλλαξες. Άρα το κονιάκ δεν είναι σίγουρο. Υπάρχει πιθανότητα να μού ζητήσεις καφέ. Θα είναι οχτώ το βράδυ. Ναι, γιατί όχι, μερικές φορές, πίνεις καφέ σε περίεργες ώρες. Μπορεί νά ’σαι κουρασμένος. Ναι, ναι, ξέρω, πόση δουλειά σού παίρνει να ετοιμάσεις ένα νούμερο. Απ’ το πρωΐ ως το βράδυ κάνεις τις ίδιες κινήσεις ασταμάτητα. Τελειομανία. Αυτή τη λέξη δεν χρησιμοποιείς; Η αλήθεια είναι ότι πραγματικά είσαι τέλειος. Τουλάχιστον στη δουλειά σου. Ποτέ δεν ακούστηκε να έχεις κάνει λάθος. Στην δουλειά σου, είπα, ότι είσαι τέλειος. Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την υπόλοιπη ζωή σου. Όχι, καλέ μου, μη μού λες ότι έκανες κι εσύ, σαν άνθρωπος, μερικά λάθη, ότι όλοι οι άνθρωποι κάνουν λάθη. Ναι, όλοι κάνουν λάθη, αλλά μερικοί κάνουν πιό πολλά λάθη, πιό σοβαρά λάθη. Δεν είναι όλα τα λάθη ίδια. Να μην υπερβάλουμε.
Λοιπόν, κάθεσαι, ανάβεις τσιγάρο, πίνεις το κονιάκ σου, ή τον καφέ, τελικά νομίζω ότι μάλλον θα πιείς κονιάκ, ακόμη κι αν είσαι κουρασμένος, μάλλον κονιάκ θα ζητήσεις, τέλος πάντων, θα δούμε, κάθεσαι, και μιλάμε. Τι λέμε; Αλήθεια, τι λέμε; Θα σ’ αφήσω να μιλήσεις εσύ πρώτος. Να δω τι έχεις στο μυαλό σου. Σίγουρα δεν θα πεις κάτι τυπικό και ανιαρό. Δεν αντέχεις να λες τέτοια πράγματα. Σ’ αρέσει πάντοτε να εντυπωσιάζεις με κάτι διαφορετικό, ασυνήθιστο. Εδώ σηκώνω τα χέρια ψηλά. Δεν μπορώ να μαντέψω τίποτε. Μα βέβαια, πώς μού ξέφυγε; Πώς μού ξέφυγε; Θα μού πεις για το φόρεμα που θα φοράω. Όταν σ’ αρέσει το ντύσιμο μιάς γυναίκας, πάντοτε τής λες κάτι κολακευτικό. Α, ναι, εδώ είμαι εντελώς βέβαιη. Θα σ’ αρέσει οπωσδήποτε το φόρεμά μου. Αυτά τα φορέματα που αφήνουν γυμνή την πλάτη σε διεγείρουν. Όπως και τα στράπλες. Σε διεγείρουν περισσότερο κι από τις ίδιες τις γυναίκες που τα φοράνε. Και φυσικά, φυσικότατα, το βλέμμα σου θα πέσει στα γυμνά μου πόδια. Έλα, χαμογέλασε. Ξέρω ότι θα χαμογελάσεις μόλις δεις να μην φοράω παπούτσια. Τρεις φορές έκανα αντιτετανικό ορό. Για σένα. Τρεις φορές κόπηκα στα πόδια. Βαθιές πληγές. Τη μιά φορά, μάλιστα, έκανα μήνες να περπατάω κανονικά. Τα πόδια μου ήταν πληγωμένα κι εγώ στεκόμουνα όρθια ώρες ολόκληρες για να κάνεις πρόβες. Κάποτε λιποθύμησα κι όλας.
Ναι! Ναι! Ναι! Τι θα κάνεις; Θα αναγκαστείς να αντιδράσεις. Δεν θα μ’ αφήσεις έτσι. Ναι, θα κάνω ότι λιποθυμάω. Κι εσύ τι θα κάνεις; Δεν θα τρέξεις να με βοηθήσεις; Θα με χαστουκίσεις να συνέλθω. Θα με σηκώσεις, θα με πας να με ξαπλώσεις, θα με χαστουκίσεις. Θες να το κάνεις αυτό; Κάν’ το. Δεν θα σού φέρω καμιά αντίρρηση. Αλλά εγώ δεν… Εσύ άρχισες. Να με χτυπάς στο πρόσωπο. Στην αρχή με χτυπούσες στο πρόσωπο. Όχι, δεν θα λιποθυμήσω. Σε έχω ικανό να με αφήσεις λιπόθυμη και να φύγεις. Το έκανες μιά φορά. Θα μού πεις ότι τότε ήταν αλλοιώς τα πράγματα. Ήταν αλλοιώς… Πάντως είσαι ικανός να το κάνεις. Όχι, δεν θα κάνω ότι λιποθυμώ. Ή μάλλον, θα δούμε. Θα δούμε. Όχι και να νομίσεις ότι θέλω να με λυπηθείς. Δεν σε έχω ανάγκη. Αλλά, ξέρεις, μπορεί να κάνω ότι λιποθυμάω. Έτσι για να θυμηθούμε τα παλιά.
Κάθεσαι, λοιπόν, πίνεις, καπνίζεις, μιλάμε. Πίνω κι εγώ, βέβαια. Θα αδειάσω το ποτήρι μου πολύ πριν από σένα. Θα το θυμηθείς αυτό. Ότι αδειάζω γρήγορα το ποτήρι μου. Θα βάλω αμέσως κι άλλο. Θα το σχολιάσεις. Τι; Δεν θα το σχολιάσεις; Πάντοτε το έκανες. Μετά το πέμπτο ποτήρι είμαι πάντοτε καλά. Ναι, δεν ξέρεις, έχω βελτιώσει την επίδοσή μου. Κάποτε ήμουνα καλά με ένα. Θυμάσαι; Τι λέω ένα; Και με μισό ακόμη ήμουνα καλά. Πάω καλά στο πρωτάθλημα. Είμαι στα πέντε ποτήρια και μπορεί να χτυπήσω τα έξη. Ε, αυτό είναι μιά καταπληκτική ιδέα. Θα κάνω πρόβα μπροστά σου. Θα δοκιμάσω τα έξη ποτήρια. Εσύ θα μιλάς, εγώ θα πίνω. Κι επειδή είσαι έξυπνος, θα αποφύγω να πιώ όλα τα ποτήρια του κονιάκ μπροστά σου. Μπροστά σου θα πιώ μόνον δύο, αλλά κάθε τόσο θα πηγαίνω μέσα στη κουζίνα, δήθεν για κάποια δουλειά και θα χτυπάω από ένα. Μπροστά σου θα πιώ μόνον δύο ποτήρια και άλλα τέσσερα στην κουζίνα. Όσο έξυπνος και να είσαι, δεν θα το καταλάβεις. Εγώ είμαι πιό έξυπνη.
Θα με καλέσεις να έρθω να σε δω στο κέντρο που εμφανίζεσαι. Ναι, ναι, ξέρω, ξέρω, όλα θα είναι πληρωμένα από σένα. Ξέρω. Είσαι ανοιχτοχέρης. Αυτό το ξέρω. Θα σου πω ότι το έχω δει το καινούριο σου νούμερο. Πού; Στην διπλανή πόλη, όπου εμφανιζόσουνα τον προηγούμενο μήνα. Ένα Σάββατο βράδυ αποφασίσαμε μια παρέα να πάμε λίγο μακριά και ήρθαμε έως την πόλη όπου εμφανιζόσουνα. Εσύ αμέσως θα με ρωτήσεις: και γιατί δεν ήρθες στο καμαρίνι να με δεις; Κι εγώ θα σού πω ότι συνδεόμουνα και ότι εκείνος ήταν πολύ ζηλιάρης και δεν ήθελα να δίνω εξηγήσεις. Άρα αφού σ’ έχω δει, σημαίνει ότι έχω δει και την παρτεναίρ σου. Εγώ θα σε ρωτήσω: πώς τα πας με την παρτεναίρ σου; Κι εσύ τι θα μού πεις; Ό,τι και να μού πεις θα προσπαθήσεις να αναλύσεις τον τόνο της φωνής μου. Περίεργη; Έκπληκτη; Ειρωνική; Όχι, όχι, όχι. Δεν θα σού δώσω αφορμή να σχολιάσεις την φωνή μου. Πολύ απλά δε θα σού πω τίποτε για την παρτεναίρ σου. Ούτε καν θα σκεφτώ κακίες γι’ αυτήν. Είμαι μιά πάρα πολύ αξιοπρεπής κυρία, εντάξει πονάω, αλλά αυτό δεν μειώνει την αξιοπρέπειά μου, είμαι μιά πάρα πολύ αξιοπρεπής κυρία, και δεν θα κάνω κανένα σχόλιο για την παρτεναίρ σου. Ούτε καν θα την αναφέρω. Ούτε καν θα την σκεφτώ. Εντάξει, έχεις δίκαιο, αυτή τη στιγμή την σκέφτομαι, αλλά δεν το ήθελα, η συζήτηση το έφερε. Όχι, δεν θα την σκεφτώ καθόλου. Πώς δεν έχει αυτή ευθύνες; Αυτή δεν ήξερε ποιός ήσουνα και ποιά ήμουνα; Δεν ήξερε; Ήξερε. Μη μού λες ότι φταις μόνο εσύ. Φυσικά φταις εσύ. Αλλά αυτή δεν ήξερε ποιός ήσουνα και ποιά ήμουνα; Δεν ήξερε; Ήξερε. Και παρ’ όλα αυτά επέμενε. Σταμάτα να την δικαιολογείς. Φταίει κι αυτή, όπως φταις και συ. Φταίτε και οι δύο το ίδιο. Άκου δεν φταίει! Ε, όχι, και αθώα η βρωμιάρα. Γιατί σε προσκάλεσα σπίτι μου αφού φταις κι εσύ; Ήσουνα περαστικός από την πόλη μας, ένας ξένος στη πόλη μας, η υποχρέωση της φιλοξενίας. Εγώ είμαι μιά αξιοπρεπής κυρία. Εγώ δεν ξεπέφτω. Όχι μόνον δεν θα πω λέξη για την παρτεναίρ σου, ούτε καν θα την σκεφτώ. Θα μιλήσουμε για το καινούριο σου νούμερο. Το οποίο είναι πολύ εντυπωσιακό. Και πιό επικίνδυνο. Πολύ πιό εντυπωσιακό και πιό επικίνδυνο απ’ αυτό που κάναμε μαζί. Όχι ότι και το δικό μας δεν ήταν επικίνδυνο. Θυμάσαι τι γινότανε όταν πετούσες το τελευταίο μαχαίρι που έκοβε τον φιόγκο από το φόρεμά μου στο πλάϊ; Ακούγονταν πώς κόβονταν η ανάσα στους θεατές. Και θυμάσαι εκείνη την κυρία που λιποθύμησε επειδή νόμισε ότι με χτύπησες; Και ο βλάκας ο άντρας της σού έβαλε τις φωνές, λες και έφταιγες εσύ που λιποθύμησε. Ναι, εντάξει, αυτό που κάνεις τώρα είναι πολύ εντυπωσιακό, που πετάς τα μαχαίρια μέσα στα μαλλιά της και αναρωτιούνται οι θεατές τι θα γίνει μετά και η παρτεναίρ σου κάνει ένα βήμα μπροστά και μένει πίσω η περούκα καρφωμένη στο ταμπλώ. Αλλά να σε ρωτήσω κάτι; Πώς σού ήρθε να κάνεις αυτό το νούμερο με το σουτιέν; Ναι, συμφωνώ ότι είναι καταπληκτικό να κόβεις τις μπρατέλες με τα μαχαίρια που πετάς, αλλά την προσβάλεις την παρτεναίρ σου που την αφήνεις με γυμνό στήθος μπροστά στον κόσμο. Δεν βλέπεις ότι δεν έχει ωραίο στήθος, ότι είναι πεσμένο; Όχι, όχι, δεν θα κάνω κανένα σχόλιο για το νούμερό σου. Εχτός από τα γενικά, εντάξει, θα σού πω ότι ήταν καταπληκτικό, εντυπωσιακό, αλλά μέχρι εκεί. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Δεν θα κάνω την παραμικρή αναφορά στην παρτεναίρ σου και το πεσμένο στήθος της.
Καθόμαστε, λοιπόν, συζητάμε… Α, ναι, να σού δώσω να δοκιμάσεις από το κέϊκ που έχω φιάξει; Όχι, δεν θα σε ρωτήσω, θα πάω στην κουζίνα, θα πιώ εκεί κι ένα από τα ποτήρια του κονιάκ, και θα σού φέρω το κέϊκ. Αποκλείεται να μού πεις όχι. Εσένα σ’ αρέσουν τα γλυκά. Σού φέρνω, λοιπόν, το κέϊκ. Κόβω ένα κομμάτι, σού το βάζω στο πιάτο. Μμμμμ! Κέϊκ με λεμόνι αυτό που σού αρέσει. Έτσι δεν θα πεις; «Μμμμμ, κέϊκ με λεμόνι που μού αρέσει!». Έτσι θα πεις. Κι εγώ θα ρωτήσω αν θες να σου βάλω άλλο ένα κομμάτι. Κι εσύ θα πεις: «ναι, βέβαια». Ή μάλλον όχι, δεν θα σε ρωτήσω, υποτίθεται ξέρω τις συνήθειές σου. Τις ξέρω τις συνήθειές σου και μόλις φας το πρώτο κομμάτι, θα σου βάλω και δεύτερο, χωρίς να σε ρωτήσω κι εσύ θα φας και το δεύτερο κομμάτι χωρίς να πεις τίποτε, το κάνεις πάντοτε, ξέρω τις συνήθειές σου. Σ’ αρέσει η γεύση από το λεμόνι και στα φαγητά και στα γλυκά.
Για τι άλλο θα μιλήσουμε; Για τα μελλοντικά σου σχέδια. Αναρωτιέμαι τι άλλο θα κάνεις με τα μαχαίρια. Πώς δεν σκέφτηκες μέχρι τώρα αντί να ρίχνεις τα μαχαίρια ακριβώς δίπλα στο σώμα, να τα ρίχνεις πάνω στο σώμα; Ας πούμε να ματιάζεις τα χείλη ή τις ρώγες ή τον οφαλό. Έτσι θα αλλάζεις συχνά παρτεναίρ. Πού θα βρεις τέτοιες παρτεναίρ; Έλα τώρα, όλο και θα βρεθούν. Ας πούμε, εγώ δεν σού κάνω; Στο κάτω-κάτω εγώ έχω προηγούμενη πείρα. Θα στέκομαι γυμνή κι εσύ θα ματιάζεις τα κρίσιμα σημεία, μουνί, οφαλός, ρώγες, χείλη, μάτια. Άφησε τα μάτια τελευταία για να μπορώ να σε βλέπω μέχρι την τελευταία στιγμή πώς θα με καρφώνεις. Ναι, τα μάτια τελευταία. Φυσικά θα πεθάνω. Με τόσες μαχαιριές πώς να επιζήσω; Δεν πρόκειται να γλυτώσω. Κι αυτό θα ανεβάσει το κασέ σου, αφού το θέαμα θα είναι στην κυριολεξία μοναδικό. Θα είναι αδύνατον να επαναληφθεί με την ίδια παρτεναίρ. Άλλωστε είναι αλήθεια θα χρειαστεί να ζητήσεις μεγαλύτερη αμοιβή, αφού θα πρέπει να πληρώνεις τα έξοδα των κηδειών. Θα έρθεις στην κηδεία μου, ε; Θα έρθεις, το ξέρω. Δεν θες να με σκοτώσεις; Χα, χα! Πολύ αστείο αυτό. Για ξαναπές το! Δεν θες να με σκοτώσεις; Είσαι βέβαιος; Μήπως με έχεις ήδη σκοτώσει; Τι δεν καταλαβαίνεις; Ξαναλέω: μήπως με έχεις ήδη σκοτώσει; Να σ’ το πω αλλοιώς; Είμαι νεκρή. Σκοτωμένη από σένα. Άσ’ τα αυτά. Δεν μιλάω μεταφορικά. Μ’ έχεις σκοτώσει. Καταλαβαίνεις τι έχεις κάνει; Σου μίλησα εγώ για την άλλη; Καθόλου δεν μ’ ενδιαφέρει αν με παράτησες για την άλλη. Τι νομίζεις ότι είσαι ο τελευταίος άντρας ή ότι εγώ δεν είμαι άξια να βρω έναν άντρα; Αυτό νομίζεις; Καθόλου δεν μ’ ενδιαφέρει η άλλη. Έλα, μπράβο! Έλα, αρχίνα να μιλάς για την ουσία. Ναι, μπράβο, αυτό είναι το ζήτημα. Τι; Και οι δυό το αποφασίσαμε; Πώς και οι δυό το αποφασίσαμε; Τι μέτρησε πάνω απ’ όλα, ε; Η δουλειά σου δεν ήταν που μέτρησε; Τα χρέη σου δεν ήταν που μέτρησαν; Δεν μπορούσε, λοιπόν, να σταματήσει η δουλειά σου για να γεννούσα εγώ. Πώς θα ζούσες; Πώς θα ζούσαμε και οι δύο; Άρα, λοιπόν, μη μού λες ότι εγώ δεν έφερα αντίρρηση. Ναι, δεν έφερα αντίρρηση, διότι έβλεπα ότι δεν ήταν δυνατό για τουλάχιστον ένα χρόνο να μην δούλευες. Μη μού ξαναπείς ότι και οι δυό το αποφασίσαμε. Η δική σου ανάγκη αποφάσισε. Δηλαδή εσύ και η ζωή που έκανες. Με τόσα χρέη, μιά γυναίκα με παιδί σού έλλειπαν! Μη μού λές, λοιπόν, ότι το αποφασίσαμε και οι δυό.
Θα νευριάσεις, ε; Δεν θα νευριάσεις; Θα νευριάσεις, άμα σου τα πω όλα αυτά. Αλλά δεν θα έχεις κανένα δίκαιο να νευριάσεις. Δεν ξέρω πιά τίποτε για μένα. Αν σ’ αγαπώ ακόμη; Εδώ δεν ξέρω αν σ’ αγάπησα ποτέ. Σε ξαφνιάζει αυτό; Και βέβαια σε ξαφνιάζει αυτό, το ξέρω. Και τότε γιατί έκανα θυσίες για σένα; Γιατί σκότωσα το παιδί; Όχι, δεν ρωτάω εσένα. Δεν σε αφορά αυτό. Είναι δικό μου, προσωπικό. Το τι αισθανόμουνα για σένα, το τι έκανα για σένα είναι δική μου υπόθεση. Δεν σε αφορά. Είπα δεν σε αφορά. Γιατί τα έκανα όλα αυτά; Γιατί ανεχόμουνα να τα έχεις με την άλλη; Γιατί δεν έφυγα μόλις το έμαθα; Γιατί πρόλαβες να φύγεις εσύ πρώτος; Γιατί εγώ ήμουνα το θύμα; Όχι, δεν θα σού πω τίποτ’ άλλο από όλα αυτά. Ναι, δεν σού το είπα ποτέ, γιατί ποτέ δεν πρόλαβα. Αλλά τι νόημα έχει να σού τo πω τώρα; Δεν έχει νόημα. Να ξεσπάσω; Να ξαλαφρώσω; Ξέρεις πόσες φορές το έχω κάνει; Ξέρεις πόσα ποτήρια, πόσα μπουκάλια έχω σπάσει στους τοίχους, επειδή σκεφτόμουνα τη ζωή που έκανα μαζί σου; Δεν ήθελα καθόλου να την σκεφτόμουνα εκείνη τη ζωή. Εγώ προσπαθούσα να ξεφύγω. Αλλά εκείνη η ζωή με κυνηγούσε, η ζωή μαζί σου, τα φάντασμά της. Άδειαζα μπουκάλια ολόκληρα κι αυτή, η ζωή μαζί σου, ήταν ακόμη μέσα στο μυαλό μου. Νόμιζα ότι έφταιγε η μάρκα του κονιάκ. Νόμιζα ότι η ζωή μαζί σου, η κοινή μας ζωή, είχε ανακατευτεί με το οινόπνευμα της συγκεκριμένης μάρκας του κονιάκ. Έσπαζα το μπουκάλι στον τοίχο κι αγόραζα άλλη μάρκα κονιάκ. Έχω δοκιμάσει όλες τις μάρκες κονιάκ. Και τις πλέον απίθανες. Αλλά παντού, μέσα σ’ όλα τα κονιάκ, ήταν κρυμμένη η κοινή ζωή μας. Εγώ έπινα για να ξεφεύγω από αυτήν, κι αυτή έμπαινε μέσα στις φλέβες μου. Όχι, δεν θα σού πω τίποτ’ απ’ όλα αυτά. Είμαι μιά αξιοπρεπής κυρία. Δεν κάνω σκηνές. Δεν μ’ αρέσει να κάνω σκηνές. Κανένας δεν με είδε να σπάζω τα μπουκάλια στον τοίχο.
Με σκότωσες. Οι άλλοι δεν το βλέπουν, ότι είμαι νεκρή. Γι’ αυτό σού λέω, κάνε το νούμερο που σού πρότεινα. Ρίξε πάνω μου τα μαχαίρια. Έλα, πλάκα κάνω. Όχι, δεν έχω πρόβλημα να εμφανιστώ γυμνή μπροστά στο κοινό. Τι στοίχημα πας ότι μπορώ να το κάνω; Αυτή η παρτεναίρ σου μπορεί και το κάνει, γιατί να μην μπορώ να το κάνω κι εγώ; Τι μου λείπει; Εντελώς, εντελώς γυμνή. Όχι, δεν κωλώνω. Ναι, μπορώ να το κάνω. Μιλάς σοβαρά; Μού κάνεις σοβαρά αυτήν την πρόταση; Κι αν δεν συναντιόμασταν σήμερα το πρωΐ τυχαία, θα έψαχνες να με βρεις για να μου έκανες αυτή τη πρόταση; Θα δουλέψεις με δύο παρτεναίρ; Θα φύγει; Θα χωρίσετε; Άρα, λοιπόν, πάνε καλά τα οικονομικά σου. Εγώ, λοιπόν, για αντικαταστάτρια. Και μέχρι πότε; Μετά που αυτή θα γεννήσει, θα ξαναδουλέψει;
Θα μού τα πεις όλα αυτά; Θα τολμήσεις να μού τα πεις όλα αυτά; Είσαι ικανός να το κάνεις; Είσαι ικανός να το κάνεις. Θα δεχτώ μ’ έναν όρο. Θα ματιάζεις εμένα. Θα ρίχνεις τα μαχαίρια επάνω μου, όχι γύρω μου. Φυσικά και δεν κάνω πλάκα. Εσύ τι πρόβλημα έχεις; Φόνος εξ αμελείας. Ναι, θα το κάνουμε να είναι πειστικό το επιχείρημα. Ένα μόνον μαχαίρι θα χρειαστεί να μού ρίξεις, υποτίθεται κατά λάθος. Εδώ στην καρωτίδα. Θα είναι αρκετό για να με ξαποστείλει. Εσύ θα έχεις λίγα τραβήγματα, αλλά θα έχεις και μεγάλη δημοσιότητα. Θα κάνεις την τύχη σου.
Τύψεις; Πού την έμαθες αυτή τη λέξη; ΄Ελα, πλάκα κάνω. Ξέρω ότι μπορείς να έχεις τύψεις. Τύψεις; Εσύ, τύψεις; Πλάκα σού κάνω. Σού είπα, πλάκα κάνω. Εσύ δεν έχεις μετανοιώσει ποτέ για τίποτε. Λυπάσαι για το παιδί… Καλύτερα που το σκότωσες. Γιατί να είχε εσένα πατέρα; Αλλά εγώ έμεινα χωρίς παιδί. Χα, χα, χα. Αυτό είναι το πιό αστείο που έχω ακούσει ποτέ. Χα, χα, χα. Για ξαναπές το! Μ’ έκανες και γέλασα. Εγώ; Να ξανακάνω παιδί; Με ποιό τρόπο; Για πες μου; Ρώτησέ με πρώτα αν μπορώ να ξανακάνω παιδί. Ρώτησέ με. Έλα. Ρώτα με. Πες μου: «μπορείς να ξανακάνεις παιδί;». Δεν το ήξερες; Σού το είχε πει ο γιατρός. Ναι, δεν σού είπε ότι οριστικά δεν θα ξανακάνω, αλλά σού είπε ότι υπήρχε κίνδυνος να μην ξανακάνω. Και δεν ξανάκανα. Κι ούτε θα ξανακάνω. Όταν θέλησα να ξανακάνω παιδί, έβλεπα ότι δεν γίνονταν τίποτε. Αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω ότι δεν μπορούσα. Νόμιζα ότι έφταιγε ο άλλος, ο κάθε άλλος. Ξέρεις με πόσους πηδήχτηκα μέχρι να το καταλάβω ότι δεν μπορούσα να κάνω παιδί; Θυμάσαι που σού είπα κάποτε ότι για σένα θα γινόμουνα και πουτάνα, αν χρειαζόσουνα λεφτά; Ε, έγινα πουτάνα. Κι εγώ δεν ξέρω με πόσους πηδήχτηκα μήπως και έκανα παιδί. Κι εγώ δεν ξέρω. Τελικά δεν μπορούσα να κάνω παιδί. Μετά που έφυγες πηδήχτηκα με εκατοντάδες άντρες, δεν τους μέτρησα ποτέ, χίλιοι, δυό χιλιάδες. Πουτάνα και χωρίς προφυλακτικά, μόνο ένα παιδί ήθελα.