μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Σκηνή από το ανέβασμα του έργου στο Αννόβερο το 2009.
Φρανκ Βέντεκιντ Frank Wedekind
Ξύπνημα της ανοίξεως,
μιά τραγωδία παιδιών
Frühlings Erwachen,
eine Kindertragödie
(απόσπασμα)
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Η μετάφραση έγινε από το γερμανικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση του οίκου PHILIPP RECLAM JUN. STUTTGART του 1991.
Φρανκ Βέντεκιντ
Γερμανία 1864 - 1918
Φρανκ Βέντεκιντ
ξύπνημα της ανοίξεως
Μιά τραγωδία παιδιών
Στον κουκουλοφόρο κύριο ο συγγραφέας
(γραμμένο από το φθινόπωρο του 1890 έως το Πάσχα του 1891)
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Τα πρόσωπα
Μελχιόρ Γκάμπορ
Κύριος Γκάμπορ, ο πατέρας του
Κυρία Γκάμπορ, η μητέρα του
Βέντλα Μπέργκμαν
Κυρία Μπέργκμαν, η μητέρα της
Ίνα Μύλλερ, αδελφή της Βέντλα
Μόριτζ Στίφελ μαθητής γυμνασίου
Όττο μαθητής γυμνασίου
Ρόμπερτ μαθητής γυμνασίου
Έρνστ μαθητής γυμνασίου
Γκέοργκ Τσίρσνιτς μαθητής γυμνασίου
Χένσεν Ρίλωφ μαθητής γυμνασίου
Λέμμερμαϊερ μαθητής γυμνασίου
Μάρθα Μπέσελ μαθήτρια
Τέα μαθήτρια
Ίλζε, ένα μοντέλο
Γυμνασιάρχης Ζόνενστιχ
Χούνγκεργκουρτ καθηγητής γυμνασίου
Κνόχενμπρουχ καθηγητής γυμνασίου
Άφενσμαλτζ καθηγητής γυμνασίου
Κνύπελντικ καθηγητής γυμνασίου
Τσούγκενσλακ καθηγητής γυμνασίου
Φλίγκεντοτ καθηγητής γυμνασίου
Χάμπεμπαλτ Επιστάτης
Πάστορας Κάλμπαουχ
Τσίγκενμελκερ, φίλος του Στίφελ
Θείος Προμπστ
Ντήχελμ τρόφιμος του αναμορφωτηρίου Ράϊνχολντ τρόφιμος του αναμορφωτηρίου
Ρούπρεχτ τρόφιμος του αναμορφωτηρίου
Χέλμουτ τρόφιμος του αναμορφωτηρίου
Γκάστον τρόφιμος του αναμορφωτηρίου
Δόκτωρ Προκρούστης
Δόκτωρ φον Μπράουζεπουλβερ, γιατρός
Ο κουκουλοφόρος κύριος
μαθητές γυμνασίου, αμπελουργοί, αμπελουργίνες
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ
Στο καθιστικό
ΒΕΝΤΛΑ Μητέρα, γιατί μου έκανες τόσο μακρύ το φόρεμα;
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Σήμερα γίνεσαι δεκατεσσάρων!
ΒΕΝΤΛΑ Άμα ήξερα ότι θα μου έκανες το φόρεμα τόσο μακρύ, θα προτιμούσα να μην γινόμουνα δεκατεσσάρων.
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Το φόρεμα δεν είναι πολύ μακρύ, Βέντλα. Τι θες, λοιπόν; Τι να κάνω που το παιδί μου ψηλώνει κάθε άνοιξη δύο πιθαμές; Τώρα που μεγάλωσες δεν μπορείς να κυκλοφορείς μ’ αυτό το ρουχαλάκι σαν τις νεράϊδες στα παραμύθια. ΒΕΝΤΛΑ Μου πάει καλύτερα να είμαι ντυμένη σαν τις νεράϊδες στα παραμύθια, παρά μ’ αυτό το κουρέλι. - Μητέρα, άσε με να το φορέσω ακόμη μιά φορά! - Μόνο για το καλοκαίρι. Είτε είμαι δεκατεσσάρων, είτε δεκαπέντε, αυτό το ράσο πάντοτε θα μου κάνει. - Ας τ’ αφήσουμε μέχρι τα επόμενα γενέθλια. Τώρα, έτσι μακρύ που είναι, θα το πατάω συνέχεια στις άκρες. ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Δεν ξέρω τι να πω. Θα ’θελα τόσο πολύ να έμενες παιδί, όπως είσαι τώρα. Άλλα κορίτσια είναι νιάνιαρα, άγαρμπα, στην ηλικία σου. Εσύ είσαι το αντίθετο. - Ποιός ξέρει πως θα ’σαι όταν και τα άλλα κορίτσια μεγαλώσουν. ΒΕΝΤΛΑ Ποιός ξέρει - ίσως να μην υπάρχω πλέον.
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Πως σου ’ρθε να σκεφτείς τέτοιο πράγμα, παιδί μου! ΒΕΝΤΛΑ Έλα, τώρα, μανούλα, μη στεναχωριέσαι!
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ (Φιλώντας την) Καρδούλα μου, μονάκριβη!
ΒΕΝΤΛΑ Σκέφτομαι τέτοια πράγματα τα βράδυα, όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ. Αλλά εγώ δεν στεναχωριέμαι μ’ αυτά και ξέρω ότι μετά κοιμάμαι καλύτερα. - Είναι αμαρτία να τα σκέφτομαι αυτά, μητέρα; ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Για όνομα του Θεού, πήγαινε και κρέμασε το ράσο, όπως το λες, στην ντουλάπα! Βάλε πάλι αυτό το φόρεμα σαν τις νεράϊδες. - Κάποια στιγμή θα σου βάλω μιά πιθαμή βολάν από κάτω. ΒΕΝΤΛΑ (Κρεμώντας το φόρεμα στην ντουλάπα) Όχι, τότε προτιμώ να γίνω αμέσως είκοσι...! ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Μα για να μην κρυώνεις! - Το ρουχαλάκι ήταν στον καιρό του αρκετά μακρύ, όμως...
ΒΕΝΤΛΑ Τώρα που έρχεται το καλοκαίρι; - Μητέρα, δεν κολλάς διφθερίτιδα από τα γόνατα, ακόμη κι αν είσαι παιδί. Στην ηλικία μου κανένας δεν κρυώνει - τουλάχιστον στα πόδια. Θα ήταν καλύτερα, αν ήμουνα πολύ ζεστή, μητέρα; - Να ευχαριστείς τον Θεούλη που εγώ, η καρδούλα σου, δεν σηκώνομαι ένα πρωΐ να ξηλώσω τα μανίκια και να τριγυρνάω όλη μέρα και να γυρίσω σπίτι το βράδυ χωρίς παπούτσια και χωρίς κάλτσες! - Όταν είμαι με το ράσο, από κάτω θα φοράω ό,τι φοράει και η βασίλισσα των νεραϊδών... Δεν είναι άσχημα, μανούλα. Κι έπειτα κανένας δεν το βλέπει.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ
Κυριακή απόγευμα
ΜΕΛΧΙΟΡ Εγώ βαρέθηκα. Δεν παίζω άλλο.
ΟΤΤΟ Τότε μπορούμε και οι υπόλοιποι να σταματήσουμε! Έκανες τα μαθήματα, Μελχιόρ; ΜΕΛΧΙΟΡ Εσείς παίξτε κι άλλο!
ΜΟΡΙΤΖ Που πας;
ΜΕΛΧΙΟΡ Βόλτα.
ΓΚΕΟΡΓΚ Αφού σκοτεινιάζει.
ΡΟΜΠΕΡΤ Έκανες τα μαθήματα;
ΜΕΛΧΙΟΡ Και γιατί δεν πρέπει να κάνω βόλτα στο σκοτάδι;
ΕΡΝΣΤ Η κεντρική Αμερική! - Ο Λουδοβίκος ο δέκατος πέμπτος! - εξήντα στίχοι από Όμηρο! - επτά εξισώσεις!
ΜΕΛΧΙΟΡ Κατάρα στα μαθήματα!
ΓΚΕΟΡΓΚ Να μην είχαμε τουλάχιστο το θέμα στα λατινικά αύριο το πρωΐ!
ΜΟΡΙΤΖ Τίποτα δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς, χωρίς να παρουσιαστεί μπροστά του ένα μάθημα! ΟΤΤΟ Εγώ πάω σπίτι.
ΓΚΕΟΡΓΚ Και ’γω, για να κάνω τα μαθήματα.
ΕΡΝΣΤ Κι εγώ, κι εγώ.
ΡΟΜΠΕΡΤ Καληνύχτα, Μελχιόρ.
ΜΕΛΧΙΟΡ Όνειρα γλυκά!
(Φεύγουν όλοι εκτός από τον Μόριτζ και τον Μελχιόρ)
ΜΕΛΧΙΟΡ Θα ’θελα να ’ξερα για ποιόν ακριβώς λόγο υπάρχουμε!
ΜΟΡΙΤΖ Καλύτερα να είμαι άλογο και να σέρνω κάρα, παρά στο σχολείο. - Γιατί πηγαίνουμε στο σχολείο; - Πηγαίνουμε στο σχολείο για να μπορούν να μας εξετάζουν! - Και γιατί να μας εξετάζουν; Για να αποτύχουμε. - Πρέπει να αποτύχουμε, γιατί η επάνω αίθουσα χωράει μόνον εξήντα. - Μου πάει πολύ στραβά από τα Χριστούγεννα... να με πάρει ο διάολος, άμα δεν είχα τον πατέρα μου, σήμερα θα έφιαχνα την βαλίτσα μου και θα ’φευγα για την Αμερική!
ΜΕΛΧΙΟΡ Ας μιλήσουμε για τίποτ’ άλλο.
(Περπατούν)
ΜΟΡΙΤΖ Βλέπεις εκεί αυτή τη μαύρη γάτα με την ουρά σηκωμένη;
ΜΕΛΧΙΟΡ Πιστεύεις στις προλήψεις;
ΜΟΡΙΤΖ Δεν ξέρω ακριβώς. - - Η γάτα ήρθε από ’κει πάνω. Αλλά αυτό δεν λέει τίποτα. ΜΕΛΧΙΟΡ Εγώ πιστεύω ότι η πρόληψη είναι η Χάρυβδη που πέφτει αυτός που έχει ξεφύγει από τη Σκύλλα της βλακείας της θρησκείας. - Ας κάτσουμε κάτω απ’ την οξιά. Φυσάει δυνατός άνεμος από τα βουνά. Θα ’θελα να ’μουνα νεαρή Δρυάδα στα δάση κι όλη τη νύχτα να έτρεχα και να κουνιώμουνα στα ψηλότερα κλαδιά.
ΜΟΡΙΤΖ Ξεκούμπωσε το σακκάκι σου, Μελχιόρ!
ΜΕΛΧΙΟΡ Κύττα πως φουσκώνει τα ρούχα ο αέρας!
ΜΟΡΙΤΖ Σκοτεινιάζει τόσο πολύ που δεν βλέπεις τη μύτη σου. Που είσαι τώρα; -- Δεν νομίζεις, Μελχιόρ, ότι το συναίσθημα της ντροπής στον άνθρωπο είναι αποτέλεσμα της διαπαιδαγώγησής του; ΜΕΛΧΙΟΡ Προχθές για πρώτη φορά το σκέφτηκα αυτό. Εμένα μου φαίνεται ότι η ντροπή είναι βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση. Ας πούμε ότι πρέπει να ξεντυθείς μπροστά στον καλύτερο φίλο σου. Δεν θα το κάνεις, αν κι αυτός δεν κάνει το ίδιο.
ΜΟΡΙΤΖ Έχω σκεφτεί ότι αν είχα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, θα τα έβαζα, από την αρχή, να κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο κι αν είναι δυνατό στο ίδιο κρεβάτι. Το πρωΐ και το βράδυ θα βοηθάνε το ένα τ’ άλλο να ντύνονται και να ξεντύνονται. Το καλοκαίρι, με τις μεγάλες ζέστες, και τ’ αγόρια και τα κορίτσια θα φοράγανε όλη μέρα ένα κοντό χιτώνα από άσπρο βαμβακερό ύφασμα που θα δένονταν μ’ ένα δερμάτινο λουρί. - Εγώ νομίζω ότι αν μεγαλώσουν έτσι τα παιδιά, θα είναι αργότερα πιό άνετα, αντίθετα από ’μας.
ΜΕΛΧΙΟΡ Το πιστεύω απόλυτα, Μόριτζ! Το θέμα είναι τι γίνεται αν τα κορίτσια αποκτήσουν παιδιά.
ΜΟΡΙΤΖ Πως ν’ αποκτήσουν παιδιά;
ΜΕΛΧΙΟΡ Πιστεύω ότι σχετικά μ’ αυτό υπάρχει ένα ένστικτο. Πιστεύω ότι εάν κάποιος πάρει δυό νεογέννητα γατάκια, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, και τα μεγαλώσει χωρίς να ’χουν καμιά επαφή με άλλες γάτες και αφήσει ελεύθερες τις ορμές τους, τότε, αργά ή γρήγορα, κάποια στιγμή η θηλυκιά θα μείνει έγκυος. Παρ’ όλο που ούτε αυτή, ούτε η αρσενική θα έχουν δει κάποιο παράδειγμα από άλλες γάτες.
ΜΟΡΙΤΖ Τελικά στα ζώα αυτό γίνεται από μόνο του.
ΜΕΛΧΙΟΡ Το ίδιο και στους ανθρώπους, πιστεύω! Σε ρωτάω, Μόριτζ, εάν τ’ αγόρια σου κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο μαζί με τα κορίτσια και τους έρθει ξαφνικά η πρώτη αντρική αναστάτωση - Πάω στοίχημα ότι -
ΜΟΡΙΤΖ Μπορεί να ’χεις δίκαιο. Παρ’ όλα αυτά -
ΜΕΛΧΙΟΡ Και όταν τα κορίτσια σου φτάσουνε στην ίδια κατάσταση, θα γίνει ακριβώς το ίδιο. Βέβαια, με τα κορίτσια όχι ακριβώς το ίδιο... δεν ξέρουμε και αρκετά καλά... αλλά μπορούμε να φανταστούμε... πάντως τελικά η περιέργεια βοηθάει να γίνουν όλα αυτά. ΜΟΡΙΤΖ Μιά ερώτηση -
ΜΕΛΧΙΟΡ Τι ερώτηση;
ΜΟΡΙΤΖ Αλλά θα απαντήσεις;
ΜΕΛΧΙΟΡ Φυσικά!
ΜΟΡΙΤΖ Λες αλήθεια;
ΜΕΛΧΙΟΡ Στ’ ορκίζομαι. Λοιπόν, λέγε.
ΜΟΡΙΤΖ Έκανες την εργασία για τα λατινικά;
ΜΕΛΧΙΟΡ Έλα τώρα, βγάλε τα ’σώψυχά σου. Εδώ δεν μας ακούει κανένας.
ΜΟΡΙΤΖ Φυσικά πρέπει τα παιδιά μου να δουλεύουν όλη τη μέρα στην αυλή και στον κήπο ή να παίζουν κι όλα αυτά κουράζουν το σώμα. Θα πρέπει να κάνουν ιππασία, γυμναστική, αναρρίχηση και γι’ αυτό τη νύχτα δεν θα κοιμούνται τόσο ελαφρά όσο εμείς. Εμείς έχουμε γίνει σαν γυναίκες. - Πιστεύω ότι δεν ονειρεύεται κανείς, όταν κοιμάται βαριά.
ΜΕΛΧΙΟΡ Από τώρα και μέχρι τον τρύγο θα κοιμάμαι στην αιώρα. Το κρεβάτι το έκλεισα, είναι απ’ αυτά τα σπαστά. - Τον περασμένο χειμώνα ονειρεύτηκα ότι είχα μαστιγώσει τόσο πολύ το σκυλί μας, τη Λόλο, που είχα πιαστεί ολόκληρος. Αυτό ήταν το πιό φριχτό όνειρο που είχα ποτέ. Γιατί με κυττάς έτσι περίεργα;
ΜΟΡΙΤΖ Εσένα σου έχει έρθει;
ΜΕΛΧΙΟΡ Τι;
ΜΟΡΙΤΖ Τι λες εσύ;
ΜΕΛΧΙΟΡ Αντρικές ανησυχίες;
ΜΟΡΙΤΖ Μ-μμμ
ΜΕΛΧΙΟΡ Ναι!
ΜΟΡΙΤΖ Κι εμένα. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΜΕΛΧΙΟΡ Μου ήρθε εδώ και καιρό. - Ένα χρόνο.
ΜΟΡΙΤΖ Εμένα μού ’ρθε σαν κεραυνός.
ΜΕΛΧΙΟΡ Ονειρεύτικες τίποτα;
ΜΟΡΙΤΖ Κάτι πολύ γρήγορα... ήταν κάτι γάμπες σε μπλε καλσόν που ανέβαιναν πάνω στην έδρα - για να πω την αλήθεια, έτσι μου φάνηκε, ότι ήθελαν να ανέβουν. - Τα είδα μόνο μιά στιγμή.
ΜΕΛΧΙΟΡ Ο Γκέοργκ Τσίρσνιτζ ονειρεύτηκε την μάνα του.
ΜΟΡΙΤΖ Σου ’πε τέτοιο πράγμα;
ΜΕΛΧΙΟΡ Καθώς πηγαίναμε περίπατο στο Λόφο των Κρεμασμένων.
ΜΟΡΙΤΖ Νά ’ξερες τι έχω περάσει από ’κείνη τη νύχτα.
ΜΕΛΧΙΟΡ Ενοχές;
ΜΟΡΙΤΖ Ενοχές;; -- Φοβόμουνα ότι θα πέθαινα!
ΜΕΛΧΙΟΡ Ω Θεέ μου...
ΜΟΡΙΤΖ Νόμιζα ότι είχα ανίατη αρρώστια. Νόμιζα ότι είχα κάτι εσωτερικά. - Μετά κάπως ησύχασα όταν άρχισα να τα γράφω όλα αυτά στο ημερολόγιο μου. Οι τρεις τελευταίες εβδομάδες, Μελχιόρ, ήταν Γολγοθάς για μένα.
ΜΕΛΧΙΟΡ Εγώ ήμουνα κάπως προετοιμασμένος. Ένοιωσα βέβαια λίγο ντροπή. - Αλλά αυτό ήταν όλο.
ΜΟΡΙΤΖ Και είσαι σχεδόν ένα χρόνο νεώτερος από ’μένα!
ΜΕΛΧΙΟΡ Αυτό δεν έχει σημασία. Απ’ ό,τι ξέρω δεν υπάρχει συγκεκριμένη ηλικία που εμφανίζεται αυτό το φάντασμα. Ξέρεις τον Λέμερμεγιερ; Είναι τρία χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Ο Χένσεν Ρίλκωφ λέει ότι ο Λέμερμεγιερ ακόμα ονειρεύεται σοκολάτες και μαρμελάδες βερύκοκο.
ΜΟΡΙΤΖ Κι ο Χένσεν Ρίλκωφ πως το ξέρει;
ΜΕΛΧΙΟΡ Τον ρώτησε.
ΜΟΡΙΤΖ Τον ρώτησε; - Εγώ δεν θα τολμούσα να ρωτήσω κανέναν.
ΜΕΛΧΙΟΡ Αλλά εμένα με ρώτησες.
ΜΟΡΙΤΖ Ναι, το ’κανα! - Αλλά αναρωτιέμαι πως τόλμησε ο Χένσεν και το ρώτησε. Παίζουν πραγματικά πολύ περίεργο παιχνίδι με μας. Και θέλουν να τους λέμε κι ευχαριστώ! Δεν θυμάμαι να είχα ποτέ άλλοτε όρεξη για τέτοια αναστάτωση. Γιατί να μην μ’ άφηναν να κοιμηθώ και να ξυπνούσα όταν όλα θα είχαν ξαναηρεμήσει. Οι γονείς μου θα μπορούσαν να είχαν ένα σωρό καλύτερα παιδιά από μένα. Αλλά να που υπάρχω, δεν ξέρω πως, και είμαι τώρα εγώ υπεύθυνος που υπάρχω. - Είχες ποτέ σκεφτεί, Μελχιόρ, πως ακριβώς βρεθήκαμε σ’ αυτόν τον στρόβιλο.
ΜΕΛΧΙΟΡ Ώστε δεν το ξέρεις, ακόμη, Μόριτζ;
ΜΟΡΙΤΖ Πως να το ξέρω; - Εντάξει, βλέπω πως οι κόττες γεννάνε αυγά και ακούω ότι η Μαμά με βαστούσε κάτω από την καρδιά της. Αλλά αυτό είναι όλο; - Θυμάμαι όταν ήμουνα πέντε ετών ότι μ’ έπιανε ταραχή όταν ένας έριχνε την Ντάμα Κούπα με το ντεκολτέ. Τώρα δεν αισθάνομαι έτσι, αλλά μόλις μιλήσω μ’ ένα κορίτσι σκέφτομαι πάντοτε κάτι απαίσια πράγματα και, σου ορκίζομαι, Μελχιόρ, δεν ξέρω τι ακριβώς.
ΜΕΛΧΙΟΡ Θα σου τα πω όλα. - Μερικά τα ξέρω από βιβλία, άλλα από εικόνες κι άλλα απ’ αυτά που έχω παρατηρήσει στη φύση. Θα δεις, είναι παράξενα. Εγώ από τότε έγινα άθεος. Το είπα και στον Γκέοργκ Τσίρσνιτζ! Αυτός ήθελε να το πει στον Χένσεν Ρίλκωφ, αλλά ο Χένσεν Ρίλκωφ τα ήξερε όλα από μικρός, από την γκουβερνάντα του.
ΜΟΡΙΤΖ Έχω ψάξει όλη την εγκυκλοπαίδεια. Ένα σωρό λέξεις, αλλά καμία καθαρή εξήγηση. Κι αυτή η ντροπή! - Τι να την κάνω την εγκυκλοπαίδεια που λέει για το καθένα πράγμα και δεν λέει τίποτα για το πιό βασικό πράγμα στη ζωή.
ΜΕΛΧΙΟΡ Έχεις δει σκυλιά στο δρόμο;
ΜΟΡΙΤΖ Σταμάτα! - - Καλύτερα μη μου λες τίποτ’ άλλο, Μελχιόρ. Έχω ακόμη να διαβάσω για την Κεντρική Αμερική και για τον Λουδοβίκο τον δέκατο πέμπτο. Κι επί πλέον έχω εξήντα στίχους Όμηρο, τις εφτά εξισώσεις, το θέμα στα Λατινικά. - Για να καταφέρω να τα κάνω όλα αυτά, πρέπει να δουλέψω σαν βόδι.
ΜΕΛΧΙΟΡ Λοιπόν, έλα σπίτι να καθίσουμε στο δωμάτιό μου. Σε τρία τέταρτα σου κάνω τον Όμηρο, τις εξισώσεις και δύο θέματα στα Λατινικά. Θα σου βάλω και μερικά λαθάκια για να μην φαίνεται ότι σου τα έγραψα εγώ. Η μαμά θα μας κάνει λεμονάδα και ’μεις θα συζητήσουμε άνετα για την αναπαραγωγή.
ΜΟΡΙΤΖ Δεν μπορώ. - Δεν μπορώ να συζητάω άνετα για την αναπαραγωγή! Αν θες να με βοηθήσεις, γράψτ’ τα μου. Γράψτ’ τα, με λίγα λόγια και απλά και βάλε το χαρτί μέσα στα βιβλία μου, την ώρα της γυμναστικής. Κι έτσι θα το πάρω σπίτι χωρίς να το ξέρω. Θα το βρω τυχαία. Δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα το βρω... Άμα χρειάζεται, κάνε κανένα σχέδιο για να καταλάβω καλύτερα.
ΜΕΛΧΙΟΡ Σαν κορίτσι κάνεις. - Λοιπόν, εντάξει, αφού το θέλεις έτσι. Εμένα μ’ αρέσει να σου τα γράψω όλα αυτά. - - να σε ρωτήσω κάτι, Μόριτζ.
ΜΟΡΙΤΖ Τι;
ΜΕΛΧΙΟΡ Έχεις δει ποτέ πως είναι τα κορίτσια;
ΜΟΡΙΤΖ Ναι!
ΜΕΛΧΙΟΡ Δηλαδή, εντελώς γυμνά;!
ΜΟΡΙΤΖ Εντελώς, εντελώς!
ΜΕΛΧΙΟΡ Κι εγώ! - Άρα δεν χρειάζεται να κάνω σχέδια.
ΜΟΡΙΤΖ Τα είδα στο μουσείο ανατομίας στο Λάϊλαχ, όταν γίνονταν οι σκοπευτικοί αγώνες. Αν μ’ έπιαναν, θα με απέβαλαν από το σχολείο. - Τα είχανε έξω - ήταν ακριβώς όπως στην πραγματικότητα.
ΜΕΛΧΙΟΡ Εγώ είδα πέρυσι το καλοκαίρι, όταν πήγα με την μαμά στην Φρανκφούρτη. - - Λοιπόν, τώρα, τι θα κάνεις, Μόριτζ;
ΜΟΡΙΤΖ Θα πάω να κάνω τα μαθήματα. - Καληνύχτα.
ΜΕΛΧΙΟΡ Άντε, γειά σου.
ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ
Η Τέα, η Βέντλα και η Μάρθα περπατούν στον δρόμο πιασμένες από τα μπράτσα.
ΜΑΡΘΑ Κύττα πως μπαίνει το νερό στα παπούτσια!
ΒΕΝΤΛΑ Κύττα πως χτυπάει ο άνεμος τα μάγουλα!
ΤΕΑ Κύττα πόσο δυνατά χτυπάει η καρδιά!
ΒΕΝΤΛΑ Πάμε στη γέφυρα! Η Ίλζε είπε ότι το ποτάμι κατέβασε δέντρα και θάμνους. Τα αγόρια ρίξανε στο νερό μιά σχεδία. Ο Μελχιόρ Γκάμπορ παρά λίγο να πνίγονταν, χτες βράδυ.
ΤΕΑ Ευτυχώς είναι καλός κολυμβητής.
ΜΑΡΘΑ Καταπληκτικός κολυμβητής.
ΒΕΝΤΛΑ Αν δεν ήταν, τώρα δεν θα ζούσε.
ΤΕΑ Η κοτσίδα σου λύθηκε, Μάρθα. Η κοτσίδα σου λύθηκε!
ΜΑΡΘΑ Άσ’ την να λύθηκε. Μου τη δίνει μέρα, νύχτα. Κοντά μαλλιά δεν μ’ αφήνουνε, λυτά σαν τη Βέντλα δεν μ’ αφήνουν, αλογοουρά δεν μ’ αφήνουν. Ακόμα και μέσα στο σπίτι πρέπει να τα ’χω κοτσιδάκια επειδή το θέλει η θεία μου!
ΒΕΝΤΛΑ Αύριο θα φέρω ένα ψαλίδι την ώρα των θρησκευτικών και την στιγμή που θα λες “Μακάριοι οι μη ταλαντευόμενοι”, θα σου τα κόψω.
ΜΑΡΘΑ Για όνομα του Θεού, Βέντλα! Ο πατέρας μου θα με σπάσει στο ξύλο και η μάνα μου θα με κλείσει τρεις μέρες στην αποθήκη με τα κάρβουνα.
ΒΕΝΤΛΑ Με τι σε δέρνει ο πατέρας σου, Μάρθα;
ΜΑΡΘΑ Μερικές φορές νομίζω ότι κάτι θα τους έλλειπα, αν δεν είχαν ένα παλιοτόμαρο σαν εμένα.
ΤΕΑ Έλα τώρα!
ΜΑΡΘΑ Εσένα σ’ αφήνουν να βάλεις θαλασσί κορδέλα, όπως τ’ αγόρια, στον γιακά της νυχτικιάς σου;
ΤΕΑ Μόνον ροζ σατέν. Η μάνα μου λέει ότι αυτό πάει με τα μαύρα μάτια μου.
ΜΑΡΘΑ Εμένα μου πάει φοβερά το θαλασσί! Και είχα βάλει μιά φορά. - Η μάνα μου το είδε και μ’ άρπαξε απ’ τις κοτσίδες και με πέταξε κάτω απ’ το κρεβάτι. - Έπεσα με τα μούτρα στο πάτωμα. Για να προσευχηθώ, γιατί η μάνα μου προσεύχεται μαζί μας κάθε βράδυ.
ΒΕΝΤΛΑ Εγώ στη θέση σου θα είχα φύγει από το σπίτι εδώ και καιρό.
ΜΑΡΘΑ “Να τα μας, ώστε αυτό έχεις στο μυαλό σου; Να τα μας! Αλλά θα δεις - θα δεις!” Έτσι φώναζε. Αλλά εγώ, υποτίθεται, δεν πρέπει να κατηγορώ τη μητέρα μου για τίποτα.
ΤΕΑ Πω, πω -
ΜΑΡΘΑ Μπορείς εσύ να καταλάβεις, Τέα, τι εννοεί η μάνα μου μ’ αυτό;
ΤΕΑ Εγώ όχι. - Εσύ Βέντλα;
ΒΕΝΤΛΑ Εγώ θα τη ρωτούσα κατ’ ευθείαν.
ΜΑΡΘΑ Και καθώς ήμουνα πεσμένη κάτω και φώναζα και ούρλιαζα, έρχεται ο πατέρας μου. Κράτς, κάτω η νυχτικιά. Εγώ έξω απ’ την πόρτα. Ναι, τόσο ωραία! Έξω στο δρόμο εγώ.
ΒΕΝΤΛΑ Δεν το πιστεύω, Μάρθα.
ΜΑΡΘΑ Πάγωνα από το κρύο. Υποχώρησα και προετοιμάστηκα. Έπρεπε να κοιμηθώ όλη τη νύχτα μέσα σ’ ένα τσουβάλι.
ΤΕΑ Με τίποτα δεν θα μπορούσα να κοιμηθώ σ’ ένα τσουβάλι!
ΒΕΝΤΛΑ Θα ’θελα τόσο πολύ να κοιμόμουνα εγώ αντί για σένα μέσα στο τσουβάλι.
ΜΑΡΘΑ Μόνο να μη με δέρνανε, τίποτ’ άλλο.
ΤΕΑ Μα δεν σκας μέσα στο τσουβάλι;
ΜΑΡΘΑ Το κεφάλι μου είναι έξω. Το τσουβάλι μου το δένουνε κάτω από το σαγώνι.
ΤΕΑ Και μετά σε δέρνουνε;
ΜΑΡΘΑ Όχι. Μονάχα άμα υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος.
ΒΕΝΤΛΑ Με τι σε δέρνουνε, Μάρθα;
ΜΑΡΘΑ Μ’ ό,τι να ’ναι. - Εσένα σου βάζει τις φωνές η μητέρα σου, άμα τρως ψωμί στο κρεβάτι;
ΒΕΝΤΛΑ Όχι, όχι.
ΜΑΡΘΑ Εγώ νομίζω ότι τους αρέσει αυτό, παρ’ όλο που δεν το λένε. - Όταν θα έχω παιδιά, θα τ’ αφήσω να μεγαλώσουν όπως τ’ αγριόχορτα στο κήπο μας. Κανένας δεν τα φροντίζει κι όμως αυτά ψηλώνουν και δυναμώνουν - ενώ οι τριανταφυλλιές μέσα στις πρασιές για να ανθίσουν θέλουν κάθε καλοκαίρι όλο και περισσότερη φροντίδα.
ΤΕΑ Όταν θα έχω παιδιά, θα τα ντύνω στα ροζ, ροζ καπέλο, ροζ ρούχα, ροζ παπούτσια. Μόνον οι κάλτσες θα είναι κατάμαυρες σαν την νύχτα! Όταν θα πηγαίνουμε βόλτα, θα τ’ αφήνω να περπατάνε μόνα τους. Εσύ, Βέντλα, τι θα τα κάνεις;
ΒΕΝΤΛΑ Πως ξέρετε ότι θα έχετε παιδιά;
ΤΕΑ Γιατί να μην έχουμε;
ΜΑΡΘΑ Η θεία Ευφημία δεν έχει.
ΤΕΑ Βρε κορόϊδα! - αφού δεν είναι παντρεμένη.
ΒΕΝΤΛΑ Η θεία Μπάουερ παντρεύτηκε τρεις φορές και δεν έχει ούτε ένα.
ΜΑΡΘΑ Αν είχες παιδιά, Βέντλα, τι θα ήθελες να ήταν, αγόρια ή κορίτσια;
ΒΕΝΤΛΑ Αγόρια! Αγόρια!
ΤΕΑ Κι εγώ αγόρια!
ΜΑΡΘΑ Κι εγώ. Καλύτερα είκοσι αγόρια, παρά τρία κορίτσια.
ΤΕΑ Τα κορίτσια είναι βαρετά!
ΜΑΡΘΑ Αν δεν είχα ήδη γεννηθεί κορίτσι, δεν θα ήθελα να ήμουνα τώρα κορίτσι.
ΒΕΝΤΛΑ Είναι πως το βλέπει κανείς, Μάρθα. Εγώ χαίρομαι κάθε μέρα που είμαι κορίτσι. Πίστεψέ με, δεν θα το άλλαζα αυτό ούτε κι αν γινόμουνα ο γιός του βασιλιά. - Αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, θέλω μόνον αγόρια!
ΤΕΑ Αλλά αυτό είναι παράλογο, Βέντλα!
ΒΕΝΤΛΑ Κι εγώ σου λέω, παιδί μου, ότι είναι πολύ πιό ανεβασμένο να σ’ αγαπάει ένας άντρας, παρά μιά γυναίκα!
ΤΕΑ Δηλαδή θες να πεις ότι ο Πφέλε, ο δόκιμος δασοφύλακας, αγαπάει τη Μελίτα περισσότερο απ’ ό,τι τον αγαπάει αυτή!
ΒΕΝΤΛΑ Ακριβώς, Τέα. Ο Πφέλε είναι πολύ υπερήφανος που θα γίνει δασοφύλακας. Είναι υπερήφανος γιατί δεν έχει τίποτ’ άλλο. Ενώ η Μελίτα είναι τρισευτυχισμένη επειδή παίρνει δέκα χιλιάδες φορές περισσότερα απ’ ό,τι δίνει.
ΜΑΡΘΑ Εσύ δεν είσαι υπερήφανη για τον εαυτό σου, Βέντλα;
ΒΕΝΤΛΑ Θα ’ταν χαζό να ήμουνα.
ΜΑΡΘΑ Εγώ στη θέση σου θα ήμουν υπερήφανη!
ΤΕΑ Μα κύτταξέ την, Μάρθα, πως περπατάει - πως κυττάει ίσια - πως στέκεται η Βέντλα. - Μη μου πεις ότι αυτό δεν είναι υπερηφάνεια!
ΒΕΝΤΛΑ Δεν είμαι για τίποτ’ άλλο ευτυχισμένη, παρά για το που είμαι κορίτσι. Αν δεν ήμουνα κορίτσι, θα αυτοκτονούσα, ώστε την επόμενη φορά...
Περνά ο Μελχιόρ Γκάμπορ και χαιρετά.
ΤΕΑ Έχει ωραίο πρόσωπο.
ΜΑΡΘΑ Μου θυμίζει τον Μέγα Αλέξανδρο μαθητή, όταν πήγαινε στο σχολείο του Αριστοτέλη.
ΤΕΑ Θεέ μου, η ελληνική ιστορία! Εγώ το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ο Σωκράτης καθότανε σ’ ένα πιθάρι όταν πήγε ο Μέγας Αλέξανδρος να του πουλήσει την Όνου Σκιά.
ΒΕΝΤΛΑ Πρέπει να ’ναι ο τρίτος καλύτερος στην τάξη του.
ΤΕΑ Ο καθηγητής Κνόχερμπρουχ (=σπάσιμο κόκκαλου) λέει ότι αν ήθελε, θα μπορούσε να ήταν ο πρώτος.
ΜΑΡΘΑ Έχει ωραίο μέτωπο, αλλά ο φίλος του έχει ένα βαθύ βλέμμα.
ΤΕΑ Ο Μόριτζ Στίφελ; - Αυτός είναι βλαμμένος!
ΜΑΡΘΑ Εμένα μου είναι πάντοτε ευχάριστος.
ΤΕΑ Όλο χοντράδες κάνει. Στον χορό των Ρίλωφ μου έδωσε σοκολατάκια. Λοιπόν, να σκεφτείς, ήτανε μαλακά και ζεστά. Ε, αυτό δεν είναι... Είπε ότι τα είχε πολύ βαθιά στη τσέπη του παντελονιού του.
ΒΕΝΤΛΑ Εμένα ο Μέλχι Γκάμπορ μου είχε πει τότε ότι δεν πίστευε σε τίποτα - ούτε στο Θεό, ούτε στη μετά θάνατο ζωή - και σε τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ
Η αυλή του γυμνασίου. - Μελχιόρ, Όττο, Γκέοργκ, Ρόμπερτ, Χένσεν Ρίλκωφ, Λέμμερμαϊερ
ΜΕΛΧΙΟΡ Ξέρει κανένας που είναι ο Μόριτζ Στίφελ;
ΓΚΕΟΡΓΚ Την έχει άσχημα! Την έχει άσχημα!
ΟΤΤΟ Το τραβάει πολύ μακριά μέχρι να τον ξαναβουτήξουν, και δίκαια!
ΛΕΜΜΕΡΜΑΪΕΡ Εγώ με τίποτα δεν θα ’θελα να ’μουνα στη θέση του.
ΡΟΜΠΕΡΤ Μιλάμε για πολύ θράσος. Δεν κώλωσε καθόλου.
ΜΕΛΧΙΟΡ Τι πράγμα, τι έγινε, για πέστε μου και ’μένα.
ΛΕΜΜΕΡΜΑΪΕΡ Άσε, μη με ρωτάς.
ΟΤΤΟ Ούτε ’μενα - μα το Θεό!
ΜΕΛΧΙΟΡ Λοιπόν, αν δεν μου πείτε αμέσως...
ΡΟΜΠΕΡΤ Εντάξει, ο Μόριτζ Στίφελ τρύπωσε στο γραφείο των καθηγητών.
ΜΕΛΧΙΟΡ Στο γραφείο...;
ΟΤΤΟ Στο γραφείο! - Αμέσως μετά την ώρα των Λατινικών.
ΓΚΕΟΡΓΚ Ήταν τελευταίος. Έμεινε επίτηδες πίσω.
ΛΕΜΜΕΡΜΑΪΕΡ Καθώς έστριβα τη γωνία του διαδρόμου, τον είδα να ανοίγει την πόρτα.
ΜΕΛΧΙΟΡ Α’ στο διάολο, ρε!
ΛΕΜΜΕΡΜΑΪΕΡ Κανόνισε μη πάρει τον φίλο σου ο διάολος!
ΓΚΕΟΡΓΚ Μάλλον κάποιος από το γραφείο είχε αφήσει το κλειδί στην πόρτα.
ΡΟΜΠΕΡΤ ’Η μπορεί ο Μόριτζ Στίφελ να είχε αντικλείδι.
ΟΤΤΟ Απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
ΛΕΜΜΕΡΜΑΪΕΡ Αν έχει τύχη, θα φάει περιορισμό για την Κυριακή το απόγευμα.
ΡΟΜΠΕΡΤ Και θα το σημειώσουν στη διαγωγή του.
ΟΤΤΟ Αλλά μπορεί και να τον αποβάλλουν για πάντα.
ΧΕΝΣΕΝ ΡΙΛΚΩΦ Νάτος, έρχεται!
ΜΕΛΧΙΟΡ Είναι άσπρος σαν χαρτί.
Ο Μόριτζ έρχεται φανερά αναστατωμένος.
ΛΕΜΜΕΡΜΑΪΕΡ Μόριτζ, Μόριτζ, τι έκανες!
ΜΟΡΙΤΖ - - Τίποτα - - Τίποτα - -
ΡΟΜΠΕΡΤ Φαίνεται να ’χεις πυρετό.
ΜΟΡΙΤΖ - Από χαρά - από ευτυχία -
ΟΤΤΟ Σ’ έπιασαν;
ΜΟΡΙΤΖ Προβιβάστηκα! - Μελχιόρ, προβιβάστηκα. - Τώρα ας γκρεμιστούν όλα! - Προβιβάστηκα! - Ποιός θα το πίστευε ότι θα προβιβαζόμουνα. - Ακόμα δεν το πιστεύω! - Είκοσι φορές κάθισα και το διάβασα! - Δεν το πιστεύω! - Ω Θεέ μου, τελείωσε! Τελείωσε! Προβιβάστηκα! - (Γελώντας) Δεν καταλαβαίνω τίποτα - αισθάνομαι περίφημα - μου ’ρχεται ζάλη... Μελχιόρ, Μελχιόρ, να ’ξερες τι τράβηξα!
ΧΕΝΣΕΝ ΡΙΛΚΩΦ Συγχαρητήρια, Μόριτζ. - Είσαι πολύ ωραίος που τα κατάφερες.
ΜΟΡΙΤΖ Δεν ξέρεις, Χένσεν, δεν φαντάζεσαι τι παιζότανε. Τις τελευταίες τρεις εβδομάδες περνούσα μπροστά από την πόρτα του γραφείου σαν να πήγαινα στις πύλες της κολάσεως. Και μόλις σήμερα βλέπω ότι ήτανε μισάνοιχτη. Ακόμη κι αν μου δίνανε ένα εκατομμύριο, δεν θα σταματούσα. - Μπαίνω μέσα - ανοίγω το βαθμολόγιο - ξεφυλλίζω - το βρίσκω τ’ όνομά μου - και μέχρι να το βρω... Ακόμα τρέμω -
ΜΕΛΧΙΟΡ ... και μέχρι να το βρεις;
ΜΟΡΙΤΖ Και μέχρι να το βρω ήταν πίσω μου η πόρτα ολάνοιχτη. Πως βγήκα έξω... πως κατέβηκα τη σκάλα, ούτε που θυμάμαι.
ΧΕΝΣΕΝ ΡΙΛΚΩΦ Ο Έρνστ Ρόμπελ προβιβάζεται;
ΜΟΡΙΤΖ Ναι, Χένσεν, κι ο Ρόμπελ προβιβάζεται.
ΡΟΜΠΕΡΤ Δεν πρέπει να διάβασες σωστά. Ακόμη κι αν βγάλουμε έξω τους σκράπες που δεν προβιβάζονται, μένουνε εξήντα ένας μαζί με σένα και τον Ρόμπελ. Η τάξη στον επάνω όροφο χωράει μόνον εξήντα.
ΜΟΡΙΤΖ Διάβασα πολύ καλά. Ο Ερνστ Ρόμπελ προβιβάζεται όπως κι εγώ. Αλλά μόνον προσωρινά. Μέσα στο πρώτο τρίμηνο θα ανακοινωθεί ποιός θα κοπεί οριστικά. - Ο καϋμένος ο Ρόμπελ θα πάθει πλάκα. Ενώ εγώ δεν κωλώνω πλέον, τώρα που έφτασα στο χειρότερο.
ΟΤΤΟ Πάω στοίχημα πέντε μάρκα ότι εσύ θα κοπείς.
ΜΟΡΙΤΖ Αφού δεν τα έχεις. Και να τα είχες θα σου τά ’τρωγα. - Θεέ μου, πρέπει από σήμερα να ξεσκιστώ στο διάβασμα. - Λοιπόν, θα σας πω κάτι - άμα θέλετε το πιστεύετε - τώρα πλέον δεν με νοιάζει τίποτα - σας το λέω αλήθεια: αν δεν προβιβαστώ, θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα.
ΡΟΜΠΕΡΤ Σιγά τα αίματα!
ΓΚΕΟΡΓΚ Έλα τώρα, μεγάλε!
ΟΤΤΟ Εγώ θα γουστάριζα να σου τα τινάξω!
ΛΕΜΜΕΡΜΑΪΕΡ Σφαλιάρα θες!
ΜΕΛΧΙΟΡ (Δίνει μια σφαλιάρα στον Λέμμερμαϊερ) - - Έλα, Μόριτζ. Πάμε στο σπίτι του δασοφύλακα!
ΓΚΕΟΡΓΚ Καλά, πιστεύεις όλες αυτά τα τρελά που λέει;
ΜΕΛΧΙΟΡ Κι εσένα τι σε νοιάζει, ρε; - - Μόριτζ, άσ’ τους να λένε βλακείες! Πάμε να φύγουμε.
Οι καθηγητές Χούνγκεργκουρτ (= ζωνάρι πείνας) και Κνόχερμπρουχ (=σπάσιμο κόκκαλου)
ΚΝΟΧΕΡΜΠΡΟΥΧ Μου είναι απίστευτο, εντιμότατε κύριε συνάδελφε, πως ο καλύτερος μαθητής μου είναι τόσο στενός φίλος του χειρότερου μαθητή μου.
ΧΟΥΝΓΚΕΡΓΚΟΥΡΤ Και μένα το ίδιο, εντιμότατε κύριε συνάδελφε.
ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ
Ηλιόλουστο απόγευμα. - Ο Μελχιόρ και η Βέντλα συναντιούνται στο δάσος.
ΜΕΛΧΙΟΡ Εσύ είσαι η Βέντλα; - Τι κάνεις εδώ μόνη σου; Εδώ και τρεις ώρες τριγυρνάω μέσα στο δάσος και δεν έχω συναντήσει κανέναν και ξαφνικά βγαίνεις εσύ μέσα από το πιό πυκνό μέρος του δάσους!
ΒΕΝΤΛΑ Λοιπόν, ναι, εγώ είμαι η Βέντλα.
ΜΕΛΧΙΟΡ Αν δεν μου ’λεγες ότι είσαι η Βέντλα Μπέργκμαν, θα σε περνούσα για Δρυάδα που έπεσε από τα κλαδιά.
ΒΕΝΤΛΑ Όχι, όχι, είμαι η Βέντλα Μπέργκμαν. - Εσύ που πάς;
ΜΕΛΧΙΟΡ Ακολουθώ τις σκέψεις μου.
ΒΕΝΤΛΑ Εγώ ψάχνω για κούμαρα. Η μαμά φιάχνει ποτό μ’ αυτά. Στην αρχή είπε ότι θα ’ρθει μαζί μου, αλλά την τελευταία στιγμή ήρθε η θεία Μπάουερ και δεν μπορεί η θεία ν’ ανεβεί το λόφο. - Έτσι ήρθα μόνη μου.
ΜΕΛΧΙΟΡ Βρήκες καθόλου κούμαρα;
ΒΕΝΤΛΑ Γέμισα όλο το καλάθι. Εκεί κάτω από τις οξυές είναι στρώμα τα κούμαρα. - Τώρα προσπαθώ να βρω το δρόμο να γυρίσω πίσω. Νομίζω ότι έχω χαθεί. Μπορείς να μου πεις τι ώρα είναι;
ΜΕΛΧΙΟΡ Είναι περασμένες τρισήμιση. - Τι ώρα σε περιμένουν;
ΒΕΝΤΛΑ Νόμιζα ότι ήταν αργότερα. - Είχα ξαπλώσει πολύ ώρα πάνω στα βρύα, δίπλα στο ποταμάκι και είχα ονειρευτεί κι όλας. Δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Φοβόμουνα ότι θα νύχτωνε.
ΜΕΛΧΙΟΡ Αφού δεν σε περιμένουν τώρα αμέσως, ας κάτσουμε λίγο ακόμη εδώ. Εκεί κάτω από τη βελανιδιά είναι το αγαπημένο μου μέρος. Αν ακουμπήσεις το κεφάλι σου στον κορμό και κυττάξεις τον ουρανό μέσα από τα κλαδιά, υπνωτίζεσαι. Το χώμα είναι ακόμη ζεστό απ’ τον ήλιο. - Βέντλα, εδώ και βδομάδες ήθελα να σε ρωτήσω κάτι.
ΒΕΝΤΛΑ Αλλά πρέπει να ’μαι σπίτι πριν τις πέντε.
ΜΕΛΧΙΟΡ Θα γυρίσουμε μαζί. Θα βαστήξω εγώ το καλάθι. Θα πάμε μέσα από το ποταμάκι και θα ’μαστε στη γέφυρα σε δέκα λεπτά! - Άμα είσαι ξαπλωμένος έτσι και στηρίζεις το μέτωπό σου με το χέρι, σου έρχονται παράξενες σκέψεις...
Και οι δυό ξαπλώνουν κάτω από τη βελανιδιά.
ΒΕΝΤΛΑ Τι ήθελες να με ρωτήσεις, Μελχιόρ;
ΜΕΛΧΙΟΡ Έχω ακούσει, Βέντλα, ότι πας συχνά σε φτωχούς ανθρώπους. Τους πηγαίνεις φαγητό, ρούχα και λεφτά. Αυτό το κάνεις από μόνη σου ή σε στέλνει η μητέρα σου;
ΒΕΝΤΛΑ Συνήθως η μητέρα μου με στέλνει. Υπάρχουν φτωχές οικογένειες από εργάτες που έχουν ένα σωρό παιδιά. Πολλές φορές είναι άνεργοι και πεινάνε και παγώνουν απ’ το κρύο. Εμάς τα ντουλάπια μας είναι γεμάτα από πράγματα που δεν τα χρησιμοποιούμε. Πως σου ’ρθε να με ρωτήσεις;
ΜΕΛΧΙΟΡ Πας με ευχαρίστηση ή όχι, όταν σε στέλνει η μητέρα σου;
ΒΕΝΤΛΑ Φυσικά με ευχαρίστηση! Γιατί ρωτάς;
ΜΕΛΧΙΟΡ Ναι, αλλά τα παιδιά είναι βρώμικα, οι γυναίκες άρρωστες, τα σπίτια γεμάτα ακαθαρσίες, οι άντρες σε μισούνε γιατί δεν είσαι υποχρεωμένη να δουλεύεις...
ΒΕΝΤΛΑ Δεν είναι έτσι, Μελχιόρ. Αλλά και να ’ταν, θα πήγαινα κατ’ ευθείαν.
ΜΕΛΧΙΟΡ Τι “κατ’ ευθείαν”, Βέντλα;
ΒΕΝΤΛΑ Δεν θα το σκεφτόμουνα καθόλου. - Θα μου έδινε ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση να τους βοηθούσα.
ΜΕΛΧΙΟΡ Άρα πας στους φτωχούς για τη δική σου ευχαρίστηση.
ΒΕΝΤΛΑ Πάω γιατί είναι φτωχοί.
ΜΕΛΧΙΟΡ Κι άμα δεν σου έδινε καμιά ευχαρίστηση, δεν θα πήγαινες;
ΒΕΝΤΛΑ Εμένα πάντως αυτό μου δίνει ευχαρίστηση, τι να κάνω τώρα;
ΜΕΛΧΙΟΡ Κι επί πλέον θα πάς στον Παράδεισο. - Άρα είναι όπως ακριβώς το σκεφτόμουνα συνέχεια εδώ κι ένα μήνα. Πως μπορεί ένας φιλάργυρος να επισκεφθεί βρώμικα, άρρωστα παιδιά, αφού δεν του δίνει αυτό καμιά ευχαρίστηση;
ΒΕΝΤΛΑ Πάντως εσένα θα σου έδινε μιά μεγάλη ευχαρίστηση, σίγουρα!
ΜΕΛΧΙΟΡ Κι όμως ο φιλάργυρος θα πάει στη κόλαση! - Θα γράψω μιά διατριβή και θα τη δώσω στον πάστορα Κάλμπαουχ (= γυμνή κοιλιά). Αυτός είναι η αφορμή. Μας έχει ζαλίσει με την ευχαρίστηση της αυτοθυσίας! - Αν δεν μπορέσει να μου απαντήσει, δεν θα ξαναπάω στα κατηχητικό, ούτε θα κοινωνήσω.
ΒΕΝΤΛΑ Γιατί θες να δημιουργήσεις προβλήματα στους γονείς σου; Πήγαινε να κοινωνήσεις, δεν θα σου πάρουν το κεφάλι. Κι αν δεν μας υποχρέωναν να φοράμε εκείνα τα ρούχα για τον εκκλησιασμό, θα αισθανόμασταν στην εκκλησία πολύ όμορφα.
ΜΕΛΧΙΟΡ Δεν υπάρχει αυτοθυσία! Δεν υπάρχει αυταπάρνηση! Βλέπω τους καλούς να χαίρονται επειδή είναι καλοί, βλέπω τους κακούς να τρέμουν και να βογγάνε - βλέπω εσένα, Βέντλα Μπέργκμαν, τα κατσαρά σου μαλλιά να ανεμίζουν και να γελάνε κι εγώ αισθάνομαι τόσο μακριά, σαν εξόριστος. - Τι ονειρεύτηκες, Βέντλα, εκεί που ήσουνα ξαπλωμένη στο χορτάρι, δίπλα στο ποταμάκι;
ΒΕΝΤΛΑ - - Βλακείες - - Τρελλά πράγματα - -
ΜΕΛΧΙΟΡ Μ’ ανοιχτά μάτια;
ΒΕΝΤΛΑ Ονειρεύτηκα ότι ήμουνα μιά πολύ φτωχή ζητιανούλα, με στέλνανε από τις πέντε το πρωΐ στο δρόμο, έπρεπε να ζητιανεύω όλη τη μέρα μέσα στις βροχές, στις καταιγίδες, ανάμεσα σε σκληρόκαρδους, κακούς ανθρώπους. Και γύριζα το βράδυ σπίτι, τρέμοντας από την πείνα και το κρύο και δεν είχα τόσα λεφτά, όσα μου ζήταγε ο πατέρας μου και γι’ αυτό με χτυπούσε - με χτυπούσε -
ΜΕΛΧΙΟΡ Τα ξέρω όλα αυτά, Βέντλα. Τα διάβασες σε ’κεινα τα χαζά βιβλία με παιδικές ιστορίες. Εγώ σου λέω, τόσο κακοί άνθρωποι δεν υπάρχουν.
ΒΕΝΤΛΑ Κάνεις λάθος, Μελχιόρ. - Τη Μάρθα Μπέσελ τη χτυπάνε κάθε βράδυ και την άλλη μέρα βλέπεις τις μελανιές. Πόσο θα υποφέρει! Σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, όταν σου τα διηγείται. Τη λυπάμαι τόσο. Πολλές φορές, τα βράδυα, ξαπλώνω στο κρεβάτι και κλαίω. Μήνες τώρα σκέφτομαι πως να γίνει να τη βοηθήσω. - Θα ’θελα να ’παιρνα τη θέση της για μιά βδομάδα, θα το ’κανα με χαρά.
ΜΕΛΧΙΟΡ Πρέπει να γίνει καταγγελία για τον πατέρα της και να του πάρουν τη Μάρθα.
ΒΕΝΤΛΑ Εμένα, Μελχιόρ, ποτέ στη ζωή μου δεν με έχουνε χτυπήσει - ούτε μιά φορά. Και δεν μπορώ να φανταστώ πως είναι να σε δέρνουν. Κάποια φορά έδειρα μόνη μου τον εαυτό μου για να δοκιμάσω τι αισθάνεται κανείς. - Πρέπει να ’ναι τρομερό.
ΜΕΛΧΙΟΡ Δεν μπορώ να πιστέψω ότι σ’ ένα παιδί ταιριάζει αυτό.
ΒΕΝΤΛΑ Ποιό δεν ταιριάζει;
ΜΕΛΧΙΟΡ Να το χτυπάνε;
ΒΕΝΤΛΑ - Μ’ αυτή τη βέργα, για παράδειγμα! - Πω πω, είναι σκληρή και λεπτή!
ΜΕΛΧΙΟΡ Ματώνει!
ΒΕΝΤΛΑ Θα ’θελες να με χτυπήσεις μ’ αυτήν;
ΜΕΛΧΙΟΡ Τι είπες;
ΒΕΝΤΛΑ Να με χτυπήσεις.
ΜΕΛΧΙΟΡ Τι σου ’ρθε, Βέντλα;
ΒΕΝΤΛΑ Μα γιατί;
ΜΕΛΧΙΟΡ Σταμάτα, Βέντλα. Δεν σε χτυπάω.
ΒΕΝΤΛΑ Αφού σ’ αφήνω!
ΜΕΛΧΙΟΡ Όχι!
ΒΕΝΤΛΑ Αν σε παρακαλέσω, Μελχιόρ!
ΜΕΛΧΙΟΡ Δεν έχεις μυαλό;
ΒΕΝΤΛΑ Ποτέ στη ζωή μου δεν μ’ έχουν χτυπήσει.
ΜΕΛΧΙΟΡ Αφού μπορείς να ζητάς κάτι τέτοιο...!
ΒΕΝΤΛΑ - Σε παρακαλώ - σε παρακαλώ -
ΜΕΛΧΙΟΡ Θα σε μάθω να παρακαλάς! - (Την κτυπά)
ΒΕΝΤΛΑ Ω Θεέ μου - δεν αισθάνομαι τίποτα!
ΜΕΛΧΙΟΡ Το πιστεύω - - μ’ όλα αυτά τα ρούχα σου...
ΒΕΝΤΛΑ Χτύπησέ με στα πόδια!
ΜΕΛΧΙΟΡ Βέντλα! (Την κτυπά δυνατώτερα)
ΒΕΝΤΛΑ Με χαϊδεύεις! - Αυτά είναι μόνο χάδια!
Ο Μελχιόρ πετά την βέργα και την κτυπά τόσο δυνατά με τις γροθιές του, ώστε η Βέντλα βγάζει φρικτές κραυγές. Αυτός όχι μόνον δεν δίνει σημασία, παρά ορμά πάνω της σαν μανιακός, ενώ στα μάγουλά του κυλούν πυκνά δάκρυα. Ξαφνικά τινάζεται επάνω, πιάνει με τα δυό του χέρια τα μηνίγγια του και τρέχει ανάμεσα στα δέντρα, σε άθλια ψυχική κατάσταση, μέσα σε λυγμούς.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ
Βράδυ στο δωμάτιο του Μελχιόρ. Το παράθυρο μένει ανοιχτό, η λάμπα φέγγει πάνω στο τραπέζι. - Ο Μελχιόρ και ο Μόριτζ κάθονται στον καναπέ.
ΜΟΡΙΤΖ Τώρα είμαι πάλι στις καλές μου, μόνο λίγο αρπαγμένος. Στην ώρα των αρχαίων ελληνικών κοιμήθηκα σαν τον μεθυσμένο Πολύφημο. Μου κάνει εντύπωση που ο Τσούγκενσλακ (=χτύπημα γλώσσας) δεν μου τράβηξε τ’ αυτιά. - Παρά λίγο ν’ αργούσα σήμερα το πρωΐ. - Η πρώτη σκέψη που είχα μόλις ξύπνησα ήταν τα ρήματα σε -μι. (Ελληνικά στο πρωτότυπο κείμενο) - Ουρανοί - Θεέ - Διάολε - Σατανά, όση ώρα έτρωγα και μετά στο δρόμο για το σχολείο έκλινα συνέχεια ρήματα μέχρι που είδα αστεράκια. - Πρέπει μετά τις τρεις τα ξημερώματα να με πήρε ο ύπνος. Η πένα μου ξέφυγε κι έκανα μουτζούρα στο βιβλίο. Η λάμπα είχε φτάσει στα τελευταία της και κάπνιζε όταν με ξύπνησε η Ματθίλδη, στα κλαδιά της κουφοξυλιάς, κάτω απ’ το παράθυρό μου, τα κοτσύφια κελαϊδούσαν χαρούμενα. - Αμέσως πάλι έγινα λυπημένος, δεν μπορώ να σου πω πόσο. Κουμπώνω κι εγώ τα κουμπιά απ’ το πουκάμισο, ισιάζω τα μαλλιά μου - - Μα αισθάνεσαι καλύτερα, άμα ζορίσεις λίγο τον εαυτό σου! ΜΕΛΧΙΟΡ Να σου στρίψω ένα τσιγάρο;
ΜΟΡΙΤΖ Όχι, δεν θέλω. - Μακάρι να συνεχίσουν τα πράγματα όπως είναι τώρα! Θέλω να διαβάσω, να διαβάσω μέχρι να μου πεταχτούν τα μάτια. - Από την αρχή της χρονιάς ο Ερνστ Ρόμπελ είχε έξη φορές κάτω από τη βάση. Τρεις φορές στα αρχαία ελληνικά, δύο φορές με τον Κνόχενμπρουχ και την τελευταία φορά στην ιστορία της λογοτεχνίας. Εγώ μόνον πέντε φορές ήμουνα κάτω. Όμως από σήμερα δεν θα ξανάμαι! Αλλά ο Ρόμπελ την έχει καλά, δεν χρειάζεται να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα. Αυτός δεν έχει γονείς που να γίνονται θυσία γι’ αυτόν. Μπορεί, όταν θελήσει, να γίνει μισθοφόρος, καουμπόϋ ή ναύτης. Αν αποτύχω εγώ, ο πατέρας μου θα
πάθει εγκεφαλικό και η μάνα μου θα πάει στο τρελοκομείο. Άρα δεν πρέπει να γίνει αυτό! - Πριν τις εξετάσεις, έκανα προσευχή στο Θεό να πάθω φυματίωση για να φύγει αυτό το πικρό ποτήρι και να μην το πιώ. Και έφυγε - αλλά ακόμη μου φέγγει από μακριά η οπτασία του, έτσι που μέρα-νύχτα να μην τολμώ να σηκώσω τα μάτια. - Αλλά τώρα έχω αρχίσει ξανά να σκαρφαλώνω προς τα πάνω. Ξέρω, όμως, ότι άμα πέσω δεν θα γλυτώσω, θα σπάσω τον λαιμό μου.
ΜΕΛΧΙΟΡ Η ζωή έχει γίνει τιποτένια. Εμένα δεν θα μου ήταν άσχημο να σκαρφαλώσω στα κλαδιά και να ζήσω σαν πίθηκος. Που είναι η μαμά να μας φέρει τσάϊ;
ΜΟΡΙΤΖ Το τσάϊ θα μου ’κανε καλό, Μελχιόρ! Για να σου πω την αλήθεια τρέμω. Αισθάνομαι πολύ περίεργα. Ακούμπησέ με λίγο. Βλέπω - ακούω - αισθάνομαι πολύ καθαρότερα - κι όμως όλα είναι σαν σε όνειρο - ένα ζωντανό όνειρο. - Να, όπως κάτω από το σεληνόφως, που ο κήπος μεγαλώνει σιωπηλά και βαθαίνει χωρίς τελειωμό.- Μέσα από τους θάμνους ξεπροβάλλουν ακαθόριστες μορφές, διαπερνούν τα ξέφωτα βιαστικά, ασθμαίνοντας και εξαφανίζονται στο μισοσκόταδο. Μου φαίνεται ότι κάτω από την καστανιά έχουν σύναξη. - Δεν κατεβαίνουμε κάτω, Μελχιόρ;
ΜΕΛΧΙΟΡ Περίμενε μέχρι να πιούμε τσάϊ.
ΜΟΡΙΤΖ - Τα φύλλα ψιθυρίζουν συνέχεια. - Είναι σαν ν’ ακούω τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου να διηγείται την ιστορία της “Βασίλισσας χωρίς κεφάλι”. - Αυτή ήταν μιά πανέμορφη βασίλισσα, όμορφη σαν τον ήλιο, ομορφότερη απ’ όλες της κοπέλες της χώρας. Μόνο που είχε γεννηθεί χωρίς κεφάλι. Δεν μπορούσε ούτε να φάει, ούτε να πιεί, ούτε να δει, ούτε να γελάσει, αλλά και ούτε να φιλήσει. Μπορούσε να επικοινωνήσει με τους αυλικούς μόνον με κινήσεις του μικρού, λευκού χεριού της. Με τα χαριτωμένα πόδια της υπέγραφε κηρύξεις πολέμων και θανατικές καταδίκες. Κάποια μέρα ηττήθηκε από έναν βασιλιά που κατά σύμπτωση είχε δυό κεφάλια, τα οποία όλο τον χρόνο τόσο πολύ τσακωνότανε, μαλλιοτραβιότανε, που δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Ο μάγος της αυλής πήρε τότε το μικρότερο από τα δύο κεφάλια και το έβαλε στη βασίλισσα. Και η πλάκα είναι ότι της ταίριαζε. Μετά απ’ αυτό ο βασιλιάς παντρεύτηκε την βασίλισσα και δεν μαλλιοτραβιότανε πλέον, αλλά φιλιόνταν στο μέτωπο, στα μάγουλα, το στόμα και έζησαν πολλά χρόνια ευτυχισμένοι και χαρούμενοι... Καθαρές βλακείες! Συνέχεια, όλη τη σχολική χρονιά, η ακέφαλη βασίλισσα δεν έχει φύγει απ’ το κεφάλι μου. Κάθε φορά που βλέπω ένα όμορφο κορίτσι, το βλέπω χωρίς κεφάλι - και μου φαίνεται μετά ξαφνικά να γίνομαι κι εγώ ο ίδιος ακέφαλη βασίλισσα... Μπορεί καμιά στιγμή κάποιος να μου βάλει άλλο κεφάλι.
(Η κυρία Γκάμπορ έρχεται με το αχνιστό τσάϊ, το οποίο τοποθετεί μπροστά στον Μόριτζ και τον Μελχιόρ, πάνω στο τραπέζι.)
ΚΥΡΙΑ ΓΚΑΜΠΟΡ Ελάτε, παιδιά, σερβιριστείτε. Πως πας, Μόριτζ;
ΜΟΡΙΤΖ Πολύ καλά, ευχαριστώ, κυρία Γκάμπορ - Ακούω έναν χορό εκεί κάτω.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΑΜΠΟΡ Δεν φαίνεσαι πολύ καλά. - Πως αισθάνεσαι;
ΜΟΡΙΤΖ Δεν είναι τίποτα. Τα τελευταία βράδυα κοιμάμαι αργά.
ΜΕΛΧΙΟΡ Σκέψου ότι διάβαζε όλη νύχτα.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΑΜΠΟΡ Δεν πρέπει να κάνεις έτσι, Μόριτζ. Πρέπει να κυττάς τον εαυτό σου. Σκέψου την υγεία σου. Το σχολείο δεν θα σου δώσει πίσω την υγεία σου. - Να πηγαίνεις συχνά να κάνεις περίπατο στον καθαρό αέρα! Στην ηλικία σας αυτό είναι πιό χρήσιμο απ’ το να μάθετε μεσαιωνικά γερμανικά.
ΜΟΡΙΤΖ Θα κάνω, θα κάνω περίπατο, ναι. Έχετε δίκαιο. Ακόμη και να διαβάζω μπορώ, κάνοντας περίπατο. Δεν το ’χα σκεφτεί τόσο καιρό! - Και μπορώ μετά να κάνω τις γραπτές ασκήσεις στο σπίτι.
ΜΕΛΧΙΟΡ Να ’ρχεσαι να τις γράφουμε μαζί. Θα είναι πιό εύκολο για τους δυό μας. - Ξέρεις, μαμά, ο Μαξ φον Τρενκ πέθανε από εγκεφαλίτιδα! - Σήμερα το μεσημέρι έρχεται ο Χένσεν Ρίλκωφ στον διευθυντή, τον Ζόνεστιχ (=ηλίαση), για να του πει ότι ο Τρενκ πέθανε μπροστά του. - “Δε μου λες” λέει ο Ζόνεστιχ, “δεν έχεις να κάνεις ακόμη από την περασμένη εβδομάδα τις δύο ώρες τιμωρία; - Πάρε αυτό το σημείωμα για τον κηδεμόνα σου. Φρόντισε να τακτοποιήσεις την υπόθεση με την τιμωρία! Όλη η τάξη θα παραστεί στην κηδεία.” Ο Χένσεν έμεινε κόκκαλο.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΑΜΠΟΡ Τι βιβλίο είναι αυτό που έχεις, Μελχιόρ;
ΜΕΛΧΙΟΡ Ο Φάουστ.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΑΜΠΟΡ Το έχεις διαβάσει;
ΜΕΛΧΙΟΡ Δεν το έχω τελειώσει.
ΜΟΡΙΤΖ Είμαστε στη σκηνή της Βαλπούριας νύχτας.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΑΜΠΟΡ Εγώ στη θέση σας, θα περίμενα άλλα δύο χρόνια, πριν το διαβάσω.
ΜΕΛΧΙΟΡ Δεν ξέρω κανένα άλλο βιβλίο, μαμά, που να έχει τόση ομορφιά. Γιατί δεν πρέπει να το διαβάσω;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΑΜΠΟΡ Γιατί δεν το καταλαβαίνεις.
ΜΕΛΧΙΟΡ Αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις, μαμά. Εντάξει δεν μπορώ να νοιώσω όλη τη μεγαλοπρέπεια του βιβλίου...
ΜΟΡΙΤΖ Το διαβάζουμε μαζί. Αυτό μας βοηθάει να το καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα!
ΚΥΡΙΑ ΓΚΑΜΠΟΡ Μελχιόρ, είσαι αρκετά μεγάλος για να μπορείς να ξέρεις τι σε βοηθάει και τι σε καταστρέφει. Να κάνεις πάντα εκείνο που μπορείς να αναλάβεις την ευθύνη του. Εγώ θα ήμουνα πολύ ευχαριστημένη, αν δεν μου έδινες ποτέ αφορμή να σου κρύψω βιβλία. - Θέλω μόνο να προσέξεις ότι ακόμη και το καλύτερο βιβλίο μπορεί να έχει άσχημες συνέπειες, αν κάποιος το διαβάσει χωρίς να είναι ώριμος γι’ αυτό. - Εμπιστεύομαι πιό πολύ εσένα, παρά οποιοδήποτε γενικό κανόνα για τη διαπαιδαγώγηση. - - Αν χρειάζεστε τίποτ’ άλλο, παιδιά, έλα να με φωνάξεις, Μελχιόρ. Θα είμαι στην κρεβατοκάμαρα. (Φεύγει)
ΜΟΡΙΤΖ Η μητέρα σου εννοούσε την ιστορία με την Γκρέτχεν.
ΜΕΛΧΙΟΡ Μόνο μιά στιγμή κωλώσαμε!
ΜΟΡΙΤΖ Ούτε ο ίδιος ο Φάουστ δεν θα ’ταν πιό ψύχραιμος.
ΜΕΛΧΙΟΡ Ε, καλά τώρα, αυτή η άσχημη ιστορία δεν είναι και το πιό δυνατό σημείο απ’ αυτό το καταπληκτικό έργο. - Πάντως ο Φάουστ μπορούσε να υποσχεθεί γάμο στην κοπέλα ή μπορούσε να την παρατήσει. Σε καμιά περίπτωση, για μένα, δεν θα ήταν λιγότερο ένοχος. Κι απ’ την άλλη πλευρά, η Γκρέτχεν θα μπορούσε να πεθάνει με ραγισμένη καρδιά ακόμη και για μένα. - Βλέπεις, λοιπόν, όλοι συνέχεια αυτό προσέχουν, θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω από τον που... και το μου...!
ΜΟΡΙΤΖ Για να σου πω την αλήθεια, Μελχιόρ, από τότε που διάβασα αυτό που έγραψες, το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ. - Ήταν μιά από τις πρώτες μέρες των διακοπών, έπεσε μπροστά στα πόδια μου. Έπιασα το τσουτσούνι μου με το χέρι μου. - Κλείδωσα την πόρτα, το χαρτί έβγαζε σπίθες, πέρασα όλο το κείμενο σαν τρομαγμένη κουκουβάγια που ξεφεύγει απ’ την πυρκαϊά στο δάσος. - ακόμα πιστεύω ότι διάβασα το πιό πολύ μέρος με κλειστά τα μάτια. Σαν μιά σειρά σκοτεινές αναμνήσεις ακούγονταν στ’ αυτιά μου αυτά που μου εξήγησες, σαν τραγούδι που κάποιος όταν ήταν παιδί σιγοτραγουδούσε χαρούμενος και μετά, ετοιμοθάνατος, το ακούει να βγαίνει από το στόμα ενός άλλου και η καρδιά του ταράζεται. - Πιό πολύ με αναστάτωσαν αυτά που έγραψες για τα κορίτσια. Δεν αντέχω πλέον. Πίστεψέ με, Μελχιόρ, να πρέπει να υποφέρεις απ’ την κακή πράξη είναι πιό γλυκό από το να την κάνεις! Να είμαι αθώος και να ανέχομαι, χωρίς να φωνάζω, μιά τόσο γλυκιά, κακή πράξη, μου φαίνεται να είναι όλη η ανθρώπινη ευτυχία μαζεμένη.
ΜΕΛΧΙΟΡ Εγώ δεν θέλω την ευτυχία μου σαν ελεημοσύνη!
ΜΟΡΙΤΖ Όμως γιατί όχι;
ΜΕΛΧΙΟΡ Δεν θέλω τίποτα που να μην έχω παλέψει για να το αποκτήσω.
ΜΟΡΙΤΖ Αλλά είναι αυτό ευχαρίστηση, Μελχιόρ; - Λοιπόν, το κορίτσι ευχαριστιέται όπως οι μακάριοι θεοί. Το κορίτσι προστατεύει τον εαυτό του γιατί έχει από μόνο του τέτοια τάση. Αλλά την τελευταία στιγμή κάνει πέρα κάθε του φόβο, για να δει ξαφνικά από πάνω του όλον τον ουρανό να ανοίγει. Το κορίτσι φοβάται την κόλαση ακόμη και την στιγμή που αισθάνεται έναν παράδεισο να ανθίζει. Αυτό που αισθάνεται είναι δροσερό σαν πηγή μέσα απ’ τον βράχο. Το κορίτσι παίρνει ένα ποτήρι που καμιά ανθρώπινη ανάσα δεν έχει αγγίξει, ένα ποτήρι γεμάτο νέκταρ, γεμάτο φλόγες και σπίθες και το πίνει. Αντίθετα η ευχαρίστηση που βρίσκει ένας άντρας, εγώ νομίζω, είναι άνοστη, ένα τίποτα.
ΜΕΛΧΙΟΡ Εσύ σκέψου όλα αυτά όπως σου αρέσουν, αλλά κράτα τα για τον εαυτό σου. Εμένα δεν μ’ αρέσει να τα σκέφτομαι...
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Στο καθιστικό
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ (Φορώντας καπέλο, μαντίλα, ένα καλάθι στο χέρι, με πρόσωπο που λάμπει, μπαίνει από την μεσαία πόρτα.) Βέντλα! Βέντλα!
ΒΕΝΤΛΑ (Εμφανίζεται από την πλαϊνή πόρτα δεξιά, φορώντας βρακάκι και κορσέ.) Τι είναι μητέρα;
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Σηκώθηκες κι όλας; Μπράβο σου!
ΒΕΝΤΛΑ Είχες βγει έξω;
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Μόνο ντύσου γρήγορα! Πρέπει να πας στην Ίνα αυτό το καλάθι!
ΒΕΝΤΛΑ (Καθώς ντύνεται στην διάρκεια των επομένων) Ήσουνα στην Ίνα; Τι κάνει; Είναι καλύτερα;
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Σκέψου , Βέντλα, απόψε ήρθε ο πελαργός και της έφερε ένα μωρό, ένα αγοράκι.
ΒΕΝΤΛΑ Μωρό! Αγοράκι! - Είναι τέλειο! Γι’ αυτό είχε τόσο καιρό γρίπη!
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Ένα πολύ όμορφο αγοράκι!
ΒΕΝΤΛΑ Μητέρα, πρέπει να πάω να το δω! - Δηλαδή έγινα τρίτη φορά θεία - θεία σε ένα κορίτσι και δύο αγόρια!
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Και τι αγόρια! - Έτσι γίνεται όταν ζει κανείς κάτω από την σκέπη της εκκλησίας! Αύριο συμπληρώνονται δύο χρόνια από τότε που ανέβηκε τα σκαλιά ντυμένη με την άσπρη μουσελίνα.
ΒΕΝΤΛΑ Ήσουνα εκεί όταν ήρθε ο πελαργός;
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Είχε μόλις φύγει. - Δεν θες να καρφιτσώσεις ένα τριαντάφυλλο;
ΒΕΝΤΛΑ Γιατί δεν πήγαινες νωρίτερα μητέρα;
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Αλλά νομίζω ότι έφερε κι εσένα κάτι - καρφίτσα ή κάτι τέτοιο.
ΒΕΝΤΛΑ Κρίμα, πραγματικά!
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Μα σου λέω σου ’φερε μιά καρφίτσα!
ΒΕΝΤΛΑ Έχω αρκετές καρφίτσες.
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Γιατί δεν είσαι ευχαριστημένη; Τι άλλο θες;
ΒΕΝΤΛΑ Θα ’θελα πολύ να μάθω εάν μπήκε από το παράθυρο ή από την καπνοδόχο.
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Ρώτα την Ίνα. Ρώτα την Ίνα κι αυτή θα σου τα πει όλα. Μίλησε μισή ώρα μαζί του.
ΒΕΝΤΛΑ Μόλις πάω, θα την ρωτήσω.
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Μην το ξεχάσεις, αγγελούδι μου! Κι εγώ έχω απορία εάν μπήκε από το παράθυρο ή από την καπνοδόχο.
ΒΕΝΤΛΑ Ή να ρωτήσω καλύτερα τον καπνοδοχοκαθαριστή; - Αυτός πρέπει να ξέρει εάν χωράει ο πελαργός από την καπνοδόχο.
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Όχι, όχι, τον καπνοδοχοκαθαριστή, παιδί μου. Τι ξέρει αυτός από πελαργούς! - Αυτός τίποτα ανοησίες θα σου πει κι ούτε ο ίδιος δεν θα τις πιστεύει... Τι κυττάς έτσι κάτω στο δρόμο;
ΒΕΝΤΛΑ Ένας άντρας, μητέρα. - Είναι μεγάλος σαν τρία βόδια. - έχει πατούσες σαν βάρκες...!
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ (Πηγαίνοντας στο παράθυρο) Δεν είναι δυνατόν! - Δεν είναι δυνατόν! -
ΒΕΝΤΛΑ (Ταυτόχρονα) Κρατάει ένα ξύλινο κρεβάτι κάτω από το σαγώνι του για βιολί και παίζει τη “Φρουρά του Ρήνου”. - - να, μόλις έστριψε τη γωνία...
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Παιδιακίζεις ακόμη! - Τρόμαξες την καϋμένη, την ηλικιωμένη τη μητέρα σου! - Πήγαινε τώρα, πάρε το καπέλο σου. Αναρωτιέμαι πότε θα βάλεις μυαλό. - Αλλά δεν το ελπίζω.
ΒΕΝΤΛΑ Κι εγώ, μανούλα, κι εγώ. - Το μυαλό μου είναι μιά λυπημένη ιστορία. - Έχω μιά αδερφή που είναι παντρεμένη εδώ και δυόμισι χρόνια, εγώ είμαι για τρίτη φορά θεία και δεν ξέρω τίποτα πως γίνονται όλα αυτά... Μη θυμώνεις, μαμά, μη θυμώνεις! Ποιόν άλλον να ρωτήσω εχτός από σένα. Πες μου, σε παρακαλώ, μαμά, πες μου! Μανούλα, εγώ που σ’ αγαπώ, πες μου! Ντρέπομαι για μένα την ίδια. Σε παρακαλώ, μητέρα, μίλα! Μη με μαλώνεις. Απάντησέ μου. - πως γίνονται όλα αυτά; - Δεν μπορείς να μου ζητάς στα σοβαρά να πιστεύω ακόμα στον πελαργό, τώρα που είμαι δεκατεσσάρων ετών.
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Για όνομα του Θεού, παιδί μου, τι παράξενη που έγινες! - Πως σου μπήκε αυτό στο μυαλό! - Αυτό πραγματικά δεν μπορώ να το κάνω!
ΒΕΝΤΛΑ Γιατί όχι, μητέρα! Γιατί; - Δεν μπορεί να ’ναι βρώμικο, αφού όλοι είναι χαρούμενοι μ’ αυτό!
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Ω Θεέ μου, δώσ’ μου δύναμη! - Με δοκιμάζεις... Πήγαινε, ντύσου, παιδί μου, ντύσου!
ΒΕΝΤΛΑ Πάω... Κι αν το παιδί σου τώρα πάει και ρωτήσει τον καπνοδοχοκαθαριστή;
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Θα τρελλαθώ! - Έλα ’δω, παιδί μου, έλα ’δω, θα σου το πω! Θα σου τα πω όλα... Ω Θεέ μου! - Μόνο, όχι σήμερα, Βέντλα! - Αύριο, μεθαύριο, την άλλη βδομάδα... όποτε θελήσεις, καρδιά μου...
ΒΕΝΤΛΑ Σήμερα να μου το πεις, μητέρα. Τώρα να μου το πεις! - Τώρα που βλέπω πόσο έχεις αναστατωθεί, δεν μπορώ κι εγώ να ησυχάσω πάλι.
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Δεν μπορώ, Βέντλα.
ΒΕΝΤΛΑ Μα γιατί δεν μπορείς, μανούλα! - Ορίστε, γονατίζω μπροστά σου και ακουμπάω το κεφάλι μου στα γόνατά σου. Σκέπασε το κεφάλι μου με την ποδιά σου και πες μου, μίλα μου, σαν να ήσουνα ολομόναχη μέσα στο δωμάτιο. Δεν θα κουνηθώ καθόλου. Δεν θα πω τίποτα. Θα κάνω υπομονή ό,τι και να συμβεί.
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Μάρτυς μου ο Θεός, Βέντλα, δεν φταίω σε τίποτα! Ο Θεός ξέρει! - Έλα, για όνομα του Θεού! - Θα σου το πω, κορίτσι μου, πως γεννήθηκες. - Άκουσέ με, Βέντλα...
ΒΕΝΤΛΑ (Κάτω από την ποδιά) Σ’ ακούω.
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ (Εκστατική) Αλλά δεν μπορώ, παιδί μου! - Δεν μπορώ να πάρω την ευθύνη. - Μου αξίζει να με βάλουν στη φυλακή. - μου αξίζει να σε πάρουν από κοντά μου...
ΒΕΝΤΛΑ (Κάτω από την ποδιά) Κάνε κουράγιο, μητέρα!
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Άκου, λοιπόν...!
ΒΕΝΤΛΑ (Κάτω από την ποδιά, τρέμοντας) Θεέ μου, Θεέ μου!
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Για να γίνει ένα παιδί - με καταλαβαίνεις, Βέντλα;
ΒΕΝΤΛΑ Μητέρα, κάνε γρήγορα - δεν βαστώ άλλο.
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Για να γίνει ένα παιδί, πρέπει η γυναίκα τον άντρα - τον άντρα που έχει παντρευτεί... να τον αγαπάει - να τον αγαπάει, λοιπόν - όπως μόνο η γυναίκα μπορεί ν’ αγαπήσει τον άντρα! Πρέπει να τον αγαπάει μ’ όλη της τη καρδιά τόσο - τόσο που δεν λέγεται! Πρέπει να τον αγαπάει, Βέντλα, τόσο που, εσύ στην ηλικία σου, δεν μπορείς καθόλου να φτάσεις να αγαπήσεις... Τώρα ξέρεις.
ΒΕΝΤΛΑ (Καθώς σηκώνεται) Ω Θεέ μου. Ω Θεέ μου!
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Τώρα ξέρεις τι δοκιμασίες σε περιμένουν!
ΒΕΝΤΛΑ Κι αυτό είναι όλο;
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Αλήθεια σου λέω, ο Θεός να με ελεήσει. - - Πάρε τώρα το καλάθι και πήγαινε στην Ίνα. Θα σου δώσει σοκολάτες και γλυκά. - Έλα, για κάτσε να σε δω - τα παπούτσια σου δεμένα, τα μεταξωτά τα γάντια, η ναυτική μπλούζα, το τριαντάφυλλο στα μαλλιά... η φουστίτσα σου, όμως, Βέντλα, είναι πάρα πολύ κοντή!
ΒΕΝΤΛΑ Πήρες κρέας για το μεσημεριανό φαγητό, μαμά;
ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ Ο Θεός να σε προστατεύει και να σ’ ευλογεί! - Κάποια στιγμή θα σου βάλω μιά πιθαμή βολάν από κάτω.
ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ
ΧΕΝΣΕΝ ΡΙΛΚΩΦ (Ένα φανάρι στο χέρι, κλειδώνει την πόρτα και σηκώνει το καπάκι της τουαλέτας) Έκανες τη προσευχή σου απόψε, Δεισδαιμόνα; (Βγάζει μέσα από την μπλούζα του μιά εικόνα της Αφροδίτης του Πάλμα Βέκκιο.) Δεν μου φαίνεσαι να λες το Πάτερ ημών, γλύκα μου - αντίθετα κυττάς περιμένοντας όσα πρόκειται να γίνουν, όπως κυττούσες εκείνη τη γλυκιά στιγμή που βλάστησε η ευτυχία, όταν σε είδα στη βιτρίνα του Ιωνάθαν Σλέζινγκερ - μ’ αυτά ακριβώς τα ερεθιστικά, τα καλοφτιαγμένα μπούτια, αυτές τις ζουμερές καμπύλες στους γοφούς, αυτά τα νεανικά, ανασηκωμένα βυζιά - πόσο μεθυσμένος από ευτυχία πρέπει να ήταν ο μεγάλος ζωγράφος, όταν το μοντέλο, δεκατεσσάρων ετών, μπροστά στα μάτια του ξάπλωσε πάνω στο ντιβάνι!
Θα ’ρθείς κάποτε στα όνειρά μου; - Θα σε δεχτώ ανοίγοντας τα χέρια και θα σε φιλήσω μέχρι να σου κοπεί η ανάσα. Θα με κάνεις δικό σου σαν τη δέσποινα του ερειπωμένου πύργου. Οι θύρες και οι πύλες θ’ ανοίγουν από αόρατα χέρια, ενώ ο πίδακας κάτω στον κήπο θ’ αρχίσει χαρούμενα να κελαρίζει.
Αυτό σου το πράγμα είναι η αιτία! - Αυτό σου το πράγμα είναι η αιτία!.... Δεν θα σε σκοτώσω για μιά ασήμαντη αιτία, όχι, μάρτυράς μου το φριχτό ετούτο χτύπημα μέσα στο στήθος μου. Από τις σκέψεις ο λαιμός μου σφίγγεται στις μοναχικές μου νύχτες. Σ’ ορκίζομαι στην ψυχή μου, κοριτσάκι μου, ότι δεν σ’ έχω βαρεθεί. Ποιός θα ’θελε να είναι ο πρώτος που θα σε είχε βαρεθεί!
Κι όμως, μου ρουφάς το μεδούλι απ’ τα κόκαλά μου, μου λυγίζεις τη πλάτη μου, μου ληστεύεις απ’ τα νεανικά μου μάτια και την τελευταία λάμψη. - Μέσα στην απάνθρωπη απλότητά σου είσαι υπερβολικά απαιτητική από μένα, με καταστρέφεις με τα ακίνητα πόδια και χέρια σου! - Ή εσύ ή εγώ! - Και νικητής εγώ.
Αν ήθελα να τις μετρήσω - όλες εκείνες τις νεκρές πιά γυναίκες που μαζί τους εδώ έχω παλέψει! - : Μία ήταν η Ψυχή του Τούμαν - κληρονομιά της κοκαλιάρας της Μαντάμ Αγγελικής, του κροταλία στον παράδεισο των παιδικών μου χρόνων. Η Ιώ του Κορρέτζιο. Η Γαλάτεια του Λόσσωφ. Ακόμη εκείνος ο Έρωτας του Μπουγκερώ. Η Άντα του Γιόχαν βαν Μπέϊρς. - αυτή η Άντα που χρειάστηκε να την απαγάγω από ένα μυστικό συρτάρι στο γραφείο του μπαμπά για να την βάλω στο χαρέμι μου. Εκείνη η Λήδα του Μάκαρτ που έτρεμε, που σπαρταρούσε, που την βρήκα τυχαία κάτω από τα τετράδια σημειώσεων του αδερφού μου. - Έξη, πριν από ’σένα, ανθισμένη μελλοθάνατη, περπάτησαν βιαστικά αυτό το μονοπάτι για τα Τάρταρα! Ας είναι όλα τούτα παρηγοριά σου και μην προσπαθήσεις μ’ αυτό το ικετευτικό βλέμμα τα βάσανά μου να μεγαλώσεις μέχρι τη φρίκη.
Δεν πεθαίνεις για χάρη δικών σου, πεθαίνεις για χάρη δικών μου αμαρτιών! - Για να προστατέψω τον εαυτό μου, με τη ματωμένη καρδιά, σκοτώνω την έβδομη σύζυγο. Είναι τραγικός ο ρόλος του Κυανοπώγωνα! Μου φαίνεται πως οι δολοφονημένες γυναίκες του δεν υπέφεραν όλες μαζί τόσο πολύ, όσο εκείνος για κάθε μιά τους χωριστά που έπνιξε.
Αλλά η συνείδησή μου θα ηρεμήσει, το σώμα μου θα δυναμώσει, όταν εσύ, διαβόλισα, δεν θα βρίσκεσαι πιά στην κοσμηματοθήκη με την κόκκινη μεταξένια φόδρα. Αντί για σένα θα βάλω μέσα στο μεγαλόπρεπο κουτί των ηδονών την Λορελάϊ του Μπόντεχαουζεν ή την Εγκαταλειμένη του Λίνγκερ ή την Λόνι του Ντέφρεγγερ - κι έτσι, γρήγορα, θ’ αναζωγοννηθώ ξανά! Ακόμη τρεις μήνες και η γυμνή σου κοιλάδα, γλυκιά μου ψυχή, θα είχε λυώσει τον εγκέφαλό μου όπως ο ήλιος ένα κομμάτι βούτυρο. Γι’ αυτό ήρθε η ώρα να χωρίσουμε.
Αχ, μέσα μου αισθάνομαι αχόρταγος, σαν τον ρωμαίο αυτοκράτωρα Ηλιογάβαλο. Moritura me salutat. (Λατινικά στο πρωτότυπο κείμενο.) Η μελλοθάνατη με χαιρετάει. - Κορίτσι, κορίτσι, γιατί σφίγγεις τα γόνατά σου; - γιατί τα σφίγγεις ακόμη; - - μπροστά στην ανεξερεύνητη αιωνιότητα;; - Έναν μόνον σπασμό σου να δω και σ’ αφήνω ελεύθερη. - μιά μόνον θηλυκή κίνηση του κορμιού σου, ένα σημάδι πόθου, έστω συμπάθειας, κορίτσι! - θα σε βάλω σε χρυσή κορνίζα, θα σε κρεμάσω πάνω απ’ το κρεβάτι μου! - Δεν καταλαβαίνεις ότι έτσι σαν παρθένα που στέκεσαι γεννάς μέσα μου τη λύσσα; - Κατάρα, κατάρα, στα τέρατα, σαν κι εσένα!
... Πήρε καλή ανατροφή, την έμαθαν να μην υποχωρεί καθόλου. - Αλλά και μένα το ίδιο μ’ έμαθαν.
Έκανες την προσευχή σου απόψε, Δεισδαιμόνα;
Η καρδιά μου σπαράζει - - Βλακείες! - Η αγία Αγνή πέθανε για χάρη της εγκράτειάς της κι ούτε στο μισό δεν ήταν γυμνή όσο εσύ! - Ένα ακόμη φιλί στο ανθισμένο σου κορμί, στα παιδικά σου στήθη - στα γλυκά - στρογγυλεμένα - φοβερά σου γόνατα...
Αυτό σου το πράγμα είναι η αιτία, αυτό σου το πράγμα είναι η αιτία, καρδιά μου!
Αγνά αστέρια, μη μου ζητάτε να σας το πω!
Αυτό σου το πράγμα είναι η αιτία!! (Ρίχνει την εικόνα μέσα στη τουαλέτα και κλείνει το καπάκι.)
ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ
Ένας αχυρώνας. - Ο Μελχιόρ είναι ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στο φρεσκοκομμένο χόρτο. Η Βέντλα ανεβαίνει από την ανεμόσκαλα.
ΒΕΝΤΛΑ Εδώ χώθηκες; - Όλοι σε ψάχνουν. Το καρότσι το έβγαλαν πάλι έξω. Πρέπει να βοηθήσεις. Έρχεται καταιγίδα.
ΜΕΛΧΙΟΡ Φύγε από ’δω! - Φύγε απ ’δω!
ΒΕΝΤΛΑ Τι συμβαίνει; - Τι κρύβεις το πρόσωπό σου;
ΜΕΛΧΙΟΡ Φύγε, φύγε! - Θα σε ρίξω κάτω στο αλώνι.
ΒΕΝΤΛΑ Εγώ δεν φεύγω. - (Γονατίζει δίπλα του) Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου έξω στο λιβάδι, Μελχιόρ; Εδώ είναι σκοτεινά και δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Εκεί, μέχρι το κόκκαλο να βραχούμε, πάλι ωραία θα ’ναι!
ΜΕΛΧΙΟΡ Μύρισε το χορτάρι, ωραίο, ε; - Ο ουρανός πρέπει να ’ναι μαύρος σαν θάνατος. - Εγώ όμως βλέπω μόνο τη λαμπερή παπαρούνα στο στήθος σου - κι ακούω τη καρδιά σου να χτυπάει -
ΒΕΝΤΛΑ Μη με φιλάς, Μελχιόρ! - Μη με φιλάς!
ΜΕΛΧΙΟΡ - Τη καρδιά σου - την ακούω να χτυπάει -
ΒΕΝΤΛΑ - Οι άνθρωποι αγαπιούνται - όταν κάποιος φιλάει - - - - Όχι, όχι! - -
ΜΕΛΧΙΟΡ Πίστεψέ με, δεν υπάρχει αγάπη! - Όλα είναι συμφέρον, εγωϊσμός! - Σ’ αγαπώ τόσο λίγο όσο και ’συ.
ΒΕΝΤΛΑ - Όχι! - - - Όχι, Μελχιόρ! - -
ΜΕΛΧΙΟΡ - - - Βέντλα!
ΒΕΝΤΛΑ Ω Μελχιόρ! - - - - - - - - όχι - - όχι - -
ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ
ΚΥΡΙΑ ΓΚΑΜΠΟΡ (Καθισμένη, γράφει)
Αγαπητέ Μόριτζ,
αφού σκέφτηκα και ξανασκέφτηκα μιά ολόκληρη μέρα όλα όσα μου έγραψες, πιάνω με βαριά καρδιά το μολύβι για να σου γράψω. Τα έξοδα ενός ταξιδιού στην Αμερική δεν μπορώ να σου τα εξασφαλίσω - σου το λέω με κάθε ειλικρίνεια. Πρώτα-πρώτα δεν έχω τόσα πολλά χρήματα και δεύτερον, ακόμη και να τα είχα, θα ήταν το μεγαλύτερο κακό που θα μπορούσα να φανταστώ, να σου δώσω στο χέρι το μέσο για να κάνεις μιά απερισκεψία με σοβαρές συνέπειες. Θα ήταν άδικο, Μόριτζ, αν αυτή μου την άρνηση την δεις σαν έλλειψη αγάπης προς εσένα. Αντίθετα θα έδειχνε ότι δεν παίρνω πολύ σοβαρά το καθήκον μου σαν μητρική σου φίλη, εάν άφηνα τον εαυτό μου να παρασυρθεί από την πρόσκαιρη, άσχημη, ψυχική σου κατάσταση, εάν έχανα κι εγώ τα λογικά μου και εάν ακολουθούσα στα τυφλά όποια παρόρμηση μου έρχονταν. Είμαι, ευχαρίστως, έτοιμη - αν το θες - να γράψω στους γονείς σου. Θα προσπαθήσω να τους πείσω ότι στη διάρκεια αυτού του τριμήνου έκανες ό,τι μπορούσες, ότι εξαντλήθηκες και ότι εάν κρίνουν αυστηρά την επίδοσή σου, όχι μόνον θα ήταν άδικο, παρά θα είχε, επί πλέον, σε μεγάλο βαθμό, συνέπειες στην πνευματική σου και σωματική υγεία. Επειδή μ’ αφήνεις να καταλάβω ότι απειλείς να αυτοκτονήσεις σε περίπτωση που δεν θα έχεις τα μέσα να φύγεις, σου λέω ανοιχτά ότι έχω μείνει κατάπληκτη. Όσο άδικη και εάν είναι μιά κακή τύχη, ποτέ, μα ποτέ, δεν πρέπει κανείς να παρασύρεται στο να κάνει μιά τόσο άσχημη επιλογή. Ο τρόπος που θέλεις εμένα, η οποία σου έδειξα μόνον καλοσύνη, να με κάνεις υπεύθυνη για μιά πιθανή απαίσια πράξη σου έχει κάτι που ένας κακόβουλος θα το έβλεπε σαν απόπειρα εκβιασμού. Πρέπει να ομολογήσω ότι αυτή η συμπεριφορά σου ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα από ’σένα, ο οποίος, κατά τα άλλα, ξέρεις, τόσο καλά, ποιός είναι ο σωστός τρόπος για να ενεργεί κανείς. Θέλω να πιστεύω αντίθετα ότι βρισκόσουνα μπροστά στην πρώτη μεγάλη δυσκολία που αντιμετώπισες, ώστε να μην μπορείς να ελέγχεις απόλυτα τις πράξεις σου.
Γι’ αυτό ελπίζω ότι το γράμμα μου θα σε βρει σε πιό σταθερή ψυχική κατάσταση. Πάρε τα πράγματα όπως είναι. Κατά την γνώμη μου, είναι εντελώς απαράδεκτο να κρίνουμε έναν νεαρό από τη βαθμολογία του στο σχολείο. Έχουμε πάρα πολλά παραδείγματα όπου μαθητές πολύ κακοί έγιναν εξαίρετοι άνθρωποι και αντίθετα πρώτοι μαθητές που δεν τα κατάφεραν στη ζωή. Όπως και να ’χει, σου δίνω τη διαβεβαίωση ότι οι ατυχίες σου αυτές, όσο εξαρτάται από ’μένα, δεν θα πρέπει να αλλάξουν τη σχέση σου με τον Μελχιόρ. Είναι για ’μένα χαρά ο γιός μου να συναναστρέφεται μ’ έναν νεαρό για τον οποίο, όπως και να τον κρίνει ο κόσμος, εγώ έχω μιά μεγάλη συμπάθεια.
Γι’ αυτό, ψηλά το κεφάλι, Μόριτζ! - δυσκολίες της μιάς ή της άλλης μορφής έρχονται στον καθένα μας και πρέπει να τις ξεπερνάμε. Αν καθένας άρπαζε το μαχαίρι ή το δηλητήριο, δεν θα έμενε κανένας ζωντανός στον κόσμο. Γράψε μου πάλι σύντομα. Σε χαιρετώ μ’ όλη μου την καρδιά. Η πάντοτε αφοσιωμένη σαν μητέρα φίλη σου,
Φάννυ Γκ.
ΕΚΤΗ ΣΚΗΝΗ
Ο κήπος των Μπέργκμαν στο φως του πρωϊνού ήλιου.
ΒΕΝΤΛΑ Γιατί γλύστρισες έξω από το δωμάτιο; - Για να ψάξεις για μενεξέδες! - Για να με βλέπει η μητέρα να χαμογελάω. - Γιατί δεν μπορείς πλέον να κρατάς τα χείλια σου κλειστά; - Δεν ξέρω. - Δεν ξέρω, δεν βρίσκω λέξεις... Ο δρόμος είναι σαν βελούδινο χαλί - ούτε μιά πετρούλα, ούτε ένα αγκάθι - Τα πόδια μου δεν αισθάνονται το έδαφος... Ω, πόσο ελαφρά κοιμήθηκα τη νύχτα! Εδώ είχαν σταθεί. - Έχω γίνει σοβαρή σαν καλόγρια στην Λειτουργία. - Μενεξέδες μου, γλύκες μου! - Μη στεναχωριέσαι, μανούλα. Θα βάλω τα καλά μου ρούχα για την εκκλησία. - Αχ Θεέ μου, να έρχονταν κάποιος, να έπεφτα στον λαιμό του και να του τα ’λεγα όλα!
ΕΒΔΟΜΗ ΣΚΗΝΗ
Σούρουπο. Λίγα σύννεφα στον ουρανό, ο δρόμος ξετυλίγεται σαν φίδι ανάμεσα σε θάμνους και βούρλα. Κάπου μακρύτερα ακούγεται το ποτάμι να παφλάζει.
ΜΟΡΙΤΖ Καλύτερα έτσι. - Εγώ δεν ταιριάζω εκεί. Όλοι αυτοί έχουν όρεξη να τρελαθούνε. - Κλείνω την πόρτα πίσω μου και βγαίνω έξω ελεύθερος. - Δεν θ’ αφήνω πλέον να με καταπιέζουν. Εγώ δεν έγινα βάρος σε κανέναν. Γιατί πρέπει να το κάνω τώρα! - Δεν έχω συμβόλαιο με τον αγαπητό Θεό. Ό,τι και να κάνουν οι άλλοι, εμένα με καταπιέζουν. - Δεν φταίνε οι γονείς μου. Αλλά πρέπει να είχαν τάση να κάνουν το χειρότερο ...... Ήταν αρκετά μεγάλοι ώστε να ξέρουν τι έκαναν. Ένα μικρό ήμουνα, τι ήξερα όταν γεννήθηκα - διαφορετικά θα είχα αρκετή εξυπνάδα για να γινόμουνα κάποιος άλλος. - Γιατί πρέπει να τιμωρηθώ εγώ, επειδή όλοι οι άλλοι είχαν ήδη προφτάσει να γίνουν κάτι!
Πρέπει να ’χω πέσει με το κεφάλι... μου κάνει κάποιος δώρο ένα τρελό σκυλί... και του το δίνω πίσω το τρελό σκυλί του κι αυτός δεν θέλει να το πάρει πίσω το τρελό σκυλί του κι εγώ συμπεριφέρομαι ανθρώπινα και... Πρέπει να ’χω πέσει με το κεφάλι! Ο άνθρωπος γεννιέται από τύχη και δεν χρειάζεται αυτά να τα σκέφτεται κανείς πάρα πολύ - - διαφορετικά είναι για να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα! - Τουλάχιστον ο καιρός δεν δημιουργεί προβλήματα. Όλη μέρα φαίνονταν ότι θα έβρεχε και μέχρι τώρα δεν έβρεξε. - Βασιλεύει μια παράξενη ηρεμία στη φύση. Τίποτα λαμπερό, ερεθιστικό. Ουρανός και γη είναι σαν ιστός αράχνης, διάφανα. Κι όλα μοιάζουν να αισθάνονται όμορφα. Όλη η εξοχή είναι τόσο απαλή, σαν νανούρισμα - “κοιμήσου, πριγκιπόπουλό μου μου, κοιμήσου”, όπως τραγουδούσε η δεσποινίς Σναντούλια. Κρίμα που είχε άχαρους αγκώνες! - Στη γιορτή της Αγίας Καικιλίας χορέψαμε για τελευταία φορά. Η Σναντούλια χόρευε μόνον ομαδικούς χορούς. Το μεταξωτό της φόρεμα είχε βαθύ ντεκολτέ πίσω και μπρος. Πίσω μέχρι την μέση της και μπροστά μέχρι που λιποθυμούσες. - Δεν πρέπει να φορούσε εσώρουχα από κάτω...
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Αυτό θα ήταν κάτι που θα μπορούσε ακόμη να με εμποδίσει. - Περισσότερο εξ αιτίας της περιέργειας. - Θα πρέπει να ’ναι ένα περίεργο συναίσθημα. - - μιά αίσθηση σαν να σχίζεται κανείς μέσα στον στρόβιλο του ποταμού - - - Δεν θα το πω σε κανέναν ότι επιστρέφω χωρίς να ’χω κάνει τίποτα. Θα δείχνω σαν να τα έχω κάνει όλα... Είναι κάτι σαν ντροπή, να είσαι άνθρωπος και να μην έχεις γνωρίσει το πιό ανθρώπινο. - Έρχεστε από την Αίγυπτο, αξιότιμε κύριε, χωρίς να έχετε δει τις Πυραμίδες;!
Δεν θέλω σήμερα να κλάψω άλλο. Δεν θέλω πάλι να σκεφτώ την ταφή μου - - ο Μελχιόρ θα μου βάλει στεφάνι στο φέρετρο. Ο πάστορας Κάλμπάουχ θα παρηγορεί τους γονείς μου. Ο γυμνασιάρχης, ο Ζόνενστιχ, θα αναφέρει παραδείγματα από την ιστορία. - Το πιό πιθανό είναι ότι δεν θα μου βάλουν ταφόπλακα. Θα ’θελα μιά κατάλευκη, μαρμάρινη τεφροδόχο σε βάθρο από μαύρο γρανίτη - όχι πως θα μου λείψει, δόξα τω Θεώ. Τα μνημεία είναι για τους ζωντανούς, όχι για τους πεθαμένους.
Χρειάζομαι έναν ολόκληρο χρόνο για να τους αποχαιρετίσω με τη σκέψη. Δεν θέλω πάλι να κλάψω. Είμαι χαρούμενος που μπορώ να κυττάζω πίσω χωρίς πίκρα. Πόσα ωραία απογεύματα έζησα με τον Μελχιόρ! - κάτω από τις ιτιές της όχθης, στο σπίτι του δασοφύλακα, στον αμαξιτό δρόμο στις πέντε φτελιές, στο ύψωμα του πύργου, ανάμεσα στα ήσυχα ερείπια του Ρόνενμπουργκ. - - Όταν έρθει η ώρα, θα σκεφτώ μ’ όλη μου τη δύναμη κρέμα σαντυγί. Η σαντυγί δεν μπορεί να σε συγκρατήσει. Σου φέρνει δυσκοιλιότητα κι όμως αφήνει μιά ευχάριστη γεύση... Φανταζόμουνα τους ανθρώπους χειρότερους απ’ ό,τι είναι. Κι όμως δεν βρήκα κανέναν που να μην ήθελε να είναι καλός. Αρκετούς τους συμπόνεσα για όσα τους έκανα.
Προχωρώ στον βωμό όπως εκείνος ο νεαρός στη χώρα των αρχαίων Ετρούσκων που η τελευταία του ανάσα εξαγόραζε την καλή τύχη του αδερφού του για τη νέα χρονιά. - Δοκίμασα βήμα-βήμα την απόκρυφη φρίκη του αποχωρισμού. Έκλαψα με λυγμούς από τη θλίψη για την τύχη μου. - - Η ζωή μου γύρισε την πλάτη της. Από μακριά βλέπω πρόσωπα φιλικά να μου κάνουν νόημα: η ακέφαλη βασίλισσα, η ακέφαλη βασίλισσα - τι παρηγοριά, να με περιμένει με τα τρυφερά της χέρια... Οι εντολές σας ισχύουν μόνον για ανώριμους. Εγώ έχω δικό μου εισιτήριο ελευθέρας. Το κουκούλι σχίζεται και φτερουγίζει η χρυσαλίδα. Η απατηλή οπτασία δεν ενοχλεί πλέον. - Δεν πρέπει σε κανένα τρελό παιχνίδι με την ψευδαίσθηση να μπείτε! Η ομίχλη διαλύεται. Η ζωή είναι θέμα γούστου.
ΙΛΖΕ (Με σχισμένα ρούχα, ένα χρωματιστό μαντήλι στο κεφάλι, στέκεται πίσω του και τον πιάνει από τους ώμους.) Τι έχασες;
ΜΟΡΙΤΖ Ίλζε!
ΙΛΖΕ Τι ψάχνεις εδώ;
ΜΟΡΙΤΖ Τι με τρόμαξες;
ΙΛΖΕ Εσύ τι ψάχνεις; - Τι έχασες;
ΜΟΡΙΤΖ Τι με τρόμαξες τόσο πολύ;
ΙΛΖΕ Έρχομαι από την πόλη. Πάω σπίτι.
ΜΟΡΙΤΖ Εγώ δεν ξέρω τι έχω χάσει.
ΙΛΖΕ Τότε άδικα ψάχνεις.
ΜΟΡΙΤΖ Ω Θεέ μου, ω Θεέ μου!!
ΙΛΖΕ Εδώ και τέσσερες μέρες δεν έχω πάει σπίτι.
ΜΟΡΙΤΖ Σαν γάτα, αθόρυβη!
ΙΛΖΕ Φοράω τα παπούτσια του χορού, γι’ αυτό. - Η μάνα μου θα πάθει τη πλάκα της άμα με δει! - Έλα μαζί μου σπίτι!
ΜΟΡΙΤΖ Που αλήτευες πάλι;
ΙΛΖΕ Στη χώρα του Πρίαπου!
ΜΟΡΙΤΖ Στη χώρα του Πρίαπου!
ΙΛΖΕ Στον Νολ, στον Φέρεντορφ, στον Παντίνσκυ, στον Λεντζ, στον Ρανκ, στον Σπύλερ - σ’ όποιον θες! - Κλινγκ,κλινγκ - να ’μαι!
ΜΟΡΙΤΖ Σε ζωγραφίζουν;
ΙΛΖΕ Ο Φέρεντορφ με ζωγραφίζει σαν αγία στηλίτισα. Στέκομαι πάνω σε κορινθιακό κίονα. Ο Φέρεντορφ, που λες, είναι τρελάρας. Τη τελευταία φορά που ήμουνα εκεί του πατάω ένα σωληνάριό του. Κι αυτός σκουπίζει τα πινέλο στα μαλλιά μου. Του κοπανάω μιά μπατσιά. Αυτός μου ρίχνει την παλέτα στο κεφάλι. Εγώ πετάω πέρα το καβαλέτο. Αρχίζει να με κυνηγάει με μιά βέργα πάνω από το ντιβάνι, το τραπέζι, τις καρέκλες, γύρω-γύρω μέσα στο ατελιέ. Πίσω από τη σόμπα ήταν ένα σκίτσο του: κάτσε καλά, του λέω, αλλιώς το σκίζω! - Μου λέει ειρήνη και στο τέλος με φιλάει άγρια - άγρια, σου λέω.
ΜΟΡΙΤΖ Που κοιμάσαι τις νύχτες όταν είσαι στην πόλη;
ΙΛΖΕ Χθες στον Νολ - προχθές στον Μπογιόκεβιτς - Την Κυριακή στον Οικονομόπουλο. Στον Παντίνσκυ υπήρχε και σαμπάνια. Ο Βαλαμπρέγκεθ πούλησε έναν πίνακά του, τον “Χολεριασμένο”. Ο Αντόλαρ πίνει μ’ ένα σταχτοδοχείο. Ο Λεντζ τραγουδάει την “Παιδοφόνισσα” και ο Αντόλαρ κόντευε να στραβώσει την κιθάρα του. Είχα πιεί τόσο πολύ, που χρειάστηκε να με κουβαλήσουν στο κρεβάτι. - - Πηγαίνεις πάντα σχολείο, Μόριτζ;
ΜΟΡΙΤΖ Όχι, όχι... αυτό το τρίμηνο παίρνω το απολυτήριό μου.
ΙΛΖΕ Α, ναι, μωρέ. Αχ, πως περνάει ο καιρός όταν αρχίζεις να δουλεύεις! - Θυμάσαι ακόμα πως παίζαμε τους ληστές; - Η Βέντλα Μπεργκμαν, εσύ, εγώ, οι άλλοι, όταν τα βράδυα ερχόσασταν σπίτι μας και πίναμε φρέσκο, κατσικίσιο γάλα; - Τι κάνει η Βέντλα; Την είδα τότε στην πλημμύρα. - Τι κάνει ο Μέλχι Γκάμπορ; Φαίνεται πάντα, έτσι, βαθυστόχαστος; - Την ώρα της Ωδικής στεκόμασταν ο ένας απέναντι από τον άλλον.
ΜΟΡΙΤΖ Ο Μελχιόρ φιλοσοφεί.
ΙΛΖΕ Η Βέντλα ήρθε κάποια στιγμή σπίτι μας κι έφερε στη μητέρα γλυκό κουταλιού. Ήμουνα όλη μέρα στον Ισίδωρο Λαντάουερ. Με χρειάζεται για την Παναγία με το Θείο Βρέφος. Είναι ένας απαίσιος, αηδιαστικός. Πάντοτε πάει κατά που φυσάει ο άνεμος. - Δε μου λες, είσαι από μεθύσι;
ΜΟΡΙΤΖ Χτες βράδυ, ναι ! - Πίναμε σαν ιπποπόταμοι. Στις πέντε η ώρα το πρωί γύρισα σπίτι παραπατώντας.
ΙΛΖΕ Φαίνεται. - Είχατε και κοπέλες;
ΜΟΡΙΤΖ Την Αραμπέλλα, τη νύμφη της μπύρας, είναι σερβιτόρα, απ’ την Ανδαλουσία! - Ο ιδιοκτήτης μας άφησε μόνους μαζί της όλη νύχτα...
ΙΛΖΕ Φαίνεται, Μόριτζ! - Εγώ δεν ξέρω τι θα πει να ξυπνάς μετά από μεθύσι. Πέρυσι στο καρναβάλι, τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν κοιμήθηκα, ούτε άλλαξα ρούχα. Αυτό το μπαλ-μασκέ στο Καφέ, μεσημέρι στο “Μπελβίστα”, το απόγευμα στο Τινγκλ-Τανγκλ, το καμπαρέ, το βράδυ πάλι στο μπαλ-μασκέ. Ήμουνα με τη Λένα και τη Βιόλα, τη χοντρή. - Την τρίτη νύχτα βρήκα τον Χάϊνριχ.
ΜΟΡΙΤΖ Σ’ έψαχνε;
ΙΛΖΕ Σκόνταψε πάνω στο χέρι μου. Ήμουνα καταγής, αναίσθητη, στο χιόνι, στο δρόμο. - Πήγα μαζί του. Δεκατέσσερες μέρες δεν βγήκα από το σπίτι του - μια φριχτή περίοδος! - Το πρωί έπρεπε να φοράω την περσική νυχτικιά του και τα απογεύματα και το βράδυ να είμαι με μαύρη στολή υπηρέτριας. Στο λαιμό, τα γόνατα και τα μανίκια άσπρα δαντέλα. Κάθε μέρα με φωτογράφιζε σε διαφορετική πόζα - Στο μπράτσο του καναπέ σαν Αριάδνη, άλλη φορά σαν Λήδα, σαν Γανυμήδη, άλλη φορά στα τέσσερα θηλυκό Ναβουχοδονόσωρα. Κι όλη την ώρα να λέει μαλακίες για σκοτωμούς, για αυτοκτονίες, για δηλητηριώδη αέρια. Κάποια στιγμή, ξημερώματα, πήρε ένα πιστόλι στο κρεβάτι, το γέμισε και μου το ’βαλε στο στήθος: Άμα ανοιγοκλείσεις τα μάτια πατάω τη σκανδάλη! - Θα μπορούσε να το ’κανε, Μόριτζ, θα μπορούσε να το ’κανε! - Μετά το έβαλε στο στόμα του σαν σωλήνα οξυγόνου. Ξυπνάει μέσα μου το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Και μετά - πχχχχ - η σφαίρα παρά λίγο να περνούσε μέσα από την σπονδυλική μου στήλη.
ΜΟΡΙΤΖ Ο Χάϊνριχ ζει ακόμη;
ΙΛΖΕ Που να ξέρω! - Πάνω από το κρεβάτι ήταν ένας καθρέφτης στο ταβάνι. Το μικρό δωμάτιο φαινότανε ψηλό σαν πύργος και φωτεινό σαν όπερα. Μπορούσες να δεις το σώμα σαν να κρεμότανε από τον ουρανό. Τις νύχτες είχα φριχτά όνειρα. - Θεέ μου, ω Θεέ μου, πως περίμενα να ξημερώσει! - Καληνύχτα, Ίλζε. Όταν κοιμάσαι είσαι τόσο όμορφη που θέλω να σε σκοτώσω!
ΜΟΡΙΤΖ Ο Χάϊνριχ ζει ακόμη;
ΙΛΖΕ Μακάρι να μη ζει. - Μιά μέρα, τη στιγμή που βγήκε ν’ αγοράσει αψεντί, ρίχνω πάνω μου το παλτό του και ξεφεύγω. Το καρναβάλι είχε περάσει και με πιάνει η αστυνομία. Διότι τι ήθελα με αντρικά ρούχα; - Με πήγαν στο τμήμα. Και ήρθαν εκεί ο Νολ, ο Φέρεντορφ, ο Παντίνσκυ, ο Σπύλερ, ο Οικονομόπουλος, όλη η χώρα του Πρίαπου και εγγυήθηκαν για μένα. Με πήραν με ταξί στο ατελιέ του Αντόλαρ. Από τότε έχω κολλήσει μ’ όλο αυτό το κοπάδι. Ο Φέρεντορφ είναι ο πίθικος, ο Νολ το γουρούνι. Ο Μπογιόκεβιτς ο μπούφος, ο Λόϊζον, ύαινα, ο Οικονομόπουλος, καμήλα - παρ’ όλα αυτά τους αγαπάω όλους και δεν γουστάρω να ’χω σχέση με κανέναν άλλον, ακόμη κι αν ο κόσμος γέμιζε με Αρχάγγελους και εκατομμυριούχους!
ΜΟΡΙΤΖ Ίλζε, πρέπει να γυρίσω.
ΙΛΖΕ Έλα μέχρι το σπίτι μαζί μου!
ΜΟΡΙΤΖ - Γιατί; - Γιατί;
ΙΛΖΕ Να πιούμε φρέσκο, κατσικίσιο γάλα! - Θα σου ζεματίσω τα μαλλιά να σου κάνω μπουκλίτσες και θα σου κρεμάσω στο λαιμό ένα κουδουνάκι. - Έχουμε κι ένα κουνιστό αλογάκι για να παίξεις.
ΜΟΡΙΤΖ Πρέπει να γυρίσω. - Έχω ακόμη στο μυαλό μου τους Ασασσίνους, την επί του Όρους Ομιλία, το παραλληλεπίπεδο. - Καληνύχτα, Ίλζε!
ΙΛΖΕ Καλόν ύπνο! - Πας καθόλου σε ’κείνη την ινδιάνικη καλύβα που είχατε κρύψει μαζί με τον Μελχί Γκάμπορ το τομαχόκ μου; - Μπρρρ! Μέχρι να σας έρθει όρεξη, εγώ θα είμαι για τα σκουπίδια. (Φεύγει.)
ΜΟΡΙΤΖ (Μόνος) - - - Μιά λέξη μόνο θα ήταν αρκετή. - (Φωνάζει.) - Ίλζε! - Ίλζε! - - Δόξα τω Θεώ, δεν άκουσε. - Δεν έχω όρεξη. - Γι’ αυτό το πράγμα χρειάζεται ξένοιαστο μυαλό και χαρούμενη καρδιά. - Κρίμα, κρίμα την ευκαιρία!
... Θα τους πω ότι είχα έναν τεράστιο καθρέφτη πάνω από το κρεβάτι - ότι είχα εκπαιδεύσει ένα αδάμαστο θηλυκό πουλάρι - ότι το είχα με μακριές, μεταξωτές κάλτσες και μαύρα παπούτσια, και μαύρα, μακριά δερμάτινα γάντια, μαύρο βελούδο γύρω από τον λαιμό και ότι το είχα να περπατάει καμαρωτό πάνω στο χαλί - και ότι το είχα στραγγαλίσει σε μιά κρίση τρέλας πάνω στα μαξιλάρια μου... Θα γελάσω όταν γίνει λόγος για λαγνεία... θα - θα ουρλιάξω - θα ουρλιάξω! - Να ήμουνα σαν εσένα, Ίλζε! - Στη χώρα του Πρίαπου! Αναίσθητος! - Αδειάζω από δύναμη! Αυτό το παιδί της ευτυχίας, αυτό το παιδί του ήλιου - αυτό το κορίτσι της χαράς, ήρθε στο δρόμο του θρήνου μου! - - Ωχ! - Ωχ!
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
(Στους θάμνους της όχθης.)
Ξαναβρήκα απρόσμενα την χορταριασμένη όχθη - Οι μολόχες φαίνονται να έχουν μεγαλώσει από χθες. Αλλά η θέα ανάμεσα στις ιτιές δεν έχει αλλάξει. - Το ποτάμι κυλάει αργά σαν λυωμένο μολύβι. - Δεν πρέπει να το ξεχάσω... (Βγάζει από την τσέπη του το γράμμα της κυρίας Γκάμπορ και το καίει.) - Πως πετάγονται εδώ κι εκεί οι σπίθες. - Ψυχές! - Πεφταστέρια! -
Πριν του βάλω φωτιά, φαίνονταν ακόμη τα χορτάρια και μια λουρίδα απ’ τον ορίζοντα. - Τώρα έγινε σκοτάδι. Τώρα δεν θα ξαναπαώ ποτέ πιά στο σπίτι.