Παρουσιάζεται εδώ η μετάφραση ενός κεφαλαίου του μυθιστορήματος «σαλαμάνδρα τσαλαπατημένη στην δρόμο» (axolotl roadkill) της Ελένε Χέγκεμαν (HeleneHegemann). Η μετάφραση έγινε από το γερμανικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση του οίκου Ullstein, Βερολίνο, 2011.
Η συγγραφέας γεννήθηκε στην Γερμανία το 1992 και έγραψε αυτό το μυθιστόρημα το 2010, σε ηλικία 18 ετών. Στο κείμενο περιγράφεται η ζωή της ηρωΐδας ηλικίας 16 ετών, η οποία ζωή κυλάει ανάμεσα στην άρνηση της παρακολουθήσεως του σχολείου, την ηρωΐνη, το σεξ και τις νυχτερινές αναζητήσεις στα τέκνοκλαμπ του Βερολίνου. Το μυθιστόρημα είναι ως ένα βαθμό αυτοβιογραφικό.
Απαραίτητες σημειώσεις εκ μέρους του μεταφραστή.
1) Το Άξολοτλ (Axolotl) του τίτλου του μυθιστορήματος είναι ένα αμφίβιο, μιά σαλαμάνδρα, ιθαγενές του Μεξικού, με περίεργη όψη που θυμίζει ψάρι με πόδια. Το επίσης περίεργο είναι ότι σε αντίθεση με όλα τα αμφίβια δεν μεταβάλει όψη από της γεννήσεώς του μέχρι του θανάτου του. Κι αυτό το χαρακτηριστικό δίνει την εντύπωση ότι το Άξολοτλ δεν ενηλικιώνεται ποτέ. Αυτό είναι πιθανώς ο λόγος που το διάλεξε ως τίτλο του μυθιστορήματός της η συγγραφέας. Η ηρωΐδα της δεν ενηλικιώνεται.
2) Το πρωτότυπο γερμανικό κείμενο έχει μιά ιδιαιτέρως ασυνήθιστη και περίπλοκη σύνταξη και μάλλον άκομψη. Η συγγραφέας έχει κατηγορηθεί από κάποιους κριτικούς γι’ αυτόν τον λόγο. Κατά την γνώμη του μεταφραστή η συγγραφέας με αυτήν την αμέλεια ως προς τους συντακτικούς κανόνες και προς την καλλιέπεια ήθελε να δώσει την ατμόσφαιρα της εφηβικής ομιλίας, η οποία εφηβική ομιλία, σε όλες της χώρες του κόσμου, δεν σέβεται τους κανόνες. Ο μεταφραστής δεν ακολούθησε στην μετάφραση αυτό το περίπλοκο και αυτήν την ασέβεια επειδή σκέφτηκε ότι ο έλληνας αναγνώστης δεν θα ήξερε εάν το περίεργο, μπερδεμένο κείμενο που θα προέκυπτε θα αντιπροσώπευε το γράψιμο της συγγραφέως ή αδυναμίες και λάθη του μεταφραστή.
Machine Gun
(Portishead)
Εκείνη ζει σ’ ένα παλάτι στη σοφίτα με τοίχους από γυψοσανίδες. Το βασικό του χρώμα είναι το κρεμ. Τραπέζια αντίκες, καθίσματα αντίκες και ακριβές κορνίζες. Κάθομαι στην κουζίνα. Πίνουμε ένα απαίσιο τσάϊ, που τα φύλλα του έχουν γίνει κίτρινα. Δεν εμπιστεύομαι να φέρω την κούπα στο στόμα, επειδή ξέρω καλά ότι θα ρουφήξω κι αυτά.
Ξαπλώνω εντελώς τρομαγμένη στο κρεβάτι της. Αυτή είναι η μόνη στιγμή της αναμονής.
Ανασηκώνομαι, εκείνη σκύβει πάνω μου και λέει:
«Έχεις αλλάξει.»
Λέω: «Όχι, εσύ μ’ έχεις αλλάξει».
Γονατίζω στο πάτωμα. Οι καρποί των χεριών μου είναι διασταυρωμένοι πάνω από στην πλάτη μου και κολλημένοι στον λαιμό με ισχυρή κολλητική ταινία. Εκείνη φέρνει το υπόλοιπο της ταινίας προς τα κάτω ανάμεσα στα σκέλη μου και μετά ξανά προς τα πάνω από τον αριστερό ώμο πάλι στα δάχτυλά μου. Το ίδιο κάνει και με τον δεξί ώμο. Όταν θα μού βγάλει τις κολλητικές ταινίες, θα είναι όπως την παλιά εποχή που γδέρνανε. Όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την έννοια της «ιεροτελεστίας της ενηλικιώσεως». Για να μην αποσυντεθεί το δέρμα όταν το ξεριζώνουν από το σώμα, το υποβάλουν σε βυρσοδεψία. Το βάζουν σε διάλυμα από κυανική ποτάσα και στυπτηρία. Πρέπει να τεντωθεί, έτσι είναι η διαδικασία της βυρσοδεψίας, έπειτα από λίγο θα γίνει σκληρό, πρέπει κανείς διαρκώς να το τεντώνει και ταυτόχρονα βέβαια να προσέχει να μην διαλυθεί. Όμως δεν ξέρω, εάν εγώ η ίδια πρέπει να το κάνω αυτό, είναι, τέλος πάντων.
Έτσι κι αλλιώς δεν θα χρειαστώ τα χέρια μου.
Υπάρχουν πάνω μου σημεία τα οποία εκείνη δεν αγγίζει, στα οποία εκείνη δεν έχει πρόσβαση.
Μόλις κουνηθώ ένα εκατοστό, σκίζονται τα νεύρα στο μέρος ανάμεσα στον ώμο και τον θώρακα.
Δυστυχώς δεν μπορεί κανένας να πιέσει εκείνη. Εκείνη σιωπά μέσα σε μιά υπομονή συνδυασμένη με ανευθυνότητα, εκείνη απλά μόνον σιωπά, απόλυτα και ολοκληρωτικά και εντελώς και πλήρως με τις κρυφές της, απρόβλεπτες προτιμήσεις τις οποίες διαρκώς παραμερίζει.
Κι αυτό είναι μία θύελλα, η οποία με μετατρέπει σε έρημο. Μιά κατά βάση σιωπηλή θύελλα. Σταματώ επί τέλους να σιωπώ, τής λέω ότι πρέπει να αιμορραγήσω, με διδάσκουν όλες οι αδυναμίες της και την ακολουθήσω παντού.
Εκείνη σβύνει την περιέργεια. Για την ακρίβεια την σκοτώνει.
Να μιλήσουμε να συναισθήματα; Υπάρχει οποιαδήποτε ανάγκη για συναισθήματα; Τι μπορεί από μέσα μου να βγει για εκείνη;
Πρέπει να φανταστώ, κι αυτό είναι φριχτό, ότι εγώ πρέπει να υποχρεωθώ να αισθανθώ κάτι που δεν γνωρίζω. Ότι εκείνη με δένει σε κινήσεις για την οποίες δεν έχω ιδέα.
Δεν προσέχω επίσης ότι εκείνη αποχωρίζεται από ’μένα την ίδια. Εκείνη δεν απαιτεί από ’μένα ούτε προσοχή, ούτε την ελάχιστη σκέψη. Εκείνη απλά με αποδιώχνει χωρίς φραγμούς.
Η πίσω πλευρά μιάς πίστεως δεν είναι η αμφιβολία, παρά η άγνοια και η αμέλεια.
Εκείνη δεν επικεντρώνεται σε ’μένα. Στην πραγματικότητα εκείνη δεν επικεντρώνεται σε κανέναν, τουλάχιστον εκεί που βρίσκομαι εγώ. Εκείνη δεν μιλάει στον εαυτό της και δεν έχει κανέναν απέναντί της. Σ’ αυτήν ανοίκει η πλατιά και παρ’ όλ’ αυτά ιδιόμορφη ύπαρξη ενός μεταβαλλόμενου πυρήνα, μια σχεδόν γενική ύπαρξη, σαν να είχε μεταβάλλει εκείνη αυτό που έχω γίνει τώρα σ’ ένα «Εμείς», σε παρουσία και ενωμένη δύναμη επί μέρους διανοιών. Είμαι κάτι περισσότερο, κάτι λιγότερο από εμένα. Εν πάση περιπτώσει περισσότερο από όλους τους ανθρώπους.
Σ’ αυτό το «Εμείς» κολλάει η γη, η βία των στοιχείων, ένας ουρανός, που δεν είναι αυτός ο ουρανός, υπάρχει εκεί η αίσθηση ανωτερότητας και σιωπής, εκεί κολλάει η πίκρα μιάς σκοτεινής ανάγκης.
Όλα αυτά για εκείνη είναι «Εγώ», και εκείνη φαίνεται σχεδόν να μην υπάρχει.
Κυττώ το στόμα της, πάνω στο στρώμα, πάνω στην ανατολή, πάνω στην σαράντα δύο επικλήσεις στην απουσία. Εάν κάποτε πεθάνω, ίσως κάτι μείνει από ’μένα. Και μετά θα σαπίσει ολόκληρο το σκουπίδι. Ή μπορεί και όχι. Ειλικρινά δεν τα σκάφτομαι καθόλου αυτά. Έχω ήδη αρκετά προβλήματα, κι αν αρχίσω να σκέφτομαι την μετά θάνατο ζωή – καλά, άσ’ το. Όλα αυτά μού είναι πολύ περίπλοκα και πολύ μεταφυσικά.
«Γιατί μεταφυσικά; Ο θάνατος είναι θάνατος, τι το μεταφυσικό;»
«Σωστά.»
Κι αυτό είναι το τελευταίο που έχουμε μαζί. Κλαίω όταν έχεις αιμορραγία. Και έχω αιμορραγία όταν κλαις. Δεν σού λέω ψέμματα. Αγαπώ αυτό που είσαι. Θα κάνω τα πάντα για να σού δώσω τα πάντα. Και βλέπω πάντοτε στα μάτια σου το μέρος που ήσουνα. Τα μάτια σου. Τα μάτια σου. Τα μάτια σου. Τα μάτια σου. Κι εσύ λες: «Η οικογένειά σου είχε δίκαιο. Είσαι ένα σκουπίδι που η οικογένεια μόνον με την σιωπή θα εξαφανίσει από τον κόσμο.»