μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Φερνάντο Πεσσόα Fernando Pessoa
Διάλογος στον κήπο του ανακτόρου
Diálogo no jardim do palácio
(απόσπασμα)
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Η μετάφραση έγινε από το πορτογαλικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στον ιστότοπο http://arquivopessoa.net/typographia/textos/arquivopessoa-1977.pdf
Φερνάντο Πεσσόα
Πορτογαλία 1888 - 1935
Α. Ο πατέρας και η μητέρα μας ήταν οι ίδιοι. Δεν είμαστε όμως το ίδιο πράγμα· είμαστε μόνον ένα, παρ’ όλο που φαινόμαστε δύο; Ή δεν είμαστε – και τι παρενέβη ανάμεσα στους γονείς μας και εμάς ώστε να είμαστε διαφορετικοί; Και τι είναι αυτό που χωρίζει εμένα από ’σένα; Απλώνω το χέρι και σε αγγίζω και δεν ξέρω τι είναι να σε αγγίζω… Σε κυττώ και δεν αντιλαμβάνομαι τι είναι να σε βλέπω. Για ’μένα είσαι κάτι πιό αληθινό από ό,τι εγώ η ίδια επειδή σε βλέπω ολόκληρον, επειδή μπορώ να δω την πλάτη σου, ενώ δεν μπορώ να δω την δική μου… Για ’μένα υπάρχω μόλις από μία πλευρά… Ω, αν μπορούσα να καταλάβω τι λέω!
Β. Εσύ τι βλέπεις από ’μένα; Το σώμα μου. Εσύ την ψυχή μου δεν τήν βλέπεις.
Α. Αλλά ούτε την δική μου βλέπω, και το σώμα μου μόλις που το βλέπω. Δεν το βλέπω όπως πρέπει να βλέπεται ένα σώμα για να φαίνεται αληθινό. Το βλέπω προς τα κάτω, δεν το βλέπω απέναντι όπως βλέπω το δικό σου. Αν τουλάχιστον αισθανόμουνα ότι αισθάνομαι σώμα μου! Αλλά δεν αισθάνομαι ούτε εσωτερικά, ούτε εξωτερικά. Εγώ δεν είμαι το σώμα μου. Είναι - το σώμα και η ψυχή - κάποιο πράγμα που δεν κατέχω. (Παύση) Α! κι όταν στους καθρέφτες που με αντανακλούν βλέπω την πλάτη μου, προχωρώντας, ή με βλέπω από τα πλάγια – γεμίζω με τον τρόμο του μυστηρίου μου. Αισθάνομαι να συνυπάρχω τρομακτικά με την εαυτή μου [με ’μένα την ίδια]. Προχωρώ δεμένη σ’ ένα μου όνειρο που είμαι εγώ. Όταν βλέπω την πλάτη μου στους καθρέφτες φαίνεται να έχω μιά άλλη ύπαρξη, να είμαι ένα άλλο πράγμα. Παραξενεύομαι να με βλέπω από απόσταση… Τι φρίκη να μην μπορούμε να δούμε περισσότερο από μιά πλευρά του σώματός μας κάθε φορά. Τι θα συμβεί με την πλευρά που δεν βλέπουμε όταν δεν την βλέπουμε; (…) Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορούμε να δούμε ταυτόχρονα περισσότερες από δύο πλευρές του ανακτόρου; Άραγε να σπρώχνει ο Θεός παράμερα ώστε να μην μπορούμε να βλέπουμε; Εάν ήξερες πώς η ζωή μου είναι σκέψεις πάνω σ’ αυτό!
Β. Α, όλο αυτό δεν με αναστατώνει τόσο, όσο η ίδια μου η φωνή, όταν βγαίνει από μέσα μου και σκέφτομαι ότι δεν την δημιούργησα εγώ, ούτε ξέρω τι ακριβώς είναι, αλλά την κουβαλώ μαζί μου σαν πράγμα δικό μου. Μιλώ και παρατηρώ τις λέξεις και το μυστήριο που δηλώνουν. Ποτέ δεν άκουσες τον εαυτό σου; Εσύ ποτέ δεν άκουσες τον εαυτό σου; Περισσότερο και από το να δω τον εαυτό μου από μακριά, πράγμα που το καταφέρνουν οι καθρέφτες σου, εγώ θα ήθελα να με ακούσω από μακριά! Κλείνω τα αυτιά μου μερικές φορές, για να ακούσω μέσα μου την φωνή μου και μόλις που ακούω έναν ψίθυρο, σαν να ήταν κοντά σε ’μένα, και αρχίζω να αναγνωρίζω ποιού είναι η φωνή που είναι η δική μου. Κι έχω έναν φόβο ότι δεν θα μ’ αφήσει να συνεχίσω…
Α. Α, και οι άλλες αισθήσεις! Ποιόν αναγνωρίζεις μέσα στο στόμα σου; Τι οσφραίνεσαι όταν δεν οσφραίνεσαι τίποτα; Κι όταν αγγίζεις μ’ ένα χέρι το μπράτσο σου ή το πρόσωπό σου – σκέφτεσαι ότι είναι το δικό σου χέρι που αγγίζει το πρόσωπό σου και όχι το πρόσωπό σου που αγγίζει το χέρι σου, παραμένει το πρόσωπό σου κάτω από το χέρι σου και θα είναι πάντοτε το χέρι σου που θα αγγίζει και πάντοτε το πρόσωπό σου που θα αγγίζεται.
Β. Το ίδιο και το να αγγίζεις τα πράγματα – τι παράξενο. Εάν κρατώ εκείνη την πέτρα στο χέρι, έπειτα από λίγο δεν την αισθάνομαι πλέον – μοιάζει να ανοίκει στο σώμα. Τι μυστήριο που είναι όλο αυτό! Έχουμε κοιμηθεί για ’μάς τους ίδιους. Πόση ψυχή θα διαρκέσει ο ύπνος μας;
(Παύση)
Α. Κάποιες φορές, όταν συλλογιστώ πολύ μέσα μου, γνωρίζω ότι σώμα και ψυχή είναι ένα πράγμα μόνον… Μού φαίνεται τότε ότι πραγματικά βλέπουμε τα πράγματα από δύο πλευρές, ότι η ψυχή των πραγμάτων είναι εκείνο που μοιάζει να μην το βλέπουμε σ’ αυτά… Όχι, δεν είναι αυτό που θέλω να σού πω… Κύττα, δεν ξέρω να σκέφτομαι τη σκέψη μου!
Β. Ναι, καταλαβαίνω αυτό που δεν είπες. Αλλά το σώμα δεν υπάρχει, ίσως: είναι η ψυχή θεώμενη από [ ] την ίδια.
Α. Όχι. Δεν είναι έτσι. Δεν είναι έτσι. Αλλά δεν ξέρω πώς είναι.
Β. Ας παίξουμε, αν θα ήθελες, ένα νέο παιχνίδι. Ας παίξουμε ότι είμαστε ένα μόνον. Ίσως ο Θεός να ’μάς χαριστεί και να ’μάς συγχωρέσει που θα έχουμε δημιουργήσει τους εαυτούς μας… Κάθισε εδώ, μπροστά σε ’μένα και κοντά σε ’μένα. Στήριξε τα γόνατά σου στα γόνατά μου και πάρε τα χέρια μου στα δικά σου… Έτσι… Τώρα κλείσε τα μάτια. Κλείσ’ τα καλά και σκέψου… και σκέψου… Τι πρέπει να σκεφτείς; Τίποτε, μην σκέφτεσαι τίποτε. Προσπάθησε να μην σκέφτεσαι τίποτε, να μην θες να αισθανθείς, να μην ξέρεις ότι ακούς ή ότι μπορεί να δεις, ή ότι μπορείς να νοιώσεις τα χέρια, αν θα ήθελες να σκεφτείς ότι αυτά υπάρχουν…
Έτσι, αγάπη μου… Μην κινείς ούτε το σώμα, ούτε την ψυχή.
(Παύση)
Β. Τι αισθάνθηκες;
A. Αρχικά τίποτε… Ήταν μιά έκπληξη από ’σένα και από ’μένα. Μετά που λησμόνησα τα πάντα, το σώμα μου έπαψε να υπάρχει. Θέλησα ν’ ανοίξω τα μάτια, αλλά είχα έναν μεγάλον φόβο να τ’ ανοίξω. Έπειτα έπαψα να υπάρχω ακόμη περισσότερο… Σιγά σιγά δεν είχα ψυχή. Βρέθηκα να είμαι μια μεγάλη άβυσσος με μορφή πηγαδιού, αισθανόμουνα αόριστα ότι ο κόσμος με τα σώματά του και τις ψυχές του βρίσκονταν πολύ μακριά. Αυτό το πηγάδι δεν είχε τοιχώματα, αλλά εγώ το αισθανόμουνα ως πηγάδι, το αισθανόμουνα στενό, στρογγυλό και βαθύ. Άρχισα τότε να αισθάνομαι την μεγάλη φρίκη – α, δεν μπορώ πιά να τήν αισθναθώ! –αυτό το πηγάδι ήταν ένα πηγάδι στραμμένο μέσα του, προς την εαυτή του, στραμμένο όχι προς την εαυτή μου, ούτε προς την εαυτή μου ως πηγάδι, παρά στραμμένο προς αυτό το ίδιο, δεν ξέρω πώς. (…)
Β. (με φωνή πολύ χαμηλή) Μετά; Μετά;
Α. Μετά κατέβηκα… Συνάντησα μέσα στην σκέψη μια διάσταση άγνωστη μέσα από την οποία χάραξα τον δρόμο μου… Είναι σαν να ανοίγεις μέσα στο σκοτάδι ένα κενό. Ο ξαφνικός φόβος μιάς Πόρτας… Έτσι μέσα στην σκέψη μου ένα αφηρημένο κενό, μια πόρτα άνοιξε, ένα Πηγάδι όπου κατέβαινα. Καταλαβαίνεις καλά, δεν καταλαβαίνεις; Ήταν μέσα στη σκέψη την εντελώς αφηρημένη, την χωρίς διαφορές, ούτε τέλος, ούτε ιδέες, που άνοιξε ένα Πηγάδι… Κι εγώ κατέβηκα, αντίθετα από την κάθοδο – αντίθετα μέσα από το αντίθετο…
(Παύση)
Β. Συνέχισε, συνέχισε…
Α. Κατέβηκα πιο κάτω, πάντοτε πιο κάτω… και πάντοτε προς αυτήν την νέα κατεύθυνση. Αλλά… (βοήθα με να μπορέσω να το πω αυτό!) (…)
Α. Ω, τι φρίκη! τι φρίκη αυτό που ακούω! Μού βγάζουν την ψυχή όπως βγάζουν τα μάτια για να τυφλώσουν! Ξέρεις αυτό που αισθάνομαι; (…)
Αισθάνομαι σαν να το είδα – σαν να το είδα και αυτό είναι δυνατό χωρίς να σκέφτομαι! Α, πιάσε με, κράτα με στα χέρια σου! Αγκάλιασέ με! Αγκάλιασέ με, τόσο που τα μπράτσα σου να με πονέσουν (…).
Β. Δεν θέλω, δεν θέλω… Εσύ δεν ξέρεις τι αισθάνθηκα!
Α. Δεν τολμώ να μην θέλω ν’ ακούσω… Αλλά φοβάμαι…