μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Μικρογραφία από έκδοση του "Δεκαήμερον" του 15ου αιώνα, στην βιβλιοθήκη Αρσενάλ, στο Παρίσι. Αναφέρεται στην έκτη ιστορία της τρίτης ημέρας. Αριστερά ο Ριτσιάρντο αποπλανά την παντρεμένη Κατέλλα, δεξιά οι δυό εραστές στα λουτρά.
Ιωάννη Βοκκάκκιου
Δεκαήμερον
τρεις από τις εκατό ιστορίες
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Η μετάφραση έγινε από το ιταλικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση Giovanni Boccaccio Decameron του οίκου BUR, Μιλάνο, Σεπτέμβριος 2004. Η έκδοση αυτή βασίζεται επί του χειρογράφου Χάμιλτον 90 του Βερολίνου, το οποίο θεωρείται ως αυτόγραφο του Βοκκάκκιου.
Παρακολουθείστε εδώ σκηνές από την παράσταση τριών ιστοριών του "Δεκαήμερον" που δόθηκε στον Βόλο, το 2007.
Ιωάννης Βοκκάκκιος
Giovanni Boccaccio
Ιταλία
1313 - 1375
Εισαγωγή
Η συγγραφή του Δεκαήμερου
Το «Δεκαήμερον» γράφτηκε στην Φλωρεντία μεταξύ των ετών 1349 και 1351 καθώς η επιδημία της πανώλης (πανούκλας) η οποία προηγουμένως είχε αφήσει πίσω στην Φλωρεντία 40.000 με 50.000 νεκρούς σύμφωνα με τους χρονογράφους της εποχής, συνέχιζε το καταστροφικό της ταξίδι προς την Γαλλία, την Ισπανία, αλλά και την κεντρική Ευρώπη, όπου τελικώς τα θύματα έφτασαν τα εκατομμύρια. Ο Βοκκάκκιος στην εισαγωγή του έργου περιγράφει την φρίκη της επιδημίας η οποία δεν αφάνιζε μόνον τις ανθρώπινες ζωές, αλλά διέλυε και τις κοινωνικές σχέσεις. Ο φόβος της αρρώστιας και το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως δυναμώνουν τον εγωϊσμό και σκοτώνουν την αλληλεγγύη, την φιλανθρωπία και τους οικογενειακούς δεσμούς.
Το κυρίως έργο αρχίζει με την τυχαία συνάντηση επτά νεαρών γυναικών και τριών νεαρών ανδρών στην εκκλησία της Σάντα Μαρία Νοβέλλα. Τα νεαρά αυτά άτομα αποφασίζουν να φύγουν από την Φλωρεντία για να γλυτώσουν από την πανώλη, αλλά και από την βαρβαρότητα που έχει επικρατήσει μετά την κατάρρευση των κοινωνικών σχέσεων εξ αιτίας της επιδημίας. Εγκαθίστανται σε μία υπέροχη βίλα στην εξοχή, παίρνοντας μαζί τους εφόδια και τους υπηρέτες τους. Κάθε μέρα εκλέγουν ένα βασιλιά ή μιά βασίλισσα που αναλαμβάνει την ευθύνη της διασκεδάσεως. Αυτός ή αυτή ζητά κάθε μέρα από καθέναν από τα δέκα μέλη της συντροφιάς να διηγηθεί μία ιστορία. Στον τέλος της κάθε ημέρας τραγουδούν και χορεύουν. Στην διάρκεια δέκα ημερών οι φίλοι και φίλες αφηγούνται συνολικά εκατό ιστορίες. Κάθε Παρασκευή δεν γίνεται καμία δραστηριότητα διότι είναι ημέρα νηστείας, αλλά ούτε και το Σάββατο διότι η μέρα αυτή αφιερώνεται στην καθαριότητα. Έτσι στην πραγματικότητα οι αφηγήσεις διαρκούν δύο εβδομάδες.
Τα κύρια θέματα των ιστοριών του Δεκαημέρου είναι η Τύχη και ο Έρως. Ο Έρως χρησιμοποιεί την Τύχη για να επιτύχει τους σκοπούς του και η τελευταία συχνά τον εμποδίζει θέτοντάς του εμπόδια. Στο έργο παρουσιάζεται ο Έρως με πολλά διαφορετικά πρόσωπα, από το ιδεώδες συναίσθημα το οποίο οδηγεί στην αυτοθυσία μέχρι τον αισθησιασμό και την καυτή γενετήσια επιθυμία.
Ο Βοκκάκκιος στον πρόλογο του έργου αναφέρει ότι αυτό έχει γραφεί και προσφέρεται για την διασκέδαση και ευχαρίστηση των μελαγχολικών παντρεμένων γυναικών της αστικής τάξης της Φλωρεντίας των οποίων οι σύζυγοι τις αφήνουν μόνες κατά την διάρκεια των μακρών επιχειρηματικών ταξιδιών. Καθώς η Φλωρεντία ήταν τότε από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης και πολυάριθμες οι γυναίκες των εμπόρων, το Δεκαήμερον σημείωσε τεράστια επιτυχία.
Δεκάτη ιστορία της δευτέρας ημέρας
Υπήρχε κάποτε στην Πίζα ένας δικαστής, περισσότερο προικισμένος με μυαλό, παρά με σωματική δύναμη, ο οποίος λέγονταν κύριος Ρικκάρντο ντι Κιντσίκα και ο οποίος πιστεύοντας ίσως ότι με τον ίδιο τρόπο που διάβαζε, μπορούσε και να ικανοποιήσει μιά γυναίκα, και καθώς ήταν πάμπλουτος, βάλθηκε με πολύ επιμέλεια να ψάχνει για σύζυγο μιά γυναίκα, και νέα και ωραία, κάτι που και το ένα και το άλλο έπρεπε να αποφύγει, εάν έδινε στον εαυτό του τις ίδιες καλές συμβουλές που έδινε στους άλλους.
Πάντως πέτυχε τον σκοπό του, διότι ο κύριος Λόττο Γκουαλάντι του έδωσε για σύζυγο μία από τις κόρες του που λέγονταν Βαρθολομαία, μιά από τις πιο όμορφες και πιο γοητευτικές κοπέλες της Πίζας, μιάς πόλης όπου λίγες είναι οι γυναίκες που δεν μοιάζουν με σαύρες. Ο δικαστής, μετά τον εντυπωσιακό γάμο, έφερε την κοπέλα στο σπίτι του και το βράδυ, για να ολοκληρωθεί η ένωση, την άγγιξε μιά φορά και μετά την πρώτη φορά, αναγκάστηκε να σταματήσει το παιχνίδι. Την άλλη μέρα το πρωί, καθώς ήταν αδύνατος και εξαντλημένος, χρειάστηκε αρκετό κρασί και γλυκά και άλλα γιατρικά για να σταθεί στα πόδια του.
Επειδή καταλάβαινε και ο ίδιος πόσες ήταν οι δυνάμεις του, ο κύριος Ρικκάρντο άρχισε να διδάσκει στην σύζυγό του ένα ημερολόγιο όπου δεν υπήρχε ούτε μία μέρα που να μην ήταν αφιερωμένη σε κάποια γιορτή αγίου και μερικές φορές σε πολλές γιορτές μαζί. Επειδή έπρεπε να τιμούν τις γιορτές, της εξήγησε δια μακρών ότι ο άντρας και η γυναίκα έπρεπε να μην κοιμούνται μαζί κατά τας εορτάς. Και σε όλα αυτά προσέθεσε τις νηστείες, τα Σάββατα, τις Κυριακές, την Σαρακοστή, κάποιες φάσεις της σελήνης και πολλές άλλες εξαιρέσεις, εκτιμώντας ότι με τις γυναίκες έπρεπε να συμπεριφέρεται όπως και με τα δικαστήρια, έπρεπε να υπάρχουν αργίες. Και τηρούσε με ακρίβεια αυτό το ημερολόγιο προς μεγάλη μελαγχολία της γυναίκας την οποία μετά βίας άγγιζε μιά φορά τον μήνα και την οποία επίσης παρακολουθούσε στενά μην τυχόν κάποιος άλλος της δίδασκε καμιά εργάσιμη μέρα, όπως ο ίδιος της είχε διδάξει τις αργίες.
Κάποια φορά έκανε καύσωνα και ο κύριος Ρικκάρντο επεθύμησε να πάει να ξεκουραστεί και να πάρει τον αέρα του περνώντας μερικές μέρες στο εξοχικό του, σ’ ένα όμορφο μέρος κοντά στο Μόντε Νέρο. Και πήρε μαζί του την ωραία γυναίκα του. Εκεί μιά μέρα, για να διασκεδάσει την γυναίκα του, οργάνωσε μιά εκδρομή για ψάρεμα. Πήγανε δύο βάρκες. Αυτός με μερικούς άλλους στην μία, η γυναίκα του και μερικές άλλες στην άλλη βάρκα. Οι γυναίκες, γοητευμένες από την ομορφιά της θάλασσας, ανοίχτηκαν χωρίς να το καταλάβουν αρκετά μίλια μακριά. Κι ενώ αυτές ήταν απορροφημένες από το τοπίο, ξαφνικά μια γαλέρα του Παγκανίν ντα Μόντε, ενός φημισμένου πειρατή, εμφανίστηκε, και μόλις είδε τις βάρκες έπεσε επάνω τους.
Η βάρκα όπου βρίσκονταν οι γυναίκες δεν μπόρεσε να κινηθεί γρήγορα και την πρόφτασε ο Παγκανίν, ο οποίος, μόλις είδε την ωραία γυναίκα, ήθελε μόνον αυτήν και καμιά άλλη και μπροστά στα μάτια του κυρίου Ρικκάρντο ο οποίος είχε φτάσει ήδη στην ακτή, την πήρε μαζί του στην γαλέρα κι έφυγε. Περιττό να ρωτήσετε πόσο πολύ υπέφερε ο κύριος δικαστής ο οποίος ήταν τόσο ζηλιάρης που υποψιάζονταν και τον ίσκιο του ακόμη. Μάταια φώναξε στην Πίζα και αλλού για την πράξη των πειρατών, και μάλιστα δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός που απήγαγε την γυναίκα του και που την πήγε.
Ο Παγκανίν, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της και μη έχοντας σύζυγο, σκέφτηκε να την κρατήσει δικιά του και, επειδή εκείνη έκλαιγε πολύ, άρχισε να την παρηγορεί με γλυκά λόγια. Κι όταν ήρθε η νύχτα, και επειδή αυτός είχε χάσει το ημερολόγιό του και δεν θυμόνταν ούτε γιορτές, ούτε αργίες, άρχισε να την παρηγορεί με πράξεις, καθώς διαπίστωνε, ότι τα λόγια στην διάρκεια της ημέρας δεν είχαν καταφέρει πολλά πράγματα. Και την παρηγόρησε τόσο καλά, που πριν φτάσουν στον βράχο του Μονακό, εκείνη ξέχασε και τον δικαστή και τους νόμους του και άρχισε να ζει πιο ευχάριστα με τον Παγκανίν. Ο οποίος την εγκατέστησε στο Μονακό και εχτός από την παρηγοριά που της προσέφερε τα βράδυα, της συμπεριφερότανε με τιμή σαν να ήταν σύζυγός του.
Έπειτα από κάποιο διάστημα, έφτασε στον κύριο Ρικκάρντο μιά πληροφορία για το που βρίσκονταν η γυναίκα του. Άναψε από την επιθυμία να πάει ο ίδιος να την βρει, πίστευε ότι κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό και ήταν διατεθειμένος να πληρώσει οποιαδήποτε λύτρα. Πήρε ένα πλοίο, έφτασε στο Μονακό όπου είδε στο δρόμο την γυναίκα του, κι εκείνη τον είδε και το βράδυ εκείνη μίλησε στον Παγκανίν για τις πιθανές προθέσεις του συζύγου της. Την άλλη μέρα το πρωί ο κύριος Ρικκάρντο, βλέποντας τον Παγκανίν, τον πλησίασε και σε λίγη ώρα γνωρίστηκαν και έγιναν στενοί φίλοι, ενώ ο Παγκανίν έκανε ότι δεν ήξερε ποιός πραγματικά ήταν και περίμενε να δει τι θα του ζητούσε. Όταν ο κύριος Ρικκάρντο θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή, με τον καλύτερο και πιο φιλικό τρόπο, αποκάλυψε τον λόγο για τον οποίο είχε έρθει και του ζήτησε να καθορίσει ο ίδιος ο Παγκανίν το πόσο που ήθελε για να του επιστρέψει την γυναίκα του.
Ο Παγκανίν με ευχάριστη διάθεση του απάντησε: «Κύριε, καλώς ήρθατε και για να μην τα πολυλογώ σας λέω τα εξής: είναι αλήθεια ότι έχω μιά νέα γυναίκα στο σπίτι μου που δεν ξέρω αν είναι δική σας σύζυγος ή κάποιου άλλου, διότι εσάς δεν σας γνωρίζω, αλλά ούτε κι εκείνη, παρά μόνον τον λίγο καιρό που είναι μαζί μου. Εάν εσείς είσθε ο σύζυγος, όπως λέτε, και επειδή μου φαίνεσθε πολύ συμπαθής, θα σας πάρω να την συναντήσετε και είμαι βέβαιος ότι εκείνη θα σας αναγνωρίσει. Εάν εκείνη πει ότι είναι όπως τα λέτε και θελήσει να επιστρέψει σε σας, και για χάρη της καλοσύνης σας, εσείς θα μου δώσετε ό,τι έχετε ευχαρίστηση να μου δώσετε. Αν όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, εσείς θα μου έχετε κάνει μια μεγάλη προσβολή που θα έχετε θελήσει να μου την πάρετε. Στο κάτω κάτω είμαι νέος και έχω δικαίωμα να έχω μιά γυναίκα όπως κάθε άλλος και ειδικά εκείνη η οποία είναι η πιο γοητευτική από όσες έχω δει.»
Λέει τότε ο κύριος Ρικκάρντο: «Και βέβαια είναι σύζυγός μου και εάν με πας να την συναντήσω, θα δεις ότι θα ριχτεί στην αγκαλιά μου. Γι’ αυτό δεν ζητάω τίποτ’ άλλο παρά να κάνεις αυτό που ο ίδιος είπες.»
«Ε, λοιπόν, πάμε» λέει ο Παγκανίν.
Φτάσανε στο σπίτι του Παγκανίν, μπήκανε μέσα και ο Παγκανίν είπε να την φωνάξουν. Έρχεται εκείνη, ντυμένη και στολισμένη και συμπεριφέρονταν στον κύριο Ρικκάρντο σαν να ήταν κάποιος ξένος που ο Παγκανίν τον είχε φέρει σπίτι. Βλέποντας αυτό ο δικαστής, ενώ περίμενε ότι εκείνη θα τον υποδέχονταν με μεγάλη χαρά, εξεπλάγην και σκέφτηκε: «Ίσως η μελαγχολία και η μεγάλη λύπη που μου προκάλεσε ο χαμός της με έχουν αλλάξει τόσο που έχω γίνει αγνώριστος.»
Γι’ αυτό και της είπε: «Κυρία, μου κόστισε πολύ που σε πήγα για ψάρεμα. Κανένας δεν έχει νοιώσει τέτοιο πόνο, όπως εγώ που σε έχασα και φαίνεσαι να μην με αναγνωρίζεις και μου μιλάς τόσο ψυχρά. Δεν βλέπεις ότι είμαι ο Ρικκάρντο σου που ήρθα για να πληρώσω ό,τι θέλει ο ευγενικός κύριος από ’δω στο σπίτι του οποίου βρισκόμαστε και να σε ξαναπάρω; Και αυτός από ευγένεια δέχεται να μου επιστρέψει αυτό που θέλω.»
Η γυναίκα στρέφεται προς τον κύριο Ρικκάρντο και μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο του λέει: « Κύριε, εμένα μιλάτε; Μήπως με μπερδεύετε με κάποια άλλη; Πάντως εγώ δεν θυμάμαι να σας έχω γνωρίσει ποτέ.»
Λέει ο κύριος Ρικκάρντο: « Πρόσεξε τι λες, κύτταξέ με καλά: αν προσπαθήσεις καλά να θυμηθείς, τότε θα δεις ότι είμαι ο σύζυγός σου, ο Ρικκάρντο ντι Κιντσίκα.»
Λέει η γυναίκα: «Κύριε, συγχωρέστε με, δεν μου είναι ιδιαίτερα αξιοπρεπές να σας κυττάζω τόσο πολύ, πάντως σας έχω κυττάξει αρκετά, ώστε να γνωρίζω ότι δεν σας έχω δει ποτέ.»
Σκέφτηκε τότε ο κύριος Ρικκάρντο ότι εκείνη φέρονταν έτσι από φόβο για τον Παγκανίν, ότι δεν ήθελε παρουσίαι του να ομολογήσει ότι τον γνώρισε. Γι’ αυτό και ζήτησε από τον Παγκανίν να τους αφήσει να μιλήσουν μόνοι. Λέει τότε ο Παγκανίν ότι δεν έχει αντίρρηση, υπό τον όρο ότι αυτός δεν θα προσπαθούσε να την φιλήσει παρά την θέλησή της. Και είπε στην γυναίκα να πάνε στο δωμάτιό της και να ακούσει τι έχει αυτός να της πει και να του απαντήσει όπως εκείνη ήθελε.
Πηγαίνουν λοιπόν στο δωμάτιό της και μόλις κάθισαν άρχισε να της λέει ο κύριος Ρικκάρντο: «Ω καρδιά μου, γλυκιά ψυχή μου, ελπίδα μου, ούτε τώρα αναγνωρίζεις τον Ρικκάρντο σου που σε αγαπάει περισσότερο από τη ζωή του; Πως είναι δυνατόν; Τόσο πολύ έχω αλλάξει; Ω όμορφα μάτια μου, κύτταξέ με λίγο.»
Η γυναίκα άρχισε να γελάει και χωρίς να τον αφήσει να συνεχίσει του λέει: «Ξέρετε πολύ καλά ότι δεν έχω χάσει τη μνήμη μου ώστε να μην αναγνωρίζω ότι είστε ο κύριος Ρικκάρντο ντι Κιντσίκα, ο σύζυγός μου. Όμως εσείς, όσο καιρό ήμουν μαζί σας, μου δείξατε ότι με γνωρίζατε πολύ λίγο. Εάν ήσασταν τόσο έξυπνος, όσο θέλετε να πιστεύετε ότι είστε, θα έπρεπε να είχατε καταλάβει ότι εγώ ήμουν νέα και δροσερή και υγιής και κατά συνέπεια θα έπρεπε να γνωρίζατε αυτό που θέλουν οι νέες γυναίκες, έχτος από το φαί και τα ρούχα, ακόμη κι αν από συστολή ούτε καν μιλάνε γι’ αυτό. Όμως εσείς ξέρετε πως το κάνουν αυτό. Και εάν για σας ήταν πιο ενδιαφέρουσα η μελέτη των νόμων από την σύζυγο, δεν θα έπρεπε να παίρνατε σύζυγο. Αν και να σας πω, δεν μου φανήκατε ποτέ για νομικός, περισσότερο μου φανήκατε δημόσιος υπάλληλος στο πρωτόκολλο να σημειώνετε πότε είναι οι αργίες και πότε οι νηστείες. Και θα σας πω και αυτό: εάν είχατε επιβάλλει στους εργάτες σας στα χτήματα τόσες πολλές αργίες και γιορτές, όσες είχατε επιβάλλει στο μικρό μου χωραφάκι, δεν θα είχατε μαζέψει σπυρί σιτάρι. Γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο τον οποίο ο Θεός τον θέλησε να είναι πιστός θαυμαστής των νιάτων μου και με τον οποίο μένω σ’ αυτό το δωμάτιο και δεν ξέρουμε καθόλου από γιορτές, εννοώ από αυτές τις γιορτές που γιορτάζετε εσείς που είστε πιο αφοσιωμένος στο Θεό, παρά στην υπηρεσία των γυναικών.
Απ’ αυτήν εδώ την πόρτα δεν πέρασαν ποτέ ούτε Σάββατα, ούτε Κυριακές, ούτε Σαρακοστή που βαστάει τόσο πολύ. Αντίθετα μέρα νύχτα εμείς γνέθουμε το μαλλί. Κάθε σούρουπο, μετά που θα χτυπήσει ο εσπερινός, ξέρω πολύ καλά τι πρόκειται να γίνει άλλη μια φορά. Γι’ αυτό σκοπεύω να μείνω εδώ και να δουλέψω όσο είμαι νέα, και τις γιορτές και τις μετάνοιες και τις νηστείες θα τις αφήσω για όταν γεράσω. Όσο για σας, με το καλό να επιστρέψετε το γρηγορότερο και να γιορτάζετε τις γιορτές χωρίς εμένα».
Ο κύριος Ρικκάρντο, ακούγοντας αυτά τα λόγια, δοκίμασε αβάσταχτο πόνο, κι όταν εκείνη σταμάτησε να μιλά, της λέει: «Ω γλυκιά ψυχή μου, τι είναι αυτά που μου λες; Δεν σ’ ενδιαφέρει καθόλου η τιμή των γονιών σου και η δική σου; Προτιμάς να μείνεις εδώ πουτάνα αυτουνού, παρά να είσαι στην Πίζα σύζυγός μου; Αυτός όταν σε βαρεθεί, θα σε διώξει μέσα στην ντροπή. Εγώ αισθάνομαι πάντοτε τρυφερότητα για σένα και θα είσαι πάντοτε, ακόμη και να μην το θέλω, η κυρία του σπιτιού μου. Γι’ αυτήν την αχαλίνωτη και ανήθικη όρεξη σου, είσαι διατεθειμένη να παρατήσεις την τιμή σου και εμένα που σ’ αγαπάω πιο πολύ και από την ζωή μου; Ακριβή μου ελπίδα, μη μιλάς έτσι. Έλα μαζί μου. Από τώρα που ξέρω τον πόθο σου, θα κάνω προσπάθειες. Λοιπόν, γλυκιά μου, άλλαξε γνώμη και έλα μαζί μου. Από τότε που σε άρπαξε αυτός, ούτε μιά στιγμή δεν έχω ηρεμίσει.»
Του απαντάει η γυναίκα: «Για την τιμή μου δεν επιτρέπω σε κανέναν άλλον να ανησυχήσει εχτός από μένα, επί πλέον είναι πολύ αργά γι’ αυτό. Θα έπρεπε οι γονείς μου να είχαν ανησυχήσει όταν με έδιναν σε σας! Αφού λοιπόν εκείνοι δεν ενδιαφέρθηκαν τότε για μένα, δεν ενδιαφέρομαι κι εγώ γι’ αυτούς. Μπορεί να πληγώνει το ξίφος της αμαρτίας, αλλά με γιατρεύει ένα άλλο ξίφος. Μην ανησυχείτε για μένα πιο πολύ από μένα. Και σας λέω τούτο, εδώ αισθάνομαι σαν σύζυγος του Παγκανίν, ενώ εκεί στην Πίζα αισθανόμουνα να είμαι η πουτάνα σας, όταν σκέφτομαι ότι οι φάσεις της σελήνης και τα τετράγωνα της γεωμετρίας έπρεπε να ταιριάξουν με τη θέση των πλανητών μας, ενώ εδώ ο Παγκανίν με κρατάει όλη τη νύχτα στην αγκαλιά του και με σφίγγει και με δαγκώνει. Και πως ακριβώς μου το κάνει, μόνον ο Θεός μπορεί να σας το πει. Μου λέτε ότι θα κάνετε προσπάθειες. Τι είδους προσπάθειες; Να φτάσετε ψηλά; Εγώ ξέρω ότι έχετε γίνει καλός καβαλάρης από τότε που σας είδα τελευταία φορά. Πηγαίνετε, και κάντε προσπάθειες να ζήσετε γιατί μου φαίνεστε ότι ζείτε σαν νοικάρης σ’ αυτόν τον κόσμο, τόσο κακομοίρης μου φαίνεστε. Και σας λέω και τούτο: όταν αυτός ο άνθρωπός με παρατήσει, πράγμα που δεν μου φαίνεται πιθανό, όσο εγώ θέλω να είμαι μαζί του, δεν σκοπεύω να γυρίσω σε σας που όσο και να σας σφίξουν δεν πρόκειται να βγάλουν ούτε τρεις σταγόνες ζουμί. Σας έχω πληρώσει πολύ ακριβά. Θα ψάξω αλλού για καλύτερη τιμή. Λοιπόν σας λέω και πάλι ότι εδώ δεν έχουμε αργίες και νηστείες και εδώ σκοπεύω να μείνω. Γι’ αυτό πάτε στο καλό όσο πιο γρήγορα μπορείτε, αλλοιώς θα φωνάξω ότι πάτε να με βιάσετε.»
Ο κύριος Ρικκάρντο βλέποντας να έχει βρεθεί σε άθλια θέση και καταλαβαίνοντας μόλις τώρα την τρέλα του να παντρευτεί μιά νέα γυναίκα, με πόνο και λύπη βγήκε από το δωμάτιο και μίλησε πολύ ώρα στον Παγκανίν, χωρίς όμως ο τελευταίος να συγκινηθεί καθόλου. Και στο τέλος, χωρίς να έχει καταφέρει τίποτα, άφησε την γυναίκα του και γύρισε στην Πίζα. Και τόσο τρελός είχε γίνει από τον πόνο που όταν περπατούσε στην Πίζα και τον χαιρετούσαν ή τον ρωτούσαν κάτι, αυτό δεν έλεγε τίποτα άλλο εκτός: «ο άτιμος ο ληστής δεν θέλει γιορτές». Και ύστερα από λίγο πέθανε.
Όταν το έμαθε αυτό ο Παγκανίν, και ξέροντας πόσο πολύ εκείνη η γυναίκα τον αγαπούσε, την παντρεύτηκε και χωρίς ποτέ οι δυό τους να τηρούν γιορτές, νηστείες ή την Σαρακοστή, όσο βαστούσαν τα κότσια τους ρίχνονταν στη δουλειά.
Δεκάτη ιστορία της ενάτης ημέρας
Ζούσε κάποτε στην Μπαρλέττα ένας παππάς ονόματι ντον Τζιάννι ντι Μπαρόλο ο οποίος, επειδή η ενορία του ήταν φτωχή, για να τα βγάζει πέρα, έκανε τον αγωγιάτη και με τη φοράδα του κουβαλούσε εδώ κι εκεί εμπορεύματα που τα αγόραζε και τα πουλούσε στις εμποροπανηγύρεις της Πουλία. Και καθώς ασχολούνταν μ’ αυτές τις δραστηριότητες έπιασε φιλίες με κάποιον που λέγονταν Πιέτρο ντα Τρεζάντι ο οποίος με τον γάϊδάρό του έκανε κι αυτός την ίδια δουλειά και τον οποίο, σε ένδειξη φιλίας, τον φώναζε «κουμπάρο Πιέτρο», όπως συνηθίζουν οι κάτοικοι της Πουλία. Ο κουμπάρος Πιέτρο, λοιπόν, όποτε περνούσε από την Μπαρλέττα, πήγαινε πάντοτε στην εκκλησία και εκεί ο παππάς τον φιλοξενούσε με τιμές.
Όμως ο κουμπάρος Πιέτρο ήταν πολύ φτωχός. Είχε στο Τρεζάντι ένα μικρό σπιτάκι που μόλις χωρούσε τον ίδιο, την όμορφη και νεαρή γυναίκα του και τον γάϊδαρό του. Κι όποτε έρχονταν ο ντον Τζιάννι στο Τρεζάντι προσπαθούσε όσο μπορούσε να περιποιηθεί τον φίλο του σε ανταπόδοση της φιλοξενίας που είχε δεχτεί από ’κείνον. Αλλά για τον ύπνο ο κουμπάρος Πιέτρο δεν είχε παρά ένα μικρό κρεββάτι όπου κοιμόνταν ο ίδιος με την όμορφη σύζυγό του και δεν μπορούσε να τιμήσει τον ντον Τζιάννι όπως ήθελε. Αυτός τώρα ο ντον Τζιάννι προτιμούσε να κοιμάται στον στάβλο δίπλα στην φοράδα του. Η γυναίκα του κουμπάρου Πιέτρο που ήξερε πόσο υποχρεωμένος ήταν ο άντρας της στον παππά προσφέρονταν να πάει κοιμηθεί σε κάποια γειτόνισσα, ώστε να κοιμηθούν ο παππάς με τον άντρα της στο κρεββάτι. Όμως ο ντον Τζιάννι πάντοτε αρνιότανε και της έλεγε: «Κουμπάρα Τζέμματα, μην αναστατώνεστε για μένα. Μια χαρά είμαι κι έτσι, διότι όταν έχω όρεξη, μεταμορφώνω την φοράδα μου σε ωραία κοπέλλα και περνάω πολύ όμορφα μαζί της και μετά την ξαναμεταμορφώνω σε φοράδα για να ταξιδέψω.» Η νεαρή γυναίκα έμεινε κατάπληκτη από όσα άκουσε, τα πίστεψε και τα είπε στον σύζυγό της. Και πρόσθεσε: «Αν είναι έτσι, γιατί δεν τον ρωτάς πως το κάνει αυτό και θα μπορείς, όποτε χρειάζεται, να με μεταμορφώνεις σε φοράδα για να με καβαλάς και να κάνεις καλύτερα τη δουλειά σου μαζί και με τον γάϊδαρο. Και όταν θα γυρνάς σπίτι, θα με ξανακάνεις γυναίκα όπως είμαι.»
Ο κουμπάρος Πιέτρο τα πίστεψε όλα και συμφώνησε να ρωτήσει και άρχισε να παρακαλεί τον ντον Τζιάννι να του αποκαλύψει το μυστικό. Ο ντον Τζιάννι προσπάθησε να τον πείσει ότι αυτό ήταν ένα αστείο, αλλά δεν τα κατάφερε και τότε του λέει: «Άκου, αφού επιμένεις, αύριο το πρωί, μόλις σηκωθούμε, θα σου δείξω πως γίνεται. Το πιο δύσκολο σημείο, όπως θα δεις, είναι να βάλεις την ουρά όπως ακριβώς πρέπει.» Ο κουμπάρος Πιέτρο και η κουμπάρα Τζέμματα δεν μπόρεσαν να κοιμηθούν όλη την νύχτα από την λαχτάρα να μάθουν το μυστικό. Και πριν καλά-καλά ξημερώσει σηκώθηκαν και πήγαν και ξύπνησαν τον ντον Τζιάννι, ο οποίος, φορώντας μόνον το εσώρουχό του ήρθε στο δωμάτιο του κουμπάρου Πιέτρο και λέει: «Για κανέναν άλλον στον κόσμο δεν θα το έκανα αυτό, παρά μόνον για σας, αφού σας αρέσει. Τώρα πρέπει να κάνετε ακριβώς ό,τι σας πω για να γίνει αυτό που θέλετε.» Και οι δυό τους υποσχέθηκαν να κάνουν ό,τι θα τους πει. Ο ντον Τζιάννι, παίρνει ένα κερί, το δίνει να το κρατάει ο κουμπάρος Πιέτρο και του λέει: «Κύττα καλά πως θα το κάνω και να βάλεις καλά στο μυαλό σου τι θα πω και πρόσεξε, αν δεις κάτι που δεν θα σου αρέσει, μην πεις λέξη, μόνον να προσεύχεσαι να μπει καλά η ουρά.» Ο κουμπάρος Πιέτρο παίρνει το κερί και λέει ότι θα τα κάνει όλα αυτά. Αμέσως ο ντον Τζιάννι ξεντύνει την κουμπάρα Τζεμμάτα μέχρι που έμεινε γυμνή όπως την γέννησε η μάνα της και την βάζει να σταθεί με τα χέρια και με τα πόδια στο πάτωμα, σαν να ήτανε φοράδα και ταυτόχρονα της έλεγε να μην βγάλει μιλιά ό,τι και να συμβεί. Και άρχισε να την χαϊδεύει στο κεφάλι και έλεγε: «Ωραίο κεφάλι έχει αυτή η φοράδα.» Μετά της χαϊδεύει τα μαλλιά και λέει: «Τι ωραία χαίτη που έχει η φοράδα.» Μετά της χάϊδευε το μπράτσο και έλεγε: «Τι ωραία πόδια έχει αυτή η φοράδα.» Μετά της χάϊδευε το στήθος και βρίσκοντάς το σφιχτό και στρογγυλό και μάλιστα καθώς του σηκωνότανε, έλεγε: «Και αυτό είναι το ωραίο στήθος της φοράδας.» Και μετά έκανε το ίδιο με την πλάτη και την κοιλιά και τους ώμους και τα μπούτια και τελικά αφού τα είχε χαϊδέψει όλα τα μέρη εχτός από την ουρά κατεβάζει το εσώρουχό του, πιάνει τον πάσσαλο με τον όποίο φυτεύουν οι άντρες, τον βάζει γρήγορα στο αυλάκι και λέει: «Και αυτή είναι η ωραία ουρά της φοράδας.»
Ο κουμπάρος Πιέτρο ο οποίος μέχρι εκείνη την στιγμή παρατηρούσε με μεγάλη προσοχή τα πάντα, βλέποντας αυτό το τελευταίο και επειδή δεν του φαινότανε καλό λέει: «Ντον Τζιάννι, εγώ δεν η θέλω την ουρά, εγώ δεν την θέλω την ουρά!» Ήδη όμως είχε φτάσει το υγρό με το οποίο όλα τα φυτά πολλαπλασιάζονται και ο ντον Τζιάννι κάνοντας ένα βήμα πίσω λέει: «Αλλοίμονο, κουμπάρε Πιέτρο, τι έκανες; Εγώ δεν σου είπα να μην πεις λέξει για όσα βλέπεις; Η φοράδα σου ήταν σχεδόν έτοιμη, αλλά μίλησες και τα χάλασες όλα, τώρα δεν μπορώ να το ξανακάνω.» Λέει ο κουμπάρος Πιέτρο: «Καλά είναι κι έτσι. Εγώ δεν την ήθελα αυτήν την ουρά. Γιατί δεν μου είπατε να την βάλω εγώ; Χώρια που εσείς την βάλατε πολύ χαμηλά.» Λέει ο ντον Τζιάννι: «Εσύ δεν θα ήξερες για πρώτη φορά να την βάλεις όπως εγώ.» Η νεαρή γυναίκα, ακούγοντας αυτά τα λόγια, σηκώθηκε όρθια και λέει στον σύζυγό της: «Τι ζώο που είσαι; Γιατί άφησες να πάνε χαμένες οι δικές σου προσπάθειες και οι δικές μου; Εκεί που πήγαινε να μας βοηθήσει ο Θεός, εσύ ήθελες να μείνεις φτωχός κι ακόμη πιο φτωχός.» Αφού δεν υπήρχε πλέον τρόπος να γίνει φοράδα, η νεαρή γυναίκα, γεμάτη θυμό, ξαναντύθηκε και ο κουμπάρος Πιέτρο με τον γάϊδαρό του συνέχισε να κάνει την δουλειά του όπως πάντοτε την έκανε. Και με τον ντον Τζιάννι μαζί ξεκινήσανε για την εμποροπανήγυρη του Μπιτόντο και ποτέ ξανά δεν του ζήτησε να του δείξει πως γινότανε κείνο το πράμα.
Έκτη ιστορία της τρίτης ημέρας
Κάποτε στην Νάπολη, αυτήν την αρχαία πόλη που ίσως δεν υπάρχει άλλη ομορφότερη σ’ όλη την Ιταλία, ζούσε ένας νεαρός άντρας, ευγενικής καταγωγής, πολύ πλούσιος που λεγότανε Ριτσιάρντο Μινουτόλο. Αυτός, αν και είχε μιά πολύ ωραία και νέα και ελκυστική σύζυγο, ερωτεύτηκε μιά άλλη γυναίκα η οποία, σύμφωνα με τη γενική γνώμη όλης της πόλης, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες της Νάπολης σε ομορφιά. Το όνομά της ήταν Κατέλλα, σύζυγος ενός νεαρού, επίσης ευγενικής καταγωγής, ο οποίος λέγονταν Φιλίππελ Σιγκινόλφο. Η Κατέλλα ήταν εντιμότατη και τον αγαπούσε τον σύζυγό της και τον λάτρευε περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο στον κόσμο. Ο Ριτσιάρντο Μινουτόλο λοιπόν αγαπούσε την Κατέλλα και έκανε όλα εκείνα με τα οποία μπορεί κανείς να κερδίσει την εύνοια και τον έρωτα μιάς γυναίκας, όμως έβρισκε αδιέξοδο η ικανοποίηση της επιθυμίας του και ο ίδιος βρίσκονταν κοντά στην απελπισία. Ούτε ήξερε, ούτε μπορούσε να ξεφύγει απ’ αυτόν έρωτα κι από την άλλη ούτε αποφάσιζε να πεθάνει, ούτε χαίρονταν να ζει.
Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση που ήταν, κάποιες γυναίκες συγγενείς του προσπάθησαν μιά μέρα να του δείξουν ότι μάταια προσπαθούσε, διότι η Κατέλλα δεν είχε άλλη ευτυχία στη ζωή της εχτός από τον Φιλιππέλλο, τον σύζυγό της, που τόσο πολύ τον ζήλευε, ώστε να φοβάται μην τον αρπάξει μια μέρα κάποιο πουλί. Ο Ριτσιάρντο, μαθαίνοντας για την ζήλεια της Κατέλλα, αμέσως άρχισε να σκέφτεται ένα σχέδιο και αποφάσισε να δείχνει στην Κατέλλα ότι είχε απελπιστεί για τον έρωτά της και ότι αγαπούσε μιά άλλη γυναίκα. Και άρχισε να συμμετέχει σε κονταρομαχίες και άλλα αγωνίσματα, υποτίθεται για χάρη αυτής της άλλής γυναίκας, και να κάνει όλα όσα έκανε προηγουμένως για την Κατέλλα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και μ’ αυτήν την συμπεριφορά του όλοι οι ναπολιτάνοι πίστευαν, καθώς επίσης και η Κατέλλα, ότι αυτός αγαπούσε τρελά μιά άλλη γυναίκα και τόσο πετυχημένη ήταν η προσποίησή του που όλοι εξαπατήθηκαν, και η ίδια η Κατέλλα, η οποία προηγουμένως του φέρονταν σκληρά επειδή την αγαπούσε, άλλαξε στάση και άρχισε να τον χαιρετάει φιλικά, όπως έκανε με όλους τους γνωστούς της.
Συνέβη κάποτε να κάνει εξαιρετικά ζεστό καιρό και πολλές γυναίκες και άντρες, όπως ήταν η συνήθεια των ναπολιτάνων, πήγαν να ξεκουραστούν και να φάνε στην ακτή. Ο Ριτσιάρντο μαθαίνοντας ότι η Κατέλλα και η παρέα της πήγαν στη θάλασσα, πήγε κι αυτός με τους φίλους του. Εκεί βρήκε την παρέα της Κατέλλα και τον προσκάλεσαν να μείνει μαζί τους, αλλά αυτός έκανε τον δύσκολο και μόνον μετά από πολλά παρακάλια κάθισε μαζί τους. Οι κυρίες της παρέας, μεταξύ των οποίων και η Κατέλλα, άρχισαν να τον πειράζουν για τον καινούριο του έρωτα, επειδή αυτός φαίνονταν παθιασμένος και όλα αυτά έδιναν αφορμή για συζητήσεις. Καθώς περνούσε η ώρα μία μία οι κυρίες πήγαιναν εδώ κι εκεί να ξεκουραστούν και η Κατέλλα έμεινε μόνο με δυό-τρεις άλλες και τον Ριτσιάρντο. Τότε αυτός έκανε έναν υπαινιγμό, στα αστεία, για κάποια ερωτική περιπέτεια του συζύγου της, του Φιλιππέλλο. Τότε την Κατέλλα την έπιασε αμέσως η ζήλεια και άναβε μέσα της από περιέργεια να μάθει τι ήξερε ο Ριτσιάρντο. Προς στιγμήν η Κατέλλα κρατήθηκε, αλλά μετά δεν βάσταξε άλλο και ικέτευσε τον Ριτσιάρντο, στο όνομα της άγνωστης γυναίκας που αυτός αγαπούσε, να της πει τι ήξερε για τον άντρα της.
Της λέει ο Ριτσιάρντο: «Αφού με έχετε παρακαλέσει στο όνομα αυτού του προσώπου, δεν τολμώ να φέρω αντίρρηση σε ό,τι που μου ζητάτε. Λοιπόν είμαι έτοιμος να σας απαντήσω με τον όρο ότι δεν θα πείτε τίποτα στον σύζυγό σας, ούτε σε κανέναν άλλον, πριν δείτε με τα ίδια σας τα μάτια ότι είναι αλήθεια αυτά που θα σας πω. Και όποτε θέλετε, θα σας δείξω με ποιόν τρόπο μπορείτε να τα δείτε.»
Άρεσε στην Κατέλλα αυτό που της πρότεινε ο Ριτσιάρντο, τον πίστεψε και ορκίστηκε να μην πει σε κανέναν τίποτα. Κάθισαν τότε λίγο πιο πέρα από τους άλλους για να μην ακούγονται και άρχισε ο Ριτσιάρντο να λέει: «Κυρία, εάν σας αγαπούσα, όπως σας έχω αγαπήσει, δεν θα τολμούσα να σας πω κάτι που θα πίστευα ότι θα σας ενοχλήσει. Αλλά αφού αυτός ο έρωτας έχει περάσει, έχω λιγότερους δισταγμούς να σας πω την πάσα αλήθεια. Δεν ξέρω εάν ο Φιλιππέλλο ενοχλήθηκε ποτέ από τον έρωτα που είχα κάποτε για σας, ή ακόμη εάν πίστεψε ότι κι εσείς με αγαπήσατε. Αλλά όπως και να έχει, ο ίδιος δεν μου έδειξε ποτέ τίποτα. Όμως τώρα ίσως να νομίζει ότι εγώ δεν φοβάμαι πλέον ότι θα μ’ εκδικηθεί, και φαίνεται να θέλει να κάνει σε μένα αυτό που υποψιάζεται ότι του έχω κάνει, δηλαδή να πάρει την σύζυγό μου για την δική του ευχαρίστηση. Και από όσα ξέρω, πριν λίγο καιρό άρχισε, μέσα σε μεγάλη μυστικότητα, να την πολιορκεί με μηνύματα που της στέλνει με ενδιάμεσα πρόσωπα. Μου τα έχει αναφέρει όλα η σύζυγός μου και του έχει απαντήσει σύμφωνα με δικές μου οδηγίες. Και μάλιστα σήμερα το πρωί, πριν έρθω εδώ, βρήκα την σύζυγό μου στο σπίτι να μιλάει ψιθυριστά με μία γυναίκα και αμέσως υποψιάστηκα τι ήτανε αυτή η γυναίκα.
Ρώτησα την σύζυγό μου τι ήθελε αυτή η γυναίκα και εκείνη μου είπε: «Την έστειλε αυτός ο ενοχλητικός ο Φιλιππέλλο που μου τον έχεις φορτώσει στην πλάτη έτσι που με βάζεις να του απαντάω και να τον κάνω να διατηρεί ελπίδες. Μου λέει ότι θέλει οπωσδήποτε να μάθει τι σκέφτομαι να κάνω και ότι όταν το θελήσω, αυτός θα μπορούσε να με συναντήσει κρυφά σε κάποιο από τα λουτρά σ’ αυτή τη πόλη. Και με ικετεύει να δεχτώ. Εάν δεν με είχες βάλει να κάνω όλα αυτά τα πράγματα, κι ούτε ξέρω γιατί το κάνεις, εγώ θα μπορούσα μόνη μου να απαλλαγώ απ’ αυτόν και να τον κάνω να μην τολμάει να με κυττάξει.» Έπειτα απ’ όλα αυτά μου φαίνεται ότι το πράγμα έχει παρατραβήξει, και δεν αξίζει άλλο να υποφέρω και εάν σας τα λέω αυτά, είναι για να ξέρετε ότι αξίζω την πλήρη εμπιστοσύνη σας για την οποία έχω φτάσει σχεδόν ως τον θάνατο. Και για να μην νομίζετε ότι όλα αυτά είναι λόγια του αέρα, αν θέλετε, μπορείτε να έρθετε και να δείτε και να αγγίξετε την αλήθεια. Έχω βάλει την σύζυγό μου να απαντήσει μέσω αυτής της γυναίκας ότι είναι έτοιμη να πάει αύριο στις τρεις το απόγευμα στα λουτρά, τότε που οι περισσότεροι παίρνουν τον μεσημεριανό τους ύπνο. Και η γυναίκα αυτή, πολύ χαρούμενη, έφυγε να πάει να το πει. Δεν πιστεύω τώρα να πιστεύετε ότι πραγματικά θα στείλω την σύζυγό μου εκεί. Πάντως εάν ήμουν στη θέση σας, θα πήγαινα στα λουτρά κι αυτός θα έβρισκε τη σύζυγό του εκεί, αλλά προς στιγμή θα νόμιζε ότι βρίσκεται με την άλλη. Κι έπειτα από λίγο, εάν ήμουν στη θέση σας, θα του αποκάλυπτα με ποιά πραγματικά είναι, και θα τον περιποιόμουνα με τις τιμές που αξίζει. Η ντροπή που θα δοκίμαζε θα ήταν μιά καλή εκδίκηση για την προσβολή σε σας και σε μένα.»
Όταν άκουσε αυτά η Κατέλλα, χωρίς να σκεφτεί ποιος ήταν αυτός που της τα έλεγε, ούτε τι παγίδα της έστηνε, πίστεψε αμέσως τα λόγια του, όπως κάνουν όλοι όσοι ζηλεύουν, κι άρχισε να συνδέει τα λόγια του με κάποια προηγούμενα γεγονότα. Ξαφνικά άναψε μέσα της ο θυμός, και του λέει ότι οπωσδήποτε θα έρθει η ίδια στα λουτρά, δεν της ήταν αυτό μεγάλος κόπος, και ότι εάν έρθει ο σύζυγός της, θα τον κάνει να ντρέπεται κάθε φορά που αυτός θα συναντά γυναίκα στο δρόμο. Ευχαριστημένος ο Ριτσιάρντο από την ιδέα του, συνέχισε να της λέει και άλλα πράγματα για να την κάνει να τον πιστέψει ακόμη περισσότερο, και ταυτόχρονα την παρακαλούσε να μην πει σε κανέναν ότι όλα αυτά τα άκουσε από τον ίδιο. Και αυτή του το υποσχέθηκε με όρκο.
Το επόμενο πρωί ο Ριτσιάρντο πήγε και βρήκε την γυναίκα που είχε τα λουτρά για τα οποία είχε μιλήσει στην Κατέλλα, και της είπε τι σχέδιο είχε και της ζήτησε να τον βοηθήσει όσο μπορούσε. Η γυναίκα αυτή που είχε τα λουτρά και που του ήταν υποχρεωμένη από άλλες φορές, του απάντησε ότι θα έκανε πρόθυμα ό,τι θα της έλεγε και κανόνισαν τι ακριβώς έπρεπε αυτή να πει και να κάνει. Στο κτίριο που βρίσκονταν τα λουτρά, υπήρχε ένα δωμάτιο πολύ σκοτεινό, που δεν είχε κανένα παράθυρο για να μπει φως.
Αυτό το δωμάτιο, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ριτσιάρντο, ετοίμασε η γυναίκα και έβαλε εκεί το καλύτερο κρεβάτι που είχε, στο οποίο κρεβάτι ο Ριτσιάρντο, αφού έφαγε, ξάπλωσε και άρχισε να περιμένει την Κατέλλα.
Η οποία Κατέλλα, αφού άκουσε όσα της είχε πει ο Ριστιάρντο και έχοντας δώσει περισσότερη εμπιστοσύνη στα λόγια απ’ όσο έπρεπε, γεμάτη θυμό γύρισε το απόγευμα σπίτι και όταν γύρισε και ο άντρας της ο Φιλιππέλλο, κατά σύμπτωση ήταν βυθισμένος σε δίκες του υποθέσεις και δεν της έδωσε πολύ σημασία όπως συνήθως έκανε. Βλέποντας τον η Κατέλλα έτσι, μεγάλωσαν οι υποψίες της και είπε μέσα της: «Πραγματικά έχει το μυαλό του σ’ εκείνη τη γυναίκα που θα περάσει μαζί της αύριο μια χαρά και θα διασκεδάσει, αλλά αυτό δεν θα του γίνει.» Και μ’ αυτή τη σκέψη και με το τι θα του έλεγε την άλλη μέρα όταν θα τον έβρισκε, πέρασε τη νύχτα της.
Όταν την άλλη μέρα πήγε τρεις τ’ απόγευμα, η Κατέλλα πήρε μαζί της την υπηρέτριά της, και χωρίς να έχει αλλάξει γνώμη, πήγε στα λουτρά που της είχε πει ο Ριτσιάρντο. Βρήκε την ιδιοκτήτρια και την ρώτησε εάν είχε έρθει ο Φιλιππέλλο.
Τότε η γυναίκα αυτή που την είχε δασκαλέψει ο Ριτσιάρντο της λέει: «Είστε εκείνη η κύρια που έχετε κανονίσει να του μιλήσετε;»
Απαντάει η Κατέλλα: «Ναι.»
«Λοιπόν», λέει η γυναίκα, «περάστε από δω να τον βρείτε.»
Η Κατέλλα, η οποία έψαχνε να βρει αυτό που δεν θα ήθελε να βρει, μαζί με τη γυναίκα έφτασαν στο δωμάτιο όπου βρίσκονταν ο Ριτσιάρντο, και, με καλυμμένο το κεφάλι της μ’ ένα μαντήλι, μπήκε μέσα και κλείδωσε την πόρτα.
Ο Ριτσιάρντο, βλέποντας της να μπαίνει, σηκώθηκε από το κρεβάτι, την αγκάλιασε και της είπε με χαμηλή φωνή: «Καλωσόρισες, ψυχή μου!» Η Κατέλλα για να υποκριθεί με επιτυχία ότι ήταν η άλλη και όχι η ίδια, τον αγκάλιασε και τον φίλησε και έδειχνε πολύ χαρούμενη χωρίς να λέει καμία λέξη, επειδή φοβότανε ότι εάν μιλούσε, θα την αναγνώριζε. Το δωμάτιο ήταν πολύ σκοτεινό και αυτό ήταν πολύ ευχάριστο και στους δύο. Παρ’ όλο που περνούσε η ώρα τα μάτια δεν συνήθιζαν στο σκοτάδι για να βλέπουν καλύτερα. Ο Ριτσιάρντο την οδήγησε στο κρεβάτι και, χωρίς να μιλάνε για να μην αναγνωριστούν από τη φωνή τους, έμειναν εκεί για πολύ ώρα και είχαν και οι δυό τους τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση και απόλαυση.
Αλλά μετά, η Κατέλλα ένοιωσε ότι ήταν καιρός να αφήσει να ξεσπάσει ο θυμός της και άρχισε να του μιλάει ξαναμμένη: «Αχ, πόσο άσχημη είναι η τύχη των γυναικών και πόσο άχρηστο είναι οι περισσότερες απ’ αυτές να αγαπάνε τους άντρες τους! Εγώ η καϋμένη, εδώ κι οχτώ χρόνια σ’ έχω αγαπήσει περισσότερο κι απ’ την ζωή μου κι εσύ, απ’ όλα αυτά που ακούω, καίγεσαι και λυώνεις για μιά άλλη γυναίκα, παλιάνθρωπε, απατεώνα. Με ποιά νομίζεις ότι ξάπλωσες τώρα; Μ’ αυτήν που την κοροϊδεύεις εδώ και καιρό με ψεύτικα λόγια ότι την αγαπάς, ενώ είσαι με άλλη ερωτευμένος. Είμαι η Κατέλλα, δεν είμαι η σύζυγος του Ριτσιάρντο, βρωμιάρη, προδότη. Άκου τη φωνή να με αναγνωρίσεις, και βέβαια εγώ είμαι. Να βγούμε έξω στο φως της μέρας και θα δεις πως θα σε ρεζιλέψω, έτσι όπως το αξίζεις, παλιόσκυλο. Αλοίμονο, πόσο δυστυχισμένη είμαι. Σε ποιόν έδινα τόσα χρόνια, τόσο έρωτα; Σ’ αυτό το άπιστο σκυλί, που επειδή πίστευε ότι έχει την άλλη στην αγκαλιά του, έδωσε τόσο χάδια και τόσο έρωτα μέσα σε λίγη ώρα, όσο δεν μου έχει δώσει όλο τον άλλο καιρό που με έχει σπίτι του. Κοπρόσκυλο, σήμερα ήσουνα πολύ δυνατός, ενώ στο σπίτι διαρκώς κάνεις ότι είσαι κουρασμένος και ανήμπορος και εξαντλημένος! Αλλά δόξα τωι Θεώι, σήμερα όργωσες το χωράφι που ανοίκει σε σένα όχι σε κάποιον άλλον, όπως νόμιζες. Δεν είναι περίεργο, αφού χτες βράδυ ούτε που μ’ άγγιξες. Διότι περίμενες να αδειάσεις το φορτίο σου αλλού, και ήθελες να φτάσεις στη μάχη ξεκούραστος καβαλάρης. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού και χάρη στο μυαλό μου, το νερό μπήκε εκεί που έπρεπε να μπει. Γιατί δεν απαντάς, παλιάνθρωπε; Γιατί δεν λες τίποτα; Κατάπιες τη γλώσσα σου που μ’ ακούς; Μα τωι Θεώι, δεν ξέρω τι με κρατάει και δεν μπήγω τα χέρια μου στα μάτια σου να στα βγάλω! Νόμιζες ότι θα μου την έφερνες στα κρυφά; Την πάτησες, δόξα τωι Θεώι, δεν τα κατάφερες, έβαλα να σε κυνηγήσουν καλύτερα λαγωνικά απ’ ό,τι περίμενες».
Ο Ριτσιάρντο, μέσα του, διασκέδαζε μ’ αυτά τα λόγια και χωρίς την μιλάει, την αγκάλιαζε και την φιλούσε κι ολοένα και περισσότερα χάδια της έδινε. Κι αυτό έκανε την Κατέλλα να συνεχίζει να μιλάει και να του λέει: «Α, ναι, τώρα ελπίζεις με τα ατέλειωτα χάδια σου να με καταφέρεις, βρωμόσκυλο, και να με κάνεις να ξεθυμώσω και να με παρηγορήσεις. Απατάσαι. Δεν θα παρηγορηθώ μέχρι να σε προσβάλω μπροστά στους συγγενείς μας, στους φίλους μας και στους γείτονες μας. Δεν είμαι εγώ, παλιάνθρωπε, το ίδιο όμορφη όσο και η σύζυγος του Ριτσιάρντο Μινουτόλο; Δεν είμαι τόσο καλή όσο εκείνη; Γιατί δεν απαντάς, σκυλί; Τι έχει αυτή περισσότερο από μένα; Μακριά τα χέρια, μη μ’ αγγίζεις. Αρκετά πολέμησες για σήμερα. Βέβαια ξέρω ότι τώρα που κατάλαβες ποιά είμαι, αυτά που μου έκανες σήμερα εδώ, θα θες να μου τα κάνεις στο σπίτι με το ζόρι, αλλά παρακαλώ τον Θεό να με βοηθήσει να σε κάνω να υποφέρεις από την επιθυμία. Δεν ξέρω τι με κρατάει και δεν στέλνω να φωνάξουν τον Ριτσιάρντο που μ’ έχει αγαπήσει περισσότερο κι από τον εαυτό του, παρ’ όλο που δεν γύρισα ποτέ να του ρίξω ούτε μιά ματιά. Και δεν βλέπω γιατί θα ήταν κακό να το κάνω. Εσύ νόμισες ότι είχες εδώ την σύζυγό του, και είναι σαν να την είχες, αφού αυτό νόμιζες. Λοιπόν, εάν κι εγώ είχα εδώ τον Ριτσιάρντο, για τίποτα δεν θα μπορούσες να με κατηγορήσεις.»
Ήταν πολλά τα λόγια της και ακόμη μεγαλύτερη η θλίψη της. Στο τέλος ο Ριτσιάρντο, σκέφτηκε ότι αν την άφηνε να πιστεύει όλα αυτά, θα μπορούσαν να συμβούν στη συνέχεια πράγματα πολύ άσχημα, και γι’ αυτό αποφάσισε να αποκαλυφθεί και να την βγάλει από την απάτη. Την πήρε στην αγκαλιά του και σφίγγοντάς την δυνατά για να μην μπορεί να του ξεφύγει, της είπε: «Γλυκιά ψυχή μου, μην αναστατώνεσαι. Αυτό που δεν μπορούσα να το έχω απλά και μόνο αγαπώντας, ο Έρωτας μου έδειξε πως να το αποκτήσω με απάτη. Είμαι ο Ριτσιάρντο σου.»
Μόλις τα άκουσε αυτά η Κατέλλα και κατάλαβε ποιος ήταν, αμέσως έκανε να πεταχτεί από το κρεβάτι, αλλά δεν μπορούσε. Έκανε να ουρλιάξει, αλλά ο Ριτσιάρντο της έκλεισε το στόμα με το χέρι του και της είπε: «Κυρά μου, ακόμη κι όλη την υπόλοιπη ζωή σας συνεχίστε να φωνάζετε, αυτό που έγινε σήμερα δεν πρόκειται να ξεγίνει. Αν λοιπόν συνεχίστε να φωνάζετε ή εάν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αφήσετε να τα μαθευτούν όλα αυτά, θα συμβούν δύο πράγματα. Το πρώτο, για το οποίο δεν μπορείτε να αδιαφορήσετε, θα είναι να καταστραφεί το όνομα σας και η τιμή σας, διότι εάν πείτε ότι σας έφερα εδώ με απάτη, εγώ θα πω ότι δεν είναι αλήθεια και μάλιστα θα προσθέσω ότι ήρθατε επειδή σας υποσχέθηκα χρήματα και δώρα και επειδή δεν ήταν όσα σας υποσχέθηκα, εσείς θυμώσατε και βάλατε τις φωνές. Ξέρετε ότι οι άνθρωποι έχουν τάση να πιστεύουν περισσότερο το κακό, παρά το καλό, και άρα θα τους είναι πιο εύκολο να πιστέψουν εμένα, παρά εσάς. Και αμέσως μετά θα δημιουργηθεί ανάμεσα στον σύζυγό σας και ’μένα μια θανάσιμη έχθρα και το πράγμα μπορεί να πάει πολύ μακριά. Μπορεί να τον σκοτώσω ή μπορεί να με σκοτώσει και ό,τι κι αν συμβεί απ’ αυτά, εσείς δεν θα είσθε ούτε ευχαριστημένη, ούτε ικανοποιημένη. Γι’ αυτό, καρδιά μου, μην επιδιώξτε να γεμίσετε με ντροπή και να βάλετε σε κίνδυνο τον σύζυγό σας κι εμένα. Δεν είστε ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία γυναίκα που έπεσε θύμα απάτης. Δεν σας εξαπάτησα για να σας ατιμάσω, παρά επειδή με πλημμυρίζει ο έρωτας για σας και είμαι πάντοτε έτοιμος να σας υπηρετώ ταπεινός σας υπηρέτης. Και καθώς εδώ και πολύ καιρό εγώ ο ίδιος και όλα μου τα πράγματα σας ανοίκουν και είναι στη διάθεσή σας, θέλω από ’δω και πέρα να σας ανοίκουν ακόμη περισσότερο. Φανήκατε σε όλα πολύ έξυπνη και είμαι βέβαιος ότι θα παραμείνετε το ίδιο και σ’ αυτήν την περίσταση.».
Ενώ μιλούσε ο Ριτσιάρντο, η Κατέλλα έκλαιγε με λυγμούς. Όσο κι αν ήταν θυμωμένη, καταλάβαινε ότι ήταν σωστά τα λόγια του Ριτσιάρντο και ότι αυτά που έλεγε μπορούσαν πραγματικά να συμβούν. Και του λέει εκείνη: «Ριτσιάρντο, δεν ξέρω αν ο Θεός μου δώσει τη δύναμη να αντέξω την προσβολή και την απάτη που μου έκανες. Δεν θέλω να φωνάξω εδώ σ’ αυτό το μέρος όπου με οδήγησαν η αφέλειά μου και η υπερβολική μου ζήλεια. Αλλά για ένα πράγμα να είσαι βέβαιος, ότι δεν θα ξαναγίνω χαρούμενη, μέχρι να βρω έναν τρόπο να σε εκδικηθώ για ό,τι μου έκανες. Γι’ αυτό άφησε με, μη με κρατάς άλλο. Εσύ πήρες αυτό που ήθελες και μ’ εκμεταλλεύτηκες όπως σου άρεζε. Είναι ώρα τώρα να μ’ αφήσεις, άσε με, σε παρακαλώ».
Ο Ριτσιάρντο, ξέροντας ότι η ψυχή της ήταν ακόμη πολύ ταραγμένη, σκεφτόταν να μην την αφήσει, εάν δεν έπαιρνε την συγνώμη της. Γι’ αυτό άρχισε να την ηρεμεί με πολύ γλυκά λόγια και της μιλούσε και την παρακαλούσε και την ικέτευε με τέτοιο τρόπο που εκείνη παραδέχτηκε ότι νικήθηκε και έκανε ειρήνη μαζί του. Και επειδή είχαν και οι δύο την ίδια επιθυμία, απόλαυσαν για πολύ ώρα μιά μεγάλη ευχαρίστηση.
Ξέροντας πλέον η Κατέλλα ότι τα φιλιά του εραστή ήταν πιο γλυκά από τα φιλιά του συζύγου, την σκληρότητα που έδειχνε στον Ριτσιάρντο την άλλαξε σε έρωτα. Από ’κείνη την ήμερα τον αγαπούσε τρυφερά και, προσέχοντας πολύ μην εκτεθούνε, πολλές φορές απολάμβαναν τον έρωτά τους. Είθε ο Θεός να δώσει να απολαύσουμε κι εμείς τον δικό μας.