"Τις Κυριακές ποτέ δεν ντύνομαι πριν νυχτώσει" του Τεννεσσύ Ουΐλλιαμς

μανία θεάτρου

nobody, not even the rain, has such small hands

κανένας, ούτε ακόμη η βροχή, δεν έχει τόσο μικρά χέρια

E.E.Cummings

Τεννεσσύ Ουΐλλιαμς

Τις Κυριακές ποτέ δεν ντύνομαι πριν νυχτώσει

I never get dressed till after dark on Sundays

μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη

Το έργο γράφτηκε το 1973.Στα χειρόγραφα του συγγραφέα έχει βρεθεί ένα σχεδιάσμα (γύρω στο 1964-65) το οποίο έχει πολλές ομοιότητες με το έργο που παρουσιάζεται εδώ. Το 1977 ο Τεννεσσύ Ουΐλλιαμς την υπόθεση αυτού του έργου την επαναλαμβάνει ως μία από τις παράλληλες ιστορίες στο έργο του εκείνης της χρονιάς "Vieux Carré". Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και δεύτερη φορά σ’ όλον τον κόσμο, το 2013, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Γιάννη Φαρμακίδη, με την Δήμητρα Μούμου και τον Νίκο Αποστόλου. Εδώ το βίντεο με την παράσταση.

Τεννεσσύ Ουΐλλιαμς

Τις Κυριακές ποτέ δεν ντύνομαι πριν νυχτώσει

μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη


Σκηνικό: μιά γκαρσονιέρα στην Παλιά Συνοικία (Vieux Carré) της Νέας Ορλεάνης, στην σοφίτα, μ’ ένα παράθυρο στο γυρτό ταβάνι. Μιά πολύ ελκυστική και σβέλτη γυναίκα, η Τζέην, προσπαθεί να ξυπνήσει έναν νεαρό άντρα από έναν αφύσικα βαθύ ύπνο.


ΤΖΕΗΝ Τάϊ, Τάϊ, ω Χριστέ μου…

Από το ανακατωμένο κρεβάτι πέφτει κάτω το γυμνό μπράτσο του Τάϊ κι αυτός μουγκρίζει ελαφρά. Η Τζέην ξαφνικά τρέχει στον νιπτήρα να βρέξει μιά πετσέτα, επιστρέφει στο κρεβάτι και την ρίχνει στο πρόσωπό του άντρα. Αυτός αρχίζει να ξυπνάει αργά.

ΤΑΪ Κάποιοι άντρες σπάζουν στο ξύλο μιά γκόμενα για μικρότερη αιτία, ξέρεις.

ΤΖΕΗΝ Εντάξει, σήκω εσύ από το κρεβάτι και σπάσε με στο ξύλο.

ΤΑΪ Κατάλαβες τι σού είπα, μωρό μου;

ΤΖΕΗΝ Έλα, να σε βλέπω σηκωμένο.

ΤΑΪ Δε βλέπεις ότι είμαι σηκωμένος;

ΤΖΕΗΝ Δεν εννοούσα αυτό το σήκωμα και μη μού μιλάς εδώ μέσα όπως στο στριπτηζάδικο – και μάλιστα Κυριακή απόγευμα.

ΤΑΪ (ξαφνικά σοβαρός) Μωρό μου, μη μού θυμίζεις το στριπτηζάδικο σήμερα.

ΤΖΕΗΝ Θα ήθελα να σού θυμίσω ότι όταν καταλήξαμε σ’ αυτή τη – παλαβή – συγκατοίκηση, μού υποσχέθηκες ότι θα παρατούσες το στριπτηζάδικο μέσα σε μιά βδομάδα.

ΤΑΪ Και να κάνω τι; Μήπως υπάρχουν πολλές δουλειές για ένα παιδί από αγροτική οικογένεια του Μισισιπή που πήγε μέχρι τη πέμπτη δημοτικού και χωρίς επαγγελματική κατάρτιση;

ΤΖΕΗΝ Θα μπορούσες να βρεις μια δουλειά λιγότερο προκλητική, ας πούμε σε βενζινάδικο ή έστω άντρας μοντέλο σε επιδείξεις μόδας.

ΤΑΪ Μοντέλο; Χα!

ΤΖΕΗΝ Μη το περιφρονείς, είναι μιά δουλειά με λεφτά για έναν εμφανίσιμο νεαρό. Αλλά τελικά δεν μ’ ενδιαφέρει τι δουλειά θα διαλέξεις.

ΤΑΪ Γιατί, μωρό μου;

ΤΖΕΗΝ Δεν είμαι μωρό, και δεν είμαι και γκόμενα!

ΤΑΪ Σοβαρά δεν είσαι η γκόμενά μου;

ΤΖΕΗΝ Σοβαρά δεν είμαι η γκόμενα κανενός.

ΤΑΪ Κάθε γκόμενα που έχω στο μπλοκάκι μου είναι γκόμενά μου, μωρό μου.

ΤΖΕΗΝ Εδώ είναι το σπίτι μου, δεν είναι το κωλομπλοκάκι σου. Εσύ είσαι που ήρθες και κόλλησες εδώ.

ΤΑΪ Είμαι ήδη εφτά μήνες εδώ.

ΤΖΕΗΝ Ναι, αλλά εγώ πληρώνω τα νοίκια.

ΤΑΪ Αυτόν τον μήνα εγώ πλήρωσα το νοίκι.

ΤΖΕΗΝ Το μισό πλήρωσες και για πρώτη φορά. Τα λεφτά μου κοντεύουν να τελειώσουν.

Ακούγεται μουσική από τον δρόμο. «I’ve Stayed Around and Played Around This Old Town Too Long” . Η διάθεση της Τζέην μαλακώνει με την επίδραση της μουσικής.

ΤΖΕΗΝ Τι μπελάς να σε βάζω να ξαπλώσεις στο κρεβάτι.

ΤΑΪ Εσύ μ’ έβαλες στο κρεβάτι χθες βράδυ;

ΤΖΕΗΝ Δεν ήταν χθες βράδυ, ήταν σήμερα το πρωΐ αργά, σχεδόν μεσημέρι, και χρειάστηκε να κάνω πολύ προσπάθεια, και είμαι και σ’ αυτή την κατάσταση.

ΤΑΪ (προσέχοντάς την περισσότερο) Αγάπη μου, είσαι έγκυος;

ΤΖΕΗΝ Όχι, για όνομα του Θεού, όχι, ποιά θα ήταν τόσο ηλιθία να μείνει έγκυος μ’ έναν κράχτη σε στριπτηζάδικο;

ΤΑΪ Καλά, όταν μιά γκόμενα λέει «είμαι σ’ αυτή τη κατάσταση», δεν εννοεί ότι είναι έγκυος;

ΤΖΕΗΝ Τάϊ, όταν μιά γυναίκα μιλάει για τη κατάστασή της, δεν εννοεί πάντοτε εγκυμοσύνη. Και σε παρακαλώ, κόφ’το αυτό το «μωρό μου» και «γκόμενα», διότι δεν είμαι τίποτα από αυτά. Αυτό που είμαι είναι μιά απελπισμένη κοπέλα που ζει μ’ έναν άχρηστο που δουλεύει για κακοποιούς και χρησιμοποιεί τη γκαρσονιέρα μου σαν αποθήκη για τα κλοπιμαία. Είμαστε τίγκα εδώ πέρα, όπως και συ τώρα είσαι τίγκα. Σήκω και πήγαινε στο μπάνιο να ανακουφιστείς.

ΤΑΪ Είμαι τίγκα, αλλά όχι από κατούρημα. Έλα στο κρεβάτι.

ΤΖΕΗΝ Όχι, ευχαριστώ. Το πρόσωπό σου είναι πασαλειμμένο με κραγιόν. Αλλά και άλλα μέρη του σώματός σου. Δεν μπορούσα να φανταστώ τόσο μεγάλη έκταση πασαλλειμένη με κραγιόν. Ανακάτεψες πολλές; Όλες τις κυρίες εκεί πέρα;

ΤΑΪ Σού ορκίζομαι δεν θυμάμαι τι έγινε από τα μεσάνυχτα και μετά.

ΤΖΕΗΝ Αυτό το πιστεύω. Πιές λίγο καφέ. Δεν είναι νες, είναι γαλλικός.

ΤΑΪ Έφιαξες γαλλικό καφέ; Τι είναι σήμερα;

ΤΖΕΗΝ Είναι η μέρα που χωρίζουν οι δρόμοι μας.

ΤΑΪ Μη μού λες τέτοια, μωρό μου, έλα στο κρεβάτι, χρειάζομαι ανακούφιση, δεν χρειάζομαι καφέ.

ΤΖΕΗΝ Παρασύρθηκα από μια αδυναμία μου, μια αδυναμία που έχει σχέση με το δέρμα, κι εσύ έχεις δέρμα σαν μικρό παιδάκι.

ΤΑΪ Ε, όχι!

ΤΖΕΗΝ Ναι, πρέπει να έχω κόλλημα με το δέρμα. Μάλλον ευθύνεται η καταγωγή σου από τις αγροτικές περιοχές του Νότου γι’ αυτό το πράγμα που έχεις πάνω σου και που είναι πολύ τρυφερό για να το πει κανείς δέρμα, περισσότερο είναι σαν πολύτιμο βελούδινο ύφασμα.

ΤΑΪ Τζέην, σε παρακαλώ, έλα εδώ και πάρε με αγκαλιά, ποτέ στη ζωή μου δεν πέρασα χειρότερη νύχτα.

ΤΖΕΗΝ Εγώ, ξέρεις…

ΤΑΪ Εσύ τι;

ΤΖΕΗΝ Εσύ γύρισες εδώ όταν είχε ξημερώσει και αμέσως έπεσες στο πάτωμα. Με κόπο κατάφερα να σε σύρω ως το κρεβάτι και να σε ξεντύσω, είδα τα αχόρταγα σημάδια από τα κραγιόν πάνω σου, και μετά εγώ έκανα ένα επείγον τηλεφώνημα.

ΤΑΪ Τι τηλεφώνημα;

ΤΖΕΗΝ Και μετά πακετάρισα τα προσωπικά σου πράγματα κι όλα τα άλλα πράγματα που έχεις φέρει εδώ τα έβαλα πάλι στα κουτιά τους. Κι εγώ δεν ξέρω τι έχεις μαζέψεις εδώ πέρα, είμαστε σαν την σπηλιά του Αλή Μπαμπά με τους σαράντα κλέφτες. Πέθανα για να τα μαζέψω όλα αυτά. Και μετά ήμουνα ιδρωμένη, έκανα μπάνιο και άλλαξα ρούχα. Και μετά πακετάρισα και τα δικά μου πράγματα.

ΤΑΪ Τα δικά σου πράγματα, μωρό μου;

ΤΖΕΗΝ Ναι, σήμερα έχουμε μετακόμιση, και οι δύο, αλλά καθένας θα πάει σε άλλο μέρος, «μωρό μου». Και είναι ήδη απόγευμα.

ΤΑΪ Κύττα, αν έχεις πρόβλημα, κράτα το παιδί. Εγώ είμαι εναντίον των εκτρώσεων.

ΤΖΕΗΝ Για ηθικούς λόγους;

ΤΑΪ Ναι, ακριβώς. Είσαι έγκυος. Μην κάνεις έκτρωση. Κράτα το παιδί, μωρό μου. Για το παιδί θα συμμαζευτώ.

ΤΖΕΗΝ Αποκλείεται, ούτε για μένα τό ’κανες αυτό.

ΤΑΪ Δώσ’ μου τα τσιγάρα, μωρό μου. Πρέπει να έχουν μείνει μερικά σε κάποια τσέπη.

ΤΖΕΗΝ (πετώντας του το παντελόνι του κι ένα φανταχτερό πουκάμισο) Πάρε τα ρούχα σου και ντύσου.

ΤΑΪ Όχι ακόμη, μωρό μου, είναι Κυριακή.

ΤΖΕΗΝ Το ξέρω και δεν μπόρεσα να πάω και στη Θεία Λειτουργία.

ΤΑΪ Δεν θα καείς στην κόλαση γι’ αυτό, μωρό μου.

ΤΖΕΗΝ Έχω όμως άλλα θέματα που με καίνε…

ΤΑΪ Πού είναι η Μπέρετ; Μ’ αρέσει να είναι η Μπέρετ εδώ όταν ξυπνάω.

ΤΖΕΗΝ Ούτε μιά γάτα δεν θα σε περιμένει δέκα, δώδεκα ώρες για να ξυπνήσεις μετά από βραδυνό μεθύσι. – Πώς είναι δυνατόν μιά κοπέλα μορφωμένη και με καλή ανατροφή να μπλέξει μ’ όλα αυτά – έχω αρχίσει να μιλάω μόνη μου.

ΤΑΪ Σ’ ακούω, μωρό μου, και σε βλέπω.

ΤΖΕΗΝ Όχι εμένα ολόκληρη, μόνον ό,τι απόμεινε. Δεν μιλάς σε μένα.

ΤΑΪ Ποιός άλλος είναι εδώ μέσα;

ΤΖΕΗΝ Εγώ! Η Τζέην! – Αναγνωρίζεις ό,τι απόμεινε από την Τζέην;

ΤΑΪ Αυτό που βλέπω είναι μια ωραία γυναίκα.

ΤΖΕΗΝ Λοιπόν – Σήκω και ντύσου.

ΤΑΪ Μωρό μου, δεν έχει ακόμη νυχτώσει. Αφού ξέρεις ότι τις Κυριακές ποτέ δεν ντύνομαι πριν νυχτώσει. Το έχω κανόνα.

ΤΖΕΗΝ Ναι, αλλά αυτό δεν είναι νόμος του κράτους και επιπλέον σήμερα –

ΤΑΪ Είναι ένας κανόνας που τον έχω σ’ όλη μου τη ζωή. Νομίζω άρχισε από τότε που ήμουνα μικρός επειδή δεν ήθελα να πηγαίνω στο κατηχητικό όταν μέναμε στο Φράϊαρς Πόϊντ του Μισσισσιππί.

ΤΖΕΗΝ (διακόπτοντάς τον) Έλεγα ότι σήμερα είναι η εξαίρεση. Πιές τον καφέ σου. Περιμένω κάποιον κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα.

ΤΑΪ Ποιός θα έρθει; Σχεδιαστής μόδας;

ΤΖΕΗΝ Όχι, αγοραστής, για να δει τα σχέδιά μου. Εγώ όπως τα βλέπω, δεν νομίζω ότι είναι τόσο καλά. Είχα μια μικρή ικανότητα στο σχέδιο, όχι ακριβώς ταλέντο, αλλά μού έφυγε κι αυτή, μού τέλειωσε, είμαι – ντύσου σε παρακαλώ, να είσαι ευπρεπής, για μιά φορά δώσε σημασία και στους άλλους εκτός απ’ τον εαυτό σου. Θα είναι μιά αλλαγή, θα αισθανθείς καλύτερα. – Θα ζοριστείς, αλλά μετά θα αισθανθείς καλύτερα…

ΤΑΪ Σου έχει κοπεί η ανάσα σαν σκυλί που έτρεξε ένα χιλιόμετρο.

ΤΖΕΗΝ Το ξέρω. Κι ας μην το δείχνω. Ζω σαν σε όνειρο. «Σαν σε όνειρο» – είναι η τελευταία φράση από την δεύτερη πράξη του « Γλάρου» , του Τσέχωφ. – Κάποτε έπαιξα την Νίνα. – «Είμαι γλάρος» – είχαν πει ότι ήμουνα καλή – πρέπει να έχω πυρετό – έτσι που μιλάω μόνη μου.

ΤΑΪ Σ’ ακούω, μωρό μου. Θα ήταν καλύτερο να συνέχιζες ηθοποιός, μωρό μου, με τέτοιο στυλ που έχεις και – τέτοια φωνή…

ΤΖΕΗΝ Είχα σκεφτεί ότι τα σχέδια για φορέματα ήταν πιό ήσυχη δουλειά, «μωρό μου». Και ηθικά λιγότερο διεφθαρμένη από το θέατρο. Κανένας παραγωγός ή ατζέντης δεν με έβαλε κάτω – αν και πολλοί προσπάθησαν. Μάλλον δεν θα πιστεύεις ότι κάποτε ήμουνα μια ηθική κοπέλα με ιδέες και κοινωνικές ανησυχίες, που σκέφτονταν τις ανισότητες – την αδικία – εσύ έχεις δει μόνον την κατάπτωσή μου σ’ αυτήν την –αφασι–απελπισί–α.

ΤΑΪ Αφασι-απελπισία, δεν την έχω ξανακούσει αυτή τη λέξη, μωρό μου.

ΤΖΕΗΝ Είναι δυό λέξεις μαζί, ακόμη χειρότερα από μία. – Μού φαίνεται έχω πυρετό. Τίποτα δεν μού πάει καλά. Με το μυαλό μου κάτι δεν πάει καλά. Αυτά τα σχέδια είναι η απόδειξη. (Αρχίζει να ξεκολλάει σχέδια της από την τοίχο και να τα σχίζει.) Κύττα εδώ! Η μέση από το φόρεμα κατεβασμένη στους γοφούς, φρίκη. Κύττα κι εμένα. Βραχιόλια, βροντάνε, χάντρες! Όλη η κακογουστιά! (Βγάζει τα βραχιόλια.)

ΤΑΪ Μωρό μου, μ’ αυτή τη ταραχή που έχεις, δεν μπορείς να δεις σήμερα τον αγοραστή.

ΤΖΕΗΝ (αργά και πικρά) Δεν πρόκειται ν’ αγοράσει τίποτα. Μόνον εμένα! – Προσπάθησα να πουλήσω σχέδια σ’ ένα περιοδικό, στο Μοντέρνα Μόδα – μού είπαν ότι είχε περάσει η σαιζόν, αλλά με ρώτησαν αν ενδιαφερόμουνα να είμαι μοντέλο σε μιά επίδειξη μόδας. – Χριστέ μου, ήξερα ότι μετά το πρώτο πέρασμα, θα σωριαζόμουνα κάτω! (Η γυναίκα βγάζει έναν μακρύ βαθύ αναστεναγμό. Παύση. Ο άντρας σκέφτεται κάτι.)

ΤΑΪ (αργά) Μωρό μου, θα τό ’λεγες ποτέ ότι το Κορίτσι Σαμπάνια το είχανε για σκυλοτροφή; Θα σκεφτόσουνα ότι αυτή τη κοπέλα, δεκαέξη ετών, την είχανε για να ταΐσει σκυλιά;

ΤΖΕΗΝ Έτσι λοιπόν εγώ αρνήθηκα – μού ’ρχονταν λιποθυμία – πήγα στο Μπλου Λαγκούν για ένα Μεταξά για να συνέλθω. Εκεί ήταν κι αυτός, όταν μπήκα. Πρέπει να με πέρασε για πουτάνα, μάλλον είχε δίκαιο. Με πήρε στο τραπέζι του και με παρουσίασε στην παρέα του. Señorita, αυτός είναι ο Señor τάδε, ο άλλος ο Señor τάδε, ο άλλος ο Señor τάδε – θα πάρετε σαμπάνια; Γιατί όχι; Μετά από το Μεταξά που ήπια, η γαλλική σαμπάνια με ενημέρωσε ότι έμενε στην προεδρική σουΐτα, στο Ρόϋαλ Όρλεανς, ότι ποτέ δεν τον είχε τραβήξει έτσι άλλη γυναίκα, muy, muy bonita. Προσπάθησε να μού βάλει στο χέρι ένα εκατοδόλλαρο, κι εγώ σαν χαζή το αρνήθηκα, αλλά πήρα την επαγγελματική του κάρτα, σαν λογικό άτομο. – Και σήμερα το μεσημέρι τού τηλεφώνησα.

ΤΑΪ Για ποιόν μιλάς τώρα;

ΤΖΕΗΝ Ο αγοραστής που περιμένω, ένας σοβαρός επιχειρηματίας από την Βραζιλία – που ενδιαφέρεται πραγματικά για το οικονομικό μου χάλι.

ΤΑΪ Σοβαρός επιχειρηματίας; Από τη λατινική αμερική; Ξέχασέ το, έλα στο κρεβάτι και θα σε ξεντύσω, μωρό μου, χρειάζεσαι ξεκούραση.

ΤΖΕΗΝ Η ιστορία με το κρεβάτι έχει τελειώσει μεταξύ μας. Δεν το πιστεύεις ότι μετακομίζουμε σήμερα; (Ο Τάϊ σηκώνεται παραπατώντας, πάει στο τραπέζι, πίνει μια γουλιά καφέ, έπειτα τής πιάνει το μπράτσο και τήν τραβάει προς το κρεβάτι.) Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι!

ΤΑΪ Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι!

Την ρίχνει στο κρεβάτι κι αρχίζει να την ξεντύνει. Εκείνη αντιστέκεται. Τελικά αυτός υπερισχύει. Καθώς τα φώτα σιγά-σιγά σβύνουν για το διάλλειμα, ακούγεται το «Fly a-way! Sweet Kentucky Baby-bay. Fly, away…”

Ένα μικρό διάλλειμα

Η Τζέην κλαίει με αναφιλητά, γυμνή, στο κρεβάτι. Ο Τάϊ στρίβει ένα τσιγαριλίκι, κάθεται στο τραπέζι, κυττάει την Τζέην με απορία.

ΤΑΪ Θες μιά ρουφηξιά, μωρό μου. (Η Τζέην δεν δίνει σημασία.) – Χριστέ μου, για ποιό λόγο κλαις τώρα; Πριν από λίγο δεν σε έκανα ευτυχισμένη; Κι εσύ κλαις σαν να πέθανε η μάνα σου.

ΤΖΕΗΝ (με σπασμένη φωνή) Με βίασες, βρωμόσκυλο – αυτό ακριβώς έκανες, με βίασες.

ΤΑΪ Το ήθελες.

ΤΖΕΗΝ ΔΕΝ ΤΟ ΗΘΕΛΑ.

ΤΑΪ Σίγουρα το ήθελες. Είχες οργασμό.

ΤΖΕΗΝ (σηκώνεται σιγά-σιγά) Αυτό μού συμβαίνει και να μην το θέλω, ακόμη κι αν –

ΤΑΪ Έλα τώρα, τό ’χω κάνει με γκόμενες που ήταν σαν ξυλάγγουρα, μαλακίες.

ΤΖΕΗΝ Ωραίο λεξιλόγιο…

ΤΑΪ Ξέρεις τι εννοώ, το κάναμε κι αυτές ήταν σαν να μην κάναμε τίποτα. (Την πλησιάζει.) Αγάπη μου, έχεις μαύρα σημάδια κάτω από τα μάτια σου.

ΤΖΕΗΝ Με φίλησαν μαύρα πουλιά χθες βράδυ. Έτσι δεν λένε για τα μαύρα σημάδια κάτω από τα μάτια; (Αυτός κάθεται δίπλα της και μαλακά τραβάει την κουβέρτα πάνω στο γυμνό στήθος της, σκύβει και τής φιλάει τα μάτια.) Τάϊ, δεν είμαι πουτάνα. Δεν είμαι μιά φημισμένη πουτάνα του Παρισιού – ούτε φυματικιά, ούτε εσύ είσαι ο Αρμάνδος, – καταφέρνω να είμαι μιά κυρία! Ξεπεσμένη, αλλά πάντως κυρία, όχι πουτάνα.

ΤΑΪ Οι πουτάνες πληρώνονται, μωρό μου, εγώ δεν πλήρωσα ποτέ. (Χαμογελάει.) Μάλιστα μερικές φορές με πλήρωσαν.

ΤΖΕΗΝ Σιγά τον γαμιά! Τώρα μιλάω όπως μιλάς κι εσύ. Έτσι μιλάει κι αυτή όταν σε πασαλείφει με κραγιόν, όταν τής βάζεις χέρι; Και ξέρω ότι το κάνεις αυτό, συνέχεια, στα διαλλείματα του στριπτήζ, για να την κρατάς σε ενέργεια και να μην τής πέφτει η σιλικόνη.

ΤΑΪ Για ποιά μιλάς τώρα;

ΤΖΕΗΝ Αυτή που έχει πρώτο το όνομά της στη μαρκίζα του στριπτηζάδικου, το Κορίτσι Σαμπάνια.

ΤΑΪ (βαριά) Δεν είναι πιά στο μαγαζί.

ΤΖΕΗΝ Μπα, η πρώτη φίρμα έφυγε από το μαγαζί;

ΤΑΪ Αγάπη μου, το Κορίτσι Σαμπάνια πέθανε, δεν έφυγε από το μαγαζί.

ΤΖΕΗΝ Μιλάς σοβαρά ότι πέθανε ή – αυτή η καυτή γυναίκα;

ΤΑΪ Μη κάνεις πλάκα, δεν είναι για πλάκα.

ΤΖΕΗΝ Εννοείς ότι πραγματικά –

ΤΑΪ Ναι. Πραγματικά. Πέθανε.

ΤΖΕΗΝ Συγνώμη.

ΤΑΪ (προσπαθεί να φορέσει το μποξεράκι του) Εγώ δεν τής έκανα τίποτα, οι άλλοι το κάνανε, ο Φατ Τσάρλυ και οι λούπος του. Αυτός είναι το πραγματικό αφεντικό στο μαγαζί, το ελέγχει η τοπική μαφία. Σου έχω πει για τον Φατ Τσάρλυ, είναι ο αρχηγός στην τοπική μαφία. Αυτός την έπιασε προχτές βράδυ. Απ’ ό,τι φαίνεται το Κορίτσι Σαμπάνια, ήταν λεσβία, και τα είχε με την Έντνα, μιά ψηλή, γεμάτη που περπατάει σαν παλαιστής. Η Έντνα λειτουργούσε ένα ινστιτούτο μασάζ. Νοίκιασε για την Σαμπάνια ένα σπίτι και την είχε εκεί μη στάξει κι μη βρέξει. Οι άνθρωποι του Φατ Τσάρλυ είχανε μπει πολλές φορές ξαφνικά στο ινστιτούτο της Έντνας και πιάνανε τους πελάτες στα πράσα και τους εκβιάζανε και τους πέρνανε λεφτά. Κάποια στιγμή η Έντνα είπε δεν πάει άλλο γαμώτο, και έφυγε από ’δώ κι άνοιξε ινστιτούτο στο Σαν Φραντζίσκο. Και θα πήγαινε και η Σαμπάνια μαζί της. Ο Φατ Τσάρλυ της είπε όχι, αλλά η Σαμπάνια επέμενε ναι, σαν να μην ήξερε ότι άμα πεις όχι στον Φατ Τσάρλυ, την άλλη στιγμή θα πεις ναι. Και τώρα μάλλον κατέληξε σε κανένα ψυγείο.

ΤΖΕΗΝ Αυτό τώρα είναι πάλι απ’ αυτές της ιστορίες φρίκης που μού αραδιάζεις –

ΤΑΪ Η Σαμπάνια έχει πεθάνει, πραγματικά έχει πεθάνει, έχει πεθάνει εντελώς και γι’ αυτό χρειαζόμουνα πρέζα χθες βράδυ για να βγάλω τη νύχτα. Την έπιασαν τα λούπος του Φατ Τσάρλυ προχθές βράδυ μες στο σπίτι που τής είχε νοικιάσει η Έντνα. Ξέρεις τώρα τι είναι τα λούπος;

ΤΖΕΗΝ (ανέκφραστα) Τα λούπος;

ΤΑΪ Τα λούπος είναι κάτι μεγάλα μαύρα βελγικά τσομπανόσκυλα πολύ επιθετικά. Ο Φατ Τσάρλυ έχει τρία τέτοια κι όταν κάνει περιπολίες τη νύχτα, τα βάζει στη πίσω θέση απ’ το αυτοκίνητό του, και αυτά έχουν ανοιχτά τα στόματα και φαίνονται τα δόντια τους και γυαλίζουν τα μαύρα μάτια τους. Προχθές βράδυ τα αμόλησε στο διαμέρισμα που έμενε η Σαμπάνια και την έφαγαν. Τής ξεκόλλησαν τα βυζιά της, της έφαγαν το κώλο της, το τέτοιο της, όλα! Βέβαια αυτό που έχει κυκλοφορήσει είναι διαφορετικό. Είπανε ότι η Σαμπάνια είχε βάλει σπίτι έναν διεστραμμένο πελάτη που την σκότωσε και την έφαγε, αλλά η Έντνα ξέρει ότι την έφαγαν τα σκυλιά του Φατ Τσάρλυ, μέσα στην κρεβατοκάμαρά με τον καθρέφτη στο ταβάνι και τα σατέν σεντόνια. Αυτά, λοιπόν, με το πρώτο όνομα στη μαρκίζα. Ξέρεις τι λέει ο Φατ Τσάρλυ όταν καθαρίζει κάποιον; Λέει ότι ο τάδε ή η τάδε «πήγε στην Ισπανία». Έτσι μού είπε και χτες βράδυ, άμα ρωτάει ο κόσμος πού είναι η Σαμπάνια, να λες ότι πήγε στην Ισπανία. – Ήταν γλυκιά κοπέλα, κατάγονταν από την Μπογκαλούσα.

ΤΖΕΗΝ Σε παρακαλώ – μη συνεχίζεις άλλο.

ΤΑΪ Όταν έπινε σαμπάνια, όλο της το σώμα έπαιρνε ένα πολύ ωραίο χρώμα, δεν χρειάζονταν μεϊκ-απ. Και δεν είχε ούτε ένα σημάδι σ’ όλο της το σώμα. Κι έπρεπε αυτή η κοπέλα να γίνει σκυλοτροφή; Σε ρωτάω, για σκυλοτροφή ήταν αυτή η κοπέλα; Αυτά τα σκυλιά έφαγαν σώμα και αίμα σαν να ήταν ο μυστικός δείπνος.

ΤΖΕΗΝ Προσπαθώ ν’ ανοίξω την πόρτα κι έχει μαγκώσει. Έχω αναγούλα. Τάϊ! ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ!

ΤΑΪ Θα βγεις έτσι γυμνή έξω; Είναι ακόμη μέρα.

ΤΖΕΗΝ Θα κάνω εμέτο και θέλω καθαρό αέρα! (Πηγαίνει προς την πόρτα, κρατιέται από τα έπιπλα, τελικά ανοίγει την πόρτα με βία και βγαίνει στον διάδρομο.)

ΤΑΪ Μωρό μου, έλα μέσα! (Την ξαναφέρνει μέσα στο δωμάτιο.)

ΤΖΕΗΝ Δεν με βαστούν τα πόδια μου. Άσε με να καθήσω.

ΤΑΪ Πάρε λίγο χόρτο.

ΤΖΕΗΝ Γιατί μού λες όλες αυτές τις φριχτές ιστορίες;

ΤΑΪ (μαλακά) Μωρό μου, εσύ άρχισες την συζήτηση, με ρώτησες γι’ αυτήν, εγώ δεν είχα σκοπό να σού έλεγα. Να σε βάλω στο κρεβάτι;

ΤΑΪ Στην καρέκλα.

ΤΑΪ Θα πάρεις μια ρουφηξιά;

ΤΖΕΗΝ Καφέ θέλω.

ΤΑΪ Κρύωσε.

ΤΖΕΗΝ Ας κρύωσε. Δώσ’ μου.

(Ο Τάϊ τής γεμίζει μιά κούπα και τής την βάζει στο χέρι της που τρέμει. Τής σηκώνει το χέρι και της βάζει την κούπα στα χείλη της, καθώς στέκεται πίσω της. Αφήνει το χέρι του να κυλίσει πάνω στο στήθος της. Αυτή βγάζει αναφιλητό και απομακρύνει το χέρι του.)

ΤΖΕΗΝ Γιατί είσαι ακόμη εδώ;

ΤΑΪ Μωρό μου, γιατί είσαι εσύ εδώ. (Εκείνη κουνάει το κεφάλι της.) Εδώ δεν είσαι;

ΤΖΕΗΝ Όχι, πιά. Πρέπει – να ντυθώ. (Ντύνεται με βιαστικές, άτσαλες κινήσεις. Αυτός παρακολουθεί σιωπηλά.) Κι εσύ πρέπει να ντυθείς. Σού είπα ότι περιμένω μια πολύ σπουδαία επίσκεψη. Το ξέχασες;

ΤΑΪ Α, αυτός ο μαλάκας ο αγοραστής. Δεν νομίζω να έχει πρόβλημα με μένα. Εγώ μάλιστα θα τού πω καλά λόγια για τα σχέδιά σου. Θα τον καταφέρω, μωρό μου. Θα τού πω, κύττα πόσο κομψά είναι αυτά τα σχέδια, σαν την ίδια, κύττα πόσο κομψή είναι!

ΤΖΕΗΝ Κομψή, και θα σού ’λεγα ’γώ. Ούτε να ντυθώ δεν μπορώ. Αχ, θά ’θελα να πεθάνω! – Όχι, κι αυτό ψέμα είναι, δεν θέλω!

ΤΑΪ Μωρό μου, δεν μπορείς έτσι που είσαι να κάνεις διαπραγματεύσεις για σχέδια μόδας. Ξάπλωσε να ξεκουραστείς.

ΤΖΕΗΝ Σού είπα ότι δεν είναι αγοραστής για σχέδια μόδας, είναι επιχειρηματίας από την Βραζιλία.

ΤΑΪ (έτοιμος να ανάψει) Μωρό μου, έχεις αρχίσει πάρε-δώσε με επιχειρηματίες πίσω από την πλάτη μου;

ΤΖΕΗΝ Εδώ είναι ο λογαριασμός μου από την τράπεζα. Ήδη έχω μια ακάλυπτη επιταγή. Ο δικός σου ο λογαριασμός τι λέει;

ΤΑΪ Ο Σμόκι θα μού δώσει τα μισά λεφτά από –

ΤΖΕΗΝ Απ’ όλα αυτά τα κλοπιμαία που είναι εδώ μέσα;

ΤΑΪ Μόλις βρει κάπου να τα δώσει.

ΤΖΕΗΝ Σε τρώει ο κώλος σου για να μπεις στη φυλακή. Τάϊ, η κατάσταση δεν πάει άλλο και για τους δυό μας – κατάλαβέ το.

ΤΑΪ Δεν θα με παρατήσεις τώρα.

ΤΖΕΗΝ Δεν έχω πουθενά να ζητήσω βοήθεια, εχτός απ’ το Θεό, του οποίου το τηλέφωνο είναι κομμένο και εχτός απ’ αυτόν τον προστάτη που τον έστειλε ο Θεός.

ΤΑΪ Αυτόν απ’ τη Βραζιλία, ε; Θα φοράει και σομπρέρο; Και θα μ’ αφήσεις γι’ αυτόν;

ΤΖΕΗΝ Πρέπει κάποτε να ωριμάσεις και να καταλάβεις. Έστω μιά φορά. Ντύσου τώρα. Σε λίγο θα έρθει. Παρά τα ελαττώματά σου, κανένας άλλος στην ζωή μου δεν με άγγιξε όπως εσύ, κι ούτε πρόκειται ποτέ. Όμως, Τάϊ, περίμενα ότι θα μεγάλωνες, αλλά εσύ αρνήθηκες να μεγαλώσεις. Νόμιζα ότι ήσουνα μια ευγενική ψυχή που είχε μπλέξει με τον υπόκοσμο και ότι θα ξέφευγες απ’ αυτά.

ΤΑΪ Ό,τι και να νόμιζες για μένα, εγώ πάντως σε θεωρούσα ανοιχτόκαρδη, καθωσπρέπει.

ΤΖΕΗΝ Έλα τώρα, μη μού κάνεις τον – «καθωσπρέπει»; Μα είναι χαζό να τα λες όλα αυτά. –Συγνώμη, ας μην τσακωθούμε, – Τάϊ; Όταν αρχίσαμε την ιστορία μας, δεν είχαμε σκοπό να μείνουμε μαζί για πολύ καιρό, θα ήταν αστείο κάτι τέτοιο και για τους δυό μας, και δεν είχε και νόημα και δεν είμαστε ανόητοι, κι εσύ κι εγώ έχουμε και αρκετό μυαλό και αρκετές εμπειρίες για να – Αυτός είναι, ακούω τα βήματα στη σκάλα.

ΤΑΪ Εσύ μπες στην τουαλέτα και θα τού ’ξηγηθώ εγώ χωρίς πολλά λόγια.

(Εκείνη τού βάζει τα ρούχα του στα χέρια του. Αυτός τα πετάει θυμωμένα κάτω.)

ΤΑΪ Εντάξει;

Διάλλειμα

ΤΖΕΗΝ Γιατί το έκανες αυτό;

ΤΑΪ Τι έκανα; Τού άνοιξα την πόρτα, μπήκε μέσα και τότε αυτός και μάς είδε –

ΤΖΕΗΝ Και με φώναξε –

ΤΑΪ «Puta!» – τη ξέρω αυτή τη λέξη, είναι στα ισπανικά η πουτάνα. Κι εγώ τού ρίχνω μιά μπουνιά στη κοιλιά και κάνει αυτός «ωχ», και τού ρίχνω άλλη μιά, και κάνει αυτός πάλι «ωχ» και πάει προς τα πίσω και κατεβαίνει τη σκάλα με τον κώλο. Κι εσύ ήθελες να πας να δεις μήπως χτύπησε. Ευτυχώς σε κράτησα και κλείδωσα τη πόρτα. Κι άρχισε αυτός, κάτω στο δρόμο, να φωνάζει «Policia!». Αλλά ήμουνα ήρεμος, ε; Έστριψα μετά ήσυχα τσιγαριλίκι, σαν να μην έγινε τίποτα. Κι εσύ έβαλες ένα ποτήρι Μεταξά.

ΤΖΕΗΝ Κι εσύ γιατί βγήκες στο παράθυρο και φώναζες «Βίβα Τσε!»;

ΤΑΪ Βίβα Τσε Γκεβάρα! Κι αυτός ο μπανάνας, όχι, λάθος, αυτός ο καφές από τη Βραζιλία φώναζε από κάτω «Muerto, muerto, chinga su madre!». Και του λέω «Βίβα Τσε, θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια, muerto, μαλάκα».

ΤΖΕΗΝ Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι ήξερες ότι υπήρχε κάποιος που λέγονταν Τσέ Γκεβάρα. Εγώ ήξερα βέβαια, γιατί όταν ζούσα στη Νέα Υόρκη ήμουνα ένα διάστημα στο Κίνημα.

ΤΑΪ Μωρό μου, υπάρχουν πολλά πράγματα που ποτέ δεν έμαθες για μένα.

ΤΖΕΗΝ Υποθέτω ότι –

ΤΑΪ (μ’ έναν δικό του λυρισμό) Υποθέτεις ότι σωστά έγινε έτσι. Ποτέ δεν σού έκανα ερωτήσεις, ούτε κι εσύ έκανες, ο καθένας μας δέχονταν τον άλλον μέχρι αυτή την Κυριακή σήμερα που το μωράκι μου επέμενε να γίνει το δικό του κι ήρθαν τα πάνω κάτω. Ευτυχώς που δεν ήρθε η αστυνομία.

Ο Τάϊ καπνίζει τσιγαριλίκι. Η Τζέην παίρνει μια ρουφιξιά και βήχει. Ο Τάϊ την παρατηρεί επίμονα, εκείνη αποστρέφει το πρόσωπό της. Ο Τάϊ πάει από την άλλη πλευρά για να την κυττάξει, εκείνη πάλι αποστρέφει το πρόσωπό της και κλαίει χωρίς να ακούγεται.

ΤΑΪ Τζέην, έχεις αδυνατήσει, ε;

ΤΖΕΗΝ Ναι;

ΤΑΪ Πόσα κιλά έχεις χάσει;

ΤΖΕΗΝ Δεν ξέρω – ή μάλλον –

ΤΑΪ Μερικές φορές περπατάς ένα τετράγωνο και μετά δεν μπορείς να περπατήσεις άλλο. (Παύση)

ΤΖΕΗΝ Είμαι φτιαγμένη για να πηγαίνω με ταξί. Με λιμουζίνες – κι όλα αυτά εσύ τα κατάστρεψες.

ΤΑΪ Κοφ’ τη πλάκα, μωρό μου. Να μιλήσουμε σοβαρά. (Παύση. Εκείνη απλώνει το χέρι της. ) Μιά ρουφιξιά; (Εκείνη κάνει νεύμα με το κεφάλι της και παίρνει μιά ρουφιξιά από το τσιγάρο του.) Λοιπόν;

ΤΖΕΗΝ Δεν μου φαίνεται και πολύ πιθανό να αυξηθεί αρκετά ο τραπεζικός μου λογαριασμός απ’ αυτόν τον βραζιλιάνο. Ο δικός σου ο λογαριασμός πώς είναι; Ας πάρουμε την περίπτωση που μάς έρχονται μεγάλα έξοδα στο νοσοκομείο και για πολύ καιρό. Ούτε εσύ, ούτε εγώ έχουμε ασφάλιση. Εσύ έχεις λεφτά για τέτοια έξοδα στο νοσοκομείο και για πολύ καιρό;

ΤΑΪ Δεν καταλαβαίνω, ποιός να βρεθεί στο νοσοκομείο;

ΤΖΕΗΝ Λοιπόν, εάν σ’ ενδιαφέρει, δεν έχω χάσει βάρος μόνο τώρα τελευταία. Χάνω βάρος εδώ κι ένα χρόνο, από τότε που ήμουνα στη Νέα Υόρκη. Πήγα σ’ έναν γιατρό και μού έδωσε να κάνω εξετάσεις αίματος. Όταν τού τίς πήγα, δεν μού έλεγε ακριβώς τι είχα. Εν τω μεταξύ εγώ ήταν να ταξιδέψω για Παρίσι και Ρώμη για να δω τις επιδείξεις μόδας. Και τού λέω τού γιατρού, σάς παρακαλώ, γράψτε μου σ’ ένα χαρτί τι ακριβώς έχω, ώστε αν αρρωστήσω στο εξωτερικό, να ξέρω τι να πω. Τον είχα καρφώσει με τα μάτια, τελικά αυτός έγραψε ένα χαρτί. Τώρα δεν θυμάμαι πώς το λέγανε αυτό, είναι κάποια αρρώστια με το αίμα που στη δικιά μου ηλικία προχωράει γρήγορα και δεν υπάρχει θεραπεία. – Όταν σε γνώρισα νόμισα ότι είχα βελτίωση. Ότι είχα ξεφύγει οριστικά. Ω Θεέ μου, τι ζευγάρι είμαστε, εσύ κι εγώ. – Για δες. – Σαν να σταμάτησε ο κόσμος και γύρισε πίσω – μήνες τώρα! (Εκείνη κινείται ταραγμένη, εκείνος την πιάνει από τους ώμους.) Και μετά… πάλι…

ΤΑΪ Τι;

ΤΖΕΗΝ Μετά ξανάρχισε αυτή η αβάσταχτη κούραση. Πήγα πάλι σε γιατρό και οι εξετάσεις έδειξαν ότι είναι ακόμη χειρότερα το αίμα, είναι σχεδόν στο χειρότερο σημείο. (Παύση) Αυτή είναι η κατάσταση. Είσαι εντάξει τώρα; (Εκείνη τον κυττάζει, αυτός αποστρέφει το πρόσωπό του. Εκείνη τον πλησιάζει και κυττάζει το πρόσωπό του. Αυτός το αποστρέφει. Εκείνη πιάνει το πρόσωπό του με τα χέρια του. Τον αναγκάζει να τής δείξει το πρόσωπό του που κλαίει.) Την αλήθεια πες μου. (Αυτός κυττάζει κάτω. Ακούγεται ένα γρατσούνισμα στην πόρτα.) Αυτή είναι η Μπέρετ, άσ’ την να μπει μέσα. Δεν είναι ωραίο που οι γάτες εξαφανίζονται και μετά επιστρέφουν; – Δεν χρειάζεται να ανησυχείς γι’ αυτές. Είναι τόσο διαφορετικές από τους ανθρώπους. (Αυτός ανοίγει την πορτά. Μιά αόρατη γάτα μπαίνει, νιαουρίζοντας.) Δώσ’ της να φάει. Άνοιξε μιά κονσέρβα με σκουμπρί – είναι το αγαπημένο της φαγητό… (Αυτός ανοίγει μια κονσέρβα με φαγητό για γάτες και την βάζει στο πάτωμα. Χαϊδεύει λίγο την αόρατη γάτα, έπειτα παίρνει τα ρούχα του από το πάτωμα.)

ΤΑΪ (μαλακά) Τζέην, έχει νυχτώσει, πρέπει να ντυθώ τώρα, μωρό μου.

ΤΖΕΗΝ Το ξέρω.

ΤΑΪ Μόνο πέντε τάξεις πήγα σχολείο και δεν έχω κάνει τίποτα άλλο σπουδαίο.

ΤΖΕΗΝ Ξέρω.

ΤΑΪ Ούτε έμαθα κάποια δουλειά – ούτε τίποτα εκτός –

ΤΖΕΗΝ Δεν έπρεπε να σού έλεγα τίποτα, απλά να έφευγα. Αυτοί οι βραζιλιάνοι είναι συναισθηματικοί, ξέρεις. Θα μπορούσα να τού έλεγα κατ’ ευθείαν ότι είμαι ετοιμοθάνατη κι αυτός θα με πήγαινε στο καλύτερο νοσοκομείο, πρώτη θέση. – Και κάθε μέρα φρέσκα λουλούδια στο δωμάτιό μου. Εσύ θα είχες ειδική άδεια να με έβλεπες. Θα σε σύσταινα σαν παιδικό μου φίλο από το Φράϊαρς Πόϊντ του Μισσισσιππή, θα το πίστευε, είναι αγαθιάρης. (Σύντομο υστερικό γέλιο.) Θα σού’ κανε και κανένα δώρο, κανένα χρυσό, ελβετικό ρολόϊ, με δεκαοχτώ ρουμπίνια.

ΤΑΪ Μωρό μου, ένα να μιλήσουμε σοβαρά. Πρέπει να μιλάμε σοβαρά. Δεν χρειάζεται να σε πιάνει πανικός.

ΤΖΕΗΝ Δηλαδή;

ΤΑΪ Τουλάχιστον όταν είσαι μαζί μου.

ΤΖΕΗΝ Μάλιστα. – Μπορείς να μού προσφέρεις άλλη μιά βελτίωση, μιά που να κρατήσει; Κι άμα δεν κρατήσει, να με βάλεις σ’ ένα ακριβό νοσοκομείο, στη πρώτη θέση;

ΤΑΪ Αυτό είναι που θες, ακριβό νοσοκομείο, πρώτη θέση ή εμένα εδώ στη σοφίτα;

ΤΖΕΗΝ Ή εσένα με τα κορίτσια του στριπτήζ…

ΤΑΪ Μωρό μου, κόφ’ το τώρα. Και όχι πανικός. Νύχτωσε, ντύνομαι.

ΤΖΕΗΝ Και ανέβασε το φερμουάρ, εχτός αν είσαι κι εσύ στο θέαμα τώρα.

(Παύση. Αυτός ξαφνικά την πλησιάζει και την φιλάει δυνατά, απομακρύνει το κεφάλι του και την κυττάει στα μάτια. Εκείνη χαμογελάει, του ανεβάζει το φερμουάρ και αγγίζει το πρόσωπό του και τον λαιμό του με δάχτυλα που τρέμουν.)

ΤΑΪ Αγάπη μου…

ΤΖΕΗΝ Ωραία λέξη το «αγάπη μου», αλλά έχει περάσει ο καιρός, Τάϊ.

ΤΑΪ Έχουμε πολύ καιρό μπροστά μας. – Δεν μ’ αρέσει να σ’ αφήνω μόνη.

ΤΖΕΗΝ Δεν είμαι μόνη. Είναι κι η γάτα εδώ. Είναι μια καλή παρέα σε μια γκαρσονιέρα, στη σοφίτα. – Η Νέα Ορλεάνη είναι χτισμένη πιό κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Τις νύχτες εκείνα τα γκριζόασπρα σύννεφα σαν βαμπάκι έρχονται τόσο κοντά στις στέγες τις Παλιάς Συνοικίας που άμα ανοίξεις το παράθυρο, μπορείς να τ’ αγγίξεις και τότε κολλάνε στα δάχτυλά σου μικρά κομμάτια σαν τα τούφες από μαλλί της γριάς…

ΤΑΪ Λοιπόν, άκου. Μετά τη δουλειά, θα φέρω πίτσα κι ένα μπουκάλι κρασί και θα ανάψουμε κεριά. Ε; Τώρα ξεκουράσου.

ΤΖΕΗΝ Όμως Τάϊ!

ΤΑΪ Τι, μωρό μου;

ΤΖΕΗΝ Όμως δεν είναι θράσος μου, δεν είναι αλαζονεία, να σκέφτομαι ότι μόνον εγώ, η Τζέην, απ’ όλους τους ανθρώπους, δεν φοβάμαι να πω τη λέξη! – Θάνατος.

Ο Τάϊ φεύγει.

ΤΖΕΗΝ Τώρα τι είμαι; – Μόνη. (Παίρνει αγκαλιά την γάτα.) Όχι, έχω την Μπέρετ.

αυλαία