μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Αυτή η ταβέρνα, γνωστή με το όνομα «Το κελλάρι του Άουερμπαχ» (Auerbachs Keller) βρίσκεται στην Λειψία, στην οδό Γκριμάϊσε (Grimmaische) 2 και λειτουργεί από το 1438. Μεταξύ των ετών 1765 και 1768, ο Γκαίτε σπούδαζε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας και σύχναζε στην ταβέρνα αυτή. Την αναφέρει ως τόπο όπου πηγαίνουν κατά τις περιπλανήσεις τους μαζί ο Φάουστ και ο Μεφιστοφελής.
Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε
Johann Wolfgang von Goethe
Φάουστ. Μία τραγωδία.
Faust. Eine Tragödie.
(αποσπάσματα
από το πρώτο μέρος μεταξύ των στίχων 1338 και 1379)
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
MEPHISTOPHELES:
Ich bin der Geist, der stets verneint!
Und das mit Recht; denn alles, was entsteht,
Ist wert, daß es zugrunde geht;
Drum besser wär's, daß nichts entstünde.
So ist denn alles, was ihr Sünde,
Zerstörung, kurz, das Böse nennt,
Mein eigentliches Element.
Bescheidne Wahrheit sprech ich dir.
Wenn sich der Mensch, die kleine Narrenwelt
Gewöhnlich für ein Ganzes hält-
Ich bin ein Teil des Teils, der anfangs alles war
Ein Teil der Finsternis, die sich das Licht gebar
Das stolze Licht, das nun der Mutter Nacht
Den alten Rang, den Raum ihr streitig macht,
Und doch gelingt's ihm nicht, da es, so viel es strebt,
Verhaftet an den Körpern klebt.
Von Körpern strömt's, die Körper macht es schön,
Ein Körper hemmt's auf seinem Gange;
So, hoff ich, dauert es nicht lange,
Und mit den Körpern wird's zugrunde gehn.
Und freilich ist nicht viel damit getan.
Was sich dem Nichts entgegenstellt,
Das Etwas, diese plumpe Welt
So viel als ich schon unternommen
Ich wußte nicht ihr beizukommen
Mit Wellen, Stürmen, Schütteln, Brand-
Geruhig bleibt am Ende Meer und Land!
Und dem verdammten Zeug, der Tier- und Menschenbrut,
Dem ist nun gar nichts anzuhaben:
Wie viele hab ich schon begraben!
Und immer zirkuliert ein neues, frisches Blut.
So geht es fort, man möchte rasend werden!
Der Luft, dem Wasser wie der Erden
Entwinden tausend Keime sich,
Im Trocknen, Feuchten, Warmen, Kalten!
Hätt ich mir nicht die Flamme vorbehalten,
Ich hätte nichts Aparts für mich.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ:
Είμαι το πνεύμα που πάντοτε αρνείται!
Και δίκαια· όλος ο κόσμος, ό,τι υπάρχει,
αξίζει να αφανιστεί·
Θά ’ταν καλύτερα ποτέ να μην υπήρχε.
Έτσι, λοιπόν, όλα όσα εσείς ονομάζετε αμαρτία,
καταστροφή, μ’ έναν λόγο, το Κακό,
αυτό πραγματικά εγώ είμαι.
Ταπεινά σού λέω την αλήθεια.
Όταν ο Άνθρωπος, αυτόν τον μικρόν τρελόν κόσμο
συνηθίζει να τόν θεωρεί ότι είναι το παν –
εγώ είμαι μέρος εκείνου του μέρους που στην αρχή ήταν το παν,
είμαι μέρος του σκότους που γέννησε το φως,
το αλαζονικό φως το οποίο τώρα από την μητέρα νύχτα
διεκδικεί την εξουσία,
κι όμως δεν κατάφερε τίποτε, όσο κι αν προσπάθησε,
κολλημένο το φως καθώς ήταν σε αντικείμενα υλικά.
Βγαίνει από αντικείμενα, τα αντικείμενα ομορφαίνει,
ένα αντικείμενο μπορεί τη διαδρομή του να σταματήσει·
Γι’ αυτό ελπίζω δεν θα αργήσει πολύ ο καιρός
πριν το φως κι όλα τα αντικείμενα διαλυθούν.
Βέβαια δεν έχω ακόμη καταφέρει πολλά.
Αυτό που εναντιώνεται στο Τίποτε,
αυτό το Κάτι, αυτόν τον χοντροκομμένο κόσμο,
όσο κι αν δοκίμασα
δεν μπόρεσα να τον αφανίσω,
κύμματα, καταιγίδες, σεισμούς φωτιές –
απείραχτη η θάλασσα παρέμεινε θάλασσα και η γη γη!
Κι αυτόν τον καταραμένο συρφετό, ζώα και ανθρώπους,
τίποτε δεν μπόρεσα να τού κάνω:
Πόσους δεν έθαψα!
Και πάντοτε κυκλοφορεί νέο, φρέσκο αίμα.
Έτσι συνεχίζεται κι εγώ λυσσώ από θυμό!
Με αέρα, νερό και χώμα
ανθίζουν χιλιάδες άνθη
μέσα στην ξηρασία, υγρασία, καύσωνα και παγωνιά!
Κι αν δεν είχα κρατήσει τη φωτιά,
δεν θα είχα τίποτε για ’μένα.