μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Ζαν Κοκτώ
Απ’ το παράθυρο
Από το βιβλίο του Ζαν Κοκτώ «Théâtre de poche», των εκδόσεων Rocher, Collection Alphée, 1989.
Πρωτότυπος τίτλος : Par la fenêtre.
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Το έργο ανέβηκε στον Βόλο, το 1995, σε σκηνοθεσία Γιάννη Φαρμακίδη.
Δεσποινίς! Δεσποινίς! Έϊ! Έϊ! Περιμένετε μισό λεφτό! Τι; Ελάτε τώρα, μην κάνετε ότι δεν καταλαβαίνετε. Κυττάξτε ψηλά... κυττάξτε πως σκύβω. Έτσι που ξεπροβάλλω πρέπει να μοιάζω με άγγελο. Ένας άγγελος που σας μιλάει - δεν αξίζει να του απαντήσετε, ε; Όχι; Και όμως, αξίζει να του ρίξετε έστω μιά ματιά, αντί να βλέπετε τον στύλο και να σηκώνετε τους ώμους. Τώρα, μα την αλήθεια, έτσι που σηκώνετε τους ώμους - όπως σας βλέπω από ’δω που σκύβω - είναι σαν να βγάζετε φτερά, για να πετάξετε, να με βρείτε.
Έϊ! Έϊ! Καλέ! Πσσστ! Πσσστ! Μιλάω σοβαρά. Συγνώμη, νόμιζα ότι φεύγατε. Αλλά, απ’ ό,τι βλέπω, εσείς απλώς περπατάτε πέρα δώθε για να ξεμουδιάσετε. Λοιπόν, χωρίς αμφιβολία, ετοιμάζεστε ν’ ανεβείτε. Θα ανεβείτε, ε; Ανεβείτε, ελάτε, ανεβείτε, ΜΑ ΤΟ ΘΕΛΩ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ.
Μαντεύω τι λέτε από μέσα σας. Λέτε: δεν πέφτεις, άνθρωπέ μου, απ’ το παράθυρο, να ησυχάσουμε από ’σένα. Χμμμ, κάνετε λάθος. Δεν θα ησυχάσετε έτσι από ’μένα.
ΔΙΟΤΙ - εάν σας ακούσω - από ελαφρότητα - εάν πέσω στα πόδια σας και στα πόδια του στύλου - εάν πέσω ανάμεσα στα πόδια σας και στα πόδια του στύλου, από τον πέμπτο όροφο, ξέρετε τι θα συμβεί; Θ’ αρχίσω να πέφτω σιγά-σιγά, μεγαλόπρεπα, σαν αλεξιπτωτιστής. Και τότε θα είναι πολύ δύσκολο να κάνετε πείσμα και να μη με κυττάτε. Οι άνθρωποι στο δρόμο θα βάλουν τις φωνές: κυττάξτε εκεί, κυττάξτε, ένας νεαρός πέφτει. Και ’σεις, που είστε περίεργη και σας αρέσουν τα περίεργα πράγματα, θα με κυτ-τά-ξε-τε. Και θα με δείτε να κατεβαίνω ήρεμα και να φτάνω σιωπηλά μπροστά σας.
Όχι. Όχι και πάλι όχι. Δεν κατεβαίνει κανείς προς την ευτυχία. Ανεβαίνει προς αυτήν. Ανεβαίνει. Διότι έτσι είναι πιό θριαμβευτικό, πιό φυσικό. Παύει να πατάει στην άσφαλτο. Παίρνει την απόφαση, κυττάει ψηλά. Τρέχει αστραπή στην πρώτη εξώπορτα αριστερά. Χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγουν. Ξανακλείνουν. Μπαίνει στο βασίλειό μου. Περνάει μπροστά από την θυρωρό που την τρώει η περιέργεια. Διασχίζει την αυλή. Βρίσκει εκεί μιά πόρτα που έχει πάνω γραμμένο ένα έψιλον (Ευτυχία). Ανεβαίνει τα σκαλιά. Ένας όροφος κι άλλος όροφος κι άλλος όροφος κι άλλος όροφος κι άλλος όροφος κι άλλος όροφος. Αυτές οι απότομες σκάλες που καμιά φορά πέφτει ο γαλατάς και κατρακυλάει μαζί με τα μπουκάλια του. Σκαρφαλώνει, λοιπόν, σκαρφαλώνει και φτάνει. Φτάνει μπροστά σε μια μικρή πόρτα που έχει τον αριθμό 13: τύχη! Ευτυχία και τύχη. Τοκ-τοκ. Ποιός είναι; Ανοίγω. Εγώ είμαι. Δηλαδή... εσείς είστε. Εσείς... εγώ... οι δυό μας.
Ξέρετε τι έχω εδώ στον πέμπτο όροφο;... που δεν καταδέχεστε να υψώσετε το βλέμμα; Ξέρετε τι έχω; Όλους τους θησαυρούς της Ανατολής. Το λυχνάρι του Αλλαντίν και το μυστικό για να το μεταχειρίζεται κανείς. Κι όχι μόνον αυτά. Περιμένετε, έϊ, περιμένετε. Υπάρχει ένα καράβι, ένα άσπρο καράβι που μας περιμένει. Ξέρετε ένα τραγούδι που λέει: άσπρα καράβια τα όνειρα μας για κάποιον ρόδινο γιαλό;... Τι σκέφτεστε; Δεν αστειεύομαι. Μα μείνετε. Μείνετε, αλλοιώς πέφτω.
Βέβαια, θα πείτε: γιατί δεν θέλει να κατεβεί αυτός; Μα φυσικά και αρνούμαι να κατέβω, θα ήταν λάθος, ασυγχώρητο λάθος. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε εκεί κάτω; Θα κάναμε βόλτες στους δρόμους. Μέσα στη φασαρία, στ’ αυτοκίνητα, στα καυσαέρια. Δεν θα ’ταν λάθος.
Ενώ εδώ; Θ’ ανεβείτε κι ένας υπερκόσμιος μηχανισμός θα μπει σε κίνηση. Θα ηχήσουν σάλπιγγες. Προβολείς θα φωτίσουν. Και οι εφημερίδες θα γράψουν: «Εξαφανίστηκε μυστηριωδώς νεαρά».
Μα τι γίνεται; Για όνομα του Θεού! Τι θέλει αυτός ο αγενέστατος τύπος; Γιατί σας ενοχλεί; Έστριψε από την γωνία, σταμάτησε μπροστά σας, σας έπιασε το χέρι και σας πήρε. Κι αυτή γελάει. Τολμάει να γελάει! Αααα, θα τα καταγγείλω όλα αυτά. Αυτό το παράθυρο δεν είναι πιά παράθυρο. Είναι βήμα δικαστηρίου. Ορκίζομαι να είπω την αλήθειαν και μόνον την αλήθειαν. Αυτή η νεαρά, δίδει ραντεβού μ’ έναν αγενέστατο τύπο κάτω από παράθυρό μου και εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να με κάνει να πιστεύσω ότι θα ήθελε να ανεβεί στο διαμέρισμά μου, ώστε να θελήσω να κατέβω, να πηδήξω από το παράθυρο και να σκοτωθώ. Και παρά λίγο να την πίστευα. Ναι, εσάς, εσάς. Μ’ αυτό το περίεργο χτένισμα. Ε, ’συ, κύριος, μη κάνεις τον ψηλομύτη και μην ανοίγεις το βήμα για να νομίζει ο κόσμος ότι δεν μιλάω σε ’σένα. Σε ’σένα μιλάω! Αγενέστατε. Κλέφτη. Παλιοκλέφτη. Εσείς οι δυό δεν θα μου την σκάσετε. Αστυνομία! Αστυνομία! Α, να, πάνω στην ώρα. Κύριε αστυφύλαξ, κύριε αστυφύλαξ. Γρήγορα. τρέξτε. Είναι κλέφτες. Συλλάβετέ τους.
ΑΥΛΑΙΑ