μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Σκηνή από το έργο "Η ασθένεια του θανάτου" της Μαργκερίτ Ντυράς που δόθηκε στον Βόλο στις 27 Μαρτίου 2007, σε σκηνοθεσία Γιάννη Φαρμακίδη.
Μαργκερίτ Ντυράς
Η ασθένεια του θανάτου
La maladie de la mort
(απόσπασμα)
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Η μετάφραση έγινε από το γαλλικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση του οίκου Les éditions de minuit, Παρίσι, 2006.
Μαργκερίτ Ντυράς
Η ασθένεια του θανάτου
(απόσπασμα)
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Μάλλον δεν τήν γνωρίζατε, θα μπορούσατε να τήν είχατε ’βρεί ταυτόχρονα παντού, μέσα σ’ ένα ξενοδοχείο, σ’ έναν δρόμο, σ’ ένα τραίνο, σε μιά ταινία, μέσα σε εσάς τον ίδιο, μέσα σας, μέσα σου, τυχαία με τον πούτσο σηκωμένον μέσα στην νύκτα που ζητά πού να ’μπεί, πού να απαλλαχτεί από τα κλάματα που τον γεμίζουν.
Θα μπορούσατε να την έχετε πληρώσει.
Θα είχατε ’πεί: θα έπρεπε να έρχεται κάθε βράδυ για αρκετές μέρες.
Εκείνη θα ’σάς κυττάξει αρκετά και μετά θα ’σάς είχε ’πεί ότι σ’ αυτήν την περίπτωση θα στοίχιζε ακριβά.
Και μετά εκείνη ρωτά: Και τι ακριβώς θέλετε;
Εσείς λέτε ότι θέλετε να δοκιμάσετε, να προσπαθήσετε κάτι, να προσπαθήσετε να το γνωρίσετε, να το συνηθίσετε, αυτό το σώμα, αυτά τα στήθη, αυτό το άρωμα, αυτήν την ομορφιά, αυτόν τον κίνδυνο να έρθουν παιδιά στον κόσμο που αντιπροσωπεύει αυτό το σώμα, αυτή η άτριχη μορφή χωρίς άσχημους μύες, ούτε δύναμη, αυτό το πρόσωπο, αυτό το γυμνό δέρμα, αυτή η σύμπτωση ανάμεσα σ’ αυτό το δέρμα και την ζωή την οποία επικαλύπτει.
Εσείς τής λέτε ότι θέλετε να δοκιμάσετε, να δοκιμάσετε ίσως αρκετές μέρες.
Ίσως αρκετές εβδομάδες.
Ίσως ακόμη ολόκληρη την ζωή σας.
Εκείνη ρωτά: Να δοκιμάσετε τι;
Εσείς λέτε: Να αγαπήσω.
Εκείνη ρωτά: Μα γιατί;
Εσείς λέτε για να κοιμηθείτε πάνω στο ανοιγμένο μουνί, εκεί όπου δεν γνωρίζετε.
Εσείς λέτε ότι θέλετε να δοκιμάσετε, να κλάψετε εκεί, σ’ αυτό το μέρος του κόσμου.
Εκείνη ρωτά: Ποιές θα ήταν οι υπόλοιπες απαιτήσεις;
Εσείς λέτε ότι εκείνη θα έπρεπε να σιωπά όπως οι γυναίκες των προγόνων της, να υποτάσσεται εντελώς σε εσάς, στην επιθυμία σας, στο έλεός σας όπως οι μοναχές στο έλεος του Θεού, έτσι ώστε σιγά-σιγά να φοβάστε λιγότερο που δεν θα ξέρετε πού να βάλετε το σώμα σας, ή ποιό κενό να γεμίσετε.
Εκείνη ’σάς κυττάζει. Κι μετά δεν ’σάς κυττάζει, κυττάζει αλλού. Και μετά ’σάς απαντά.
Εκείνη λέει ότι σε αυτήν την περίπτωση θα είναι ακόμη πιο ακριβό. Εκείνη λέει το ποσό της πληρωμής.
Εσείς δέχεστε.
Εκείνη θα έρχονταν κάθε μέρα.
Κάθε μέρα εκείνη έρχεται.
Την πρώτη ημέρα εκείνη ξεγυμνώνεται και ξαπλώνει στο μέρος που τής δείχνετε πάνω στο κρεβάτι.
Την κυττάζετε καθώς αποκοιμιέται.
Εκείνη σιωπά. Κοιμάται. Όλη την νύκτα την κυττάζετε.
Εκείνη θα ερχότανε όταν νύκτωνε. Εκείνη έρχεται όταν νυκτώνει.
Όλη την νύκτα τήν κυττάζετε. Επί δύο νύκτες τήν κυττάζετε.
Επί δύο νύκτες εκείνη σχεδόν δεν μιλά.
Μετά, ένα βράδυ, εκείνη μιλά.
Εκείνη ’σάς ρωτά εάν ’σάς είναι χρήσιμο να κάνετε το σώμα σας να είναι λιγότερο μόνο του. Εσείς λέτε ότι δεν καταλαβαίνετε αυτήν την λέξη /μόνος/ όταν περιγράφει την κατάστασή σας. Λέτε ότι μπερδεύετε το να νομίζετε ότι είστε μόνος με το να απομείνετε μόνος, και προσθέτετε: Όπως με εσάς.
Και μετά, άλλη μιά φορά, στην μέση της νύκτας, εκείνη ρωτά: Τι εποχή του χρόνου έχουμε τώρα;
Εσείς λέτε: Πριν τον χειμώνα, ακόμη φθινόπωρο.
Εκείνη ρωτά επίσης: Τι είναι αυτό που ακούγεται;
Εσείς λέτε: Η θάλασσα.
Εκείνη ρωτά: Πού είναι η θάλασσα;
Εσείς λέτε: Εκεί, πίσω από τον τοίχο του δωματίου.
Εκείνη ξανακοιμάται.
Νέα, εκείνη θα είναι νέα. Στα ρούχα της, στα μαλλιά της, θα υπήρχε μόνιμα ένα άρωμα, εσείς θα ψάχνατε ποιό, και θα καταλήγατε να βρείτε την ονομασία του, όπως γενικά έχετε την ικανότητα να βρίσκετε. Θα λέγατε: Μιά μυρουδιά ηλιοτροπίου και κίτρου. Εκείνη απαντά: Έτσι όπως θα το θέλατε.
Ένα άλλο βράδυ κάνετε κάτι από αυτά που είχατε συμφωνήσει, κοιμάστε με το πρόσωπό σας στο πάνω μέρος από τα ανοικτά σκέλη, πάνω στο μουνί της, μέσα στην υγρασία του σώματός της, εκεί όπου ανοίγει το σώμα της. Εκείνη ’σάς αφήνει να το κάνετε.
Ένα άλλο βράδυ, από απροσεξία, τής προκαλείτε οργασμό και εκείνη βγάζει μιά κραυγή.
Εσείς τής λέτε να μην φωνάζει. Εκείνη λέει ότι δεν θα φωνάξει πλέον.
Εκείνη δεν φωνάζει.
Από ’δώ και πέρα καμιά δεν θα φωνάξει εξ αιτίας σας.
Ίσως παίρνετε από εκείνη μιά ηδονή που μέχρι τώρα, δεν ξέρω, ήταν άγνωστη σε ’σάς. Επίσης δεν ξέρω, εάν αντιλαμβάνεστε το πνιχτό, μακρινό μούγκρισμα του οργασμού της μέσα από την ανάσα της, μέσα απ’ αυτόν τον πολύ απαλό ρόγχο που πάει κι έρχεται ανάμεσα στο στόμα της και τον αέρα έξω. Δεν νομίζω.
Εκείνη ανοίγει τα μάτια της, λέει: Τι ευτυχία.
Βάζετε το χέρι σας πάνω στο στόμα της για να σιωπήσει, τής λέτε ότι δεν λένε τέτοια πράγματα.
Εκείνη κλείνει τα μάτια.
Εκείνη λέει ότι δεν θα το ξαναπεί.
Εκείνη ρωτά εάν οι άλλοι μιλάνε γι’ αυτό. Εσείς λέτε όχι.
Εκείνη ρωτά για τι πράγματα μιλάνε. Εσείς λέτε ότι μιλάνε για όλα τα υπόλοιπα, μιλάνε για όλα, εκτός από αυτό.
Εκείνη γελά, ξανακοιμάται.
Κάποιες φορές περπατάτε μέσα στο δωμάτιο, γύρω από το κρεβάτι, ή κατά μήκος των τοίχων προς την πλευρά της θάλασσας.
Κάποιες φορές κλαίτε.
Κάποιες φορές βγαίνετε στην βεράντα μέσα στο κρύο που δυναμώνει.
Δεν ξέρετε τι περιέχει ο ύπνος εκείνης που βρίσκεται στο κρεβάτι.
Θα θέλατε να φύγετε από αυτό το σώμα, θα θέλατε να επιστρέψετε στα σώματα των άλλων, στο δικό σας, να επιστρέψετε στον εαυτό σας, και την ίδια στιγμή κλαίτε που πρέπει να το κάνετε.
Εκείνη, μέσα στο δωμάτιο, κοιμάται. Κοιμάται. Δεν τήν ξυπνάτε. Η δυστυχία μεγαλώνει μέσα στο δωμάτιο την ίδια στιγμή που συνεχίζεται ο ύπνος της. Μιά φορά κοιμηθήκατε στο πάτωμα, δίπλα το πόδι του κρεβατιού της.
Εκείνη παραμένει πάντοτε μέσα σ’ έναν αδιάφορο ύπνο. Κοιμάται τόσο καλά που χαμογελά. Εκείνη δεν ξυπνά παρά μόνον όταν εσείς αγγίζετε το σώμα, τα στήθη, τα μάτια. Τής συμβαίνει επίσης να ξυπνά χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να ’σάς ρωτήσει εάν ο θόρυβος είναι από τον αέρα ή από την παλίρροια που ανεβαίνει.
Εκείνη ξυπνά. ’Σάς κυττάζει. Εκείνη λέει: η ασθένεια ’σάς προσβάλει όλο και πιό πολύ, προσβάλει τα μάτια σας, την φωνή σας.
Εσείς ρωτάτε: ποιά ασθένεια;
Εκείνη λέει ότι δεν ξέρει ακόμη πώς τήν λένε την ασθένεια.
Την μιά νύκτα μετά την άλλη εισέρχεστε στο σκοτάδι του μουνιού της, ακολουθείτε αυτόν τον τυφλό δρόμο σχεδόν χωρίς να τόν γνωρίζετε. Κάποιες φορές μένετε εκεί, κοιμάστε εκεί, μέσα σε εκείνη, όλη την νύκτα, έτσι ώστε εάν εκείνη ή εσείς κάνετε κάποια ασυναίσθητη κίνηση, να είστε έτοιμος, εάν ’σάς έρθει η επιθυμία να πάρετε εκείνη άλλη μιά φορά, να ξαναγεμίσετε το σώμα της, και να νοιώσετε εκείνη την ηδονή, την πάντοτε τυφλωμένη από κλάματα.
Εκείνη θα είναι ψηλή. Μακρύ σώμα, φιαγμένο με μονοκόμματο καλούπι, μοναδικό, σαν να το έφιαξε ο ίδιος ο Θεός, με την ανεξίτηλη τελειότητα ενός προσωπικού ατυχήματος.
Στην πραγματικότητα εκείνη δεν θα έμοιαζε με καμία άλλη.
Το σώμα της δεν διαθέτει καμία απολύτως άμυνα, είναι λείο από το πρόσωπο μέχρι τα πόδια. Προκαλεί να το στραγγαλίσουν, να το βιάσουν, να το κακομεταχειριστούνε, προκαλεί τις βρισιές, τις κραυγές μίσους, την αποχαλίνωση ολόκληρων παθών, θανατηφόρων.
Εσείς την κυττάζετε.
Εκείνη είναι πολύ λεπτή, σχεδόν εύθραυστη, τα σκέλη της έχουν μιά ομορφιά που δεν συμμετέχει στην ομορφιά του σώματός της. Τα σκέλη της μοιάζουν να μην συνδέονται πραγματικά με το υπόλοιπο σώμα της.
Εσείς τής λέτε: Πρέπει να είστε πολύ όμορφη.
Εκείνη ’σάς λέει: Είμαι εδώ, δείτε, είμαι μπροστά σας.
Εσείς λέτε: Δεν βλέπω τίποτε.
Εκείνη λέει: Προσπαθήστε να δείτε, περιλαμβάνεται στην τιμή που έχετε πληρώσει.
Εσείς παίρνετε το σώμα, κυττάζετε τα διάφορα μέρη του, το περιστρέφετε, το περιστρέφετε πάλι, το κυττάζετε, το κυττάζετε πάλι.
Το αφήνετε.
Το αφήνετε. Σταματάτε να αγγίζετε το σώμα.
Μέχρι εκείνη την νύκτα δεν είχατε καταλάβει πώς μπορεί κάποιος να αγνοήσει αυτό που βλέπουν τα μάτια, αυτό που αγγίζουν τα χέρια, αυτό που αγγίζει το σώμα. Ανακαλύπτετε αυτήν την άγνοια.
Εσείς λέτε: Δεν βλέπω τίποτε.
Εκείνη δεν απαντά.
Κοιμάται.
Εσείς τήν ξυπνάτε. Τήν ρωτάτε εάν είναι πουτάνα. Εκείνη κάνει νόημα πώς όχι.
Εσείς τήν ρωτάτε γιατί δέχτηκε το συμβόλαιο για πληρωμένες νύκτες.
Εκείνη απαντά με φωνή νυσταγμένη ακόμη, σχεδόν ανεπαίσθητη: Επειδή από την στιγμή που ’μού μιλήσατε είδα ότι είχατε προσβληθεί από την ασθένεια του θανάτου. Τις πρώτες μέρες δεν ήξερα πώς να ονόμαζα αυτήν η ασθένεια. Μετά, έμαθα.
Εσείς τής ζητάτε να επαναλάβει αυτές τις λέξεις. Εκείνη επαναλαμβάνει: Η ασθένεια του θανάτου.
Εσείς την ρωτάτε πώς το ξέρει. Απαντά ότι έτσι, το ξέρει. Λέει ότι το ξέρει χωρίς να ξέρει πώς το ξέρει.
Εσείς τήν ρωτάτε: Σε τι είναι θανάσιμη η ασθένεια του θανάτου; Εκείνη απαντά: Στο ότι αυτός που προσβάλλεται, δεν γνωρίζει ότι είναι φορέας της, φορέας θανάτου. Στο ότι αυτός πεθαίνει χωρίς να έχει ζήσει από πριν τον ίδιο τον θάνατο, χωρίς να έχει γνωρίσει τον θάνατο καμιάς ζωής.