μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Σάμιουελ Μπέκεττ
Samuel Beckett
(1906 – 1989)
Ήχοι βημάτων
Footfalls
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Η μετάφραση έγινε από το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο όπως υπάρχει στην έκδοση SAMUEL BECKETT The Complete Dramatic Works του 1990, του εκδοτικού οίκου faber and faber.
Το έργο γράφτηκε στα αγγλικά. Άρχισε τον Μάρτιο του 1975 και τελείωσε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά από τον οίκο Grove Press της Νέας Υόρκης, το 1976. Παίχτηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο της Βασιλικής Αυλής, στο Λονδίνο, στις 20 Μαΐου του 1976.
Στην φωτογραφία ο συγγραφέας δίνει σκηνοθετικές οδηγίες στην ηθοποιό Μπίλλι Ουάϊτλω (Billie Whitelaw) κατά το ανέβασμα του έργου το 1976.
Η Μάϋ : ανακατωμένα, γκρίζα μαλλιά, ξεφτισμένο γκρίζο σάλι που κρύβει τα πόδια και που το σέρνει.
Η φωνή της γυναίκας : Από το σκοτάδι του βάθους της σκηνής.
Διάδρομος : στο προσκήνιο, παράλληλος με την ράμπα, μήκους εννέα βημάτων, πλάτους ενός μέτρου, λίγο δεξιότερα από το κέντρο καθώς βλέπει το κοινό.
α δ α δ α δ α δ <
Α ____________________________________________________ Δ
> α δ α δ α δ α δ α
Βηματισμός : αρχίζοντας με το δεξί πόδι (δ), από δεξιά (Δ) προς αριστερά (Α), με το αριστερό πόδι (α) από Α προς Δ.
Στροφή : από δεξιά στο Α, από αριστερά στο Δ.
Βήματα : Ρυθμικά βήματα που ακούγονται καθαρά.
Φωτισμός : αμυδρός, περισσότερος στο δάπεδο, λιγότερος στο σώμα,, ελάχιστος στο κεφάλι.
Φωνές : και οι δύο χαμηλές και αργές σε όλη τη διάρκεια.
Αυλαία. Η σκηνή στο σκοτάδι.
Ένας ασθενικός χτύπος κουδουνιού. Παύση καθώς σβύνει η ηχώ.
Βαθμιαίο άναμμα ασθενικού φωτός στον διάδρομο. Η υπόλοιπη σκηνή στο σκοτάδι.
ΜΑΫ Το άναμμα του φωτός την βρίσκει να βηματίζει προς Α. Κάνει στροφή στο Α, περπατά τρεις φορές το μήκος του διαδρόμου, σταματά στο Δ, πρόσωπο στην πλατεία.
Παύση.
ΜΑΫ Μητέρα. (Παύση. Στην ίδια ένταση) Μητέρα.
(Παύση.)
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Ναι, Μάϋ.
ΜΑΫ Κοιμόσουνα;
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Πολύ βαθιά. (Παύση.) Σ’ άκουσα ενώ κοιμόμουνα βαθιά. (Παύση.) Όσο βαθιά και να κοιμηθώ πάλι θα σ’ ακούσω εκεί. (Παύση. Η Μάϋ ξαναρχίζει τον βηματισμό. Περπατά τέσσερες φορές το μήκος του διαδρόμου. Μετά την πρώτη φορά, μιλά και βηματίζει ταυτόχρονα.) Ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξη επτά οκτώ εννέα στροφή ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξη επτά οκτώ εννέα στροφή (Αυθόρμητα.) Δεν θα προσπαθήσεις να κοιμηθείς λίγο;
(Η Μάϋ σταματά στο Δ, πρόσωπο στην πλατεία. Παύση.)
ΜΑΫ Θέλεις να σου κάνω πάλι ένεση;
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Ναι, αλλά πριν από λίγο μου έκανες.
(Παύση.)
ΜΑΫ Θέλεις να σου αλλάξω θέση πάλι;
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Ναι, αλλά πριν από λίγο μου άλλαξες.
(Παύση.)
ΜΑΫ Να σου ισιάξω τα μαξιλάρια; (Παύση.) Ν’ αλλάξω τα σεντόνια;
(Παύση.) Να σου φέρω την πάπια; (Παύση.) Την θερμοφόρα;
(Παύση.) Να σου δέσω τις πληγές; (Παύση.) Να σε καθαρίσω;
(Παύση.) Να βρέξω τα ξεραμένα χείλια σου; (Παύση.) Να προσευχηθώ μαζί με ’σένα;
(Παύση.) Για ’σένα; (Παύση.) Πάλι.
(Παύση.)
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Ναι, αλλά πριν από λίγο τα έκανες αυτά.
(Παύση.)
ΜΑΫ Πόσων ετών είμαι τώρα;
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Και πόσων εγώ; (Παύση. Στην ίδια ένταση.) Και πόσων εγώ;
ΜΑΫ Ενενήντα.
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Τόσο πολύ;
ΜΑΫ Ογδόντα εννιά, ενενήντα.
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Σε είχα αργά. (Παύση.) Στη ζωή. (Παύση.) Συγχώρεσέ με πάλι.
(Παύση. Στην ίδια ένταση.) Συγχώρεσέ με πάλι.
(Η Μάϋ ξαναρχίζει τον βηματισμό. Μετά από ένα πέρασμα του διαδρόμου σταματά στο Α, πρόσωπο στην πλατεία. Παύση.)
ΜΑΫ Πόσων ετών είμαι τώρα;
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Στα σαράντα σου.
ΜΑΫ Τόσο μικρή;
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Φοβάμαι ναι. (Παύση. Η Μάϋ ξαναρχίζει τον βηματισμό. Μετά την πρώτη στροφή στο Α.) Μάϋ. (Παύση. Στην ίδια ένταση.) Μάϋ.
ΜΑΫ (Βηματίζοντας.) Ναι, Μητέρα.
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Θα σταματήσεις ποτέ; (Παύση.) Θα σταματήσεις ποτέ... να το στριφογυρίζεις όλο αυτό;
ΜΑΫ (Σταματώντας.) Αυτό;
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Αυτό όλο. (Παύση.) Στο καϋμένο σου το μυαλό σου. (Παύση.) Αυτό όλο. (Παύση.) Αυτό όλο.
(Η Μάϋ ξαναρχίζει τον βηματισμό. Πέντε δευτερόλεπτα. Σβύνει βαθμιαία το φως στον διάδρομο. Όλα στο σκοτάδι. Τα βήματα σταματούν.
Παύση.
Κτύπος κουδουνιού λίγο ασθενέστερος. Παύση για την ηχώ.
Βαθμιαία ανάβει λίγο φως στον διάδρομο. Η υπόλοιπη σκηνή στο σκοτάδι.
ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ Τώρα περπατώ εδώ. (Παύση.) Ή μάλλον έρχομαι και στέκομαι. Με το πέσιμο της νύχτας. (Παύση.) Φαντάζεται ότι είναι μόνη. (Παύση.) Κυττάξτε πόσο ακίνητη στέκεται, πόσο άκαμπτη, με το πρόσωπό της στον τοίχο. (Παύση) Πόσο ήρεμη εξωτερικά. (Παύση.) Από κορίτσι έχει να μείνει έτσι. (Παύση.) Από κορίτσι. (Παύση.) Που βρίσκεται, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. (Παύση.) Μα στο παλιό σπίτι, στο ίδιο όπου αυτή - (Παύση.) Στο ίδιο όπου άρχισε αυτή. (Παύση.) Στο ίδιο όπου άρχισε αυτό. (Παύση.) Αυτό όλο που άρχισε. (Παύση.) Αλλά αυτό εδώ, αυτό εδώ, πότε άρχισε αυτό εδώ; (Παύση) Όταν άλλα κορίτσια της ηλικίας της έβγαιναν έξω να παίξουν χόκεϋ, αυτή ήταν ήδη εδώ. (Παύση.) Σ’ αυτό. (Παύση.) Το δάπεδο εδώ, που είναι τώρα άδειο, κάποτε ήταν... (Η Μάϋ αρχίζει να βηματίζει. Κάνει βήματα λίγο πιό αργά.) Αλλά ας την παρατηρήσουμε να κινείται, σιωπηλά. (Η Μάϋ βηματίζει. Στο τέλος του δεύτερου περάσματος του διαδρόμου.) Παρατηρήστε πόσο επιδέξια κάνει τη στροφή. (Η Μάϋ κάνει στροφή, βηματίζει. Συγχρόνως με τα βήματα στο τρίτο πέρασμα.) Επτά οκτώ εννέα στροφή. Η Μάϋ κάνει στροφή στο Α, βηματίζει άλλη μιά φορά το μήκος του διαδρόμου, σταματά στο Δ, πρόσωπο στην πλατεία.) Έλεγα ότι το δάπεδο εδώ, τώρα άδειο, αυτός ο διάδρομος στο δάπεδο, ήταν κάποτε στρωμένα μ’ ένα σωρό χαλιά, το ένα πάνω στ’ άλλο. Μέχρι που μιά νύχτα, δεν ήταν ακόμη παρά λίγο μεγαλύτερη από παιδί, φώναξε την μητέρα της και είπε, Μητέρα, αυτό εδώ δεν είναι αρκετό. Η μητέρα: δεν είναι αρκετό; Μάϋ -το όνομα που είχε δοθεί στο παιδί- Μάϋ: δεν είναι αρκετό. Η μητέρα: Τι εννοείς, Μάϋ, δεν είναι αρκετό, τι είναι δυνατόν να εννοείς, Μάϋ, δεν είναι αρκετό; Μάϋ: Εννοώ, Μητέρα, ότι πρέπει να ακούω τα πόδια, όσο σιγά και ν’ αγγίζουν το πάτωμα. Η μητέρα: Η κίνηση μόνη της δεν είναι αρκετή; Μάϋ: Όχι, Μητέρα, η κίνηση μόνη της δεν είναι αρκετή, πρέπει να ακούω τα πόδια, όσο σιγά και ν’ αγγίζουν το πάτωμα. (Παύση. Η Μάϋ ξαναρχίζει τον βηματισμό. Μαζί με τον βηματισμό.) Κοιμάται ακόμη, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος; Ναι, μερικές νύχτες κοιμάται κατά διαστήματα, γέρνει το κεφαλάκι της στον τοίχο και κοιμάται για λίγο. (Παύση.) Αν μιλά ακόμη; Ναι, μερικές νύχτες μιλά, όταν φαντάζεται ότι κανείς δεν την ακούει. (Παύση) Διηγείται πως ήταν αυτό. (Παύση.) Προσπαθεί να διηγηθεί πως ήταν αυτό. (Παύση.) Αυτό όλο. (Παύση.) Αυτό όλο. (Η Μάϋ συνεχίζει τον βηματισμό. Πέντε δευτερόλεπτα. Σβύνει βαθμιαία το φως στον διάδρομο.
Όλα στο σκοτάδι. Τα βήματα σταματούν.
Παύση.
Κτύπος κουδουνιού ακόμη πιό ασθενικός. Παύση για την ηχώ.
Βαθμιαία ανάβει λίγο λιγότερο φως στον διάδρομο. Η υπόλοιπη σκηνή στο σκοτάδι.
Το άναμμα του φωτός βρίσκει την Μάϋ στο Δ, να πρόσωπο στην πλατεία.
Παύση.)
ΜΑΫ Η συνέχεια. (Παύση. Αρχίζει να βηματίζει. Τα βήματα λίγο πιό αργά. Μετά από δύο περάσματα του διαδρόμου, σταματά στο Δ, πρόσωπο στην πλατεία. Παύση.) Η συνέχεια. Λίγο αργότερα, όταν αυτή είχε λησμονηθεί εντελώς, άρχισε να - (Παύση.) Λίγο αργότερα, όταν σαν να μην είχε αυτή υπάρξει ποτέ, ποτέ, άρχισε να περπατά. (Παύση.) Με το πέσιμο της νύχτας. (Παύση.) Γλιστρούσε έξω με το πέσιμο της νύχτας κι έμπαινε στην μικρή εκκλησία από την βορινή πόρτα, πάντα κλειδωμένη τέτοια ώρα και περπατούσε, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, στο δύστυχο μπράτσο Του. (Παύση.) Κάποιες νύχτες σταματούσε, όπως κάποιος που παγώνει από ένα ρίγος του μυαλού και στέκονταν εντελώς ακίνητη μέχρι τη στιγμή που ξανάρχιζε την κίνηση. Αλλά πολλές νύχτες, επίσης, βημάτιζε χωρίς παύση, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πριν εξαφανιστεί με τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει. (Παύση.) Κανένας ήχος. (Παύση.) Τουλάχιστον κανένας ήχος που να μπορούσε να ακουστεί. (Παύση.) Η θωριά. (Παύση. Ξαναρχίζει τον βηματισμό. Μετά από δύο περάσματα του διαδρόμου σταματά στο Α, πρόσωπο στην πλατεία. Παύση.) Η θωριά. Αμυδρή, αλλά με κανένα τρόπο αόρατη, κάτω από ένα συγκεκριμένο φως. (Παύση.) Αρκεί να είναι το σωστό φως. (Παύση.) Γκρίζα μάλλον, παρά λευκή, μιά ανοιχτή απόχρωση του γκρι. (Παύση.) Κουρελιασμένη. Ένα κουβάρι από κουρέλια. (Παύση.) Παρατηρήστε το καθώς περνά - (Παύση.) - παρατηρήστε την καθώς περνά μπροστά από τον λύχνο, παρατηρείστε πως οι φλόγες του, το φως τους... σαν φεγγάρι μέσα από τη γρίλια. (Παύση.) Λίγο έπειτα, αφού αυτή είχε φύγει, σαν να μην είχε έρθει ποτέ αυτή, άρχισε να περπατά, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, σε ’κεινο το δύστυχο μπράτσο. (Παύση.) Με το πέσιμο της νύχτας. (Παύση.) Δηλαδή, κάποιες εποχές του χρόνου, στον εσπερινό. (Παύση.) Αναγκαστικά. (Παύση. Ξαναρχίζει να περπατά. Μετά από ένα πέρασμα του διαδρόμου, σταματά στο Α, πρόσωπο στην πλατεία. Παύση.) Η καλή κυρία Χειμώνα, την οποία ο αναγνώστης θα θυμάται, η καλή κυρία Χειμώνα, ένα φθινοπωριάτικο Σάββατο, αργά το βράδυ, καθώς καθότανε να δειπνήσει με την θυγατέρα της, έπειτα από την προσευχή, έπειτα από μερικές ανόρεχτες μπουκιές, άφησε κάτω το μαχαίρι και το πηρούνι κι έγειρε το κεφάλι της. Τι είναι, Μητέρα, είπε η θυγατέρα, ένα πολύ παράξενο κορίτσι, αν και σχεδόν καθόλου κορίτσι πλέον... (Συλλαβιστά.)... φοβερά ξε-... (Παύση. Κανονική φωνή.) Τι είναι, Μητέρα, δεν αισθάνεσαι καλά; (Παύση.) Η κυρία Χειμώνα δεν απάντησε αμέσως. Αλλά στο τέλος, σηκώνοντας το κεφάλι της και καρφώνοντας τα μάτια της στην Άμυ -το όνομα που είχε δοθεί στην θυγατέρα, όπως θα θυμάται ο αναγνώστης- σηκώνοντας το κεφάλι της και καρφώνοντας τα μάτια της στα μάτια της Άμυ είπε- (Παύση.) -μουρμούρισε, καρφώνοντας τα μάτια της στα μάτια της Άμυ μουρμούρισε, Άμυ, πρόσεξες τίποτα... περίεργο στον Εσπερινό; Άμυ: Όχι, Μητέρα, δεν πρόσεξα. Κυρία Χειμώνα: Ίσως ήταν μόνον η ιδέα μου. Άμυ: Τι ακριβώς, Μητέρα, φαντάστηκες ότι ήταν; (Παύση.) Τι ακριβώς, Μητέρα, φαντάστηκες ότι ήταν αυτό το παράξενο πράγμα που πρόσεξες; (Παύση.) Κυρία Χειμώνα: Εσύ η ίδια δεν πρόσεξες τίποτα παράξενο; Άμυ: Όχι, Μητέρα, εγώ η ίδια δεν πρόσεξα τίποτα, για να το πω μαλακά. Κυρία Χειμώνα: Τι εννοείς, Άμυ, για να το πω μαλακά, τι είναι δυνατόν να εννοείς, Άμυ, για να το πω μαλακά; Άμυ: Εννοώ, Μητέρα, ότι το να πω δεν πρόσεξα τίποτα... παράξενο, είναι ένας τρόπος να το πω μαλακά. Διότι δεν πρόσεξα ο,τιδήποτε παράξενο ή κάτι άλλο. Δεν είδα ο,τιδήποτε, δεν άκουσα ο,τιδήποτε. Δεν ήμουνα εκεί. Κυρία Χειμώνα: Δεν ήσουνα εκεί; Άμυ: Όχι, δεν ήμουνα εκεί. Κυρία Χειμώνα: Αλλά σ’ άκουσα να αντιφωνείς. (Παύση.) Σ’ άκουσα να λες Αμήν. (Παύση.) Πως μπορεί να έχεις αντιφωνήσει, εάν δεν ήσουν εκεί; (Παύση.) Πως είναι δυνατόν να έχεις πει Αμήν, εάν, όπως ισχυρίζεσαι, δεν ήσουν εκεί; (Παύση.) Η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων ημών, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. (Παύση.) Σ’ άκουσα καθαρά. (Παύση. Ξαναρχίζει το περπάτημα. Μετά από τρία βήματα σταματά χωρίς να κυττά την πλατεία. Μακρά παύση. Ξαναρχίζει να περπατά, σταματά στο Δ, πρόσωπο στην πλατεία. Μακρά παύση.) ΄Αμυ. (Παύση. Στην ίδια ένταση.) Άμυ. (Παύση.) Ναι, Μητέρα. (Παύση.) Θα σταματήσεις ποτέ... να στριφογυρίζεις όλο αυτό; (Παύση.) Αυτό; (Παύση.) Αυτό όλο. (Παύση.) Στο καϋμένο σου το μυαλό. (Παύση.) Αυτό όλο. (Παύση.) Αυτό όλο.
(Παύση. Το φως σβύνει βαθμιαία στον διάδρομο. ‘Όλα στο σκοτάδι.
Παύση.
Κτύπος κουδουνιού λίγο ασθενέστερος ακόμη. Παύση για την ηχώ.
Το φως ανάβει βαθμιαία λίγο λιγότερο ακόμη στον διάδρομο.
Κανένα ίχνος της Μάϋ.
Δέκα δευτερόλεπτα.
Βαθμιαίο σβύσιμο του φωτός.
ΑΥΛΑΙΑ