μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Φερνάντο Πεσσόα
Ο ναυτικός
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Η μετάφραση έγινε από το πορτογαλικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση
Fernando Pessoa, Contos Completos
του οίκου ANTÍGONA,
Λισσαβώνα, Πορτογαλία, 2013.
Τίτλος πρωτοτύπου:
O marinheiro
Παρατίθεται απόσπασμα.
Φερνάντο Πεσσόα Πορτογαλία 1888-1935
Φερνάντο Πεσσόα
Ο ναυτικός
(O marinheiro)
στατικό θεατρικό σε μία εικόνα
Στον Κάρλος Φράνκο
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Ένα δωμάτιο το οποίο χωρίς αμφιβολία βρίσκεται σε κάποιον παλιό πύργο. Το δωμάτιο φαίνεται να είναι κυκλικό. Στο κέντρο υπάρχει, πάνω σ’ ένα βάθρο, ένα φέρετρο, δίπλα του μιά μαυροφορεμένη κοπέλλα. Τέσσερα κηροπήγια στις πλευρές του. Δεξιά, σχεδόν κατά πρόσωπο από κάποιον που κυττά το δωμάτιο, υπάρχει ένα μοναδικό, ψηλό, στενό παράθυρο, από το οποίο το μόνο που φαίνεται, ανάμεσα σε δυό μακρινά βουνά, είναι μια μικρή λωρίδα θάλασσας.
Δίπλα στο παράθυρο αγρυπνούν τρεις κοπέλλες. Η πρώτη κάθεται μπροστά στο παράθυρο, με την πλάτη γυρισμένη στο κηροπήγιο που είναι στην δεξιά άκρη. Οι άλλες δύο κάθονται δεξιά και αριστερά του παράθυρου.
Είναι νύχτα και υπάρχει ένα αόριστο υπόλειμμα φεγγαρόφωτος.
ΠΡΩΤΗ ΑΓΡΥΠΝΟΥΣΑ – Ακόμη δεν ακούστηκε κανένα ρολόϊ.
ΔΕΥΤΕΡΗ – Δεν θ’ ακουστεί. Δεν υπάρχει ρολόϊ εδώ κοντά. Σε λίγο θα ξημερώσει.
ΤΡΙΤΗ – Όχι ακόμη, ο ουρανός είναι μαύρος.
ΠΡΩΤΗ – Δε θες, αδερφή μου, να χαλαρώσουμε μιλώντας γι’ αυτό που είμασταν; Είναι ωραίο και είναι πάντοτε ψεύτικο…
ΔΕΥΤΕΡΗ – Όχι, να μην κάνουμε αυτό. Στο κάτω-κάτω, είμασταν εμείς κάτι;
ΠΡΩΤΗ – Ίσως. Δεν ξέρω. Όμως, ακόμη κι έτσι, είναι ωραίο να μιλάμε για το παρελθόν... Οι ώρες έχουν λύπη κι εμείς έχουμε κρατήσει σιωπή. Παρατηρώ τόση ώρα τη φλόγα από ’κείνο το κερί. Άλλες φορές τρέμει, άλλες γίνεται ακόμη πιό κίτρινη, άλλες φορές χλωμιάζει. Δεν ξέρω γιατί γίνεται αυτό. Όμως, αδερφές μου, ξέρουμε γιατί γίνονται διάφορα πράγματα;…
(παύση)
Η ΙΔΙΑ – Να μιλήσουμε για το παρελθόν – αυτό πρέπει να είναι ωραίο, γιατί είναι άχρηστο και φέρνει τόσο πόνο…
ΔΕΥΤΕΡΗ – Ας μιλήσουμε, εάν θέλετε, για ένα παρελθόν που ποτέ δεν είχαμε.
ΤΡΙΤΗ – Όχι. Μπορεί και να το είχαμε…
ΠΡΩΤΗ – Αυτά που λέτε είναι μόνον λέξεις. Είναι τόσο λυπητερό να μιλάμε! Είναι τρόπος τόσο λαθεμένος να ξεχνάμε!... Αν περπατούσαμε;…
ΤΡΙΤΗ – Πού;
ΠΡΩΤΗ – Εδώ, από την μιά άκρη στην άλλη. Αυτό θα ’μάς φέρει όνειρα.
ΤΡΙΤΗ – Όνειρα από τι;
ΠΡΩΤΗ – Δεν ξέρω. Γιατί να ξέρω;
(παύση)
ΔΕΥΤΕΡΗ – Όλος αυτός ο τόπος είναι πολύ λυπητερός… Εκείνος ο τόπος που ζούσα κάποτε ήταν λιγότερο λυπητερός. Τα απογεύματα έγνεθα, δίπλα στο παράθυρο. Το παράθυρο έβλεπε στη θάλασσα και μερικές φορές υπήρχε ένα νησί ανοιχτά… Πολλές φορές δεν έγνεθα, κυττούσα τη θάλασσα και ξεχνούσα να ζω. Δεν ξέρω αν ήμουνα ευτυχισμένη. Δεν θα ξαναγίνω αυτό που ίσως ποτέ να μην υπήρξα…
ΠΡΩΤΗ – Από άλλο μέρος εγώ ποτέ δεν είδα τη θάλασσα. Μόνο από ’κείνο το παράθυρο φαίνεται η θάλασσα, και φαίνεται τόσο λίγο!... Είναι όμορφη η θάλασσα σε άλλα μέρη;
ΔΕΥΤΕΡΗ – Μόνον στα άλλα μέρη η θάλασσα είναι όμορφη. Αυτή που βλέπουμε εμείς ’μάς δίνει πάντοτε νοσταλγίες για πράγματα που δεν θα δούμε ποτέ…
(παύση)
ΠΡΩΤΗ – Δεν είπαμε ότι θα μιλήσουμε για το παρελθόν μας;
ΔΕΥΤΕΡΗ – Όχι, δεν είπαμε.
ΤΡΙΤΗ – Γιατί δεν θα υπάρξει ρολόϊ σ’ αυτό το δωμάτιο.
ΔΕΥΤΕΡΗ – Δεν ξέρω… Όμως, έτσι, χωρίς ρολόϊ, όλα είναι πιό απομονωμένα και παράξενα. Η νύχτα ανοίκει ακόμη πιό πολύ στον εαυτό της. Ποιός ξέρει αν θα μπορούσαμε να μιλάμε έτσι, εάν ξέραμε τι ώρα είναι;
ΠΡΩΤΗ – Αδερφή μου, σε ’μένα όλα είναι λυπητερά. Η ψυχή μου έχει Δεκέμβρη… Προσπαθώ να μην κυττάζω από το παράθυρο. Ξέρω ότι από ’κεί φαίνονται στο βάθος βουνά… Κάποτε, πέρα από τα βουνά, υπήρξα ευτυχισμένη. Ήμουνα μικρή. Μάζευα λουλούδια όλη τη μέρα και πριν κοιμηθώ τούς έλεγα να μη μού τα πάρουν. Δεν ξέρω αν όλα αυτά θα ξαναγυρίσουν, γι’ αυτό θέλω να κλάψω… Όλα αυτά μπορούσαν και γίνονταν μακριά απ ’δώ… Πότε θα έρθει η αυγή;…
ΤΡΙΤΗ – Τι σημασία έχει; Πάντοτε αυτή έρχεται με τον ίδιο τρόπο… πάντοτε, πάντοτε, πάντοτε…
(παύση)
ΔΕΥΤΕΡΗ – Ας διηγηθούμε ιστορίες η μιά στην άλλη… Εγώ δεν ξέρω καθόλου ιστορίες, αλλά δεν είναι τόσο κακό αυτό… Κακό είναι μόνον το να ζεις… Να μην αγγίξουμε τη ζωή, ούτε με την άκρη των ρούχων μας… Όχι, μην σηκώνεστε. Αυτό είναι μια κίνηση, και κάθε κίνηση διακόπτει ένα όνειρο… Αυτή τη στιγμή εγώ δεν έχω κανένα όνειρο, αλλά μού είναι ευχάριστο να σκέφτομαι ότι μπορούσα να έχω ονειρευτεί… Όμως το παρελθόν – γιατί δεν μιλάμε για το παρελθόν;
ΠΡΩΤΗ – Αποφασίσαμε να μην το κάνουμε αυτό… Σε λίγο θα ροδίσει η μέρα και θα το μετανοιώσουμε. Με το φως τα όνειρα αποκοιμούνται… Το παρελθόν δεν είναι παρά ένα όνειρο… Έπειτα, ούτε που ξέρω τι δεν είναι όνειρο… Αν κυττάξω το παρόν με πολύ προσοχή, μού φαίνεται πώς αυτό έχει ήδη περάσει… Τι είναι ένα πράγμα; Πώς περνάει; Πώς είναι από μέσα ο τρόπος που περνάει;… Αχ, ας μιλήσουμε, αδερφές μου, ας μιλήσουμε δυνατά, ας μιλήσουμε όλες μαζί… Η σιωπή αρχίζει να αποκτά σώμα. αρχίζει να γίνεται ένα πράγμα… Την αισθάνομαι να με τυλίγει σαν ομίχλη… Αχ, μιλήστε, μιλήστε!...
ΔΕΥΤΕΡΗ – Για ποιό λόγο;… Σάς κυττάζω και τις δυό σας και δεν σάς βλέπω. Σαν να μεγαλώνουν άβυσσοι ανάμεσά μας… Πρέπει να κουραστώ να σκέφτομαι ότι μπορώ να ’σάς ’δώ για μπορέσω να ’σάς βλέπω… Αυτός ο καυτός αέρας είναι κρύος από μέσα, από ’κείνο το μέρος που αγγίζει την ψυχή… Πρέπει τώρα να αισθάνομαι ανύπαρκτα χέρια να περνάνε μέσ’ απ’ τα μαλλιά μου… Τα χέρια μέσ’ απ’ τα μαλλιά – είναι η χειρονομία με την οποία μιλάνε για τις νεράϊδες… (Σταυρώνει τα χέρια πάνω στα γόνατα. Παύση) Μόλις τώρα, όταν δεν σκεφτόμουνα τίποτα, σκεφτόμουνα το παρελθόν μου.
ΠΡΩΤΗ – Κι εγώ πρέπει να σκεφτόμουνα το δικό μου…
ΤΡΙΤΗ – Εγώ δεν ξέρω τι σκεφτόμουνα… Το παρελθόν των άλλων ίσως… το παρελθόν εξαίσιων ανθρώπων που ποτέ δεν υπήρξαν… Στην άκρη του σπιτιού της μητέρας μου έτρεχε ένα ρυάκι… Και γιατί να έτρεχε, και γιατί να μην έτρεχε πιο μακριά, ή πιό κοντά;… Υπάρχει κάποια αιτία που το κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι; Υπάρχει γι’ αυτό κάποια αιτία αληθινή, πραγματική, όσο και τα χέρια μου;…
ΔΕΥΤΕΡΗ – Τα χέρια δεν είναι ούτε αληθινά, ούτε πραγματικά… Είναι μυστήριες υπάρξεις που κατοικούν στη ζωή μας… Κάποιες φορές, όταν κυττώ τα χέρια μου, έχω φόβο Θεού… Δεν φυσάει άνεμος, αλλά κυττάξτε, οι φλόγες των κεριών κινούνται… Προς τα πού γέρνουν;… Τι βασανιστικό θα ήταν, αν κάποιος μπορούσε ν’ απαντήσει!... Νοιώθω μιά επιθυμία ν’ ακούσω μουσικές βαρβαρικές που παίζουν αυτή τη στιγμή σε ανάκτορα άλλων ηπείρων… Είναι πάντοτε μακριά μέσα στην ψυχή μου… Ίσως επειδή, όταν ήμουνα κορίτσι, έτρεχα πίσω από τα κύματα στην ακρογιαλιά. Πήρα τη ζωή στα χέρια ανάμεσα στα βράχια, όταν η θάλασσα ήταν τραβηγμένη, και φαίνονταν να έχει σταυρώσει τα χέρια στο στήθος και να έχει αποκοιμηθεί σαν άγαλμα αγγέλου για να μην ποτέ αντικρύσει κανέναν…
ΤΡΙΤΗ – Οι φράσεις σου μού θυμίζουν την ψυχή μου.
ΔΕΥΤΕΡΗ – Ίσως επειδή δεν είναι αληθινές… Δεν ξέρω γιατί τις λέω… Τις επαναλαμβάνω ακολουθώντας μιά φωνή ψιθυριστή που μόλις την ακούω… Όμως πραγματικά πρέπει νά ’χω ζήσει στην άκρη της θάλασσας… Πάντοτε ένα πράγμα που κυμματίζει, εγώ το αγαπώ… Έχει κύμματα στην ψυχή μου… Με νανουρίζουν καθώς περπατώ… Τώρα θά ’θελα να περπατήσω… Αλλά δεν το κάνω επειδή δεν αξίζει τον κόπο να κάνω τίποτα, και πάν’ απ’ όλα δεν αξίζει τον κόπο να κάνω αυτό που μ’ αρέσει. Τα βουνά είναι που φοβάμαι… Είναι απίστευτο πόσο ακίνητα και μεγάλα είναι… Πρέπει να έχουν ένα πέτρινο μυστικό που αρνούνται να παραδεχτούν ότι το έχουν… Εάν σκύβοντας απ’ αυτό το παράθυρο μπορούσα να ’δώ βουνά, κάποιος, για μιά στιγμή της ψυχής μου, θα έσκυβε επίσης, κάποιος που πάνω του θα αισθανόμουνα ευτυχισμένη…
ΠΡΩΤΗ – Εγώ αγαπώ τα βουνά… Απ’ αυτή τη πλευρά όλων των βουνών η ζωή είναι άσχημη… Από την άλλη πλευρά, εκεί που ζει η μητέρα μου, συνηθίζαμε να καθόμαστε στη σκιά των δέντρων και να μιλάμε για ταξίδια που θέλαμε να κάνουμε σε άλλες χώρες. Όλα εκεί ήταν μακρόσυρτα και ευτυχισμένα σαν το τραγούδι δυό πουλιών, ένα σε κάθε πλευρά του δρόμου… Το δάσος δεν είχε άλλα ξέφωτα, παρά μόνον τις σκέψεις μας… Και ονειρευόμασταν ότι τα δέντρα δεν έριχναν στο έδαφος τις σκιές τους, παρά μιά άλλη ζεστασιά. Είναι βέβαιο ότι έτσι ζούσαμε εκεί, και δεν ξέρω αν κάποιος… Πέστε μου ότι αυτό ήταν αλήθεια έτσι που να μην πρέπει πιά να κλαίω…
ΔΕΥΤΕΡΗ - Εγώ έζησα ανάμεσα στους βράχους και παραμόνευα τη θάλασσα… Η άκρη της φούστας μου ήταν υγρή και αλμυρή καθώς χτυπούσα τα γυμνά μου πόδια… Ήμουνα μικρή και άγρια… Σήμερα τρομάζω μ’ αυτό που υπήρξα… Το παρόν μού φαίνεται πώς είναι ύπνος… Πείτε μου θρύλους . Ποτέ δεν άκουσα κανέναν να διηγείται σε κανέναν. Η θάλασσα ήταν τόσο μεγάλη που δεν σε άφηνε να σκεφτείς θρύλους… Στη ζωή η ζεστασιά βρίσκεται στα μικρά πράγματα… Υπήρξες ευτυχισμένη, αδερφή μου;
ΠΡΩΤΗ – Αρχίζω αυτή τη στιγμή να έχω υπάρξει κάποτε. Έτσι κι αλλιώς, όλο εκείνο πέθανε στη σκιά… Τα δέντρα το έζησαν πιο πολύ από ’μένα… Ποτέ δεν ήρθε ό,τι ποθούσα άγρια… Κι εσύ, αδερφή, γιατί δεν μιλάς;
ΤΡΙΤΗ – Με πιάνει τρόμος που σάς είπα πριν λίγο ότι κάτι θα σάς ’πώ. Τα λόγια μου τα τωρινά, μόλις σάς τα είπα, πέρασαν πιά στο παρελθόν, μένουν μακριά από ’μένα, δεν ξέρω πού, άκαμπτα και μοιραία… Μιλώ, και σκέφτομαι εδώ μέσα στο λαιμό μου, και τα λόγια μου μού φαίνονται άνθρωποι… Φοβάμαι πιο πολύ εμένα την ίδια. Νοιώθω στο χέρι μου, δεν ξέρω πώς, το κλειδί μιάς θύρας άγνωστης. Ολόκληρη είμαι ένα φυλαχτό ή σκεύος ιερό που έχει συνείδηση του εαυτού του. Όπως με τρομάζει να διασχίσω ένα σκοτεινό δάσος, έτσι με τρομάζει το μυστήριο της ομιλίας… Και τελικά, ποιός ξέρει εάν εγώ είμαι αυτό που είμαι και αισθάνομαι αυτό που αισθάνομαι;…
ΠΡΩΤΗ – Είναι πολύ κοπιαστικό να μαθαίνουμε τι αισθανόμαστε όταν κυττάμε τους εαυτούς μας!... Το ίδιο και το να ζούμε είναι κοπιαστικό από τη στιγμή που αποφασίζουμε να το κάνουμε… Γι’ αυτό, μιλήστε, χωρίς να δίνετε σημασία που υπάρχετε… Δεν πήγαινες να ’μάς πείς τι ήσουνα;
ΤΡΙΤΗ – Αυτό που κάποτε ήμουν καθόλου δεν θυμίζει ό,τι είμαι τώρα… Μιά δύστυχη ευτυχισμένη ήμουνα!... Ζούσα ανάμεσα στις σκιές κλαδιών, κι όλα μέσα στην ψυχή μου είναι φύλλα που τρέμουν. Όταν περπατώ στον ήλιο η σκιά μου είναι δροσερή. Κυνήγησα τις μέρες μου δίπλα σε πηγές , όπου μούσκευα τις ήρεμες άκρες των δακτύλων μου, όταν ονειρευόμουνα να ζήσω… Κάποιες φορές, στις όχθες των λιμνών, έσκυβα και κυτταζόμουνα… Όταν χαμογελούσα, τα δόντια μου ήταν σαν μυστήρια μέσα στο νερό. Είχαν το δικό τους χαμόγελο, ξέχωρα απ’ το δικό μου. Ποτέ δεν υπήρχε κανένας λόγος να χαμογελώ… Μίλησε μου για τον θάνατο, για το τέλος όλων, έτσι που να νοιώσω μιάν αιτία να θυμηθώ…
ΠΡΩΤΗ – Να μη μιλήσουμε για τίποτα, για τίποτα… Κάνει περισσότερο κρύο, όμως γιατί; Δεν υπάρχει λόγος να κάνει περισσότερο κρύο. Δεν είναι ακριβώς ότι κάνει περισσότερο κρύο... Γιατί πρέπει να μιλάμε;.. Καλύτερα να τραγουδούσαμε. Γιατί; Δεν ξέρω… Το τραγούδι, όταν οι άνθρωποι τραγουδούν τη νύχτα, είναι ένα πρόσωπο χαρούμενο που δεν φοβάται, που μπαίνει ξαφνικά στο δωμάτιο και φλέγεται από την επιθυμία να ’μάς παρηγορήσει… Εγώ μπορούσα να ’σάς τραγουδήσω ένα τραγούδι που λέγαμε στο σπίτι του παρελθόντος μου. Όμως γιατί δεν θέλετε να ’σάς το ’πώ;
ΤΡΙΤΗ – Δεν αξίζει τον κόπο, αδερφή μου… Όταν κάποιος τραγουδά, δεν μπορώ να μείνω ο εαυτός μου. Έχω ανάγκη να μην μπορώ να θυμάμαι. Κι έπειτα όλο μου το παρελθόν αλλάζει, γίνεται άλλο, κι εγώ θρηνώ μιά ζωή νεκρή που έχω πάνω μου και που ποτέ δεν τήν έζησα. Είναι πάντοτε πολύ αργά για τραγούδια, όπως είναι πάντοτε πολύ αργά να τα αποφύγουμε…
(παύση)
ΠΡΩΤΗ – Σε λίγο ξημερώνει… Ας κρατήσουμε σιωπή… Έτσι το επιθυμεί η ζωή. Στην άκρη του σπιτιού που γεννήθηκα υπήρχε μιά λίμνη. Πήγαινα εκεί και καθόμουνα στην όχθη, πάνω σ’ έναν κορμό δέντρου, μισοπεσμένον μέσα στο νερό. Καθόμουνα στην άκρη κι έβρεχα τα πόδια στο νερό, τεντώνοντας τα δάχτυλα προς τα κάτω. Έπειτα κυττούσα επίμονα τις άκρες των ποδιών, όχι όμως για να τις ’δώ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μού φαίνεται ότι αυτή η λίμνη δεν υπήρξε ποτέ. Το να την θυμηθώ είναι σαν να προσπαθώ να θυμηθώ το τίποτα.. Ποιός ξέρει γιατί τα λέω όλ’ αυτά και εάν είμαι εγώ που έζησα αυτά που θυμάμαι;…
ΔΕΥΤΕΡΗ – Έρχεται η θλίψη κάθε φορά που ονειρευόμαστε δίπλα στη θάλασσα… Δεν μπορούμε νά ’μαστε αυτό που θέλουμε νά ’μαστε, επειδή αυτό που θέλουμε νά ’μαστε, πάντοτε το θέλουμε να έχει υπάρξει στο παρελθόν… Όταν το κύμα σκάει με αφρό και φλοίσβο, μοιάζει να μιλούν χίλιες μικρές φωνές. Ο αφρός φαίνεται δροσερός μόνον σε όποιον τον κρίνει δροσερόν… Όλα είναι τόσα πολλά, κι εμείς δεν ξέρουμε τίποτα… Θέλετε να ’σάς διηγηθώ τι ονειρευόμουνα δίπλα στη θάλασσα;
ΠΡΩΤΗ – Μπορείς να διηγηθείς, αδερφή μου, αλλά καμιά μας δεν το έχει ανάγκη. Εάν είναι όμορφο, θα με πληγώσει να το ακούσω. Και εάν δεν είναι όμορφο, στάσου… διηγήσου το αφού πρώτα το αλλάξεις…
ΔΕΥΤΕΡΗ – Θα ’σάς το διηγηθώ. Δεν είναι εντελώς ψέμα, διότι, χωρίς αμφιβολία, τίποτα δεν είναι εντελώς ψέμα. Κάπως έτσι έγινε… Μιά μέρα καθόμουνα στην ψυχρή κορυφή ενός βράχου κι είχα ξεχάσει ότι είχα πατέρα και μητέρα, και ότι είχα ζήσει παιδί και ότι είχα ζήσει κι άλλες μέρες – εκείνη την μέρα είδα μακριά ένα πράγμα που νόμιζα ότι μόνον εγώ το έβλεπα, το αόριστο πέρασμα ενός καραβιού… Και μετά αυτό εξαφανίστηκε… Όταν συνήλθα, κατάλαβα πως είχα ’δεί ένα δικό μου όνειρο… Δεν ξέρω από πού ξεκίνησε… Και ποτέ δεν ξανάδα άλλο καράβι… Κανένα απ’ τα καράβια που φεύγουν από ’δώ απ’ το λιμάνι δεν μοιάζει με ’κείνο, ούτε ακόμη όταν έχει σελήνη και τα καράβια περνάνε αργά, στο βάθος…
ΠΡΩΤΗ – Βλέπω από το παράθυρο ένα πλοίο στο βάθος. Είναι ίσως εκείνο που είδες…
ΔΕΥΤΕΡΗ – Όχι, αδερφή μου. Αυτό που βλέπεις ψάχνει, χωρίς αμφιβολία, κάποιο λιμάνι… Εκείνο που είδα δεν μπορεί να έψαχνε κάποιο λιμάνι…
ΠΡΩΤΗ – Γιατί μού απάντησες;… Μπορεί να είναι έτσι… Εγώ δεν έχω ’δεί κανένα πλοίο απ’ το παράθυρο… Ήθελα να έβλεπα ένα και να ’σάς μιλούσα γι’ αυτό για να μην είστε λυπημένες. Διηγήσου ’μάς το όνειρό σου δίπλα στη θάλασσα…
ΔΕΥΤΕΡΗ – Ονειρευόμουνα έναν ναυτικό που είχε χαθεί σε νησί πολύ μακρινό. Στο νησί υψώνονταν λίγες φοινικιές κι ανάμεσά τους περνούσαν τεμπέλικα πουλιά. Δεν είδα κάποια φορά να κάθονται πάνω τους… Από τότε που σώθηκε από το ναυάγιο, ο ναυτικός ζούσε εκεί… Επειδή δεν είχε τρόπο να γυρίσει στην πατρίδα, και επειδή κάθε φορά που την θυμότανε υπέφερε, άρχισε να ονειρεύεται μιά πατρίδα που ποτέ δεν είχε: άρχισε να ονειρεύεται πως είχε δική του μιάν άλλη πατρίδα, ένα άλλο είδος χώρας, με άλλα είδη τοπίων και άλλους ανθρώπους και άλλους τρόπους να περπατούν στους δρόμους, να γέρνουν στα παράθυρα… Κάθε ώρα αυτός έχτιζε στο όνειρο μια ψεύτικη πατρίδα και δεν σταματούσε ποτέ να ονειρεύεται τις μέρες κάτω από τον στενό ίσκιο των ψηλών φοινίκων που διαγράφονταν πάνω στην ζεστή άμμο και τις νύχτες ξαπλωμένος στην ακτή ανάσκελα χωρίς να εξετάζει τ’ αστέρια.
ΠΡΩΤΗ – Δεν υπήρξε ποτέ ένα δέντρο που να σταλάξει πάνω στα απλωμένα χέρια μου την σκιά από ένα όνειρο σαν κι αυτό!...
ΤΡΙΤΗ – Αφήστε τήν να μιλήσει… Μη τήν διακόπτετε… Γνωρίζει λέξεις που τήν δίδαξαν οι νεράϊδες. Εγώ παραδίνομαι στον ύπνο για να μπορώ να την ακούω.. Πες, αδερφή μου, πες… Με πονάει η καρδιά που εγώ δεν ήμουνα εσύ όταν ονειρευόσουνα δίπλα στη θάλασσα…
ΔΕΥΤΕΡΗ – Χρόνια ολόκληρα, μέρες και μέρες, ο ναυτικός ύψωνε την καινούρια πατρίδα μέσα στο ασταμάτητο όνειρο… Κάθε μέρα έβαζε μια πέτρα ονείρου στο απίστευτο οικοδόμημα… Σύντομα είχε μιά χώρα που την είχε διασχίσει τόσες φορές. Χιλιάδες ώρες θυμότανε να έχει διατρέξει τις ακτές της. Ήξερε τι χρώμα συνήθιζαν να έχουν τα δειλινά στον βορινό κόλπο και πόσο γλυκό ήταν να μπαίνει, μεσάνυχτα, και με την ψυχή πλαγιασμένη στο μουρμουρητό του νερού που άφηνε πίσω του το πλοίο, σ’ ένα μεγάλο λιμάνι του νότου όπου αυτός είχε ζήσει κάποτε, ευτυχισμένος ίσως, με μιά από την νεότητές του, αυτήν που είχε ονειρευτεί…
(παύση)
ΠΡΩΤΗ – Αδερφή μου, γιατί σιώπησες;
ΔΕΥΤΕΡΗ – Δεν πρέπει κάποιος να μιλά πολύ… Η ζωή ’μάς παραμονεύει πάντοτε… Η κάθε ώρα γίνεται μητέρα ονείρων, αλλά ανάγκη είναι να παραμένει κρυφό… Όταν μιλώ περισσότερο, αρχίζω να αποχωρίζομαι από τον εαυτό μου και να ακούω εμένα να μιλώ. Αυτό με κάνει να συμπονώ εμένα την ίδια και να αισθάνομαι δυνατά την καρδιά. Έχω τότε μιά δακρυσμένη επιθυμία να πάρω την καρδιά μου στην αγκαλιά μου και να την νανουρίσω σαν παιδί... Δέστε: ο ουρανός αχνοφωτίστηκε… Η μέρα δεν μπορεί ν’ αργήσει… Είναι ανάγκη να ’σάς μιλήσω περισσότερο για το όνειρό μου;
ΠΡΩΤΗ – Μη σταματάς να διηγείσαι, αδερφή μου, μη σταματάς… Και μην προσέχεις που οι μέρες ροδίζουν… Η μέρα ποτέ δεν ροδίζει για όποιον ακούμπησε το κεφάλι στο στήθος ωρών ονειρεμένων … Μη στρίβεις τα χέρια. Αυτό κάνει έναν θόρυβο σαν φίδι που τρομάζει… Μίλησέ ’μάς πολύ περισσότερο για το όνειρό σου. Είναι τόσο αληθινό που δεν έχει κανένα νόημα. Και μόνο που σκέφτομαι ότι σ’ ακούω είναι σαν μουσική στην ψυχή μου…
ΔΕΥΤΕΡΗ – Ναι, θα ’σάς μιλήσω περισσότερο γι’ αυτό. Κι εγώ νοιώθω την ανάγκη να ’σάς το διηγηθώ. Καθώς το διηγούμαι σε ’σάς, το διηγούμαι ταυτόχρονα και σε ’μένα την ίδια. Είναι τρεις που ακούνε… (Ξαφνικά, κυττώντας το βάθρο και τρέμοντας) Τρεις όχι… Δεν ξέρω… Δεν ξέρω πόσες…
ΤΡΙΤΗ – Μη μιλάς έτσι… Διηγήσου σύντομα, διηγήσου άλλη μιά φορά… Μη μιλάς για το πόσες μπορεί να ακούνε… Ποτέ δεν ξέρουμε πόσα πράγματα ζουν πραγματικά και βλέπουν και ακούνε… Επίστρεψε στο όνειρό σου… Ο ναυτικός… Τι ονειρεύονταν ο ναυτικός;…
ΔΕΥΤΕΡΗ (πιο χαμηλόφωνα, με πολύ αργή φωνή) – Στην αρχή δημιούργησε τα τοπία· έπειτα δημιούργησε τις πόλεις· δημιούργησε μετά τους δρόμους και τα μονοπάτια, ένα προς ένα, πελεκώντας υλικό από την ψυχή του – έναν προς έναν τους δρόμους, γειτονιά προς γειτονιά, μέχρι τα κρηπιδώματα στις αποβάθρες όπου αυτός δημιούργησε τα λιμάνια… Έναν προς έναν τους δρόμους, και τους ανθρώπους που τούς διέσχιζαν και που τούς κυττούσε από τα παράθυρα… Άρχισε να γνωρίζει κάποιους ανθρώπους, όπως ένας που με δυσκολία κάνει γνωριμίες… Συνέχισε να γνωρίζει το παρελθόν τους και τις κουβέντες τους κι όλο αυτό ήταν όπως ένας που στην αρχή ονειρεύεται τοπία και μετά αρχίζει να τα βλέπει πραγματικά… Ύστερα ταξίδευε στη χώρα που είχε δημιουργήσει και τήν θυμότανε… Κι έτσι έχτιζε το παρελθόν του… Σύντομα είχε μια άλλη προηγούμενη ζωή… Είχε ήδη, μέσα στη νέα πατρίδα, ένα μέρος όπου γεννήθηκε, τα μέρη που πέρασε την νεότητά του, τα λιμάνια απ’ όπου μπαρκάρισε… Αποκτούσε τους συντρόφους της παιδικής ηλικίας και μετά τους φίλους και τους εχθρούς της ανδρικής του ηλικίας… Όλα ήταν διαφορετικά απ’ ό,τι αυτός τα είχε ζήσει – ούτε η χώρα, ούτοι οι άνθρωποι, ούτε το δικό του παρελθόν έμοιαζαν με ό,τι είχε υπάρξει… Επιμένετε να συνεχίσω;… Με πονάει τόσο πολύ να μιλώ γι’ αυτό!... Τώρα, επειδή ’σάς μιλώ γι’ αυτό, μού έρχεται η επιθυμία να ’σάς μιλήσω και για άλλα όνειρα…
ΤΡΙΤΗ – Συνέχισε, μ’ όλο που δεν ξέρεις γιατί… Όσο περισσότερο σε ακούω, τόσο λιγότερο ανοίκω στον εαυτό μου…
ΠΡΩΤΗ – Θα είναι πραγματικά σωστό να συνεχίσεις; Πρέπει μιά ιστορία να έχει τέλος; Εν πάσῃ περιπτώσει μίλα… Έχει τόση λίγη σημασία αυτό που λέμε ή αυτό που δεν λέμε… Αγρυπνούμε τις ώρες που περνούν… Το καθήκον μας είναι άχρηστο όπως η Ζωή…
ΔΕΥΤΕΡΗ – Μιά μέρα με βροχή ασταμάτητη και με τον ουρανό εντελώς αβέβαιον, ο ναυτικός κουράστηκε να ονειρεύεται… Θέλησε λοιπόν να θυμηθεί την πραγματική του πατρίδα…, αλλά είδε πως δεν θυμόταν τίποτα, πως αυτή δεν υπήρχε πλέον γι’ αυτόν… Η παιδική του ηλικία που θυμόταν ήταν στην ονειρική πατρίδα· η εφηβεία που θυμόταν ήταν εκείνη που είχε αυτός δημιουργήσει… Όλη του η ζωή είχε γίνει η ζωή που είχε δει στα όνειρα… Είδε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει άλλη ζωή… Ούτε έναν δρόμο, ούτε έναν άνθρωπο, ούτε μια πατρική χειρονομία θυμότανε… Και από την ζωή που τού φαίνονταν ότι την είχε ονειρευτεί, όλα ήταν πραγματικά και είχαν υπάρξει… Ούτε καν να ονειρεύονταν ένα διαφορετικό παρελθόν δεν μπορούσε, να σκέφτονταν ότι είχε ένα άλλο παρελθόν, όπως όλοι μας, μιά στιγμή, μπορούμε να κάνουμε… Ω αδερφές μου, ω αδερφές μου… Υπάρχει κάτι που δεν ξέρω τι είναι, κάτι που δεν ’σάς το λέω… κάτι που θα εξηγούσε όλο αυτό… Η ψυχή μου με παγώνει… Δεν ξέρω αν τόση ώρα μιλούσα… Μιλήστε μου, φωνάξτε μου για να ξυπνήσω, για να ξέρω ότι είμαι εδώ μπροστά ’σας και για να ξέρω ότι υπάρχουν πράγματα που είναι μόνον όνειρα…
ΠΡΩΤΗ (με φωνή πολύ χαμηλή) – Δεν ξέρω τι να ’σάς ’πώ… Δεν τολμώ να κυττάξω αυτά τα πράγματα… Αυτό το όνειρο πώς συνεχίζεται;…
ΔΕΥΤΕΡΗ – Δεν ξέρω πώς ήταν η συνέχεια… Δεν ξέρω ακριβώς πώς ήταν η συνέχεια… Γιατί πρέπει να έχουμε περισσότερο;…
ΠΤΩΤΗ – Και τι συνέβη έπειτα;
ΔΕΥΤΕΡΗ – Έπειτα; Έπειτα από τι; Συνέβη μετά κάτι;… Έφτασε μιά μέρα ένα πλοίο… Έφτασε μιά μέρα ένα πλοίο… Ναι, ναι… – Μόνο έτσι μπορεί να έγινε… – Έφτασε μιά μέρα ένα πλοίο, πέρασε από το νησί, και δεν ήταν επάνω ο ναυτικός…
ΤΡΙΤΗ – Ίσως είχε επιστρέψει στην πατρίδα… Αλλά σε ποιά;…
ΠΡΩΤΗ – Πράγματι, σε ποιά; Και τι συνέβη με τον ναυτικό; Ξέρει κανένας;
ΔΕΥΤΕΡΗ – Γιατί ρωτάς εμένα; Υπάρχει απάντηση για κάτι;
.........................................................................................................................................................................................................................................................................................