"σχέδια για τη ζωή" Γιάννη Φαρμακίδη

μανία θεάτρου

Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.

Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.

Sophie Podolski

Γιάννη Φαρμακίδη

Δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη,

η διαδικασία συνεχίζεται.

λαιμός → πόνος

αναπνοή → δύσκολη

λαιμός → σφίξιμο

κεφάλι → ακινησία

σαγώνι → άκρη σαγωνιού → σάλιο → στάζει

+10ο C υγρασία 50 %

δάπεδο + τοίχος + πλαστικό

απόσταση από το δάπεδο = Ø

δάπεδο → γεύση δαπέδου

απόσταση από τον τοίχο = Ø

τοίχος → γεύση τοίχου

απόσταση από το πλαστικό = 5 cm

πλαστικό → καμία γεύση

χέρια → απόσταση μεταξύ χεριών = 1,20 m

χέρια → απόσταση από το πλαστικό = Ø

δέρμα + ήχος → αρχικό ύψος 2,30 m

ταχύτητα πτώσεως → 32 m / sec

ήχος προσκρούσεως → 8 kHz

επαναλήψεις → ανά 4 δευτερόλεπτα

σύνολο επαναλήψεων → αδιευκρίνιστο

πέρας επαναλήψεων → κατά την ολοκληρωτική κούραση

αντιδράσεις → ενδεχόμενο αντιδράσεων = Ø

εκχώρηση δικαιωμάτων → 100 %

ανεκχώρητα δικαιώματα = Ø

θερμοκρασία τήξεως κεριού = +62ο C

ταχύτητα ροής τηκομένου κεριού = 3 cm / sec

στάξεις τηκομένου κεριού → διάρκεια = 15 min

επιφάνεια καλύψεως = 600 cm2

χρώμα → λευκό

αντίδραση → ενδεχόμενο αντιδράσεων = Ø

Ένα δωμάτιο χωρίς κανένα έπιπλο. Μπαίνει μιά γυναίκα. Κράτα μιά τσάντα, βγάζει από μέσα ένα τετράδιο, αφήνει κάτω την τσάντα και διαβάζει από το τετράδιο καθώς παρατηρεί γύρω της.

ΓΥΝΑΙΚΑ

Διακόσμηση

Δέρμα

Συσσώρευση αίματος. Ευρυαγγεία. Εσωτερική αιμορραγία.

Εξωτερική αιμορραγία.

Τραύμα, λύση της συνεχείας του δέρματος.

Αίμα. Δέρμα.

Έπειτα κάθεται στο πάτωμα και γράφει. Διαβάζει μεγαλόφωνα αυτά που γράφει.

ΓΥΝΑΙΚΑ Τον περισσότερο καιρό είμαι ήρεμη και δεν σκέφτομαι τίποτα. Απλά κάνω τις καθημερινές δουλειές. Κάποιες φορές όμως έρχονται στιγμές, απροσδόκητα, όπου η επιθυμία με αναστατώνει. Αυτή η ταραχή δεν φεύγει με κανέναν άλλον τρόπο, παρ’ εκτός εάν παραδοθώ στην επιθυμία. Για να το κάνω αυτό πρέπει να εγκαταλείψω όλα τ’ άλλα πράγματα της ζωής και να αφοσιωθώ στην δύναμη που με εξουσιάζει. Πάντοτε στην αρχή διστάζω, διστάζω πολύ, σκέφτομαι ότι θα προτιμούσα να πεθάνω, παρά να βαδίσω. Αλλά μετά νοιώθω μεγάλη ντροπή να υποχωρήσω. Σέρνομαι στο πάτωμα, σπρώχνω το ίδιο μου το σώμα μέχρι την πόρτα του δωματίου. Επειδή το χέρι μου δεν θέλει να υψωθεί μέχρι το πόμολο της πόρτας, το αρπάζω με τα δόντια μου, το βάζω πάνω στο πόμολο, και δαγκώνοντας το, το εξαναγκάζω να ανοίξει στην πόρτα.

Αναζητώ την ευτυχισμένη μέρα όταν αδίστακτα θα βαδίσω προς το δωμάτιο της επιθυμίας. Όμως θα φτάσει ποτέ εκείνος ο χρόνος; Ως τότε, αν φτάσει, θα σέρνομαι μέσα στην ατιμία της δειλίας, θα σέρνομαι μέχρι την πόρτα.

Πίεσα τον εαυτό μου να ανοίξει επί τέλους την πόρτα του δωματίου. Μπήκα, κάθισα στο πάτωμα και άναψα το κερί που είχα μαζί μου.

Η γυναίκα σταματά να γράφει, εξακολουθεί να μιλά, βγάζει από την τσάντα ένα κερί και αναπτήρα, το ανάβει, το στήνει στο πάτωμα. Από ’δώ και πέρα θα εκτελεί τις πράξεις που περιγράφονται από τα λόγια της.

Κυττώ το κερί με όλη μου την ψυχή, με όλη μου την δύναμη, με όλο μου το μυαλό επειδή πρέπει να το ερωτευτώ. Το παίρνω στα χέρια μου, παρακαλώ το φως του να διώξει τους σκοτεινούς δισταγμούς μου. Το δεξί μου χέρι, δειλό όπως και το άλλο μου, αλλά τώρα έχει καθήκον να υψώσει το κερί. Κι εγώ είμαι υποχρεωμένη στρέψω το μάγουλό μου, και να, το στρέφω, προς την ζέστα της φλόγας του, το χέρι μου περιστρέφεται, οι πρώτες σταγώνες του λυωμένου κεριού πέφτουν στο δέρμα του προσώπου μου, καίνε, καίνε, όπως θα έκαιγε το χιόνι, εάν ήταν από υγρό κερί. Να μην σταματήσω, να μην σταματήσω, κι άλλες νιφάδες κεριού, να χιονίσει λυωμένο κερί και στο άλλο μου μάγουλο, στο σαγώνι, στο μέτωπο.

Η γυναίκα αφήνει κάτω το κερί και γράφει.

Ένα σύντομο θεατρικό έργο, τίτλος του «Η επιθυμία της ομορφιάς».

ΕΓΩ Πάνω στο πρόσωπο;

ΕΓΩ ΠΑΛΙ Ναι.

ΕΓΩ Θ’ αφήσει σημάδι.

ΕΓΩ ΠΑΛΙ Για λίγες ώρες, μετά θα φύγει.

ΕΓΩ Πονάει.

ΕΓΩ ΠΑΛΙ Πονάει. Έπειτα το πρόσωπό σου θα γίνει ακόμη πιο όμορφο μ’ αυτές τις χρωματιστές κηλίδες. Το μόνον που πρέπει να σ’ ενδιαφέρει είναι να γίνει το πρόσωπό σου πιο όμορφο.

Η γυναίκα βγάζει από την τσάντα ένα μακρύ λευκό καλώδιο.

Διάλεξα το λευκό χρώμα, σύμβολο της αγνότητας, της αγνότητας του μυαλού μου. Το μυαλό μου είναι καρφωμένο με πολλά καρφιά, έτσι ώστε να βλέπει πάντοτε προς την πλευρά του καθήκοντος.

Η αναπνοή μου είναι ο ένας από τους δύο δρόμους, ο ένας από τους δύο τρόπους. Η αναπνοή μου είναι η συνήθεια, ο δρόμος-τρόπος της συνήθειας. Να βαδίσω τώρα πρέπει πάνω σ’ αυτό που δεν είναι η συνήθεια.

Στην συνέχεια η γυναίκα εκτελεί αυτά που λέει.

Τυλίγω το καλώδιο γύρω στον λαιμό μου. Από τις δύο άκρες του καλωδίου αρχίζει η πορεία προς την άλλη, την ασυνήθιστη πλευρά. Πρέπει να τεντώσω τις δύο άκρες. Να μην σταματήσω να μιλώ όσο τεντώνω τις άκρες του καλωδίου, ολοένα και πιο πολύ πρέπει να τις τεντώνω, πρέπει να μην λυγίσουν τα χέρια, πρέπει να μην λυγίσω εγώ, να παρακολουθώ τη φωνή μου, να την ακούω να χάνεται μέσα στο σφίξιμο του καλωδίου, κι άλλο, ακόμη κι άλλο, ν’ ακούσω θέλω την φωνή μου να απομακρύνεται από μένα, να μείνω χωρίς φωνή, χωρίς φωνή, χωρίς φωνή…

Η γυναίκα καθώς προφέρει το ανωτέρω κείμενο, ολοένα και πιο πολύ σφίγγει το καλώδιο γύρω στο λαιμό της, μέχρι να αρχίσει να αλλοιώνεται η φωνή της, να δυσκολεύεται να μιλήσει, μέχρι να μην μπορεί να μιλήσει. Τότε σταματά το σφίξιμο του καλωδίου. Βγάζει από την τσάντα ένα καθρεφτάκι και παρατηρεί τον λαιμό της.

Ο λαιμός μου είναι γεμάτος από τα βιομηχανικά, οδυνηρά φιλιά του καλωδίου. Είναι το σάρκινο περιδέραιο του καθήκοντός μου, η απόδειξη ότι το εκπλήρωσα, η αμοιβή μου.

Η γυναίκα αφήνει το καθρεφτάκι και ξαναπιάνει το καλώδιο.

Όχι μόνο για μένα φιλιά. Να φιληθούν τώρα οι δυό άκρες του καλωδίου.

Η γυναίκα ενώνει τις δυό άκρες του καλωδίου.

Και να φιληθούν τώρα οι δυό καινούριες άκρες.

Τώρα γυναίκα ενώνει τις δυό νέες άκρες του καλωδίου.

Στα σπλάχνα του καλωδίου υπάρχει χαλκός. Με τρομάζει η παρουσία του εκεί, επειδή γίνεται πολύ πιό βαρύ το καλώδιο. Αλλά τι θα ήταν ένα πλαστικό καλώδιο χωρίς το μέταλλο μέσα του; Τι φόβο θα μού προκαλούσε; Κανέναν. Όμως εγώ πρέπει να νοιώθω τον φόβο, επειδή αυτό είναι το καθήκον μου. Να φοβάμαι, να διστάζω, να μην θέλω, να σέρνω τον εαυτό μου προς την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς μου. Ο φόβος μου γεννιέται μέσα στην κοιλιά του καλωδίου, χάρις στην ευεργετική παρουσία του χαλκού. Ο χαλκός μοιράζει δίκαια τον πόνο πάνω μου.

Το καλώδιο τώρα είναι διπλωμένο στα τέσσερα. Η γυναίκα το βαστά από την μιά άκρη.

Σχέδια για το καλοκαίρι. Σχέδια για τον πόνο. Πονώ επειδή πρέπει να πονέσω. Πρέπει να πονέσω. Εδώ σταματούν όλα. Μετά δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο. Τίποτ’ άλλο για να εξηγηθεί. Πρέπει να πονέσω.

Το πρώτο κτύπημα.

Η γυναίκα χτυπά με το καλώδιο την πλάτη της.

Όχι, να μην σταματήσω, να μην αναθαρρήσω. Το δεύτερο χτύπημα.

Άλλη μια φορά χτύπημα στην πλάτη με το καλώδιο.

Γιατί σταματώ; Γιατί σταματώ; Γιατί σταματώ να πάρω ανάσα και δύναμη; Δεν πρέπει να δείχνω αυθάδεια. Να μην σταματώ, να μην σκέφτομαι, να μην υπάρχω εγώ, παρά μόνον σαν στόχος του καλωδίου.

Η γυναίκα συνεχίζει τα χτυπήματα χωρίς να σταματά. Καθώς χτυπά, φωνάζει:

Να μην σταματήσω, να μην σταματήσω, όχι μη σταματάς, μη σταματάς, μη σταματάς…

Η ηθοποιός η οποία υποδύεται την γυναίκα συνεχίζει τα χτυπήματα και τις κραυγές «μη σταματάς» μέχρι να γίνει ο πόνος αφόρητος, μέχρι να μην αντέχει άλλο.

Άλλη μιά φορά η δειλία μου στάθηκε πιο δυνατή από την επιθυμία της υποταγής. Πού είναι οι σιωπηλοί μου όρκοι; Πού είναι η ανωτερότητα του πνεύματός μου; Ώστε μόνον μέχρις εδώ είμαι ικανή να βαδίσω; Ανάξια. Είμαι ανάξια. Όχι, δεν έχει τώρα νόημα να υψώσω πάλι το καλώδιο καταπάνω μου. Αυτή η διακοπή έχει ακυρώσει όλη την προηγούμενη προσπάθεια. Τα προηγούμενα χτυπήματα πήγαν χαμένα, αφού σταμάτησαν, ενώ δεν έπρεπε. Τι αντάλλαγμα τώρα να δώσω; Τι να προσφέρω για εξιλέωση;

Η γυναίκα βγάζει από την τσάντα της ένα μπουκάλι με κάποιο ποτό οινοπνευματώδες με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα, π.χ. κονιάκ ή ουΐσκυ.

Σπονδή. Σπονδή μετανοίας, εξαγνίσεως. Σπονδή εξιλασμού.

Η γυναίκα χύνει ποτό πάνω σε κάποιο γυμνό σημείο του σώματός της. Έπειτα ψάχνει στην τσάντα της και βγάζει μια βελόνα. Στην συνέχεια εκτελεί όσα περιγράφει.

Το ατσάλι της τιμωρίας μου, της νουθετήσεώς μου, το φως του, φως ατσάλινο, η αιχμή του, φως αιχμηρό, να φωτίσει το σώμα μου. Και προ πάντων, προ πάντων, να προσέξω να μην είναι απότομη η κίνηση του χεριού μου, παρά αργά-αργά, τόσο αργά όπως κυλά ο παγετώνας, να σπρώξω την αιχμή της βελόνας μέσα στο σώμα μου. Κάθε απότομη κίνηση θα λιγοστέψει τον πόνο, θα έχω φανεί άλλη μιά φορά δειλή, και θα έχει ακυρωθεί τούτη η τελετή. Όχι, μόνον αργά. Ναι, ακριβώς έτσι, τώρα μπήγω μέσα μου το μέταλλο. Το ίδιο αργά τώρα τραβάω προς τα έξω την βελόνα. Και να, επί τέλους, το αίμα μου αντικρίζει τον έξω κόσμο. Το αίμα μου βγαλμένο έξω από το σώμα μου, το αίμα μου απόδειξη της τιμωρίας μου, το αίμα μου λύτρο της εξιλεώσεώς μου, το αίμα μου ο εξαγνισμός μου από την σημερινή δειλία.

Πρέπει να αρχίσω την διακόσμηση αυτού του δωματίου. Να ντύσω τους τοίχους με το δέρμα μου και να βάψω την επιφάνεια με το κατακκόκκινο αίμα μου. Τραύμα, λύση της συνεχείας του δέρματος. Αίμα. Δέρμα.