ένα ποίημα του Μιχαήλ Άγγελου

μανία θεάτρου

Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.

Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.

Sophie Podolski

«Ο σκλάβος που ξυπνάει» Μισοτελειωμένο άγαλμα του Μιχαήλ Άγγελου, γύρω στο 1525. Βρίσκεται στην Πινακοθήκη της Ακαδημίας, στην Φλωρεντία.

Μιχαήλ Άγγελος Μπουοναρρότι

Michelangelo Buonarroti 

σονέττο 151

μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη

Ένα ποίημα γύρω από τις αμφιβολίες ενός ερωτευμένου άντρα για το εάν η γυναίκα που αυτός αγαπά, τόν αγαπά και η ίδια. Γράφτηκε από τον Μιχαήλ Άγγελο για την ιταλίδα ποιήτρια Βικτωρία Κολόννα (Vittoria Colonna 1490 – 1547).

Πρόκειται για ένα ιδιοφυέστατο ποίημα. Στην αρχή ο Μιχαήλ Άγγελος εξηγεί ότι κάθε κομμάτι μαρμάρου κρύβει ένα άγαλμα και επαφίεται στην διάνοια του γλύπτη να αφαιρέσει τα κατάλληλα μέρη του μαρμάρου, ώστε να αναδειχτεί το άγαλμα.

Στην συνέχεια ο ποιητής παρουσιάζει μιά σειρά παρομοιώσεων. Η γυναίκα παρομοιάζεται με το μάρμαρο και ο έρωτας παρομοιάζεται με  το καλό, δηλαδή με το κρυμμένο άγαλμα, το οποίο ο ερωτευμένος γλύπτης-ποιητής καλείται να αναδείξει. Αλλά κρυμμένο μέσα στο μάρμαρο-γυναίκα μπορεί να είναι και το άγαλμα του κακού, δηλαδή της απουσίας του έρωτας, της απόρριψης από μέρους της γυναίκας.

Υπάρχουν, συγκατοικούν, λοιπόν, τα δύο αντίθετα μέσα στην γυναίκα. Και από αυτό το γεγονός αρχίζει η δυστυχία του ερωτευμένου ποιητή-γλύπτη. Η τέχνη του στέκεται ανίκανη να αναδείξει τον έρωτα-καλό-άγαλμα που βρίσκεται μέσα στην γυναίκα-μάρμαρο.

Κι επειδή το μυαλό του ερωτευμένου ποιητή-γλύπτη φλέγεται από έρωτα,  το μόνο που καταφέρνει να κάνει ο ίδιος είναι να επιλέξει να αναδείξει τον θάνατο, δηλαδή το κακό, δηλαδή την απόρριψη.  Ι.Φ.

Μιχαήλ Άγγελος Μπουοναρρότι

γλύπτης, ζωγράφος, ποιητής

(1476 -1564)

Αυτοπροσωπογραφία

Βικτωρία Κολόννα

Vittoria Colonna

(1490 – 1547)

Σκίτσο του Μιχαήλ Άγγελου

Non ha l’ottimo artista alcun concetto

c’un marmo solo in sé non circonscriva

col suo superchio, e solo a quello arriva

la man che ubbidisce all’intelletto.

 

Il mal ch’io fuggo, e ’l ben ch’io mi prometto,

in te, donna leggiadra, altera e diva,

tal si nasconde; e perch’io più non viva,

contraria ho l’arte al disïato effetto.

Amor dunque non ha, né tua beltate

o durezza o fortuna o gran disdegno,

del mio mal colpa, o mio destino o sorte;

 se dentro del tuo cor morte e pietate

porti in un tempo, e che ’l mio basso ingegno

non sappia, ardendo, trarne altro che morte.

Καμιά ιδέα δεν έχει ένας εκλεκτός καλλιτέχνης

που  ένα κομμάτι μάρμαρου να μην την περικλείει

με επί πλέον μάρμαρο και φτάνει σ’ αυτήν μόνον

το χέρι που υπακούει στη διάνοια.

 

Το κακό που αποφεύγω, το καλό που αναζητώ,

γυναίκα χαριτωμένη, περήφανη  θεϊκή, με τον ίδιο τρόπο

εντός σου  και τα δύο κρύβονται· κι  εγώ πλέον δεν ζω,

αφού η τέχνη είναι ανίκανη να φανερώσει ό,τι  ποθώ.

 

Ούτε ο έρωτας, ούτε η ομορφιά σου,

ή η σκληρότητα, ή η τύχη, ή η μεγάλη περιφρόνηση

είναι οι αιτίες των κακών μου, του πεπρωμένου μου, της μοίρας μου·

 

εάν μέσα στην καρδιά σου θάνατος και συμπόνια

συγκατοικούν,  τότε το κατώτερο μυαλό μου

δεν ξέρει, έτσι που φλέγεται, να ανασύρει παρά μόνον τον θάνατο.