"Η ευτυχισμένη κοιλάδα" Άννα Μαρία Σβάρτσενμπαχ

μανία θεάτρου

Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.

Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.

Sophie Podolski

Άννα Μαρία Σβάρτσενμπαχ

Annemarie Schwarzenbach

Η ευτυχισμένη κοιλάδα

Das glückliche Tal

(αποσπάσματα)

Άννα Μαρία Σβάρτσενμπαχ

Ελβετία 1908 -1942

μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη

Η μετάφραση έγινε από το γερμανικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση του 2010, του οίκου Lenos, Βασιλεία, Ελβετία.

Το βιβλίο, το οποίο γράφτηκε το 1939, περιγράφει το ταξίδι της συγγραφέως στην Περσία το 1933. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού η συγγραφέας γνώρισε μιά γυναίκα με την οποία δημιούργησε ερωτική σχέση. Δεν αναφέρεται καμία άλλη πληροφορία για το πρόσωπο αυτό εκτός από το όνομα, Γιαλέ. Χρειάζεται να σημειωθεί ότι η αφήγηση του ταξιδιού γενικά , αλλά και της σχέσεως ειδικά , δεν ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία, παρά έχει διαρκώς χρονικά γυρίσματα πίσω-μπρος.

Οι αριθμοί σελίδων παραπέμπουν στην έκδοση του 2010, του οίκου Lenos, Βασιλεία, Ελβετία.

Έχει τηρηθεί επακριβώς η στίξη του πρωτοτύπου.

(σελίς 108)

Ω ζεστασιά της πρώτης συνάντησης! – Πήγα, έτρεξα, ζαλίστηκα –, μ’ άρπαξες. Ήμουνα άφωνη από την τρυφερότητα, έτρεμα, ήθελα να ξεφύγω από τα χέρια σου, όμως εσύ με κρατούσες γερά κι έκρυψες το κεφάλι μου μέσα στα στήθη σου. Όταν εγώ εξεγέρθηκα ενάντια στα αβάσταχτα χάδια σου, εσύ έγειρες πάνω μου – «ήσυχα, ήσυχα, βάσανό μου –» – Αχ, η φωνή σου, μόνη αυτή μέσα στη νύχτα! – Τα μηνίγγια μου χτυπούσαν ενάντια στο σφίξιμο των δάχτυλών σου, το πρόσωπό μου κρατημένο από τα χέρια σου, μ’ αγκάλιαζε η άβυσσος του λυπημένου βλέμματός σου, του ξαφνιασμένου, σαν να είχαν στερέψει για πάντα οι πηγές των δακρύων σου – , σαν εσύ να έβλεπες μόνον εμένα, κι έπειτα πάλι καθόλου πιά εμένα… Φριχτή αθωότητα του έρωτα! – Όλες οι προθεσμίες τέλειωσαν, όλες οι υποχρεώσεις καταργήθηκαν, όλοι οι δεσμοί λύθηκαν – , καμιά έχθρα πιά, καμιά φιλία –, κι αυτή η νύχτα είναι σιωπηλή και λευκή σαν χιονισμένο χώμα. Στην άκρη της στέκονται ακίνητα τα ζώα του μέλλοντος, ταύροι, τράγοι και σκορπιοί. Μακάρι ποτέ να μην κουνηθούν! Να μη με πλησιάσουν! – Ο φόβος πνίγει τη φωνή μου. Θά ’θελα να ουρλιάξω: «Ποτέ δεν θα μ’ εγκαταλείψεις!». Όμως τα χείλη σου μού κλείνουν το στόμα. Χέρια που απαλύνουν, βασάνισμα, χάδια ασταμάτητα –, φριχτές πληγές θα μού κάνουν πάνω μου, φριχτοί πόνοι με περιμένουν. Εγώ άοπλη, με ξεραμένα χείλη, τα μάτια τυφλωμένα, καταρρέω μέσα στην αγκαλιά σου, πιέζω το μέτωπό μου πάνω στα χέρια σου. Εσύ όμως σταματάς την παρηγοριά, εσύ και μόνον εσύ ανοίγεις περισσότερο τις πληγές! – Μέσα στο γκρίζο του πρωϊνού συναντώ το βλέμμα σου, που αμετάβλητο στέκεται πάνω μου. Εξαντλημένη, ακίνητη, δύσπιστη, βαθιά πληγωμένη ρωτάω: «Λοιπόν, τα χεριά σου θα μ’ εγκαταλείψουν; – Θα ορίσεις την ώρα της εγκατάλειψης; – Θα μού προσθέσεις κι άλλες πληγές και θα με παραδώσεις στα ζώα που περιμένουν; – Εσύ, λατρεμένη καρδιά –, εσύ θα τα κάνεις όλα αυτά;» – Αντί για όποια απάντηση, σκύβεις λίγο το κεφάλι σου. – Το ήξερα! Καμιά απάντηση, καμιά λύτρωση, καμία παρηγοριά! – Αλλά καθώς εσύ, ανεπαίσθητα, σκύβεις το μέτωπο, τινάζονται τα νερά του οίκτου, ορμούν τα δάκρυα της μετανοίας –, ποιός τώρα εδώ χρειάζεται να παρηγορηθεί…;

Ω, ζεστασιά. Αθωότητα!

(σελίς 147)

Και σε ρωτώ τώρα –, πρέπει να σε ρωτήσω, όσο έχω ακόμη βέβαιη την παρουσία σου, όσο ακόμη δεν έχουν χαθεί όλα: Αυτός είναι ο ήχος της τελευταίας παρηγοριάς; Αυτή είναι η τελευταία Μετάληψη –, με γεύση τόσο στυφή; Ωριμάζουν οι αγωνίες του έρωτα και η αγωνία των πιό ακραίων πραγμάτων κάτω από τον ίδιο ουρανό; – Η εξάντληση, η φριχτή μονιμότητα της γοητείας, που εσύ μού δωρίζεις, η σιωπή, που η ηρεμία σου μού επιβάλλει, και το πένθος πάντοτε στο κατώφλι –, ποτέ δεν θα σ’ εγκαταλείψω! –και τότε γιατί κλαίω, γιατί είναι τόσο απελπισμένη αυτή η κραυγή; – Είμαστε μόνες μας σ’ αυτό το δωμάτιο, οι τοίχοι αιωρούνται, τίποτα δεν ταράζει την σιωπή, τίποτα δεν μάς δένει με το βαρύ χώμα. Κι όμως εκείνη στέλνει τους κυνηγούς της, και οι σάλπιγγες ηχούν, και το κοπάδι των σκυλιών περιμένει, και οι χορδές των τόξων τεντώνονται, και οι πυρσοί καίνε, και το ελάφι σηκώνεται στα πίσω πόδια του, και η αχόρταγη τρυφερότητα θα σωριαστεί, άφωνη; – Αχ, τυραννιέμαι από την έλλειψη! Θέλω την τα χέρια σου να με ηρεμίσουν! – Μην απαντάς, μην απαντάς!

(σελίς 172)

Ζω από το δηλητήριο, κάθε απόγευμα μιά πρέζα. Και το ευγνωμονώ, δεν αποζητώ τίποτ’ άλλο. Τα μέλη μου χαλαρώνουν.

Αμετάκλητα, αμετάκλητα! – Η μοναξιά μου είναι πλήρης. –Εσύ μπήκες στο δωμάτιό μου, Γιαλέ, σαν μιά πλούσια γειτονοπούλα, απρόσκλητη, ντυμένη στα μεταξωτά, στα μαλλιά λουλούδια. Το μέτωπό σου ήταν πολύ λευκό, το στόμα σου ήταν βαμμένο, πάνω στα μάγουλά σου έκαιγε η αρρώστια που έκανε τα μάτια σου ανήσυχα, συνέχεια απορημένα, συνέχεια βουβά, και η λάμψη τους τόσο τρυφερή…

Πώς ήξερες να μού απαντάς, πώς με ηρεμούσες, τι απαλή παρηγοριά με δίδαξες!

Εμένα τώρα μού επιτρέπεται το όνομά σου να προφέρω ξανά, (σελίς 174) η ανάμνησή σου είναι νεκρή, κι εγώ απαγγέλω το Άσμα Ασμάτων, επειδή η αγάπη μου για σένα δεν βρίσκει πιά καμιά λέξη. Δεν θα σε ξαναδώ! – Θα’ θελα ν’ αφήσω κάτω την πέννα, η καρδιά λαχταρά για…

«Θυμάσαι τις αδιατάραχτες ώρες μας –»*

* Φράση του γερμανού ποιητή Φρειδερίκου Χόλντερλιν (Friedrich Hölderlin) από σχέδιο επιστολής, ίσως του Ιουνίου 1799, προς την Διοτίμα, όπως ο ίδιος ονόμαζε, την ερωμένη του Susette Gontard, σύζυγο του τραπεζίτη Jakob Friedrich Gontard, στο σπίτι του οποίου ο Χόλντερλιν εργάστηκε για δύο χρόνια ως δάσκαλος των παιδιών. (Σημείωση του μεταφραστή)

Πολύ αργότερα, ανάμεσα στις σκιές από τα αντίσκηνα μέσα στην Ευτυχισμένη Κοιλάδα, πάλι μόνη, τόσο μόνη όσο ποτέ (επειδή σε είχα συναντήσει και σε είχα αφήσει), διάβασα τις λέξεις του Χόλντερλιν και δεν ήξερα γιατί ξεσπούσα σε δάκρυα. Σκεφτόμουνα ότι ήταν ο θάνατός σου που τόσο με συγκλόνισε· αλλά αυτό ήταν ο ξεχασμένος ήχος της ζωής. Επειδή εγώ ζω, η ντροπή με βασάνισε, δεν κατάλαβα το φριχτό σου πένθος, το αγάπησα αυτό το πένθος, το κέρδισα σαν μιά υπόσχεση, στρέφομαι προς αυτή σαν ουράνια τροφή, και σε φιλώ, σε φιλώ… Αγκαλιάζει κάποια έτσι μόνον όταν ήδη ξέρει ότι έχει χάσει! – Όμως εσύ, Γιαλέ, τι παρηγοριά από μένα περιμένεις όταν μ’ αφήνεις να αποκοιμηθώ στον ώμο σου; –

«Έλα», μού λες, «θα παίξουμε με την μπάλα, είναι και η μικρή μου αδερφή η Τσαντικκά, (σελίς 175) είναι σαν κόρη του φαραώ Ακενατόν, είναι δώδεκα ετών, ένα παιδί, και πιο όμορφη από μένα. –Έλα, σ’ αυτόν τον σκοτεινό κήπο, κάτω από τα ψηλά δέντρα θα ξαπλώσουμε–, έλα, πεινάς και διψάς, θα σε φροντίσω εγώ, μέχρι να σού πέσει ο πυρετός–, έλα, σε είχαν τρομάξει τα έντομα της νύχτας και οι εφιάλτες, έλα, αγαπημένη μου, σε μένα θα ξεχάσεις το φόβο…»

– Και ξαπλώσαμε κάτω από τα δέντρα –

Ξύπνησα: Τι όμορφο πρωϊνό! – Γιαλέ, βλέπεις τη τρυφερότητα του γαλάζιου; Αναπνέεις;

σελίς (176)

Εγώ όμως, Γιαλέ, στρίβω και μπαίνω στον κήπο σου, ξέρω αυτόν τον δρόμο, Γιαλέ, μέσα στο σκοτάδι και μέσα στο φως, και σε βρίσκω: είχες πριν λίγο βγει από το σπίτι, στέκεσαι στο πλάτωμα, με τους σκουρόχρωμους ώμους σου γυμνούς κι ένα πιαστράκι στα μαλλιά –, είσαι χλωμή, Γιαλέ –, παρά πολύ χλωμή, σαν να είσαι εδώ και μέρες εξαντλημένη, τα μηνίγγια σου είναι διάφανα κι έχουν βαθύνει, στο όμορφο μέτωπό σου, ανάμεσα στα σκοτεινά φρύδια σου, μιά ρυτίδα, χαραγμένη από πόνο. Έλα, τα δάχτυλά μου θα την ισιώσουν, τα χέρια μου στα μάγουλά σου, γύρω στον λαιμό σου, είναι ακόμη δροσερά τα δάχτυλά μου, τώρα ανοίγεις τα μάτια σου, σίγουρα για να συναντήσουν μόνον τα δικά μου μάτια, τώρα χαμογελάς, τώρα αναπνέεις ελαφρά πάνω στον ώμο μου, τώρα ανοίγεις τα χείλη και ανασηκώνεσαι κι αφήνεσαι (σελίς 177) να ξαναπέσεις στο χορτάρι και με χαϊδεύεις, ήδη εμένα δεν με βλέπεις πλέον, μόνον τον ουρανό ανάμεσα απ’ τις φυλλωσιές…

Αγωνία! Πόθος για δηλητήριο! Να ναρκώσει τα κουρασμένα μέλη μου! Να επιστρέψει η μαγεία! – Στο διάολο, αυτό το μοχθηρό βάσανο! – Γιαλέ, αγαπημένη μου θωριά, τρυφερή καρδιά–, Γιαλέ, αθωότητά μου… όμως εσύ παρατηρείς ένα σύννεφο, το στόμα σου ονειρεύεται μέσα στις καλαμιές–, πώς άφησα τον εαυτό μου να τολμήσει την μαγική λέξη, την απελπισία μου, να σού εμπιστευτεί; – Και να εγώ, με κομμένη ανάσα, ανοίγω τα χείλη, εσύ ρίχνεσαι στα στήθη μου, τα δάχτυλά σου γλιστρούν μέσα στα μαλλιά μου.

Και αντιστέκομαι, δεν θέλω να πεθάνω, κλαίω μέσα στα φιλιά! –

(σελίς 178)

«Μη μού είσαι λυπημένη», χαμογελάς, και μιλάμε μεταξύ μας, μέτωπο με μέτωπο.

–Θα πάμε μαζί μακριά, Γιαλέ –

–Κάποια μέρα –

Σε μιά άλλη γη, εκεί που κανένας πυρετός δεν θα μπορεί να σε πιάνει –

Κι εσύ–, εσύ, αγαπημένη μου –

Εσύ δεν ακούς πλέον. Σκέφτεσαι κάτι άλλο, κάτι μακρινό.

–Γιαλέ! –

–Σπλάχνο μου. –

–Γιαλέ, μπορείς να το φανταστείς; – Σε μιά άλλη γη –, ποτέ μακριά η μία από την άλλη –, Δεν θα μ’ εγκαταλείψεις ποτέ, πες; –Όχι–, απαντάς και με κυττάζεις ακίνητη. – Αχ, η ακίνητη λύπη σου! Αχ, γιατί μου λές τέτοια ψέματα! – Μιλάς, κι εγώ ποτέ δεν θα ξεχάσω την τρυφερότητα της φωνής σου –· Δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Θα γίνεις καλά, εντελώς καλά. Μιά μέρα θα εγκαταλείψεις αυτή τη γη. Θα σ’ αγαπήσουν παντού. Και πίστεψέ με, θα σ’ αγαπήσουν περισσότερο απ’ όσο εγώ. Αγαπημένη μου, αγαπημένη μου. Δεν σκέφτεσαι καθόλου την Τύχη;

–Κι εσύ;

–Υπάρχει ένας ποταμός, στην αρχή ανάμεσα σε μαύρα βράχια, σκοτεινά, μιά βουερή άβυσσος. Ένας ερωδιός στέκεται στην όχθη, ένα κοπάδι αγριόπαππιες σηκώνεται μέσα στο άνεμο του απογεύματος. Το ρεύμα του νερού φαρδαίνει και ορμά σιωπηλό στη γυαλιστερή πεδιάδα–

–Πού τελειώνει η πεδιάδα, Γιαλέ;

Με κυττάζεις πάντοτε επίμονα. Και με τραβάς βιαστικά στον ώμο σου και μού φράζεις το στόμα.

Αχ, είναι ευεργεσία για μένα ν’ αισθάνομαι τη φωνή σου–, ευεργεσία να εξαντληθώ μέσα στα έτοιμα χέρια σου –, ευεργεσία ο ύπνος ο μεσημεριάτικος–, αχ, ευεργεσία, ευεργεσία! Κι όμως επαναστατώ: Έχεις σκοπό να συλλογιστείς γύρω από την ευτυχία, Γιαλέ, και επινοείς τρυφερά ονόματα για τον θάνατο και την μακαριότητα; Με τρομάζεις φριχτά! – (σελίς 180) Κι εσύ μουρμουρίζεις:– Τώρα εμείς πρέπει να χωρίσουμε–, καταλαβαίνεις τι σού λέω; Σήμερα κι όλας! – Δεν πρέπει να ξαναμπείς σ’ αυτόν τον κήπο–, κι εγώ δεν πρέπει να σε ξαναδώ–

–Γιαλέ! –

–Μη με κυττάζεις τόσο σαστισμένη–

–Γιαλέ! Δεν ζήτησα τίποτα, κανέναν δεν πλήγωσα, ήμουνα μόνη, Γιαλέ–, τόσο μόνη! Γιατί θες να μού δώσεις πόνο–, για πιο πράγμα μού ανταποδίδεις όλα αυτά;–

Όμως εσύ γελάς, δείχνεις απαίσια ασυγκίνητη. Σ’ ακούω να λες:

Επαναστατείς, αγαπημένη μου; Ποθείς να ζήσεις;– Γι’ αυτό μη πληγώνεις τον εαυτό σου, ανάμεσα μας στέκονται τόσα πολλά διαφορετικά πράγματα! – Αύριο το πρωΐ ήδη θα έχεις ξεκινήσει, στο μονοπάτι των μουλαριών, και θα φτάσεις στην Ευτυχισμένη Κοιλάδα. Κι όταν μέσα στην μοναξιά σου θα απλώνεις τα χέρια σου στο τίποτα και δεν θα ξέρεις ούτε ένα όνομα να φωνάξεις, όταν η ανάγκη θα σε βασανίζει κι εμένα από καιρό θα μ’ έχεις ξεχάσει–

Γιαλέ! – Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω!

–Όταν θα σε έχουν εγκαταλείψει όλες σου οι δυνάμεις και θα πιστεύεις ότι θα πεθάνεις, τότε θα συναντήσεις έναν άγγελο –

(σελίς 181)

Η Γιαλέ απαλά απομάκρυνε τα χέρια μου από το πρόσωπό της. Βρίσκονταν ήδη πολύ μακριά, απλησίαστη πιά, το έβλεπα, και ένοιωθα έναν πόνο αβάσταχτο και σιωπούσα.

Εκείνη είπε: Οι άγγελοι αυτής της χώρας βαδίζουν με απλήγωτα πόδια, φοράνε ένα σύννεφο για πανωφόρι στους ώμους και είναι πιο δυνατοί από κάθε μαγεία.– Μη κλαις, αγαπημένη μου–, αχ, σ’ ακούω να κλαις, σε βλέπω εκεί ψηλά ανάμεσα στους ίσκιους των αντίσκηνων–, μη κλαις, μη κλαις!–