μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Στην φωτογραφία ο συγγραφέας μαζί με την ηθοποιό Τζόαν Κόλλινς (Joan Collins) στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου, το 1993.
Στήβεν Μπέρκωφ Steven Berkoff
Αγγλία (1937 - )
Ξεπεσμός
(απόσπασμα)
Η μετάφραση έγινε από τον Γιάννη Φαρμακίδη, από το αγγλικό πρωτότυπο, όπως υπάρχει στην έκδοση Steven Berkoff Plays 2 του οίκου Faber and Faber.
Τίτλος πρωτοτύπου: Décadence
Σημείωση 1:
Τα πρόσωπα του έργου είναι τέσσερα, δύο γυναίκες και δύο άντρες. Σύμφωνα με τις οδηγίες του συγγραφέα και οι τέσσερεις ρόλοι πρέπει να παίζονται μόνον από δύο άτομα, μιά γυναίκα και έναν άντρα.
Σημείωση 2:
Οι κάθετες γραμμές στο κείμενο έχουν τεθεί από τον ίδιο τον συγγραφέα. Κατά την γνώμη μας αντιστοιχούν σε τελείες ή κόμματα ή παύσεις, ανάλογα με την πρόθεση ερμηνείας από πλευράς ηθοποιού.
ξεπεσμός
Μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Τα πρόσωπα
Έλεν
Στήβ
Λες
Σύμπιλ
___ σκηνή 1 ___
Δάπεδο μαύρο. Διακόσμηση λευκή. Η γυναίκα σε μαύρα. Ο άνδρας σε μαύρο και λευκό. Η γυναίκα καθισμένη πάνω σε καναπέ από λευκό δέρμα. Μουσική από έναν δίσκο των Αμβροσία της δεκαετίας του σαράντα. Ο άνδρας με φράκο και σκληρό κολάρο βρίσκεται δίπλα στην γυναίκα ακίνητος με μιά ευδιαθεσία αριστοκρατική. Μένει ακίνητος όσην ώρα δεν μιλά, εκτός για να της ανάψει το τσιγάρο. Όλα τα τσιγάρα και τα ποτά παριστάνονται με μίμηση και με πολλήν επιμονή ώστε να εξάγεται ο μεγαλύτερος παραλογισμός από τις αντιδράσεις των σωμάτων. Το παιγνίδι πρέπει να είναι αισθησιακό, ερωτικό και αστραφτερό.
ΕΛΕΝ Είσαι γλύκα που έρχεσαι στην ώρα σου / χαζούλη μου! Γλυκούλικο πραγματάκι! Εσύ φαίνεσαι μιά χαρά. Εγώ παιδεύτηκα πολύ / θες να πιεις; / Τι; / βεβαίως, κοκτέϊλ με σόδα και μιά γουλιά Τσιντζάνο... και άφθονο πάγο / εγώ παιδεύτηκα πολύ να τρέχω δεξιά κι αριστερά για να ξετρυπώσω το κόλπο που θα σε ενθουσίαζε για να με καταβροχθίσεις για πρωϊνό (Σηκώνει την φούστα της.) è delizioso, vero? / δεν σε κάνει να βλέπεις την ζωή ρόδινη; / δεν σου δίνει ανατριχίλες στην πλάτη; / πολύ πάγο ε; Γλύκα μου, είσαι φοβερός / σ’ αρέσουν τα πόδια μου; / οι ζαρτιέρες μου σέξυ δεν είναι; / δεν ανάβεις καθόλου; / φίλησε με / απαλά / μη με πασαλείψεις / απλά ένα φιλάκι / ένα χαδάκι, στα γρήγορα / είμαι έτοιμη αμέσως / ήταν τόσο αργά και δεν εύρισκα ένα κωλοταξί / α, δεν μ’ αρέσει να χάνω την πρώτη σκηνή, το πρώτο πήδημα / τι θα δούμε; / πως το λένε το έργο; / τα ταξί είχαν εξαφανιστεί / μπροστά στου Χάροντς δεν υπήρχε ούτε ένα / είχα τεντώσει τα χέρια / ήμουνα σαν τον Μωϋσή / τι έκανε ο Μωϋσής; / είχε σηκώσει τα χέρια προς τον ουρανό για τους Εβραίους / όση ώρα τα κρατούσε ψηλά, οι στρατιώτες του πολεμούσαν σαν ήρωες, αλλά όταν κουράζονταν και τα κατέβαζε / οι Τσιφούτηδες τρώγαν χώμα, τους λιανίζανε / δεν λες τίποτα / αλλά είσαι πολύ χαριτωμένος / σαν πιγκουΐνος επάνω στο πάγο του / σαν παγωμένη μαρέγκα / δεν φαίνεσαι καλά / έχεις ένα τσιγάρο; χμμ; / α, σου φύσηξα τον καπνό στα μάτια / σκατά! / συγνώμη / σκατούλες! Είσαι έτοιμος, μωρό μου; / μετά που θα φάμε; / θα μου κάνεις έκπληξη, ε, κάνε με ν’ ανατριχιάσω / αρκεί να μπορώ να καταβροχθίσω ένα φιλέτο πολύ σενιάν, πεινάω σα λύκος / αν δεν φάω, θα λιποθυμήσω / πέρασες καλά σήμερα; / η γυναικούλα σου είναι ασφαλής, ταχτοποιημένη / έλα, άνοιξέ το, το στοματάκι σου, γοήτευσε τ’ αυτιά μου / έλα, αγάπη μου... / φαίνεσαι αναστατωμένος / έτοιμος να κλάψεις / τι έκανα... σκατά... κάτι δεν πάει καλά, / τι έχεις, μωρό μου;
ΣΤΗΒ Αυτή η βρωμιάρα / λες και δεν με ξέρεις / γαμώτο, έβαλες πολύ πάγο, ρε μουνάκι / σα σκατά έγινε / με ρωτάς γιατί μιλάω έτσι / περίμενε ν’ ακούσεις / άνοιξε τ’ αυτιά σου για να σου χύσω μέσα κάτι που θα σου τεντώσει τα νεύρα / αυτή η γαμημένη βρωμιάρα πονηρεύτηκε / αποφάσισε ξαφνικά να προλάβει / έναν μαλάκα ρουφιάνο με μύτη σαν εβραίος / ιδιωτικό ντετέκτιβ, αν δεν κατάλαβες / που με παρακολουθεί / τώρα φοβάμαι, αγάπη μου ότι το παιχνίδι τέλειωσε / η βρωμοπουτάνα είδε ότι πέρασαν τόσες νύχτες χωρίς πήδημα, ότι δεν της έχωνα το πράμα μου στο βρωμομουνί της.
ΕΛΕΝ Σκατά, γλυκέ μου!
ΣΤΗΒ Τώρα ακριβολογείς.
ΕΛΕΝ Μην κάνεις έτσι / μη φοβάσαι / πες της ότι το τσουτσουνάκι σου θέλει λίγη ξεκούραση φέτος / με τόση δουλειά και στρες χρειάζεται να ηρεμήσεις, το σήκωμα έχει σχέση με τον εγκέφαλο / η ζήλεια της φέρνει ιδέες / κάνε της κανά δυό γλυψίματα στο μουνί της γριάς γοργόνας σου / αλλά μ’ αυτόν τον ντετέκτιβ / θέλει να μας παγιδέψει.
ΣΤΗΒ Γαμώτο, έχεις δίκαιο, Έλεν / μα την πίστη μου είσαι γλύκα / καταπληκτική διαίσθηση / θα μπορούσα να δώσω βραβείο στον εαυτό μου να σε κυττάω μέρα νύχτα / πάμε / στ’ αρχίδια μας ο ντετέκτιβ / πάμε να τα κοπανήσουμε / αλλά αυτό το κοράκι, αν είναι κάτω, θα μας ακολουθήσει / δεν έχει που να κρυφτούμε / όλα θα ξεσκεπαστούν / επ’ αυτοφώρω / όλα θα μαθευτούν.
ΕΛΕΝ Τι θα μαθευτούν και πράσινα άλογα, ε; / αγάπη μου, γυρίζει το κεφάλι μου / τ’ είν’ αυτά που λες; / είσαι βέβαιος ότι δεν τα φαντάστηκες όλα αυτά; / μήπως είχες μια δύσκολη μέρα σήμερα; / δεν ξέρω τι να κάνω / βοήθησε με, αγάπη μου, αντί να θαυμάζεις τα παπούτσια σου.
ΣΤΗΒ Άσε με να σου εξηγήσω / άσε με να κουνήσω αυτό το σιχαμενάκι που θέλει να με κάνει να πιστέψω ότι έχει μυαλό και όχι άσπρη σάλτσα με λεμόνι / η γλυκύτατη σύζυγός μου Σύμπιλ μου είπε σήμερα το πρωί / ότι αν δεν σταματήσω να πηγαίνω στις πουτάνες, καλύτερα να αγοράσω και φέρετρο / και τώρα προσπάθησε να το βάλεις αυτό καλά στο βρωμοκεφαλάκι σου / όσο για το διαζύγιο, αυτή έχει όλα τα ατού / φωτογραφίες και τέτοια, θα γίνει πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες / θα μου κόψει τα λεφτά / χωρίς φράγκα/ ξοφλημένος / χωρίς ψιλικό οξύ, χωρίς μισθό / κρατάει και το σπίτι / έχεις φωτιά;
ΕΛΕΝ Και τι θα κάνουμε; / Στηβ, αυτή η ιστορία είναι τρέλα / οι ραφές μου είναι ίσιες; / πάμε αγάπη μου, πρέπει να βιαστούμε.
ΣΤΗΒ Δεν φαίνεται να καταλαβαίνεις ότι αυτός ο πούστης μ’ έχει ακολουθήσει / δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι / μου σηκώνεται και μετά μου πέφτει / όταν αισθάνομαι αυτόν πίσω απ’ την πλάτη μου / να με κατασκοπεύει, να συζητάει για μένα / τον βλέπω τώρα, να συγκεντρώνει στοιχεία εναντίον μου αυτός ο κωλοπούστης!
___ σκηνή 2 ___
Ο Λες και Σύμπιλ είναι οι ίδιοι ηθοποιοί οι οποίοι αλλάζουν στάση και θέση.
ΛΕΣ Λοιπόν, τον ακολούθησα μέχρι σ’ αυτό το μεγάλο σπίτι / συμπέρασμα, πρόκειται για συνομωσία.
ΣΥΜΠΙΛ Τι συνομωσία / για να πηδηχτούνε;
ΛΕΣ Σου τρώει τα λεφτά. Ο δικός σου γαμάει για ένα φοβερό κόλπο. Χρυσή μου, οι όμοιοι γαμιούνται με τους όμοιους / αυτοί οι πούστηδες οι πλούσιοι, που έχουν πάει σε ακριβά σχολεία, έχουν μάθει να μας γράφουνε / το κατακάθι της χώρας που μας έχει στο χέρι εσένα κι εμένα / εσύ τον παντρεύτηκες τον μαλάκα / παρ’ όλο που σού ’χε πει ο πατέρας σου ότι αυτός είναι ένα καθίκι που έχει βάλει στο μάτι τα λεφτά σου / κι αυτός ξεσκίστηκε για να το πετύχει και τώρα είσαι παντρεμένη μ’ αυτόν τον αλήτη / εσύ του έδωσες ευκαιρία να σου την κάνει / με τα λεφτά που τού ’δινες / αυτό μου τη δίνει / το κάθαρμα σου κάνει φιγούρα / σε πάει στο Μπλέϊκς ή στο Τραμπς ή σε άλλες τέτοιες τρύπες περιωπής / που πάνε οι κωλοδήθεν και η μαφία / οι σιχαμένοι κύκλοι που βρωμάνε / κάνα δυό δικαστές, βουλευτές, δικηγόροι ρουφάνε κόκα στο υπόγειο / θαυμάζοντας αυτό που βρίσκεται στην άλλη όχθη του βούρκου / παρτούζες / ινκόγκνιτο και ελπίζοντας ότι αυτές που πληρώνουν θα είναι καλύτερες από τις συμβίες τους με τα μπικουτί / πολύ βρώμα στο Ήστ Τσήμ / κι όταν ξεκουμπιστούν, γυρνάνε σαν παναγίες στις νόμιμες που είναι ήδη στο κρεβάτι, πασαλειμμένες με κρέμες και κερί για αποτρίχωση διαβάζοντας Κοσμοπόλιταν ή άλλες βλακείες / με την παχιά γάτα τους πάνω στα βυζιά τους.
ΣΥΜΠΙΛ Εγώ δεν θέλω να γίνω έτσι / αγάπη μου / αισθάνομαι λίγο καλύτερα τώρα / που ανακάλυψα το κόλπο / θα την σκοτώσω αυτήν τη φοράδα, αυτή τη πουτάνα, σκέφτηκα / στην αρχή / ξέρεις πως είναι αυτά / έκλαψα ολόκληρες μέρες / κλεισμένη εδώ / ποτέ δεν θα μου περνούσε απ’ το μυαλό ότι ο Στήβ μου θα μου έκανε αυτό / το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί / το καθήκον μας δεν είναι να συλλογιζόμαστε, αλλά να πεθαίνουμε / έτσι έβλεπα τα πράγματα, αλλά τώρα έχω ηρεμήσει, τα κύματα έσβυσαν / παραπλανιέσαι σαν να σε πηδούσε μια πελώρια μαύρη γάτα / δεν μπορείς να σκεφτείς γιατί η καταιγίδα μαίνεται, αλλά όταν υπάρχει ηρεμία / ιδέες πιό σωστές σου έρχονται στο μυαλό / σε συμβουλεύουν να μην κάνεις τρέλες / φέρσου επιδέξια, Σύμπιλ / μη τρελαίνεσαι / είναι πολύ ωραίο να τους βγάλεις τα έντερα ζωντανούς / αλλά στην παγωμένη φυλακή σου / έχεις όλον τον καιρό να το σκέφτεσαι / καν’ το όπως πρέπει να γίνει / παρ’ του τα λεφτά και είναι σαν να του κόβεις τα πόδια / είναι φλούφλης όπως όλοι οι άντρες / καθόλου δύναμη πάνω του / δεν ξέρει να φυλάγεται.
ΛΕΣ Έτσι ακριβώς είναι, γλυκιά μου / μ’ αρέσει να σ’ ακούω να μιλάς έτσι / σαν ιερή τίγρης / τα νύχια μαζεμένα, έτοιμη να ορμήσεις και να κατασπαράξεις αυτόν τον τιποτένιο / σιωπηλή όπως ο θάνατος, ακίνητη όπως μιά πέτρα και μετά... παφ! Τράβα του τα κόκκαλα από το κρέας / δεν πρέπει να τον τρομάζεις αυτόν τον μαλάκα, θα χεστεί πάνω του / κάνε ότι τον συγχωράς / «μη μου το ξανακάνεις αυτό, γλυκέ μου» και μετά βάλ’ του τριμμένο γυαλί μέσα στο ουίσκι του / είχα δει μια φορά έναν τύπο που είχε καταπιεί τριμμένο γυαλί / κατουρούσε και έχεζε αίμα / τον είδα να κάνει εμετό γεμάτο αίμα / συμπέρασμα: καθάρισέ τον και ο παράδεισος είναι δίπλα.
ΣΥΜΠΙΛ Λες, πρόσεχε, έχεις τρελαθεί / μη κάνεις μαλακίες / αυτός τα ξέρει όλα.
ΛΕΣ Τι πράγμα! Σκατά! / του μίλησες για μένα / τίναξες στον αέρα τα σχέδια μου.
ΣΥΜΠΙΛ Απλώς πιστεύει ότι προσέλαβα έναν ιδιωτικό αστυνομικό/ κάποιον κολλητό μου, ίσα-ίσα για τον στριμώξω/ μιά μέρα ανακάλυψα μισοκρυμένα ίχνη από σεξουαλικά παιχνίδια / ερωτικές μυρουδιές στο παντελόνι του / νομίζει ότι πληρώνω έναν κατάσκοπο / δεν καταλαβαίνει ότι διασκεδάζω με κάτι πολύ πιο νόστιμο από έναν δονητή όταν αυτός λείπει στα μακρινά του ταξίδια / τώρα ξέρω ότι αυτά τα επαγγελματικά ταξίδια είναι αρχίδια ταξίδια για να βλέπει τη μαλακιασμένη του / τα λεφτά μου είναι γι’ αυτόν σάλιο για να γαμάει καλύτερα / λένε ότι τα λεφτά είναι το καλύτερο λιπαντικό / δεν έχεις ανάγκη από βαζελίνη.
ΛΕΣ Μ’ αρέσει όπως τα λες / θα μπορούσα να σε φάω / είσαι μια τίγρης κι εγώ το μωρό τιγράκι / βγάλε τη κυλόττα σου θέλω να σε πηδήξω.
ΣΥΜΠΙΛ Θες να σου πω / ότι προτιμώ να σε πάρω με το στόμα.
___ σκηνή 3 ___
Οι ηθοποιοί ξαναγίνονται τα προηγούμενα πρόσωπα.
ΣΤΗΒ (Καπνίζει) Ξέρεις ποτέ δεν έβλεπα τον γέρο μου / ίσως κανά δυό σαββατοκύριακα / ή στο τέλος του τριμήνου / έρχονταν με την μαμά με την περμανάντ της που είχε κάνει στον Τόνυ / στις εκπτώσεις / έτσι ακριβώς / ηλίθια με πατέντα / μετά πηγαίναμε για φαγητό / σ’ ένα εστιατώριο του κώλου / μεσ’ το στριμωξίδι / όπως στην εκκλησία, κι όλοι οι άλλοι με τους μπαμπάδες-μαμάδες και κάνανε πως ήταν καταπληκτικό να βλέπουν τη μαμά τους μιά φορά στο τρίμηνο / ένα χαρτονόμισμα των πέντε λιρών στην τσέπη και ψηλά το κεφάλι Στηβ / να μας γράφεις Κόλιν / να διαβάζεις Πητ / τηλεφώνησέ μας αν χρειαστείς κάτι / αντίο γλυκό μου / η Τζάγκουαρ δαγκώνει το χώμα και ξεκινά μέσα στη σκόνη / χέρια που κουνιούνται πίσω / δαγκώνεις τα χείλη, καταπίνεις / σού’ ρχονται δάκρυα / φεύγουν για κάποιο μέρος που κάνει ζέστη / διακοπές στο Μόντε-Κάρλο / ο μπαμπάς είναι άσσος στο μπρίτζ και στους δυό αρέσει να χορεύουν, αλλά ποτέ δεν μου έμαθαν να παίζω χαρτιά για να παίζω κι εγώ μαζί τους τα βράδυα που γελούσαν σαν τρελοί / αυτά τα γέλια που τα άκουγα από το δωμάτιο μου όταν κλαψούριζα ολομόναχος στο κρεβάτι μου / αυτά γινότανε πριν το εσωτερικό σχολείο, αγάπη μου, αυτόν τον παράδεισο για παιδεραστές γιών ηλιθίων / όταν ακόμη ήμουνα πολύ μικρός και με έβαζαν στο κρεβάτι / «μη κάνεις θόρυβο / μη κάνεις φασαρία» / από τ’ αλλά δωμάτια έρχονταν γέλια εκείνες τις μακρές βροχερές μέρες / και μετά η αναχώρηση για το εσωτερικό σκατοσχολείο και αντίο για πάντα στο σπίτι / αυτή είναι η αλήθεια / «θα σ’ αρέσει πολύ εδώ» είπε αυτός / ράγκμπυ / πεζοπορίες / θα γινόμουνα άντρας εδώ / όπως τόσο πολύ ήθελε αυτός / «θα έρθουμε να σε δούμε την άνοιξη / το καλοκαίρι / το φθινόπωρο / τον χειμώνα» / και κάθε φορά η απουσία παγώνει ακόμη πιο πολύ την καρδιά σου / σου την σφίγγει και πάντα αυτά τα ίδια κωλοεστιατώρια στη μέση του τριμήνου / «μεγάλωσες Στηβ / πως πάει το ράγκμπυ; / πάντα παίζεις αριστερός; / να, πάρε πέντε λίρες / βάλ’ τες στην τσέπη σου» / όταν ο γυμναστής με κύτταξε φιλικά, ζεστάθηκε η καρδιά μου / όταν έβαλε το χέρι του πάνω στο μπούτι μου / δεν ήταν άσχημα / γιατί ο πατέρας μου ή γενικά κάποιος άντρας μου έλειπε / κι έπρεπε από κάποιον να πιαστώ / για να μη είμαι απελπισμένος / έτσι λοιπόν στην αρχή μαλακιζόμασταν / ο ένας τον άλλον / μια μικρή παρτούζα / σιγά-σιγά συνήθιζα και άρχιζα να τη βρίσκω / και κάποια μέρα μου ζητάει να του τη βάλω / από πίσω / αισθανόμουνα λίγο παράξενα, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι δεν ήταν άσχημα / ακριβώς όπως ένα μουνί / είχε πλάκα / θα μπορούσε να ήταν μιά ζουμερή γυναίκα αν έκλεινες τα μάτια και σκεφτόσουν ένα μουνί / έμαθα να κατεβάζω το φερμουάρ σαν να άνοιγα κουτί από σαρδέλες / και το εσωτερικό σχολείο / μ’ έμαθε αυτό ακριβώς / ότι η σοδομία είναι η ατέλειωτη ευτυχία / ένας φουκαράς φοβισμένος παιδεραστής / πάρτε τον κάτω από την προστασία σας και θα έχετε τον κώλο του για όλη σας τη ζωή / και μιά μέρα ο διευθυντής καταφθάνει ακριβώς τη στιγμή που του τραβούσα μαλακία / λέει «Φορσάϊθ / αποβάλλεστε / αδειάστε τη γωνία τιποτένιε / δεν θα ανεχτώ τέτοιες πράξεις / ετοιμάστε τις βαλίτσες σας / εδώ δεν είναι σχολείο για κουνιστούς» / έγραψε στον μπαμπά να του πει ότι ο γιός του είχε φίλους μόνον τους κώλους των μαθητών και να έρθει να παραλάβει τον αισχρό κληρονόμο του / βλέπεις το σχολείο ήταν φίσκα / σ’ έναν τόσο περιορισμένο χώρο είχε τόσους ομοφυλόφιλους, να φάνε και οι κόττες / αλλά ο πατέρας μου ντρέπονταν τόσο πολύ να έχει κάνει έναν γιό πούστη / που έστειλε τον σωφέρ να με πάρει, αντί να έρθει ο ίδιος / ο οποίος σωφέρ πρέπει να τα ήξερε όλα / διότι αφού διασχίσαμε μια απόσταση, κάποια στιγμή / σταμάτησε σ’ έναν έρημο δρόμο / και είπε / «δεν μπορεί κανείς να σε κατηγορήσει / αυτά τα σχολεία είναι πηγές για αντρικά βίτσια / αλλά φαντάζομαι μερικές φορές είναι ωραία / αυτό δεν πρόκειται να σε καταστρέψει / να σε κάνει να πέσεις με τα μούτρα σε τέτοιες ψιλοαμαρτίες / εγώ έχω δυό γιούς της ηλικίας σου» / είπε / και έβαλε το χέρι του πάνω στην πούτσα μου / κι όταν σκλήρυνε σαν κάγκελο / μου έκλεισε το μάτι και μου την έγλυψε μιά-δυό φορές / μετά το κάθαρμα με γύρισε και με έχωσε την δικιά του μέσα στην κωλότρυπά μου / το καθήκι / σκέφτηκα / αρκετά ως εδώ / λοιπόν στο σπίτι ο πατέρας μου είπε / «με αηδιάζεις / έχεις γίνει ένας μικρός έκφυλος / ένα απαίσιο σκατοερπετό / αυτό για να μάθεις» / και πήγε να μου ρίξει μιά δυνατή μπουνιά / αλλά δεν με πέτυχε γιατί στο σχολείο έκανα μποξ και ήξερα μερικά κόλπα / αρκετά είχα κάνει τον μαλάκα / είχαν αρχίσει να μου τη δίνουν όλοι / κι όλο μου το μίσος ξεπετάχτηκε πάνω του / «δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό μπαμπά» του είπα / και κατέβασα το δεξί μου χέρι πάνω στη μύτη του / που αμέσως έβγαλε αίμα / μετά του έριξα άλλη μιά μπουνιά και του γάμησα το σαγόνι / η μαμά τσίριζε κι μπαμπάς δεν φαινόταν καλά / αλλά, ξέρεις / τη καταβρήκα να ξυλοφορτώνω τον γέρο / ξαφνικά η λύπη μου εξαφανίστηκε / αυτή ήταν η τελευταία φορά που ήμουνα πούστης / πάντως δεν το μετανιώνω, αν σκεφτώ ότι / οι γονείς έχουν τη μεγάλη ευθύνη...
ΕΛΕΝ Και λοιπόν αγάπη μου / τι το καινούριο; / συμπεριφέρεσαι σαν μηρυκαστικό / γεμάτο λίπος και αναμασάς τα γεγονότα του μακρινού παρελθόντος σου / και τη θλίψη στο σπίτι με το γερασμένο κάθαρμα τον πατέρα σου / η ταινία τελειώνει / η ιστορία ξαναρχίζει από το μηδέν / κι όταν μιλάς φαίνεσαι να θες να πας στην τουαλέττα / κυλιέσαι στη λάσπη με τα βάσανά σου και την λύπη σου / και το ένα και το άλλο / και ανάβεις τσιγάρο / και ο πατέρας μου έκανε το αυτό και ο πατέρας μου έκανε το άλλο / και μου είπε έτσι και μου είπε αλλοιώς / και ποτέ δεν μου έδωσε τούτο και ποτέ δεν μου έδωσε εκείνο / κι όταν ήμουνα νέος και με φιλοδοξίες / δηλαδή ένας μικρός διάβολος ξετρελαμένος / μ’ ένα εγώ σαν κενό που ποτέ δεν μπορεί να γεμίσει / μέχρι που τρέφεσαι ακόμη και με το ρέψιμο από τα στόματά τους / και διαρκώς αυτή η ατέλειωτη ταινία με μπαμπά-μαμά / και δικαιολογίες γι’ αυτό που είσαι / οι πληγές ξαναματώνουν / κάθε φορά που εγώ ή κάποιος άλλος μαλάκας αγγίζει αυτό το πολύτιμο ίχνος / που δεν θέλεις να επουλωθεί / που το διατηρείς από μαζοχισμό για να κλαψουρίζεις όλη την ώρα και ο πατέρας μου έκανε αυτό / και ποτέ δεν μ’ άφησε να πάω στο γήπεδο / και σου στέρησε τα πάντα φτωχό μου και η μαμά σού ’δωσε μιά μπατσιά στο κωλαράκι / κι έτσι έχεις κρατήσει το μικρό σου θησαυρό από πόνο / που τον ανοίγεις όταν θες να δεις τις μικρές σου παλιές λύπες / κι’ από έναν μικρό τσακωμό που βάσταξε ένα δευτερόλεπτο / εσύ φιάχνεις την Ιλιάδα και την Οδύσσεια / μας ζαλίζεις για να ζητήσεις συγνώμη για τα λάθη σου / μόνο και μόνο επειδή η ζωή ήταν τόσο άδικη / όταν δεν έχεις αναμνήσεις ή βαριέσαι ή δεν ξέρεις τι να κάνεις / η πολύτιμη ενέργεια που δεν χρησιμοποίησες σε βαρυστομαχιάζει / πελαγώνεις / αρχίζεις να ανακαλύπτεις το κοπάδι των περασμένων πόνων / και τους κουνάς μπροστά μας ζεστούς και βρωμερούς αφού πρώτα τους βαστάξεις στο βάθος του κρανίου σου/ διώξε αυτήν την βρωμιά / μη χρησιμοποιείς άλλη μιά ψυχή για να στιβάξεις μέσα της τα κουρέλια των παλιών σου θλίψεων, σε τρώει η επιθυμία να βρεις καινούρια αυτιά για να τα γεμίσεις / και να τους ξετυλίγεις άλλη μιά φορά την περγαμηνή της αγωνίας / και μετά ψάχνεις πάλι νέα θηράματα / πέφτεις πάνω τους επειδή δεν έχεις τίποτ’ άλλο να πεις / υπάρχουν πολλοί τρόποι να ξαναζεστάνεις το χθεσινό φαγητό / ξάπλωσε μπρούμητα (Αυτή αρχίζει να του κάνει μασάζ.) δες επί τέλους την τωρινή στιγμή, κύττα γύρω σου / φέρε ξανά στο σπίτι ειδήσεις της ωμής πραγματικότητας / αυτό που αισθάνομαι τώρα όλες μου οι πληγές το
αποδέχονται / ακόμη και το απολαμβάνουν / είναι σαν άνθη κερασιάς / πέταξε αυτό το παρελθόν που τραβάς με σκοινί σαν πλοίο φορτωμένο με σκάρτο εμπόρευμα και θα ξαλαφρώσεις, θα ζωντανέψεις, όχι δεμένος στο κατάρτι σαν τον Οδυσσέα / που έτρεμε μην ακούσει την πένθιμη καμπάνα των σειρήνων χωρίς ν’ αλυσσοδεθεί / φοβάσαι το άγνωστο / σκότωσε το μικρό παιδί μέσα σου / γίνε επί τέλους ενήλικας, σε μένα δεν έχεις πιά χρέη / ξύνεις με μανία άλλα ξένοιαστα αυτιά / μέχρι να πούνε Άϊ! Φτάνει! Δεν μπορώ πιά! / και μετά συνεχίζεις / ο περιπλανώμενος Ιουδαίος αποβάλλει το βρώμικο νερό του, κάνοντας εμετό / στρέψε το βλέμμα σου στο σήμερα / και τότε πόνος και παρελθόν θα διαλυθούν στον δροσερό, ανάλαφρο αέρα / όπως οι μούμιες, νεκρές χρόνια μέσα σε σκοτεινές κατακόμβες, γίνονται σκόνη όταν το φως τις αγγίξει μέσα στη δύσοσμη φωλιά τους / μην βγάζεις μπαμπά-μαμά από τον τάφο τους για να σωθείς εσύ απ’ όλ’ αυτά τα σκατά / είναι στο χέρι σου αγόρι μου / εάν η καρδιά σου...
ΣΤΗΒ Το λέει / ναι, έτσι είναι.
(Αρχίζει να την χαϊδεύει)
ΕΛΕΝ Σταμάτα!
ΣΤΗΒ Αγάπη μου!
ΕΛΕΝ Σταμάτα!
ΣΤΗΒ Αγάπη μου!
ΕΛΕΝ Σταμάταααααα!
ΣΤΗΒ Εντάξει. (Κάθονται στον καναπέ, αυτός δείχνει κατάπληκτος.) Ειρήνη;
Σιωπή
ΣΤΗΒ Σ’ αγαπώ!
Σιωπή
ΣΤΗΒ Σ’ αγαπώωωωω!
Σιωπή
ΣΤΗΒ Σ’ αγαπώωωωωωωωωω!
ΕΛΕΝ Ωραία, σ’ αγαπώ κι εγώ.
Αυτό συνεχίζεται λίγο ακόμη - Ο Στηβ ξαπλώνει στον καναπέ ευτυχισμένος.
ΣΤΗΒ Δεν πρέπει να παραπονιέμαι / αλλά μου τη δίνει να πρέπει να περιμένω να επιστρέψεις για να αναβεί το ηθικό μου / με κάνεις να γελάω / έχεις ικανότητα σ’ αυτό / πάρα πολλή! / την αίσθηση του χιούμορ / είναι μαγεία / είναι ζωτικό για τον έρωτά μας / μου φαίνεται / δεν αντέχω / τους ανθρώπους χωρίς χιούμορ / αυτούς που νομίζουν ότι το σκατό τους δεν βρωμάει / πάντως, για μένα έχεις δίκαιο / αγάπη μου, έπεσες διάνα, είναι αλήθεια ότι επαναλαμβάνω διαρκώς την παλιά ιστορία / νομίζω ότι την έχω διηγηθεί κάθε φορά που ήμουνα με γυναίκα / ένας ηθοποιός στη σκηνή που επαναλαμβάνει την ίδια ζωή κάθε μέρα / η επανάληψη σου νερουλιάζει τον εγκέφαλο / τι λέει το ωροσκόπιό μου; / στα οικονομικά μιά μικρή τύχη / ταξίδια στο εξωτερικό / η ερωτική μου ζωή είναι τόσο τέλεια που δεν γράφει τίποτα γι’ αυτήν / δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερα, φως μου / Σ’ αγαπώ, αγάπη μου / το γλυκό μου κωλαράκι / τα βυζάκια μου / βάλε μου ένα τζιν-τόνικ / δεν θα βγούμε κάπου απόψε; / τηλεφώνησε τον Άλεξ ή εκείνον τον Κηθ / πρέπει τώρα να είναι παίζει πόκερ / ο τύπος είναι μεγάλη φάση / την περασμένη βδομάδα έκανε κόντρες με τον Κλώντ, αυτός στη Φερράρι του, εκείνος στην Λαμποργκίνι του / και αγκαλιάστηκαν σφιχτά / κατουρήθηκα από τα γέλια / νομίζεις ότι ο Κηθ τά ’βαψε μαύρα / με τίποτα / έγινε σκέτες λαμαρίνες / ωραία, θ’ αγοράσουμε άλλο / και ψύχραιμος και ωραίος πήγε κι αγόρασε άλλο αυτοκίνητο / και γαμώ τους τύπους / έβαλες πάρα πολύ πάγο κακή Λολίτα / τι θα φάμε απόψε, αγάπη μου; / κάτι καινούριο / κάνε μου μιά έκπληξη / την μπριτζόλα την βαριέμαι / στις μέρες μας πλέον έχει γεύση καουτσούκ / τι βάζουν μέσα, αναρωτιέμαι, ροκανίδια από πλαστικό, ας κλείσουμε τραπέζι στου Φρέντυ / εσένα σ’ αρέσει / γλώσσα στη σχάρα / ή φιλέτο με κρέμα ή ίσως φοντύ / βάλε μου ένα ακόμη, γλύκα μου/ σ’ αγαπώ, αγάπη μου / είσαι καλά; / φαίνεσαι κάπως / τι είναι λαγουδάκι μου; / ε, λαγουδάκι μου, τι σε στεναχωρεί; / θέλεις ο μπαμπάς σου να σου κατεβάσει το κυλοτάκι για να σου τον χώσει πάνω στον καναπέ; /
γιατί κάνεις έτσι / σαν να λέω μαλακίες / εντάξει απόψε ξεμπλοκάρισα, αλλά αισθάνομαι κάτι εδώ κάτω / σκέφτηκα να περάσουμε την ώρα μας... piccoladistrazione, non è vero? / όχι; / εγώ γουστάρω / έχεις πολύ ωραία πόδια, ανεβαίνουν, ανεβαίνουν και χάνονται μέσα στα κωλομέρια σου / ωχ, δεν πρέπει να μου σηκωθεί αυτή τη στιγμή / ακριβώς τη στιγμή που είναι να βγούμε / έτσι δεν είναι αγάπη μου; / ή μήπως θά ’θελες να καθαρίσεις τη μαγική ράβδο; / όχι; καλά / παλιότερα μόνο η ιδέα σ’ έκανε να λιποθυμάς / «είμαι μούσκεμα» / έλεγες / υποθέτω ότι τώρα είμαι ένα από τα έπιπλα, ε; / μου την έχει δώσει απόψε / δεν ξέρω γιατί / ίσως να είναι η εμμηνόπαυση / τι λες γι’ αυτό; πλάκα κάνω, αγάπη μου / μη παίρνεις αυτή την έκφραση της αηδίας σαν να βρωμάνε τα πόδια μου.
___ σκηνή 4 ___
Ο φωτισμός χαμηλώνει και ξαναδυναμώνει φανερώνοντας τον ΛΕΣ και την ΣΥΜΠΙΛ
ΣΥΜΠΙΛ Λοιπόν η μικρή μας συνομωσία / τι γίνεται; Ποιό είναι το σχέδιό σου; / είσαι πάντοτε ο Ταρζάν μου / δηλητήριο ή τριμμένο γυαλί στο ποτήρι του;
ΛΕΣ Ποιός στο διάολο να ξέρει; / δύσκολο να πεις / το δηλητήριο αφήνει ίχνη στα έντερα που μπορούν να στραφούν εναντίον σου, τζουτζουκάκι μου / μη κάνεις την κατάσταση πιό δύσκολη σπέρνοντας σπόρους που θα βγάλουν μετά άσχημα μπλεξίματα και που έχουν την τάση να σε ρίχνουν κάτω σαν να ήταν μπούμερανγκ / παράτα τον αυτόν τον μαλάκα / ξεφορτώσουν αυτόν τον κλόουν / εγώ αυτό σε συμβουλεύω / σκέψου το καλά.
___ σκηνή 5 ___
Η ατμόσφαιρα της προηγούμενης σκηνής. Ο φωτισμός χαμηλώνει και ξαναδυναμώνει φανερώνοντας την Έλεν και τον Στηβ.
ΣΤΗΒ Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί βαριέμαι τόσο.
ΕΛΕΝ Άσε με να σου ξανακουρδίσω το εκκρεμές σου.
ΣΤΗΒ Θα το κάνεις αυτό;
ΕΛΕΝ Είναι πολύ απλό - Είσαι ένα μωράκι που χρειάζεται ένα καινούριο παιχνιδάκι για να διατηρεί ακμαίο το ηθικό του.
ΣΤΗΒ Ναιαιαι!
ΕΛΕΝ Θα σου διηγηθώ μια ιστορία - μιά φορά κι έναν καιρό / ξάπλωσε εκεί, εγώ θα είμαι η Σεχραζάντ / άσε με να σου χαϊδέψω τ’ αυτιά με παραμύθια που θα σε μαγέψουν, καρδιά μου.
ΣΤΗΒ Ν’ ανάψουμε πρώτα ένα τσιγάρο.
ΕΛΕΝ Εντάξει (Ανάβουν τσιγάρα και αστειεύονται κάνοντας δαχτυλίδια με τον καπνό) Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει / ένα τεράστιο πορτοκάλι μέσα στον γαλάζιο ωκεανό / ακούγονταν τα κροά-κροά των γλάρων που πετούσαν, τα ιστιοφόρα σαν παγόβουνα μέσα στο ακίνητο πρωϊνό / ο άνεμος τόσο απαλός σαν ψίθυρος μεταξένιου ρούχου / τα παράθυρα του δωματίου μου ανοιχτά, που και που οι κουρτίνες ανέμιζαν απαλά / το κρεβάτι λευκό σαν τα χιόνια της αρκτικής και στα ιστιοφόρα ακούγονταν που και που τα σκοινιά να χτυπάνε στα κατάρτια / ήχοι που σου γαργαλούσαν τ’ αυτιά για να σε ξυπνήσουν / οι σερβιτόροι βάδιζαν απαλά στους διαδρόμους πάνω στις παχιές μοκέτες με το κουδούνισμα από τις κούπες του καφέ και το θρόϊσμα των διπλωμένων πρωϊνών εφημερίδων / απαλά τοκ-τοκ στις πόρτες / ο απλός κώδικας Μορς των δακτύλων για να ξυπνήσουν οι πλούσιοι από την μεγάλη τους νύστα, τυλιγμένοι σε μεταξωτά σεντόνια και πουπουλένια στρώματα μέσα σε δωμάτια με βαριές κουρτίνες / τεράστια σαλιγκάρια, λιπαρά και λευκά που μετατοπίζονται, διψασμένα, σάλια στο στόμα, ανυπόμονοι να πιούνε τις πρωϊνές τους κούπες / το δωμάτιο ακόμη ποτισμένο με τον χθεσινό καπνό των πούρων / η καούρα στο στομάχι που το καταδιώκει ακόμη η λαιμαργία της προηγούμενης νύχτας / φιλέτο μινιόν και στρείδια / χαβιάρι, κρέπες, αστακός συκώτι αγριόπαπιας, μυαλά γουρουνιού ζελέ, γλώσσα προβάτου σε αίμα αηδονιού / μοσχάρι με τριμμένο σκόρδο / μοσχάρι κλεισμένο από τη γέννησή του σε κουτί και θρεμμένο με γάλα για να γίνει το κρέας του πιό τρυφερό / ξαπλώνουν οι πλούσιοι λοιπόν μέσα στα κουκούλια τους σε κατάσταση χαύνωσης / στο μπάνιο σκορπισμένα σαν κοσμήματα, ένας σωρός χάπια διαφόρων χρωμάτων/ ρούχα ανακατεμένα / και το ρολόϊ μου του οίκου Καρτιέ. Μεγάλης ακρίβειας / δίπλα / μαζί μ’ ένα ποτήρι σαμπάνιας μισοάδειο, χλιαρό πλέον / όλα αυτά το προηγούμενο βράδυ ήταν τόσο γοητευτικά / το πρωί θά ’λεγε κανείς θυμίζουν σφαγείο και αίμα / τα πιάτα πεταμένα, ξεχασμένα από τους σερβιτόρους, δημιουργούσαν μιά βρωμερή ακαταστασία / και ο σερβιτόρος, ο Θεός να τον έχει καλά, ήρθε ατσαλάκωτος, πρόσχαρος, σαν άγγελος / μιά ευλογημένη οπτασία / ένα γλυκό τοκ-τοκ στην πόρτα / σαν ψίθυρος / σαν προσευχή / με σκοπό να σερβίρει το τσάϊ / εγώ, χωρίς δισταγμό, είπα περάστε και αφήστε τους θησαυρούς σας στο κρεβάτι μου / τον ασημένιο δίσκο σας και το καυτό τσάϊ / τα τραγανιστά του κρουασάν με βούτυρο δίπλα σε σχήμα κοχυλιού / ζάχαρες σαν κομμάτια από κρύσταλλο / μέλι και αυγά/ ο σερβιτόρος συμμάζεψε τα συντρίμμια της νύχτας, τακτοποίησε το δωμάτιο και το ξανάκανε ευχάριστο να μένει κανείς / εξαφάνισε όλη την μπόχα της προηγούμενης βραδυάς που έβγαινε από σεξουαλικά πράγματα / και τότε ανέπνευσα / για να τον ευχαριστήσω / για να του δώσω ένα φιλοδώρημα πήγα να ξυπνήσω αυτόν τον σπαστικό / τον άντρα μου με τον οποίο είχα έρθει / αλλά κοιμότανε και ροχάλιζε / δεν βρήκα αρκετές λιρέτες γι’ αυτόν τον νεαρό και όμορφο σερβιτόρο / τόσο που έμοιαζε με τον Απόλλωνα και που περίμενε να του πω «εντάξει, ευχαριστώ» και στέκονταν όρθιος / σαν να περίμενε ένα γλυκό φιλί / κρατώντας τον δίσκο τόσο σφιχτά που οι αρθρώσεις των δαχτύλων του είχαν ασπρίσει / όρθιος σε στάση ταπεινής ικεσίας / έτοιμος να κάνει στροφή και να βγει αν τον διέταζα / σήκωσα το χέρι μου / απλά για να του πω / μη φύγετε ακόμη / μείνετε σας παρακαλώ / κατάλαβε το βλέμμα μου, το φρύδι του ανασηκώθηκε ελαφρά σαν να ήθελε να ρωτήσει / κάτι / κάτι δυνατό / σχεδόν αισθανόμουνα την ζέστα του κορμιού του. Στο τέλος έψαξα το δικό μου πορτοφόλι και βρήκα ένα χαρτονόμισμα / το πτώμα δίπλα μου ροχάλισε και άλλαξε πλευρά / ο σερβιτόρος πάντοτε ακίνητος / στητός σαν κοντάρι / αυτήν την αίσθηση που είχε περάσει από τα δικά μου μάτια στα δικά του / μου την ανταπέδιδε τώρα / και μ’ έκανε λίγο να τρέμω / αλλά όχι τόσο για να μ’ εμποδίσει να κατευθύνω το χέρι μου / τό ’βαλα με μιά ανάσα στο μέσα μέρος απ’ το μπούτι του / άγγιξα κι ήταν σαν ν’ άγγιζα τους μαρμάρινους αγγέλους του Ντονατέλλο / αυτός κρατούσε πάντα τον δίσκο / και καθώς ο άντρας μου διαρκώς ροχάλιζε βαριά, άνοιξα το παντελόνι του σερβιτόρου κι έβαλα το χέρι μου μέχρι το βάθος, μέχρι που βρήκα έναν τεράστιο, ζεστόν πούτσο που μόλις χωρούσε εκεί / εκείνος οπισθοχώρησε ελαφρά, όχι ακριβώς / μιά υποψία φόβου ίσως, μήπως ξυπνήσει το τέρας και μ’ όλες αυτές τις ιστορίες χάσει τη δουλειά του / αλλά τον κύτταξα ικετευτικά / σαν να του έλεγα, είναι αστείο / ο άντρας μου δεν θα ξυπνήσει / κατάλαβε το βλέμμα μου και πήρε θάρρος / και άρχισε απαλά να σφίγγει τα πόδια του και τα κωλομέρια του / και όταν τον πήρα στο στόμα μου, αισθάνθηκα ένα ρίγος επειδή το έκανα μαζί του, δίπλα στον μαλάκα που πάντα ροχάλιζε μέσα στον τάφο του / μετά έχυσε, με ράντισε με το ψωλόχυμά του, παρά λίγο να του φύγει ο δίσκος / το κτήνος δίπλα ξύπνησε, αλλά αργά-αργά σαν μεθυσμένο γουρούνι / που ξεπροβάλλει από τη λάσπη / ο σερβιτόρος ξανάβαλε μέσα τον πεσμένο καρχαρία του / έκανε στροφή / και βγήκε με ταχύτητα / ενώ εγώ κατάπινα βιαστικά / έπειτα ο Χάρρυ ξύπνησε / «καλημέρα αγάπη μου» τραύλισα γλυκά / «κοιμήθηκες καλά;» / λέει αυτός «σαν αγγελούδι» και μου έδωσε στο στόμα ένα σαλιωμένο φιλί / Θεέ μου, σκέφτηκα, βρωμάει αυτός.
ΣΤΗΒ Τι ξεπεσμός, αγάπη μου! / καλά, είναι φοβερό, θείο, σπάνιο να καταπίνεις λαίμαργα τον σερβιτόρο με τον σύζυγό σου να κοιμάται δίπλα / είναι λαμπρό / μαγευτικό, γλυκό, καταπληκτικό, υπέροχο / είναι η πιό απίστευτη ιστορία που έχω ακούσει / με καταπλήσσεις, με θαμπώνεις, με τρελαίνεις / λοιπόν περίμενε και θα την μάθουν όλοι οι φίλοι μου αυτήν την ιστορία / είναι τέλεια! Φοβερή σκηνή! / θά ’πρεπε να μπει σ’ ένα θεατρικό έργο / έτσι κι αλλοιώς κανένας δεν θα την πιστέψει / όχι, δεν μπορεί κανείς να τις πει αυτές... / αυτές τις... πάνω στη σκηνή αυτές τις αισχρότητες / θα εξαγριώσεις τους συντηρητικούς / γαμώτο, che oresono / δεν πρέπει ν’ αργήσουμε / το έργο αρχίζει στις οχτώ παρά τέταρτο.
ΕΛΕΝ Αγάπη μου, τι θα δούμε, πως θα διασκεδάσουμε απόψε;
ΣΤΗΒ Ένα έργο για κάτι στρατιώτες που πηδάνε απ’ τον κώλο έναν δυστυχισμένο άνθρωπο.
ΕΛΕΝ Ω απίστευτο / ιδιοφυές / θέλω να το δω / με διεγείρει / όλοι αυτοί οι σέξυ στρατιώτες ολόγυμνοι / με τις πούτσες τους να πηδάνε παντού / είναι γροθιά στο στομάχι / είναι ανατριχιαστικά παράξενο / να παρακολουθείς μαθήματα στην ακαδημία δραματουργικής τέχνης και αφού πάρεις το δίπλωμά σου / «ποία σκηνή θα κάνετε σήμερα» / κι εσύ γυρνάς και ξεγυμνώνεις τον κώλο σου / είναι τέλειο / θεατρικό συμβόλαιο για τρία χρόνια / όλα αυτά που λατρεύω / το αίμα και τα έντερα / να είναι γροθιά στο στομάχι και κάτι παραπάνω / και το κάνουν πραγματικά, αγάπη / οχτώ φορές την εβδομάδα;
ΣΤΗΒ Μην είσαι χαζή / θα τους πονούσε ο κώλος / παίζουν τους γαμημένους / έτσι συμφώνησε το συνδικαλιστικό όργανο.
ΕΛΕΝ Αγάπη μου, έτσι θα είναι ανιαρό / θέλω να τους δω να το κάνουν πραγματικά / γι’ αυτό πληρώνω.
Αυτός την ρίχνει πάνω στον καναπέ και πηδάει πάνω της. Ο φωτισμός χαμηλώνει. Καθώς το φως ξαναδυναμώνει, ο Λες και Σύμπιλ χαλαρώνουν την πολύ σφιχτή αγκαλιά τους.
___ σκηνή 6 ___
ΛΕΣ Ήταν καλό;
ΣΥΜΠΙΛ Ναι - τέλειο. Εσένα, ήταν καλό;
ΛΕΣ Ναι, καθόλου κακό. Εσένα σου άρεσε;
ΣΥΜΠΙΛ Ναι... ωραίο... εσένα;
ΛΕΣ Τι πράγμα;
ΣΥΜΠΙΛ Σου άρεσε;
ΛΕΣ Ναι, ήταν ωραίο.
ΣΥΜΠΙΛ Λες...
ΛΕΣ Τι;
ΣΥΜΠΙΛ Δεν μ’ αγαπάς πιά.
ΛΕΣ Γιατί το λες αυτό;
ΣΥΜΠΙΛ Είναι η πραγματικότητα.
ΛΕΣ Πρέπει να κόψω το κεφάλι μου για να δείξω πόσο σ’ αγαπώ;
ΣΥΜΠΙΛ Αυτό θα έδειχνε κάποια θέληση, θα έδειχνε μια πραγματικότητα.
ΛΕΣ Είναι ένα αρχίδι / ένας βλάκας που γαμιέται μόνος του μέσα στα σκατά / ξεφορτώσου αυτόν τον μαλάκα / παρ’ του όλα τα λεφτά / να μην έχει μία / άσ’ τον μόνο του / νά ’χει τη ρετσινιά / να τον ξέρουν όλοι τι απατεώνας είναι / να μην μπορεί να σταθεί πουθενά, να μην έχει αρχίδια.
ΣΥΜΠΙΛ Δεν μ’ αρέσει καθόλου / έχω ένα σφίξιμο εδώ (Λαιμός.) όταν σκέφτομαι ότι αυτό το γουρούνι τριγυρνάει ακόμη, αγάπη μου / ότι παίρνει ακόμη περισσότερα λεφτά / ότι κοροϊδεύει ευγενικές κοπέλες / πιπιλάει τις αθώες ρώγες τους / μέχρι να τις αφήσει στεγνές, το κάθαρμα / ο βρυκόλακας / που νομίζει ποιός είναι / να το λυώσουμε αυτό το καθίκι.
ΛΕΣ Έχεις έναν φοβερό χαρακτήρα / είσαι ένα αρπαχτικό / μιά ακόλαστη / μιά παλιά πουτάνα / αλλά δώσ’ μου χρόνο και θα σου αποδείξω ότι αξίζω δυό φορές παραπάνω απ’ όσο νομίζεις / φίλησέ με κουκλίτσα μου / είσαι σε φόρμα / είσαι η κουκλίτσα μου / με κάνεις και καυλώνω.
ΣΥΜΠΙΛ Τώρα ξαναγίνεσαι Ταρζάν, έτσι μπράβο, να μην είσαι κακός / ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ / είσαι μεγάλος και δυνατός / τα μπράτσα σου είναι τεράστια / σφίξε με δυνατά να μουσκέψω την κυλόττα μου, βρώμικο γουρούνι / άγγιξε με εδώ / βάλε το χέρι σου κάτω από το παλτό μου / πιάσε τις ρώγες μου / σκλήρυναν σαν πέτρες / ω θησαυρέ μου, δεν αντέχω πλέον, το κορμί μου...
ΛΕΣ Βούλωσ’το κουφάλα / με κάνεις και χάνω το μυαλό μου / η ανάγκη σου για αποδείξεις ανάβει την επιθυμία μου για βίαιες πράξεις / θα σου αποδείξω ότι σ’ αγαπώ / θα σας κάνω να δείτε, ευγενική κυρία, ένα θαυμάσιο πράγμα, θα καταλάβεις τον έρωτά μου από ιστορίες τόσο διεστραμμένες / που ο Σαντ πρέπει να έρθει σε μένα για εκπαίδευση / πρώτ’ απ’ όλα: μιά νύχτα / αυτός επιστρέφει σπίτι του / σταματάει τ’ αυτοκίνητό του, κατεβαίνει / το δικό μου αυτοκίνητο βρίσκεται ακριβώς πίσω, τον πατάω, τον κάνω ένα με το χώμα / θα χρειαστεί να τον ξεκολλήσουν, τόσο δυνατό είναι το χάδι μου / ένα βράδυ στο κρεβάτι / βρίσκεται με την πουτάνα του / ακούγεται ξαφνικά ένα ελαφρύ τοκ-τοκ / αυτός ο οποίος ξεχνάει ότι η βρωμιά του αφήνει ίχνη / κυττάει από το μάτι της πόρτας και βλέπει εμένα / που είμαι ντυμένος υπάλληλος του τηλεγραφείου, εντάξει είναι, σκέφτεται και ανοίγει / μιά λάμα είκοσι εκατοστά βυθίζεται στα έντερά του / παίζει στη λέσχη του τέννις / μετά κάνει ντουζ / ήσυχος και αμέριμνος / μέσα στους ατμούς κανένας δεν με βλέπει να βάζω γρήγορα μιά ταραντούλα στο παντελόνι του / αυτός σκουπίζεται, ντύνεται και ξαφνικά ουρλιάζει / υπάρχει κάτι στον κώλο του που τον κόβει σαν σπασμένο γυαλί / όταν δαγκώνει η ταραντούλα, σταματάνε οι κακιές συνήθειες / ή μιά βόμβα κάτω από το κρεβάτι που πηδιούνται / που σκάει όταν αυτός ή αυτή χύσουν / ένα σύστημα τόσο ευαίσθητο / που αρκεί να αυξηθεί λίγο η πιέση και θα τους τινάξει στον αέρα / να που ο οργασμός τους θα τους ανεβάσει στον έβδομο ουρανό / ένα πυροβόλο όπλο δημιουργεί βρωμιά και κάνει υπερβολικό θόρυβο / ας το αφήσουμε κατά μέρος και ας διαλέξουμε το δηλητήριο / θα του στείλουμε ένα κουτί γλυκά με υδροκυάνιο / κι ένα μπουκάλι τσέρυ μπράντυ για να σκεπάζει την πικρή και αψιά γεύση που καίει τα έντερα / αυτή θα φωνάζει άϊ, ωχ! / θα περιμένουν μέχρι ο θάνατος ν’ αρχίσει να τους σκάβει τον εγκέφαλο / ή «συγνώμη, έχετε ώρα;» / βιτριόλι στα μάτια, αυτός ουρλιάζει / μέσα στο σκοτάδι / μιά λεπτή βελόνα του τρυπάει την καρδιά / ούτε που θα την δει / μιά ατομική βόμβα μινιατούρα σε μέγεθος λαμπερού μαργαριταριού / ένα δαχτυλίδι, μιά αλυσσίδα, δώρο από την πλούσια ερωμένη του, που σκάει με τηλεχειριστήριο, / μόλις το παραλάβει κα μπουμ, κα μπαμ, κα πλινγκ! / στην Αφρική, σε μιά αποικία λεπρών, παίρνω σάλιο από έναν άρρωστο / «ώ αγάπη μου κόπηκα» / χαμογελάει και μετράει τα λεπτά που του απομένουν μικρή μου γατούλα / ή ακόμη καλύτερα, θα αμολήσω ποντίκια που τα δόντια τους θα τα έχω βρέξει με δηλητηριώδες υγρό και μ’ ένα δαγκωματάκι ο μαλάκας δεν θα μπορεί πλέον να κουνηθεί / μ’ αυτή τη μέθοδο θα μας πάρει περισσότερο καιρό μέχρι να πεθάνει / αλλά θα γλιτώσουμε τη φασαρία πως να ξεφορτωθούμε το πτώμα διότι θα το καταβροχθίσουν τα ποντίκια / λοιπόν, τι σκέφτεσαι, διάλεξε εσύ, γλύκα μου / όλα αυτά για να σου δείξω πόσο σ’ αγαπώ.
ΣΥΜΠΙΛ Ω αγάπη μου τώρα ξέρω ότι μ’ αγαπάς / όλες αυτές οι φροντίδες μ’ έχουν πείσει, είμαι ολότελα δική σου / φίλησέ με μικρέ μου Δον Κιχώτη.
ΛΕΣ Βγάλε το κυλοτάκι σου.
Σκοτάδι και το φως ξανανάβει φανερώνοντας τον Στηβ και την Έλεν.
___ σκηνή 7 ___
ΣΤΗΒ Τι θα κάνεις αύριο αγάπη μου;
ΕΛΕΝ Θα πάω για κυνήγι.
ΣΤΗΒ Τέλειο / καταπληκτικό / μπορώ να έρθω κι εγώ;
ΕΛΕΝ Μόνον εγώ και τ’ άλογο μου.
ΣΤΗΒ Πάω στοίχημα ότι είσαι υπέροχη στην ιππασία.
ΕΛΕΝ Μπορείς να το διαπιστώσεις μαζί μου... κάνε το άλογο!
ΣΤΗΒ Τι; Μα μπορώ;
ΕΛΕΝ Βεβαίως. Κάτσε στα τέσσερα στο πάτωμα.
Αυτός κάνει ό,τι του λέει και αυτή τον χτυπάει αρκετές φορές στον κώλο πριν αρχίσει να αυτή να μιλάει.
Η ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
Ο ουρανός του ξημερώματος πάνω από το χωριό έμοιαζε με διάφανο φόρεμα της Σανέλ ή περίτεχνη δαντέλα / το κυνήγι είναι και γαμώ τις περιπέτειες αν δεν έχεις κυνηγήσει / είναι σαν να προσπαθώ να σου εξηγήσω τι είναι να κάνεις σεξ με τον Πάπα / καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Βασικά είναι η παρέα / συνάντηση το πρωί στο καφενείο / τα άλογα που ποδοβολάνε κι αυτή η απολαυστική μυρουδιά / οι προετοιμασίες, να βάλεις αυτό το κωλοπαντελόνι της ιππασίας / μα τον Θεό, σφίγγει πάρα πολύ, καλημέρα Κλωντ, καλημέρα Σέσιλ! Α, να, ο Τζέρεμυ και ο Κουέντιν / Τζένιφερ / Αγαπημένη μου Βανέσσα, είσαι υπέροχη, αυτό το σακκάκι σου πάει γάντι / οι πισινοί των ανδρών φαίνονται τόσο μικροί και χαριτωμένοι όταν αναπηδάνε πάνω στα άλογα που καλπάζουν / και που ξεφυσούν το ζεστό χνώτο τους / τι θέαμα / ξεκινάμε, φωνάζουν / ένας υπηρέτης σαλπίζει / τα σκυλιά τεντώνουν τα λουριά που είναι δεμένα / ένα κοπάδι μίσους / βράζουν από ανυπομονησία να ελευθερωθούν / να αρπάξουν αυτό το κακό μικρό κτηνάκι / γαβ γαβ γαου / ελευθερώνουν την αλεπού / αυτή ορμάει παιχνιδιάρικα μέσα στους θάμνους / διασκεδάζει σαν τρελή / γεύση καθαρής υπερδιέγερσης / σε ποιόν δεν αρέσει ένα καλό τρέξιμο; / ο υπηρέτης σαλπίζει, βρήκαν τα ίχνη / όλοι τους βρίσκονται σε καλή διάθεση / σπιρουνιάζουν τα άλογα, αυτά στρέφονται προς τον ήχο της σάλπιγγας / συνεχίζουν μέσα από ρεματιές και λόφους / ψάχνοντας για την ουρά της παμπόνηρης αλεπούς / ώχ η Σύνθια έπεσε μέσα στις λάσπες / κωλοατυχία / πηδάω σαν αστραπή πάνω από το ποταμάκι / τ’ άλογό μου κι εγώ έχουμε γίνει ένα / είναι σκληρή / η σέλλα με γδέρνει / είναι τραχιά / αλλά το μουνί μου αισθάνεται γλύκα με κάθε αναπήδηση / ανασηκώνεται το ζώο, τεράστιο ανάμεσα στα σκέλη μου / αυτό το καυτό κτήνος που πάλλεται / τραβάει τους γοφούς μου / με πετάει προς τα μπρος / πάνω στους χρυσαφένιους λόφους του Αχέρωντα / το σφίγγω δυνατά / το γόνατά μου το μαγκώνουν, παίρνω φόρα / αιωρούμαι / πλέω / ορμάω στα ύψη για να ξαναπέσω μονομιάς / ο αέρας κοκκινίζει σαν φωτιά μέσα στα νερά του βούρκου / τσαλαπατημένα χαρτιά / κοπριές αλόγων / και ιδρώτας / όλα ανακατεμένα, θεϊκή σαλάτα / χάσαμε αυτόν τον μαλάκα / τι μαλακία! το άλογο έχασε το δρόμο του, δεν άφησε ίχνος! / τα σκυλιά ψάχνουν / τώρα χάθηκαν κι αυτά / τώρα κλαψουρίζουν / τώρα νευριάζουν / πιπί, κακά! / αυτοί οι κωλογαμημένοι φίλοι της αλεπούς σβήνουν τα ίχνη / καταστρέφουν τον μίτο της Αριάδνης, τον μίτο του τρόμου που μας οδηγεί στην αιματηρή εκτέλεση! / Αυτοί οι μαλάκες οι αριστεροί, κίτρινοι από τη ζήλεια τους / να βλέπουν τους αριστοκράτες να διασκεδάζουν / αλλοίωσαν τα ίχνη / αυτούς τους γαμημένους θα τους μελανιάσουν στο ξύλο, θα τους μαστιγώσουν / περίμενε! Ο Μέντωρ ξαναβρήκε τα ίχνη. Είναι φοβερός. Ξεκινάμε. Ο Τάρκιν σπάει την μύτη ενός απ’ αυτούς / Ω Θέε μου, πλημμύρησε αίμα / τον έριξε κάτω και ο Τάρκιν είναι έτοιμος να τον ποδοπατήσει με τ’ άλογό του / όχι λέει ο Τζέρεμυ / κρατήστε τον, είναι τρελός αυτός ο Τάρκιν / θα του δωθεί άλλη ευκαιρία / Ω μπράβο, τέλειο, φοβερό, ουάου! τώρα ξεκινάω εγώ / κυττάξτε μεεεε! Η μέρα περνάει φανταστικά, τα σκυλιά γαυγίζουν πιό δυνατά / τα ίχνη είναι πιό καθαρά, η αλεπού κουράστηκε τα μάγουλά μου κοκκίνισαν / τα μάτια μου καίνε / θα χυθεί αίμα / Ω Θέε μου όλα αυτά είναι μεθυστικά, διεγερτικά / η σάρκα ασθενής, αλλά το πνεύμα πρόθυμο / η κυλόττα μου είναι μούσκεμα / ο κώλος μου με πονάει ευχάριστα / είμαστε κοντά / η αλεπού κρύβεται / αλλά θα την βρούνε, που θα πάει / ναι! την στριμώξανε σε μιά χαράδρα / όλοι τρέχουν / ποδοπατάνε το χωράφι με το σιτάρι / μην ανησυχείτε, θα σας αποζημιώσουν αργότερα /σκατά! μέσα σ’ αυτήν την ενθουσιώδη καταδίωξη γίνεται λιώμα η γατούλα από ένα παιδάκι / μην ανησυχείτε, υπάρχουν ένα σωρό άλλες / α, τώρα την στριμώξανε / την βλέπω είναι παγιδευμένη / κοντανασαίνει, είναι μιά σκηνή τρομερή και σύντομη / ο φόβος την κάνει να ανασηκώνει κάθε τρίχα της / τα σκυλιά της χαμογελάνε δείχνοντας τα δόντια τους για να τα μπήξουνε στο λαιμό της / το αίμα τινάζεται με δύναμη / φανταστικό, φανταστικό / είμαι βέβαιη ότι η αλεπού είναι ευτυχισμένη που τελειώνει έτσι / ο θυμός / η προσποίηση / η καταδίωξη / η έκσταση / το σφίξιμο / ο υπηρέτης κατεβαίνει / κόβει την ουρά ραντίζει τα παιδιά με αίμα / αυτοί εκστασιάζονται / τι υπέροχη μέρα / να πιούμε ένα τζιν-τόνικ / τι έλεγες; / η ζωή είναι ωραία / δεν θα την ήθελα αλλοιώς, αγάπη μου.
ΣΤΗΒ Πρέπει να πω ότι μ’ έκανες να διψάσω / να πιούμε κάτι; εντάξει / μου άρεσε πολύ αυτή η ιστορία / κρίμα για την γάτα.
ΕΛΕΝ Πάγο;
ΣΤΗΒ Βουνά από πάγο. (Αυτή μιμείται ότι του δίνει ένα ποτήρι.) Μ’ αρέσει πολύ να βρέχω το στόμα μου / μ’ αρέσει ο ξερός ήχος του πάγου που σπάει / τα διαμάντια που σκορπίζουνε λυώνοντας μέσα στο οξύ της ακολασίας σου / θα πάρω μιά τεκίλα / μέσα σε λόφο από θαλασσινό αλάτι / φέτα λεμονιού κοφτερή σαν μαχαίρι / σαν γλώσσα γεροντοκόρης / λίγο Κουαντρώ, το κάνει πιό φανταιζί, χτύπησέ το και χύστ’ το μέσα στο ποτήρι / και το πρώτο, πολύ καλό, ξυνόγλυκο / αγκαλιάζει τη γλώσσα / όπως το στόμα του μωρού τις ρώγες / ωραία, ακόμη ένα, το ένα φέρνει τ’ άλλο / ζεσταίνει τον φούρνο / κάνει να τρέμουν ένα-δυό παράθυρα / το τρίτο φτάνει γλιστρώντας πάνω στη λεωφόρο / αρχίζει να περπατάει ένα φως ανάβει / οι αναστολές και φόβοι σου πάνε περίπατο / το νούμερο τέσσερα βγάζει από την ντουλάπα τον άλλο σου εαυτό / όπως Τζέκυλ και Χάϋντ / βλέπεις τον εαυτό σου να ανθίζεί, ενώ το τέταρτο βάζει αίμα στον άλλο σου εαυτό τον στεγνωμένο, όχι, όχι το τέταρτο, το πέμπτο / το πέμπτο σου αποδεικνύει ότι τελικά είσαι ολοζώντανος / και δεν είσαι ένας γρουσούζης σκατομαλάκας / χτυπάει πολύ εσωτερικές πόρτες / δαίμονες ξυπνάνε από τον απόκοσμο ύπνο τους / χαρούμενοι που έχουν επί τέλους ελευθερωθεί / χα, χα, χα, ωραία, ας διασκεδάσουμε / να το παρελθόν σου ξετυλίγεται μπροστά σου / η μανία της καταδίωξης ανοίγει την πόρτα της / το οινόπνευμα ανοίγει μερικές ακόμη πόρτες / της παράνοιας, της ενοχής, της ζηλοτυπίας, της έχθρας / έτοιμες να μπουν στη σκηνή, το μήνυμα της επιθετικότητας και της οργής / αισθάνεσαι καλά / το νούμερο έξη ξαναρίχνει λάδι στη φωτιά / κάτι χορεύει μέσα σου / τον καλύτερο φίλο σου τον μισείς τώρα περισσότερο από την αμαρτία / εσύ - κι εσύ / στρίβε, αρχίδι / χέστηκα τώρα / κατηγορώ και φτύνω / όλα μου βγαίνουν / σαν λουτρό με οξύ / που τρώει τη μπογιά / ξύνει τις παλιές πληγές / που ανοίγουν και τσούζουν / κατεβάζω το νούμερο επτά / ακόμη ένα ξαναλέω / οι προσβολές του παρελθόντος ξαναξυπνάνε / μου ξανάρχονται / ένα παμπάλαιο ξεχασμένο έγκλημα / αλλά θέλω κι άλλο / διασκεδάζω σαν διεφθαρμένος / βγάζω στη φόρα τ’ άπλυτα και όλες τις βρωμιές / αλλά το παρακάνω / αυτό λιγοστεύει τη φλόγα / παρά την δυναμώνει / τούτη τη φορά αυτό ξεπερνάει τα όρια / οι πόρτες ανοιγοκλείνουν στον εγκέφαλό σου / οι δαίμονες επιστρέφουν στον παλιό τους πύργο / το κουτί της Πανδώρας ξανακλείνει / πιάνεις ακόμη ένα πιό πολύ με την ελπίδα να τους δελεάσεις, παρά να τους κυνηγήσεις, δεν μένει τίποτα πλέον εχτός από ευαισθησία και συναισθήματα / με δάκρυα στα μάτια ουρλιάζεις, συγχώρεσέ με αγάπη μου / δεν τό ’θελα / κλαις / η γιορτή τελειώνει / σ’ αφήνω με το μπουρδέλο και τον πόνο σου / παλιές εφημερίδες δαρμένες απ’ τη βροχή / σκατά! / θέλω να πιώ κι άλλο / παίρνεις το ένατο! / στ’ αρχίδια μου / εμένα μου ξαναδίνει ζωή / αισθάνομαι να ξαναγεννήθηκα / γαμώτο είναι ωραίο / αλλά όπως ο ήλιος καίγεται και δύει τσουρουφλίζοντας τον ουρανό και γρήγορα ξαπλώνει και πεθαίνει / το ίδιο γρήγορα και το συναίσθημά μου της ευεξίας την κοπανάει και μ’ αφήνει μ’ ένα άδειο ποτήρι / δώσ’ το μου - καταπίνω το νούμερο δέκα / είναι αργά / το φως σβύνει ξαφνικά στο εσωτερικό του κρανίου σου / η νύχτα πέφτει / αισθάνομαι χάλια / και τότε το επόμενο πράγμα που παραμονεύεις είναι οι τουαλέτες / που σε κυττάνε κατάματα! / τα έντερά σου ανακατεύονται / κάνουν ένα τίναγμα / πεπτικά υγρά με καυτή και βρωμερή σάλτσα / το στόμα σου γίνεται βόθρος με σάπιες τροφές / βρωμοκοπάει σαν να βγαίνουν σκατά απ’ το κεφάλι / δεν θες τίποτ’ άλλο, παρά να χωθείς στο κρεβάτι.
ΕΛΕΝ Προτιμώ να είμαι νεκρή / αν αυτό είναι η ωραία ζωή.
___ σκηνή 8 ___
Η σκηνή αρχίζει με τον Λες ξαπλωμένο πάνω στην Σύμπιλ και με τον ίδιο διάλογο όπως στη σκηνή 6.
ΛΕΣ Ήταν καλό;
ΣΥΜΠΙΛ Ναι - τέλειο. Εσένα, ήταν καλό;
ΛΕΣ Ναι, καθόλου κακό. Εσένα σου άρεσε;
ΣΥΜΠΙΛ Ναι... ωραίο... εσένα;
ΛΕΣ Τι πράγμα;
ΣΥΜΠΙΛ Σου άρεσε;
ΛΕΣ Ναι, ήταν ωραίο.
ΣΥΜΠΙΛ Λοιπόν μετά απ’ όλ’ αυτά τα αστειάκια, είσαι απλά ξεπερασμένος / δεν προχώρησες καθόλου, όχι, όταν ανακάλυψα σε τι οδυνηρή κατάσταση ήμουνα / συλλογίζεσαι, διαλέγεις θάνατο, υδροκυάνιο και φόνο. Αλλά στο τέλος κυττάς την τηλεόραση και γελάς με τους μαλάκες που γελοιοποίησαν όλη την κοινωνική μας τάξη / κάθεσαι / κατεβάζεις ένα μπουκάλι ουίσκυ / παίζεις με τ’ αρχίδια σου / λες «κύττα αυτό εδώ»! / ασχολείσαι μόνον με ποδόσφαιρο και βελάκια, το πνεύμα μου ανακατώνεται μπροστά στο κενό που έχει καθίσει ανάμεσα στ’ αυτιά σου / η εργατική τάξη σκύβει το κεφάλι στους νόμους των καλοβολεμένων / διότι είσαι και πολύ μαλάκας / γι’ αυτό ζείτε σαν γουρούνια / η γυναίκα αλυσσοδεμένη στον νεροχύτη / και ο άντρας / ένας θλιβερός μαλάκας! Εσύ τι να καταλάβεις με το άδειο σου κεφάλι / αφού φοβάσαι / η φωνή της σε κάνει να το βάζεις στα πόδια.
ΛΕΣ Μη με κάνεις να γελάω / αλλοιώς στρίβω / πιστεύεις ότι η διάλεξή σου θα μου βάλει μυαλό / πιστεύεις ότι θα τρέμουν τα γόνατά του καϋμένου του Λες επειδή φλυαρεί με την Υψηλότητά σου; / απλά και μόνο επειδή προφέρεις υπέροχα λόγια. Το περιεχόμενο μετράει, από τι είναι φιαγμένα τα κόκκαλα μετράει, εκεί είναι το μεδούλι, δικιά μου! / Παράτα μας, πτυελοδοχύο για ψωλόχυμα / βρωμερό τέρας / αρχικουφάλα / γιατί πρέπει να σου εξηγώ τι σκέφτομαι, μου τη δίνει αυτό / αυτόν θα τον λυώσω / χωρίς πολλά λόγια / χωρίς απειλές και υπονοούμενα / σαν δυό πούστηδες έτοιμοι να ξεσκίσουν τα μουνιά τους / Όχι, δεν θα του βγάλω τα δόντια / θα τον ανατινάξω / θα δεις, γλύκα μου.
ΣΥΜΠΙΛ Μάλιστα, για πες μου κι άλλη μιά ιστορία / είναι τώρα έξη μήνες, Λες / που δεν μπορείς ν’ αποφασίσεις / σαν ηλίθιος Άμλετ / παριστάνεις τον σκληρό, είσαι άρρωστος / αλλά όταν είναι να έρθεις στο ψητό / μαλακίζεσαι και φλυαρείς / μ’ έχασες, Λες / θα βρω άλλον / που θα κάνει για μένα ό,τι κάνω για σένα / έναν τύπο άψογο, σκληρό και αποφασιστικό που δεν θα με ντροπιάζει / εσύ δεν τολμάς ούτε ένα δάχτυλο ν’ ακουμπήσεις στο σιχαμερό πρόσωπό του / εσύ που δεν απειλείς να σηκώσεις το χέρι για να μου δείξεις ότι ο έρωτας σου είναι ζωντανός / και δεν μιλάμε για φόνο, θάνατο και σκληρή εκδίκηση που ορκιζόσουνα όταν βρισκόσουνα μέσα στο μουνί μου / όταν βρίσκεσαι εκεί / ορκίζεσαι ο,τιδήποτε / σαν εκείνο το ποντίκι / που ξεφεύγει από τη γάτα / αλλά πέφτει μέσα στο βαρέλι με το κρασί / και φωνάζει «σώσε με, γάτα. Προτιμώ να φας, παρά να πνιγώ. Είναι απαίσιο το βαρέλι.» Η γάτα συμφωνεί, το βγάζει με μιά κίνηση του ποδιού της, το ποντίκι ξαναστέκεται όρθιο και βλέποντας ότι γλύτωσε, χώνεται σε μιά τρύπα στον τοίχο. Τότε η γάτα, τρελή από τον θυμό της που είδε ότι της την έφερε, λέει «είπες ότι μπορούσα να σε φάω, εάν σε έσωζα από το βαρέλι», οπότε απαντάει το ποντίκι «λέμε ό,τι νά ’ναι στην ανάγκη». Έτσι κάνεις εσύ, μεθύστακα.
ΛΕΣ Τι αλλαγή / γουστάρω πολύ να με βρίζει η πουτάνα που γαμάω / δεν καταλαβαίνεις ότι περιμένω, ότι θέλω να διαλέξω εγώ τη στιγμή που θα ξαποστείλω στο διάολο αυτόν τον μαλάκα / εγώ δεν είμαι χέστης / ούτε και γελάω / ο θάνατος θέλει καιρό / παραμονεύει σε έρημο δρόμο. Οι συνθήκες πρέπει να είναι τέλειες / η σωστή ώρα / μη με κάνεις να βιάζομαι και χαλάσουν όλα / σύμφωνοι! Θα του τη φέρω, σου τ’ ορκίζομαι / αλλά θέλει προσοχή / λοιπόν - άκου / έχω ένα σχέδιο / άκουσε τώρα τον Τατζάν σου / θα τον διαλύσω με τηλεπάθεια. Χάρις στις μαγικές μου ικανότητες θα εξατμιστεί / θα συγκεντρώσω όλες τις δυνάμεις μου που είναι πολλές / θα συντονιστώ στο ίδιο μήκος κύματος μαζί του για να διαλύσω τα δίκτυα του εγκεφάλου του, τα κύτταρα και τα κέντρα των νεύρων θα τιναχτούν στον αέρα / όπως γίνεται με τις εχθρικές παρεμβολές / η δύναμή μου θα τον κάνει φυτό / θα πάθει τη πλάκα του, δεν θα ξέρει από πού τού ’ρθε, θα εκραγεί όταν αισθανθεί να τον διαπερνούν τα ύπουλα κύματά μου / έχω διαβάσει σ’ ένα βιβλίο πώς να ΄κάνεις μάγια και να δέσεις κάποιον έτσι που η ζωή του να γίνει κόλαση / δηλαδή συγκεντρώνεσαι στο πρόσωπό του / ή κυττάς το στόμα του και βάζεις με το μυαλό σου μιά εικόνα και κάνεις χίλιες δαιμονιακές σκέψεις / θα τού ’ρχεται το μήνυμα κάθε βράδυ σαν πυρωμένες καρφίτσες μέσα στον οργανισμό του / μέχρι που η αρρώστια γίνει το μέλλον του - έτσι είναι πιό καθαρή η δουλειά απ’ ό,τι με υδροκυάνιο.
ΣΥΜΠΙΛ Που τις βρήκες όλες αυτές τις μαλακίες; / εμένα μου φαίνεται ότι αυτός είναι που σε έχει δέσει.
___ σκηνή 9 ___
ΣΤΗΒ Τσιγάρο;
ΕΛΕΝ Ευχαριστώ, αγάπη μου. Παραλίγο να σκοτώσω κάποιον με τ’ αυτοκίνητο χθες βράδυ.
ΣΤΗΒ Σοβαρά, αγάπη μου; Τά ’χες κοπανήσει;
ΕΛΕΝ Δεν μπορούσα να τον δω τον μαλάκα.
ΣΤΗΒ Μα γιατί;
ΕΛΕΝ Ήταν νέγρος.
ΣΤΗΒ Ε, δεν έβλεπες το ασπράδι από τα μάτια του;
ΕΛΕΝ Είχε γυρισμένη την πλάτη.
ΣΤΗΒ Με αηδιάζουν αυτοί οι βρωμιάριδες. Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, δεν θα πω αυτό/ απλά τους βρίσκω διαφορετικούς από μας / το άσπρο είναι άσπρο, το κίτρινο είναι κίτρινο και το μαύρο είναι μαύρο / καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; / στον δικό τους τόπο είναι ωραίοι / στην Ιαμαϊκή τους είχα βρει υπέροχους, με τρομερή αίσθηση του χιούμορ / κι έχουν ένα τρόπο να ονειρεύονται / θέλω να πω λειτουργούν με το ένστικτο / ενώ εμείς / σκεφτόμαστε για να δημιουργήσουμε, να κυβερνήσουμε / αυτοί δεν έχουν παρά συναισθήματα / όπως τα παιδιά και παίζουν με τον πούτσο τους / είναι πολύ ανυπόμονοι / θέλουν να γεύονται την εξουσία / αλλά ο εγκέφαλός τους δεν είναι πιό ψηλά από το στομάχι τους / ίσως και πιό κάτω / τι γαμάνε μέσα στα σκατά που τρώνε; / δεν μπορώ να καταλάβω / τρέμουν τα πόδια μου / δεν πρέπει κανείς να υποχωρεί μπροστά στους αλλοδαπούς, στους ζουλού / μόνο και μόνο επειδή το ζητάνε / Θεέ μου, τι θα μας έκαναν; / πρέπει να τους διαπαιδαγωγήσουμε για να μην επαναστατούν / αλλά να χρησιμοποιούν τον εγκέφαλό τους για να σκέφτονται / εάν υποχωρούμε σε κάθε άθλιο μαύρο / θα μας πετάξουν βέλη και απειλές / ακόμη και ατομικές βόμβες / ναι / ακόμη κι εκεί είναι δυνατόν να φτάσουμε/ αυτοί ζουν στον κόσμο τους/ έχουν καλές προθέσεις / ζουν σε ψευδαισθήσεις / αλλά δεν καταλαβαίνουν τον πόνο / όχι όπως εμείς, το ξέρω καλά / είναι γεροδεμένοι / σχεδόν όπως τα ζώα / σκοτώνονται και σφάζονται μεταξύ τους / η ζωή γι’ αυτούς δεν αξίζει φράγκο / μ’ ένα κολλιέ από μαργαριτάρια πουλάνε πατέρα και μάνα / φυσικά όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτόν τον κόσμο είμαστε αδέρφια / αλλά μπορώ να μισήσω έναν αδερφό μου ακόμη κι αν έχουμε την ίδια μάνα / δεν πρέπει να τα βάζουμε με τους καϋμένους / είναι εντάξει τύποι / έχουμε έναν τέτοιον στη λέσχη / δουλεύει στο βεστιάριο / δεν πρέπει να τους σκοτώνουμε - ούτε να τους βασανίζουμε / απλά να τους στέλνουμε πίσω / σας παρακαλώ κυρία Θάτσερ, να έχετε το θάρρος της γνώμης σας / θέλουμε να δούμε πράξεις / πάω στοίχημα ότι ο τύπος που της κατεβάζει την κυλόττα είναι υπεύθυνος για πολλά / α, μη με κυττάς έτσι / λοιπόν, κύττα την ανεργία κι όλα αυτά τα παράσιτα στο όνομα του σοσιαλισμού / χαραμοφάηδες / όμως αγάπη μου, μπορείς να αγγίξεις κάποιον απ’ αυτούς; / μπορείς, πραγματικά; / κυκλοφορεί ότι πηδιούνται σαν γαϊδούρια / στην πραγματικότητα δεν είναι απλά φήμη / μιά μέρα επιτρέψαμε κάποιον απ’ αυτούς να γίνει μέλος της λέσχης / μας υποχρέωνε ο νόμος / στα ντουζ έριξα μιά ματιά στο τέτοιο του / αγάπη μου δεν πίστευα στα μάτια μου (Μιμείται.) ήταν πρόστυχο / αισθάνθηκα σαν νά ’μουνα μικρό παιδάκι και ξέρεις πόσο μεγάλη την έχω.
ΕΛΕΝ (Πολύ γρήγορα.) Ναι, ναι, αγάπη, βεβαίως.
ΣΤΗΒ Θα έπρεπε να την κρύβει ή να τον υποχρεώσουν να ζητάει άδεια για να την βγάζει / πάω στο γραφείο της λέσχης και τους πετάω την κάρτα μου και τους λέω / μπορείτε να την βάλετε στον κώλο σας εάν συνεχίσετε να δέχεστε απ’ αυτή τη ράτσα / μα είναι ο πρίγκιπας του Μαρόκου, μου λένε / ε, και, τους λέω, αυτό δεν αλλάζει το χρώμα από το δέρμα του/ βεβαίως έχουν δουλειές, ταξιδεύουν / η βασιλική μας οικογένεια για τις ανάγκες του εμπορίου κάνει καλά τη δουλειά της / πρέπει να τους σφίγγει το χέρι, ακόμη και να κάθεται στο ίδιο τραπέζι μ’ αυτούς τους βρωμερούς αφρικάνους / το κάνουν για την οικονομία / τους υποχρεώνει το υπουργείο των εξωτερικών / διαφορετικά δεν θα τους έβλεπες ποτέ μ’ αυτούς τους κομπιναδόρους / ούτε μετά τη δουλειά / ούτε στο σπίτι / και τελικά ούτε τα σκυλιά δεν θα τους αφήνουν να περάσουν / τα σκυλιά δεν τους έχουν ξαναδεί σπίτι / δεν ξέρουν τι είναι αυτοί οι γαμημένοι οι νέγροι / πρέπει να διασώσουμε την αγγλική φυσιογνωμία / ή την βρετανική εάν επιμένετε, αλλά είναι δύσκολο να συμπεριληφθούν οι ιρλανδοί / τίποτα δεν συγκρίνεται με την Αγγλία / ό,τι και να συμβεί «θα υπάρχει πάντα μιά Αγγλία» / όπως είπε ο ποιητής / είδες δεν είπε «θα υπάρχει πάντα μιά Μεγάλη Βρετανία» γιατί αυτό δεν είναι καλό γούστο...
ΕΛΕΝ Ναι, θα υπάρχει πάντα μιά Αγγλία.
ΣΤΗΒ Συγνώμη, αγάπη μου, αλλά πάντοτε μου έρχονται δάκρυα στα μάτια όταν ακούω αυτόν τον στίχο / πρέπει να διατηρήσουμε την ιδιοκτησία, πρέπει να διατηρήσουμε τη λευκότητα / πρέπει να κλωτσοπετάξουμε τους Πακιστανούς, τους Νέγρους / τους Ιρλανδούς και τους Τσαφούτηδες / να ξαναγυρίσουν στη ζούγκλα / στο Μπέλφαστ, στο Ισραήλ / να μη γίνει το ειρηνικό μας λιμάνι ένα βρωμερό μπουρδέλο.
___ σκηνή 10 ___
ΕΛΕΝ Δεν πρέπει ν’ αργήσουμε, δεν πρέπει να βουτήξεις το κουτάλι σου στην σούπα του μίσους / σήμερα είναι η πρεμιέρα / το κοινό θα είναι πραγματικά εξαίσιο και, σε διαβεβαιώ, απολύτως λευκό! Θα φορέσω κάτι εντυπωσιακό, θα καταπλήξω, σημασία έχει, αγάπη μου, να είσαι υπερήφανος για μένα. (Μιμείται ό,τι ακολουθεί.) Θα φορέσω ένα φόρεμα Σανέλ υπερβολικά τολμηρό / με άνοιγμα μπροστά μέχρι τα μπούτια / σε μαύρο κασμίρ / από μαλλί από την κοιλιά μικρών κατσικιών / το φόρεμα πολύ κολλητό πάνω στο σώμα / να αναδεικνύει κάθε λεπτομέρεια / κάθε μου καμπύλη / κάθε μου καβλωτικό περίγραμμα θα μεγεθυνθεί υπέρμετρα / μανίκια διάφανα / ζώνη Φιορούτσι από δέρμα φιδιού / καθώς θ’ ανεβαίνω τη σκάλα το φόρεμα θ’ ανοίγει περισσότερο και θα φαίνονται καλύτερα τα ηλιοκαμένα μπούτια μου / η μόδα είναι τόσο θεϊκή που έχει κάνει την τουαλέττα μιά αμαρτία / ανάγλυφα ασημί σχέδια τονίζουν το περίγραμμα από τα κωλομέρια μου / ο κώλος μου δυό ασημένια φεγγάρια που τα επιδεικνύω για την ευχαρίστηση των άλλων /
τη μιά στιγμή το φόρεμά μου τραβάει τη σάρκα μου προς το κάτω μέρος απ’ αυτές τις φουσκωμένες σφαίρες / την άλλη στιγμή τυλίγει τα στήθη μου σαν νά ’ναι δυό σιροπιαστές τάρτες με κεράσι / πλέουν μέσα στο μεταξωτό δίχτυ τους δυό ανθρωποφάγοι που θέλουν οι ίδιοι να φαγωθούν / παπούτσια από σατέν με τακούνια δώδεκα πόντους από φυσητό γυαλί Βενετίας / σκούρο / οι κάλτσες μου από μετάξι, μέχρι τα μπούτια / πιασμένες με μαύρες ζαρτιέρες / σαν σφιγμένα δόντια σαύρας / η κυλόττα μου από λεπτή μουσελίνα / το υφασμάτινο τρίγωνο θα σκεπάζει τις μεταμεσονύχτιες ηδονές / τα μαλλιά μου, μαλακά και απαλά, θα είναι χτενισμένα μπούκλες σε σχήμα κοχυλιών / όπως στον πίνακα του Ουτρίλλο «Νύμφη που βγαίνει από τη θάλασσα» / ο
Σασσούν πέρασε πολλές νύχτες άϋπνος για να δημιουργήσει για μένα / και τα μπράτσα μου θα είναι ένα όνειρο, αγάπη μου, θα είναι δύο λευκά φίδια κάτω από το διάφανο τούλι / κεντημένο με χρυσή κλωστή και μικροσκοπικές πέρλες / είμαι έτοιμη, γλυκέ μου / φεύγουμε σβούρα!
Ακούγεται μουσική από όπερα. Ο Στηβ μιμείται ότι τρώει σοκολάτες με την Έλεν. Η όπερα τελειώνει, θυελλώδη χειροκροτήματα και γίνονται ο Λες και η Σύμπιλ που τσακώνονται και ξαναγίνονται ο Στηβ και η Έλεν που χειροκροτούν ακόμη.
ΣΤΗΒ Και μετά την όπερα;
ΕΛΕΝ Για φαγητό.
ΣΤΗΒ Στο Σαβόϋ;
ΕΛΕΝ Στο Ρολς;
ΣΤΗΒ Το Κέτνερς έχει καταντήσει τώρα μαγαζί με χάμπουργκερ.
ΕΛΕΝ Και το Καπρίς έχει τελειώσει.
ΣΤΗΒ Θα πάμε στο Ζανζιμπάρ, τρώγεται.
ΕΛΕΝ Ο εραστής μου κρατάει το παλτό μου / μου δίνει τη σάρπα από ροζ ερμίνα που ιριδίζει / μου ανοίγει τη πόρτα / σε συντροφεύει μέχρι έξω η μυρουδιά της σαμπάνιας / είναι η στιγμή που τα βράδυα είναι ολότελα δικά σου / τα γουρούνια έχουν πάει για ύπνο / ο θυρωρός στο πεζοδρόμιο / νόημα στο ταξί.
ΣΤΗΒ Ταξί!
ΕΛΕΝ Ο αέρας ζωντανός και διαπεραστικός / ο εραστής μου με φράκο / η μικρή αγωνία της αναμονής σαν λεπτό άρωμα / με πιάνει από τον ώμο / μου λέει.
ΣΤΗΒ Πως είσαι;
ΕΛΕΝ Φανταστικά, αγάπη μου, πρέπει να απαντήσω / βλέπουμε να περνάνε σαν σαλιγκάρια τα μεγάλα κόκκινα λεωφορεία / κουβαλώντας το φορτίο τους από ηλικιωμένους και εργάτες.
ΣΤΗΒ Ήρθε το ταξί, αγάπη μου.
ΕΛΕΝ Δώσε φιλοδώρημα στον θυρωρό.
ΣΤΗΒ Great Queen Street, please (Μπαίνουν στο ταξί.) Τσιγάρο;
ΕΛΕΝ Σ’ ευχαριστώ μωράκι μου / το χέρι μου βρίσκει τον πούτσο του / αισθάνομαι κάπως συνεσταλμένη / ο οδηγός ρίχνει κάποιες ματιές μέσ’ απ’ τον καθρέφτη, ενώ εμείς είμαστε απομονωμένοι από τον κόσμο / τυλιγμένοι στον έρωτά μας και μέσα στα πλούτη μας / σφίγγομαι πάνω σου / το παλτό σου με τσιμπάει / σε αισθάνομαι αρσενικόν και σκληρό σαν σίδερο / άρωμα κολόνιας / το μέτωπό σου γυαλίζει και τα δόντια σου λάμπουν / είσαι ένα μαχαίρι, είσαι βέβαιος γι’ αυτό / με κάνεις να λιποθυμάω / αστράφτεις, βροντάς / το καπέλο σου εξακολουθεί να είναι στη θέση του / ένα καπέλο μαλακό με κοντό γύρο / ένας Χάμφρυ Μπόγκαρτ ή ένας Έρολ Φλυν / λατρεύω τον άγριο άνθρωπό μου / λατρεύω να κυριαρχεί πάνω μου με σιδερένια γροθιά, αλλά η πούτσα του είναι βελούδινη / λατρεύω να μου ανοίγεις τη πόρτα και να πληρώνεις τον λογαριασμό / να σε καταστρέφω για να παραδίνομαι στην λαγνεία μου / σε θέλω κύριό μου / κύτταξε με / ένας άσσος στο κρεβάτι / ένας πεπειραμένος που με τρελαίνει / που με κάνει να αισθάνομαι σαν νεογέννητο πουλί / άφησέ με να λαχταρώ το τηλεφώνημά σου / βασάνισέ με / κάνε με να υποφέρω / κι όταν χτυπήσει το τηλέφωνο / η καρδιά μου δονείται / στείλε μου μιά ορχιδέα, ράντισέ με άρωμα / Ζιβανσύ / Σανέλ και Καρντέν επίσης / πες μου «είσαι όμορφη απόψε»/ πες μου «είσαι πολύ κομψή» / πες μου «δεν θα σε χορτάσω ποτέ» / πιάσε με από τον αγκώνα / σφίξε με / πήγαινέ με, αγάπη μου, προς το φως / σαν νά ’μαι αποκαμωμένη / χωρίς σκοπό / άσε με να σπινθηρίσω σαν βροχή από μετεωρίτες / με κάνεις ευτυχισμένη / έχεις τη δύναμη / λάμπω για σένα / ακτινοβολώ / δείξε με υπερήφανος σαν κατάκτησή σου / σαν τρόπαιο, σαν άγριο ζώο της ζούγκλας στο κλουβί / μιά πάνθηρας για τους άλλους / για σένα ένας θηλυκός άγγελος / θα είσαι υπερήφανος / θα είσαι πολύ γλυκός με το μακρύ φράκο και το άσπρο πουκάμισο / ένας διάβολος της κολάσεως / ο Σατανάς / ο Αντίχριστος / με υπνωτίζεις με τ’ ακτινοβόλα μάτια σου / με το πνεύμα σου σαν διαμάντι / πάμε αγάπη μου / όχι, θέλω να κάνω πιπί.