μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Ζαν Κοκτώ
Jean Cocteau
το φάντασμα
της Μασσαλίας
Le fantôme
de Marseille
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Ζαν Κοκτώ (1889 -1963)
Ζαν Κοκτώ
Το φάντασμα της Μασσαλίας
Γραμμένο για την δεσποινίδα Εντίθ Πιάφ πάνω σε μία ιστορία με τον ίδιο τίτλο δημοσιευμένη από την N.R.F.
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Κύριε Ανακριτά, κι εγώ έχω κάνει την δική μου ανάκριση κι αφού θέλετε να σας μιλήσω για την υπόθεση, θα σας μιλήσω από την αρχή ως το τέλος και θα σας τα πω όπως τα λέτε εσείς, γιατί άμα σας τα πω όπως τα λέμε εμείς, δεν θα καταλάβετε λέξη κι εγώ θέλω να τα ξέρετε όλα κ. Ανακριτά, όλα. Όλη την αλήθεια και τίποτα εχτός απ’ την αλήθεια. Έζησα μιά πολύ θλιβερή ιστορία και τώρα δεν αντέχω άλλο. Ας με κάνουν ό,τι θέλουν, δεν μ’ ενδιαφέρει. Είναι μιά υπόθεση που φαίνεται σκοτεινή, κ. Ανακριτά, αλλά δεν είναι. Είναι μιά υπόθεση που λάμπει, όπως έλαμπε και ο Μαξίμ, αλλά γεμάτη δυστυχία. Χαζομάρα και δυστυχία μαζί. Λοιπόν, για να μην σας τα πολυλογώ, αρχίζω.
Πρωτ’ απ’ όλα πρέπει να σας πω ότι ο Μαξίμ ήταν κούκλος, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο κούκλος, τόσο όμορφος που ντρεπόμουνα μπροστά του. Εγώ ένοιωθα πολύ άσχημη για τον Μαξίμ, κακάσχημη και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο Μαξίμ ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Αλλά ήμουνα κι εγώ ερωτευμένη μαζί του, τρελά ερωτευμένη. Τρελά ερωτευμένη, κ. Ανακριτά, και έλεγα στον εαυτό μου: δεν είναι δυνατόν, βρε κορίτσι μου, είναι πολύ όμορφος για σένα, θα τον χάσεις... Και τον έχασα...αλλά όχι όπως νομίζετε. Ήταν γραμμένο, κ. Ανακριτά. Γραμμένο στα χαρτιά. Γραμμένο στο χέρι. Κι άμα είναι έτσι, δεν μπορείς να ξεφύγεις.
Ήταν πολύ όμορφος, τόσο όμορφος που όλες οι γυναίκες ζήλευαν τα μαλλιά του, τα βλέφαρά του, την μέση του, το δέρμα του. Που λέτε, μετά την διάρρηξη... ξέρετε για ποιό πράγμα σας μιλάω, λοιπόν μετά την διάρρηξη στην οδό Αγίου Χριστοφόρου, ο συνεργός του ο Αλφρέντ μας σκάει το παραμύθι, μας λέει: εγώ την κοπανάω.
Τι να κάνει ο Μαξίμ, έπρεπε να κρυφτεί. Και λέμε να ντυθεί γυναίκα. Ε, απ’ αυτό ξεκίνησαν όλα, κ. Ανακριτά.
Αυτό ήταν η καταστροφή του. Πως μας ήρθε αυτή η ιδέα! Στο μεταξύ η αστυνομία τον έψαχνε. Εγώ είχα μιά φιλενάδα, την Αλήν, τον κρύβω στο σπίτι της Αλήν και τον ντύνω με τα ρούχα της Ραχήλ, δηλαδή τα δικά μου. Ρίξαμε κάτι γέλια. Μα τι γέλια! Αλλά που να ξέραμε. Κανένας δεν ξέρει ποτέ. Κανείς δεν ξέρει. Και γι’ αυτό έρχονται οι καταστροφές.
Λοιπόν, κ. Ανακριτά, θέλετε το πιστεύετε, θέλετε όχι, συνηθίσαμε να τον βλέπουμε ντυμένο με τα γυναικεία και στο τέλος ούτε που το συζητούσαμε, μας φαίνονταν πολύ φυσικό. Κι έπειτα ο Μαξίμ ήταν τόσο χαριτωμένος. Και νέος. Διότι, κ. Ανακριτά, ξέρω ανθρώπους της ηλικίας του που φαίνονται πιό γέροι κι από σας - συγνώμη για το παράδειγμα - αλλά ο Μαξίμ ήταν και έδειχνε νέος. Νέος! Και χαριτωμένος! Και ήθελε οπωσδήποτε να βγαίνει έξω ντυμένος γυναίκα και του λέγαμε εμείς: αυτό είναι επικίνδυνο. Τίποτα, επέμενε και δεν άκουγε κανέναν.
Ένα απόγευμα - μιά Κυριακή ήτανε - βγήκε να κάνει μιά βόλτα. Τον βλέπω ακόμη να στρίβει τη γωνία, κάτω από ένα φανάρι. Μας έκανε μιά κίνηση με το χέρι, δεν μπορώ να σας δείξω πιά ακριβώς, διότι, κ. Ανακριτά, σας σέβομαι. Όχι πως έκανε την κίνηση αυτή με πονηρό σκοπό, απλώς ήταν σε μεγάλα κέφια και δεν έβλεπε τίποτα κακό σ’ όλα αυτά.
Ήταν έξη η ώρα, κ. Ανακριτά, ακριβώς έξη, κοντά στην Κολυμβητική Λέσχη και περδικλώνεται με τα τακούνια του, πέφτει και τον παρασέρνει ένα καταπληχτικό αυτοκίνητο. Σταματάει ο σωφέρ, κατεβαίνει ένας κύριος, (ο κ. Βαλμορέλ), σηκώνουν τον Μαξίμ και τον βάζουν στ’ αυτοκίνητο. Και δρόμο για την καταστροφή. Τώρα, ίσως πιστεύετε ότι το έκανε επίτηδες, ότι ήταν ψεύτικο το ατύχημα, ότι είχε άλλον σκοπό και τα λοιπά και τα λοιπά. Ε, λοιπόν, όχι, κ. Ανακριτά, σας ορκίζομαι στη μάνα μου, αυτός δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοια. Είναι να μην το έχεις στο ριζικό σου. Και ο Μαξίμ είχε την ατυχία στο ριζικό του. Διότι, επειδή φοβότανε να μην τον πιάσουνε, δεν τόλμησε να πει την αλήθεια, είπε ότι ήτανε μιά κοπέλα, μιά ορφανή χωρίς δεκάρα και ότι ήθελε να σκοτωθεί και τα λοιπά και τα λοιπά. Κι αυτός ο καϋμένος ο κ. Βαλμορέλ συγκινήθηκε.
Σημειώστε, κ. Ανακριτά, ότι δεν τα πήγαινε καλά με την γυναίκα του και τις κόρες του, ότι η γυναίκα του και οι κόρες του ήτανε διακοπές στο Βισύ και ότι αυτός ο καϋμένος ο άνθρωπος είχε μιά μεγάλη καρδιά και είχε και μιά γκαρσονιέρα κι έψαχνε συνέχεια να βρει μιά κοπέλα με μεγάλη καρδιά για να την σπιτώσει εκεί.
Και σπιτώνει τον Μαξίμ και επειδή ο Μαξίμ φοβότανε μην αποκαλυφθεί, δεν ήθελε να τον αγγίζουν και όσο απέφευγε τον κ. Βαλμορέλ, τόσο ο κ. Βαλμορέλ άναβε και πίστευε ότι είχε πετύχει μιά παρθένα.
Γελάτε, κ. Ανακριτά... Κι όμως αυτά δεν είναι για γέλια. Κι εγώ γέλασα και μου βγήκαν πικρά.
Λοιπόν, ο κ. Βαλμορέλ, τον σπιτώνει και του λέει ότι θα φροντίζει αυτός για τα έξοδά του κι επειδή ήθελε να υπάρχει για τον Μαξίμ και μιά υπηρέτρια, μου λέει ο Μαξίμ και πάω εγώ για υπηρέτρια. Όχι, όχι, κ. Ανακριτά. Όχι, όχι. Όχι, δεν είχαμε κανέναν κακό σκοπό. Απλά ο Μαξίμ μ’ αγαπούσε κι ήθελε να σπάσει πλάκα. Αυτό είναι όλο.
Η κωμωδία βάσταξε δεκαπέντε μέρες, ώσπου ο κ. Βαλμορέλ, θέλησε να βγει με την καινούρια του κατάκτηση για να κάνει εντύπωση στους φίλους του. Ήθελε να πάει τον Μαξίμ σ’ ένα μπαρ. Εγώ ικέτευα τον Μαξίμ να το σκάσουμε. Αλλά ο Μαξίμ γελούσε κι έλεγε ότι ήμουνα χαζή. Το μόνο που κατάφερα , διότι στο μεταξύ είχε και το δαχτυλίδι... α, ναι, ξέχασα, ο κ. Βαλμορέλ του είχε χαρίσει ένα δαχτυλίδι, ένα χρυσό δαχτυλίδι... Το μόνο που κατάφερα ήταν να κανονίσουμε να τρομάξουμε εκείνη την νύχτα τον κ. Βαλμορέλ με το πιστόλι. Ο Μαξίμ είχε αγοράσει αυτό το πιστόλι - εγώ το φύλαγα στην ποδιά μου - κι έτσι θα την κοπανούσαμε.
Έπρεπε να βλέπατε τον Μαξίμ με βραδυνή τουαλέττα. «Ραχήλ», μου λέει ο κύριος, «Κυττάξτε. Είναι μιά κυρία με τα όλα της, μιά πραγματική κυρία.» Εμένα μου ’χε κοπεί η όρεξη για γέλια, μ’ έπιανε σύγκρυο.
Όλα έγιναν στην είσοδο του μπαρ, ένα μπαρ πολυτελείας. Ο Μαξίμ τα είχε κοπανίσει με σαμπάνια και σίγουρα όλοι θα τον κυττούσανε και θα λέγανε ποιά είναι αυτή η γκόμενα και τα λοιπά και τα λοιπά. Για να μην σας τα πολυλογώ, βγαίνουν όλοι μαζί από το μπαρ και από την κορυφή της μαρμάρινης σκάλας βλέπει κάτω έναν μπράβο του μπαρ και τον αναγνωρίζει. Ήταν ο Αλφρέντ, ο συνεργός του στη διάρρηξη.
Ο Μαξίμ ξεχνάει τότε και τον κ. Βαλμορέλ, ξεχνάει και το φόρεμα και ότι ήταν γυναίκα, σφυρίζει με τα δάχτυλα, δίνει ένα πήδημα, γλιστράει... και (παύση) έτσι σκοτώθηκε, κ. Ανακριτά. Έχασε την ισορροπία του. Έπεσε με το κεφάλι στις πλάκες. Γκαντεμιά! Μου τα διηγήθηκε όλα ο Αλφρέντ. Μιά τόσο δα μικρή πληγή, κ. Ανακριτά, μιά τόσο δα μικρή πληγή είχε, τα χέρια και τα πόδια απλωμένα, το στοματάκι του σαν να κοιμότανε και το φόρεμα από πάνω ως κάτω σκισμένο και... καταλαβαίνετε, κ. Ανακριτά. Ήταν ένας νεκρός. Δεν ήταν μία νεκρή.
Στο μεταξύ μαζεύτηκαν ένα σωρό περίεργοι, ήρθε και η αστυνομία. Ο κ. Βαλμορέλ είχε πετρώσει, σαν άγαλμα. Και τον κυττούσαν που κυττούσε τον Μαξίμ και τα καθάρματα χαχάνιζαν. Γελούσαν! Τότε βάζει ο Αλφρέντ τον κ. Βαλμορέλ στο αυτοκίνητο. Εγώ περίμενα τον Μαξίμ στο σπίτι. Χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγω. Κρατούσα το πιστόλι στο χέρι. Ο κ. Βαλμορέλ ούτε που έβλεπε μπροστά του. Υπέφερε. Μου φωνάζει ο Αλφρέντ: «Ο Μαξίμ σκοτώθηκε. Ο γέρος τα ξέρει όλα.» Ποιά όλα; Σκοτώθηκε; Ο Μαξίμ; Μιά κυττούσα τον Αλφρέντ, μιά τον κ. Βαλμορέλ. Μ’ έπιανε τρέλα. Και τότε είδα να τρέχουν δάκρυα στο πρόσωπό του. Ο Μαξίμ ήταν νεκρός. Μου μιλούσε ο Αλφρέντ και δεν άκουγα. Κυττούσα τα δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπο του κ. Βαλμορέλ. Ο Θεός να με συγχωρέσει, κ. Ανακριτά, γι’ αυτό που σκέφτηκα. Σκέφτηκα...σκέφτηκα ότι ήθελαν να μου τη φέρουνε και ότι ο Μαξίμ και ο γέρος τα είχαν φιάξει. Πυροβόλησα.
Αυτά λοιπόν. Δεν έχω τίποτα άλλο να σας πω, κ. Ανακριτά. Δεν έχω τίποτα άλλο σ’ αυτόν τον κόσμο. Ακόμη κι αν ο Μαξίμ δεν ήταν πραγματικά νεκρός, δεν θα άντεχα, δεν θα τολμούσα να τον κυττάξω ξανά στα μάτια.
Για τον κ. Βαλμορέλ δεν λυπάμαι καθόλου, κ. Ανακριτά. Τον γλύτωσα από ένα κακό όνειρο. Και να μην τον σκότωνα τον κ. Βαλμορέλ, δεν θα μπορούσε να ζήσει. Όπως κι εγώ δεν μπορούσα. Αγαπούσε, κ. Ανακριτά, αγαπούσε, ήταν ερωτευμένος. Κι ήταν ερωτευμένος μ’ ένα φάντασμα.-
ΑΥΛΑΙΑ