μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Καπνός
Smoke
ένα θεατρικό έργο του 1993 του συγγραφέα από τις ΗΠΑ Ροντ Γούντεν Rod Wooden
Ροντ Γούντεν Rod Wooden
Ροντ Γούντεν
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Η μετάφραση έγινε από το αγγλικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση του 1996, του οίκου Harwood Academic Publishers.
Το έργο αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα τα οποία συνέβησαν το 1549 στην κομητεία Νόρφολκ της Αγγλίας. Οι χωρικοί εξεγέρθησαν εναντίον των γαιοκτημόνων οι οποίοι θέλησαν να υφαρπάσουν τα χωράφια τους βάζοντας φράχτες. Αρχηγός της εξεγέρσεως ήταν ο Ρόμπερτ Κεττ ο οποίος ήταν επιστάτης σε κτήματα των γαιοκτημόνων και ο οποίος αρχικώς είχε σταλεί εναντίον των χωρικών, αλλά τελικώς πήγε με το μέρος τους. Μετά από αρχικές επιτυχίες η εξέγερση κατεπνίγει και ο Κεττ καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Τα γεγονότα αυτά είναι γνωστά στην αγγλική ιστορία ως «η εξέγερση του Κεττ» (Kett's Rebellion).
Ροντ Γούντεν
Καπνός
(πρωτότυπος τίτλος Smoke)
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Βόλος, Μάρτιος 2007
Το έργο διαδραματίζεται στο Νόρφολκ το 1549. Μιά εποχή πίκρας, μεγάλου πλούτου και πείνας.
Το έργο έχει γραφεί για στρογγυλή σκηνή. Εάν παιχτεί σε ιταλικού τύπου σκηνή, πρέπει να σπάσει ο διαχωρισμός μεταξύ σκηνής και πλατείας και ένα μέρος της δράσεως να μεταφερθεί στην πλατεία.
Οι παύσεις στα λόγια του ίδιου ηθοποιού σημειώνονται με / για παύση μιάς στιγμής και // για μεγαλύτερη παύση. Οι παύσεις στα λόγια μεταξύ διαφορετικών ηθοποιών σημειώνονται με την λέξη «παύση».
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΣΕΒΕΡΑΛ, ένας ηθοποιός
ΣΥΜΟΝΤ, ο βοηθός του
ΟΥΪΛΣ, μία προφήτης
ΥΣΟΝΤ, ένας απατεώνας
ΑΝΙΕΣ, μιά προαγωγός πορνών
ΓΚΡΕΤΑ, μιά γυναίκα του δρόμου
ΤΖΙΓΚ, ένα αλητόπαιδο
ΟΥΑΪΑΝΤ, ένας τυχοδιώκτης μοναχός
ΓΙΑΛΟΠ, ένας αποταγμένος στρατιώτης
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ, ένας ζητιάνος
ΜΑΟΥ, ένας αφελής
ΚΙΤΤΛ, μιά φουρνάρισσα
Ο ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑΣ
ΓΙΑΞΛΥ, ένας παλικαράς
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ, ένας φρουρός
ΤΖΑΚΕΡ, μία φρουρός
ΚΛΟΚ, ένας κλέφτης
ΧΑΚ, μία κλέφτρα
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ
Ο ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Ο ΛΕΠΡΟΣ
Το έργο έχει γραφεί για θίασο δώδεκα ηθοποιών, επτά ανδρών και πέντε γυναικών. Ο καθένας από τους πρώτους επτά ρόλους στην ανωτέρω κατάσταση πρέπει να παιχτεί από ξεχωριστό άτομο. Για τους υπόλοιπους ρόλους, από ένα άτομο μπορούν να παιχτούν οι ακόλουθοι συνδυασμοί:
ΟΥΑΪΑΝΤ / ΓΙΑΞΛΥ / ΚΛΟΚ
ΓΙΑΛΟΠ / ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ / ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ / ΛΕΠΡΟΣ
ΚΙΤΤΛ / ΤΖΑΚΕΡ / ΧΑΚ
ΜΑΟΥ / Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ / Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ
Ο ρόλος του ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑ μπορεί να παιχτεί είτε από τον ηθοποιό που παίζει τον ΓΙΑΛΟΠ, είτε από αυτόν που παίζει τον ΜΑΟΥ.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΡΌΛΩΝ ΚΑΙ ΡΟΥΧΑ
ΣΕΒΕΡΑΛ πλανόδιος ηθοποιός, σαραντάρης. Δυνατή φωνή στο τραγούδι, παίζει τύμπανο. Φοράει πιό περίεργα ρούχα από τους άλλους που δείχνουν το επάγγελμά του.
ΣΥΜΟΝΤ Εικοσάρης. Ονειροπόλος, αργεί να ξυπνήσει.
ΟΥΪΛΣ Σαράντα ετών. Αντρογύναικα - κοντά μαλλιά, ντύνεται σαν άντρας από την σκηνή δύο και μετά. Έχει κάτι το αλλόκοτο πάνω της.
ΥΣΟΝΤ Τριαντάρης, αθλητικός. Φοράει πιο σκούρα ρούχα από τους άλλους και γάντια.
ΑΝΙΕΣ Σαραντάρα, μεγαλόσωμη. Καταφερτζού.
ΓΚΡΕΤΑ Εικοσάρα. Κουβαλάει έναν μπόγο (μιά κουβέρτα διπλωμένη) στην διάρκεια των πρώτων σκηνών. Έχει μιά εσωτερική λύπη που μερικές φορές εκφράζεται ως θυμός.
ΤΖΙΓΚ Εικοσάρης. Γεμάτος νεύρο και δύναμη. Μερικές φορές στέκεται με το ένα πόδι σηκωμένο σαν έτοιμος να χορέψει. Παίζει πίπιζα. Άλλος ένας καταφερτζής.
ΟΥΑΪΑΝΤ Ένας κοντός, με δυνατό σώμα, σαραντάρης. Μελαγχολικός. Φοράει ένα απλό ρούχο.
ΓΙΑΛΟΠ Σαραντάρης. Γεροδεμένος. Επαγγελματίας στρατιώτης.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Τριαντάρης. Πανέξυπνος, αλλά νευρικός.
ΜΑΟΥ Δεν μοιάζει ούτε με νέο, ούτε με γέρο. Μερικές φορές έχει βραδυγλωσσία.
ΤΖΑΚΕΡ Τριαντάρα. Μια δυναμική, τίμια γυναίκα.
ΓΙΑΞΛΥ Σαραντάρης. Ένας έξυπνος, ζωηρός άντρας.
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Σαραντάρης. Δυνατός, αξιόπιστος.
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Γενειοφόρος, φοράει έναν μανδύα. Είναι χαρισματικός.
ΚΛΟΚ Πονηρός
ΧΑΚ Ακόμη πιο πονηρή
Ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ Μακρύς μανδύας μέχρι το έδαφος. Τσέπες γεμάτες με γυναικεία παπούτσια. Ο πιο πονηρός.
Ο ΛΕΠΡΟΣ Μιά απλή ψυχή, αλλά με ένα εσωτερικό φως.
-- Σπαθιά έχουν οι ΥΣΟΝΤ, ΓΙΑΛΟΠ και ο ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ. Όλοι οι άλλοι είναι άοπλοι, εκτός εάν υπάρχει άλλη ένδειξη.
-- Όλοι τα πρόσωπα πρέπει να είναι λεπτοί - ακόμη και κοκκαλιάρηδες - εχτός από τους ΑΝΙΕΣ, ΓΙΑΛΟΠ, ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ, ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟ ΑΝΘΡΩΠΟ.
-- Συστήνεται να παιχτεί το έργο από πολυφυλετικό θίασο, με τουλάχιστον τρεις μαύρους ηθοποιούς.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ: ΜΕΡΕΣ ΜΑΛΛΙΟΥ
Ο ήχος του ανέμου.
Ένα χωράφι, απόγευμα.
Μια καλύβα που καίγεται. Δίπλα στην εξώθυρα τρία ζεύγη παπουτσιών, ένα μεγάλο μέγεθος, δυό μικρότερα. Γονατισμένη δίπλα τους μιά γυναίκα, η ΟΥΪΛΣ.
ΟΥΪΛΣ (Αγγίζοντας τα παπούτσια) Αγόρι, αγόρι, άντρας. Σ’ αυτό το ασφαλές μέρος. Μέχρι.
(Σηκώνεται) Μέχρι τη μέρα που αυτοί ήρθαν και είπαν: Αυτά είναι τα δικά σας χτήματά; Και δικά μας και όλων, είπαμε. Τα δικά σας χτήματα μέχρι που φτάνουν, είπανε. Τους κυττάξαμε. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ξέρουν ποια περιοχή είναι δική τους, είπανε, όπως κάνουν όλα τα ζώα. Μα αυτή είναι η περιοχή μας, είπαμε. Όχι ακριβώς, είπανε. Τότε, που; Οπουδήποτε εχτός από εδώ. (Δείχνοντας) Τότε, εδώ, είπαμε. Όχι, πιο πίσω. (Δείχνοντας) Πρέπει να είναι εδώ, είπαμε. Όχι, πιο πίσω - εκεί (Χειρονομία) πίσω από αυτόν τον φράχτη. Ποιόν φράχτη, είπαμε.
Μετά ήρθε το σφυροκόπημα. Και μείναμε σιωπηλοί. Μετά ήρθαν τα πρόβατα. Και μείναμε σιωπηλοί. Μετά ήρθαν οι φλόγες.
(Ξαφνικός πανικός) ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΖΥΓΟΣ ΜΟΥ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ; (Αλλαγή της φωνής) Ασφαλείς. (Πάλι πανικός) ΑΣΦΑΛΕΊΑ ΕΠΙ ΓΗΣ, ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ;
(Ήρεμα) Αυτές είναι οι μέρες του μαλλιού, είπανε.
Οι μέρες του μαλλιού, σκέφτηκα. Νομίζει κανείς ότι αυτοί πλέκουνε, όπως υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουν. Αντίθετα όμως, αυτοί σιγά-σιγά ξηλώνουν.
Γύρισα το κεφάλι μου. Κι εδώ (Χειρονομία) δυό σκοτεινά πράγματα στέκονταν σαν να ήταν ένας ψηλός άντρας και το αγόρι του.
(Εκτός σκηνής ακούγεται ασθενικά ο ήχος προβάτων. Η ΟΥΪΛΣ παίρνει το μεγάλο ζευγάρι παπουτσιών και ένα από τα μικρά και τα τοποθετεί στο έδαφος, λίγο πιο μακριά.)
(Μιλώντας στα παπούτσια) Συγχώρεσέ με γι’ αυτό.
(Στέκεται κοντά στο μικρό ζευγάρι, το κυττά) Αυτή η γυναίκα, κύριε. (Μια χειρονομία στο μέτωπο.)
(Πηγαίνει και στέκεται κοντά στο μεγάλο ζευγάρι, κυττάζει το μικρό ζευγάρι) Τι είναι, αγόρι μου;
(Πίσω στο μικρό ζευγάρι, κυττάζει) Γιατί γλυτώνουμε αυτήν την γυναίκα;
(Στο μεγάλο ζευγάρι, κυττάζει) Εξ αιτίας οδύνης.
(Μικρό ζευγάρι) Οδύνη, κύριε;
(Μεγάλο ζευγάρι) Μιά γυναίκα πάντοτε θέλει να παρατείνει τη λύπη. Θέλει να την μυρίζει και να τρίβεται πάνω της - σαν γάτα. Ένας άντρας θα τρέξει γρήγορα και θα καταπιεί τη λύπη μονομιάς, σαν τον σκύλο. Κι αν δεν μπορεί να το κάνει αυτό, θα φύγει γαυγίζοντας.
Η οδύνη ζει στο εσωτερικό των γυναικών. Είναι κάτι χρήσιμο.
Μέσα στο σκοτάδι στο εσωτερικό των γυναικών.
(Επιστρέφει αργά προς το μικρό ζευγάρι.)
Κύριε;
(Αργά προς το μεγάλο ζευγάρι.)
Τι είναι, αγόρι μου;
Δεν πρέπει να πιστεύεις ότι έχουν ανθρώπινα συναισθήματα αυτοί οι άνθρωποι.
(Επιστρέφει αργά στο μεγάλο ζευγάρι, αγγίζει τον φανταστικό ώμο του «αγοριού».)
Έλα
(Μαζεύει τα δυό ζευγάρια παπουτσιών και «παρακολουθεί» τις δυό φιγούρες να απομακρύνονται. Εκτός σκηνής ο ήχος των προβάτων σβύνει. Μένει ο ήχος του ανέμου. Επιστρέφει και τοποθετεί τα παπούτσια κοντά στην εξώθυρα.)
Σύζυγος;
Θυμάσαι τότε που είμασταν παιδιά και κάναμε σκιές στον τοίχο, σχηματίζαμε ζώα για να τρομάζουμε. Η μόνη σκιά που μπορούσες να κάνεις ήταν ένα τεράστιο στόμα που έτρωγε τα πάντα.
Το θυμάσαι αυτό;
Δεν έχω σύζυγο. Δεν έχω παιδί. Δεν έχω κανένα άλλο παιδί.
(Ξαφνικά.) Τότε αφήστε τα σκυλιά να γαυγίξουν. (Γαυγίζει.)
Πιο δυνατά. (Γαυγίζει δυνατότερα.)
Όχι, ακόμη πιο δυνατά (Κάνει να γαυγίξει πάλι, αλλά σταματά, ακούει.)
Όχι, ακόμη πιο δυνατά! (Δεν γαυγίζει, ακούει.)
(Σβύνουν αργά τα φώτα. Οι φλόγες τρεμοσβύνουν και σβύνουν εντελώς. Καθώς σβύνουν τα φώτα, ο ήχος του ανέμου δυναμώνει.)
ΣΚΗΝΗ ΔΥΟ: Η ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΠΟΝΗΡΙΑΣ
(Μιά αγορά. Πρωί.)
Μαζεύονται διάφοροι: ΣΕΒΕΡΑΛ, ΣΥΜΟΝΤ, ΤΖΙΓΚ, ΓΚΡΕΤΑ, ΑΝΙΕΣ, ΥΣΟΝΤ, ΟΥΪΛΣ, ΟΥΑΪΑΝΤ, ΚΙΤΤΛ, ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ, ΓΙΑΛΟΠ, ΜΑΟΥ. Η ΟΥΪΛΣ είναι τώρα ( και σε όλη την επόμενη διάρκεια του έργου) ντυμένη σαν άντρας. Θόρυβοι, μουσική, κίνηση. Κάπου στην σκηνή υπάρχουν πάσσαλοι όπου δένουν εγκληματίες για τιμωρία (για την ώρα δεν είναι δεμένος κανένας) . Δυό πρόσωπα στέκονται απόμερα - Ο ΥΣΟΝΤ που κάθεται και παρακολουθεί τους άλλους και ο ΣΕΒΕΡΑΛ που ετοιμάζει τα σύνεργα για το «έργο μέσα στο έργο». Ένας αριθμός σύντομων υπο-σκηνών παίζονται ως μέρος της όλης κινήσεως. (Σημείωση: οι ενδείξεις για τις εξόδους και τις εισόδους αναφέρόνται μόνον στις υπο-σκηνές, όχι στις εξόδους/εισόδους της όλης σκηνής.)
(i) (ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ, ΟΥΪΑΝΤ. Ο ΤΖΙΓΚ τους κυττάζει.)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Στον ΟΥΪΑΝΤ) Μιά βοήθεια να πάρω ένα πιάτο σούπα, κύριε.
ΟΥΪΑΝΤ Είναι επαιτεία αυτό που κάνεις. Έχεις άδεια γι’ αυτό; Να εμπιστεύεσαι τον Κύριο. (Φεύγει.)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Ακόμα δεν έχει πέσει ένα πιάτο από τον ουρανό.
(ii) (ΑΝΙΕΣ, ΓΚΡΕΤΑ)
ΑΝΙΕΣ Κάθε στρατιώτης που γυρίζει από τον πόλεμο σημαίνει λεφτά. Αλλά και χασούρα. Κάθε άντρας και γυναίκα που τους έχουν διώξει από τη χώρα τους σημαίνει λεφτά. Αλλά και χασούρα. Κάθε παιδί που ζητιανεύει στους δρόμους σημαίνει λεφτά. Αλλά και χασούρα.
(Μπαίνει ο ΓΙΑΛΟΠ)
Λεφτά.
ΓΚΡΕΤΑ (Στον ΓΙΑΛΟΠ) Ψάχνεις κάτι, στρατιώτη; (Ο ΓΙΑΛΟΠ φεύγει)
ΑΝΙΕΣ Αλλά και χασούρα.
(iii) (Η ΟΥΪΛΣ ακούει τον ΥΣΟΝΤ)
ΥΣΟΝΤ Είδα ένα όνειρο. Ο ήλιος ήταν ένα μεγάλο καρβέλι ψωμιού στον ουρανό. Έλαμπε σαν τον ήλιο, ήταν ζεστό σαν τον ήλιο. Και μαζί έλαμπαν τα πάντα: τα σπίτια, τα ποτάμια, ακόμη και τα χωράφια. Καθόμασταν όλοι στην λιακάδα. Αλλά εγώ πεινούσα τόσο πολύ. Κι όταν άπλωσα το χέρι να αγγίξω το ψωμί, αυτό βρίσκονταν πολύ μακριά. Όλα ήταν όμορφα και φωτεινά, αλλά εγώ πέθαινα της πείνας. Γύρω μου παιδιά και οικογένειες πέθαιναν της πείνας κι όμως το καρβέλι του ψωμιού στον ουρανό συνέχιζε να λάμπει, τόσο όμορφο. Και καθώς πέθαινα, ήταν το τελευταίο πράγμα που είδα, ακόμη να λάμπει.
(Παύση)
ΟΥΪΛΣ Είδα ένα όνειρο μιά φορά. Ότι ήμουνα σύζυγος. Αλλά τώρα είμαι ξυπνητή. (Φεύγει)
(iv) (Η ΓΚΡΕΤΑ κρατάει στην αγκαλιά της μιά διπλωμένη κουβέρτα)
ΓΚΡΕΤΑ (Περιφέρεται ανάμεσα στους θεατές) Μιά βοήθεια, κύριε, κυρία. Το παιδί πεινάει. Μια βοήθεια κύριε, κύρια. (Περιφέρεται επαναλαμβάνοντας την φράση)
Ταυτόχρονα με το (iv) (ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ, ΤΖΙΓΚ)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ/ΤΖΙΓΚ (Περιφέρονται ανάμεσα στους θεατές) Μιά βοήθεια κύριε, κυρία. Είμαστε πρόσφυγες. Μιά βοήθεια κύριε, κυρία. (Περιφέρονται επαναλαμβάνοντας τις φράσεις πότε ο ένας, πότε ο άλλος ή ταυτόχρονα)
(Συνεχίζονται και το (iv) και το (v) και μέσα στην επόμενη σκηνή)
(vi) ΑΝΙΕΣ, ΚΙΤΤΛ
(Η ΚΙΤΤΛ σκεπάζει έναν πάγκο πωλητού. Πάνω στον πάγκο μερικά καρβέλια ψωμιού)
ΚΙΤΤΛ Κανένας δεν έχει λεφτά. Είναι σαν να πουλούσα πέτρες.
ΑΝΙΕΣ Όχι, είναι ή γάτες ή ποντίκια.
ΚΙΤΤΛ Τι;
ΑΝΙΕΣ Τι πουλάς, γάτες ή ποντίκια;
ΚΙΤΤΛ Τι;
ΑΝΙΕΣ Αυτό που είπα. Έφαγα το σπίτι μου, το τραπέζι μου, τις γάτες μου - τώρα θ’ αρχίσω τα ποντίκια.
ΚΙΤΤΛ Και μετά;
ΑΝΙΕΣ Νομίζω θ’ αρχίσω να τρώω χώμα. Αλλά ήδη πολύ άνθρωποι το τρώνε, γι’ αυτό εξαφανίζεται τόσο γρήγορα.
(ΟΥΪΛΣ, ΣΥΜΟΝΤ)
ΟΥΪΛΣ ...κι ένας δυνατός άνεμος θα φυσήξει και θα πάρει τις στέγες.
ΣΥΜΟΝΤ Και ποιό θα είναι το όνομα αυτού του ανέμου;
ΟΥΪΛΣ Και θα παρασύρει τις γυναίκες από τα κρεβάτια των αντρών τους και στη θέση των γυναικών θα βάλει ένα ζώο από τα χωράφια. Και θα γκρεμίσει πόλεις και κάθε είδος κυβερνήσεως και οι άνθρωποι θα περπατούν γυμνοί και θα βλέπουν ο ένας τον άλλον σαν να ήταν πρώτη φορά.
ΣΥΜΟΝΤ Αυτός ο άνεμος. Ποιό είναι το όνομά του;
(Η ΟΥΪΛΣ παίρνει βαθιά ανάσα)
ΟΥΪΛΣ Δίνεις από ένα όνομα σε κάθε σου ανάσα, αδερφέ;
(Ο ΣΥΜΟΝΤ την κυττάζει)
Κι όταν όλες αυτές οι ανάσες ενώνονται...
(ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ, ΤΖΙΓΚ, ΓΙΑΛΟΠ παρατηρούν)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Τι μαζέψατε;
ΤΖΙΓΚ Τίποτα, σκατά. Και μας έφυγε ο κώλος. (Φωνάζει) Γκρέτα, έϊ, Γκρέτα!
ΑΝΙΕΣ (Καθώς περνά) Εσύ να κυττάς τη δουλειά σου. (Φεύγει)
(Μπαίνει η ΓΚΡΕΤΑ με τον μπόγο. Αυτή και ΤΖΙΓΚ συζητάνε. Μπαίνει ο ΟΥΪΑΝΤ)
ΓΚΡΕΤΑ (Στον ΟΥΪΑΝΤ) Μιά βοήθεια, κύριε. Για το παιδί, κύριε.
ΟΥΪΑΝΤ Δεν έχω τίποτα.
ΓΚΡΕΤΑ Πεινάει, κύριε. Μας έχουν διώξει από τη γη μας.
ΟΥΪΑΝΤ Σου είπα δεν έχω τίποτα.
ΤΖΙΓΚ (Πλησιάζει τον ΟΥΪΑΝΤ από πίσω) Εϊ, κύριε.
(Καθώς ο ΟΥΪΑΝΤ γυρίζει, η ΓΚΡΕΤΑ προσπαθεί να του αρπάξει το πορτοφόλι του, ο ΟΥΪΑΝΤ τραβιέται πίσω, αρπάζει την ΓΚΡΕΤΑ από τους καρπούς)
ΟΥΪΑΝΤ Θα σου μαυρίσω τον κώλο σου στο ξύλο.
(Ο ΤΖΙΓΚ πλησιάζει τον ΟΥΪΑΝΤ από πίσω και του παίρνει το πορτοφόλι του. Καθώς ο ΟΥΪΑΝΤ γυρίζει απότομα, η ΓΚΡΕΤΑ ρίχνει την κουβέρτα πάνω στο κεφάλι του -δεν υπάρχει μέσα στην κουβέρτα παιδί, είναι άδεια- και τον ρίχνει κάτω. Ο ΤΖΙΓΚ τον κλωτσάει. ΤΖΙΓΚ και η ΓΚΡΕΤΑ διαφεύγουν μέσα στο πλήθος)
ΟΥΪΑΝΤ (Παλεύοντας να απαλλαγεί από την κουβέρτα) Θα σας γαμήσω. Θα σας γαμήσω, πούστηδες!
(ix) (Ο ΓΙΑΛΟΠ βοηθάει τον ΟΥΪΑΝΤ να σταθεί στα πόδια του. Η ΚΙΤΤΛ κυττάζει)
ΓΙΑΛΟΠ Είστε καλά τώρα, κύριε Ουίαντ;
ΟΥΪΑΝΤ Τους είδες; Τους είδες;
ΓΙΑΛΟΠ Ναι, τους είδα, κύριε. Σαν φύλλα το φθινόπωρο.
ΟΥΪΑΝΤ Φύλλα;
ΓΙΑΛΟΠ Το φθινόπωρο, κύριε. Όταν φυσάει, το φθινόπωρο.
(Ο ΟΥΪΑΝΤ τον κυττάζει, μετά φεύγει)
(x) (ΚΙΤΤΛ. ΓΙΑΛΟΠ)
ΚΙΤΤΛ Παλιάνθρωποι.
(Μπαίνει η ΑΝΙΕΣ)
ΑΝΙΕΣ (Στον ΓΙΑΛΟΠ) Ψάχνεις κάτι, στρατιώτη; (Δείχνει την ΓΚΡΕΤΑ) Ωραία γκόμενα. Έλα πάλι στο πονηρό σπίτι.
(Μπαίνει ο ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Στον ΓΙΑΛΟΠ) Μιά βοήθεια να πάρω μιά σούπα, κύριε.
(Φεύγει ο ΓΙΑΛΟΠ)
ΑΝΙΕΣ Χαμένος ο κόπος σου. Κάνε ότι έχεις μια αναπηρία, να έτσι - κοντά χέρια, βαθιές τσέπες. (Φεύγει)
ΚΙΤΤΛ Παλιάνθρωποι.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Ποιος είναι;
(Η ΚΙΤΤΛ την κυττάζει, μετά φεύγει)
(xi) (ΤΖΙΓΚ, ΜΑΟΥ. Ο ΤΖΙΓΚ ρίχνει στον αέρα ένα κέρμα)
ΜΑΟΥ ΤΙ βγήκε;
ΤΖΙΓΚ Κορώνα με το κεφάλι του βασιλιά. Το θες;
ΜΑΟΥ (Ενθουσιασμένος) Το κεφάλι του βασιλιά! Το κεφάλι του βασιλιά!
ΤΖΙΓΚ Άπλωσε το χέρι σου. (Βάζει το κέρμα στην παλάμη του ΜΑΟΥ). Να το. Τώρα έχεις το κεφάλι του βασιλιά στο χέρι σου. (Φεύγει αφού πάρει κέρμα)
ΜΑΟΥ (Κυττάζοντας το χέρι του) Έχω το κεφάλι του βασιλιά! (Τριγυρνά ανάμεσα στους θεατές) Έχω το κεφάλι του βασιλιά! (Επαναλαμβάνει τη φράση αρκετές φορές)
(Μπαίνει ο ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Για να δω.
(Ο ΜΑΟΥ του δείχνει το χέρι του)
Που είναι;
ΜΑΟΥ (Κυττάζει το χέρι του) Κάποιος... έκλεψε το κεφάλι του βασιλιά! Έκλεψαν το κεφάλι του βασιλιά! (Τριγυρίζει ανάμεσα στους άλλους επαναλαμβάνοντας τη φράση)
(xii) (Ο ΣΕΒΕΡΑΛ παίζει για λίγο το τύμπανο. Τον πλησιάζει ο ΣΥΜΟΝΤ και αρχίζει να σκουπίζει με μιά σκούπα την «σκηνή» μέσα στην σκηνή. Όλοι οι άλλοι μαζεύονται γύρω για να παρακολουθήσουν το θέαμα. Ο ΥΣΟΝΤ παρακολουθεί και το θέαμα και αυτούς που το παρακολουθούν, ιδίως την ΓΚΡΕΤΑ)
ΣΕΒΕΡΑΛ (Πλησιάζοντας τον ΣΥΜΟΝΤ) Ποιος είσαι, αγόρι μου;
ΣΥΜΟΝΤ Είμαι σκουπιδιάρης. Μαζεύω τα σκατά από τον δρόμο. (Τελειώνει το σκούπισμα, αφήνει κατά μέρος την σκούπα)
ΣΕΒΕΡΑΛ Τελείωσες, άρχοντα σκουπιδιάρη;
ΣΥΜΟΝΤ Μάλιστα, κύριε.
ΣΕΒΕΡΑΛ Κι εγώ σου λέω πως δεν τελείωσες.
ΣΥΜΟΝΤ Γιατί, κύριε;
ΣΕΒΕΡΑΛ Διότι ενώ υποτίθεται ότι μαζεύεις τα σκατά από το δρόμο, δεν σκούπισες το μεγαλύτερο σκατό. (Δείχνει τον ΣΥΜΟΝΤ)
(Γέλια. Ο ΣΕΒΕΡΑΛ χτυπά για λίγο το τύμπανο)
ΣΥΜΟΝΤ Δεν είμαι σκατό, κύριε.
ΣΕΒΕΡΑΛ Τότε πρέπει να είσαι ένας βλάκας.
ΣΥΜΟΝΤ Ούτε βλάκας είμαι, κύριε.
ΣΕΒΕΡΑΛ Τότε πρέπει να είσαι κλέφτης.
ΣΥΜΟΝΤ Μα γιατί, κύριε;
ΣΕΒΕΡΑΛ Διότι έκλεψες το κεφάλι ενός βλάκα και το έβαλες στους ώμους σου.
(Γέλια/χτυπάει το τύμπανο)
Ο ΣΕΒΕΡΑΛΛ και ο ΣΥΜΟΝΤ έρχονται πιο μπροστά)
ΣΕΒΕΡΑΛ Τώρα ο Σέβεραλ ο ηθοποιός και ο Σύμοντ ο βοηθός του
για να διασκεδάσετε θα σας δείξουν τέσσερες ευγενείς και τις αλήθειες τους
και αφού τους παρακολουθήσετε και τα μάθετε όλα
θα μας πείτε έπειτα ποιος απ’ αυτούς είπε τα πιο πολλά ψέμματα.
(Ο ΣΕΒΕΡΑΛ φεύγει)
ΣΥΜΟΝΤ Κι όταν τους παρακολουθήσετε
ξέρουμε ότι θα βάλετε
τα χέρια σας στις τσέπες σας
και θα βγάλετε ένα κέρμα.
(Το έργο αρχίζει. Ο ΣΕΒΕΡΑΛ παίζει και τους τέσσερες κυρίους ρόλους (ΔΙΚΑΣΤΗΣ, ΛΟΧΑΓΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ, ΤΣΙΦΛΙΚΑΣ) φορώντας διαφορετική μάσκα για καθέναν απ’ αυτούς. Καθώς η παράσταση προχωρά, οι αντιδράσεις του πλήθους [μπορούν να αυτοσχεδιαστούν επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες] σιγά σιγά δυναμώνουν)
ΣΥΜΟΝΤ Ω κύριοι, κυττάξτε πως πλησιάζει (Τρέμοντας)
ένας άνθρωπος που κρατάει κακία
για όλους όσους παραβαίνουν τον νόμο:
θέλει τα κεφάλια τους - Ο Δικαστής.
(Μπαίνει ο ΣΕΒΕΡΑΛ σαν ΔΙΚΑΣΤΗΣ)
ΔΙΚΑΣΤΗΣ Υπηρετώ τους πλούσιους (Απλώνει το χέρι του προς το πλήθος)
Υπηρετώ τους φτωχούς (Απλώνει το άλλο του χέρι στον ΣΥΜΟΝΤ)
είμαι ένας τίμιος άνθρωπος
κι όταν έρχομαι (Συγκρίνει τα δυό του χέρια, έπειτα
να επιβάλλω τον νόμο παίρνει ό,τι υπάρχει
κάνω το καλύτερο που μπορώ στο χέρι των πλουσίων)
(Βάζει θηλειά γύρω από τον λαιμό του ΣΥΜΟΝΤ)
Ο νόμος είναι (Βηματίζει γύρω από τον ΣΥΜΟΝΤ, τυλίγοντάς σαν τα τείχη της πόλης τον με το σκοινί)
σε τυλίγει γύρω γύρω
σε προστατεύει
προστατεύει τα πάντα
μέχρι που είσαι σφιχτά δεμένος.
( Ο ΣΥΜΟΝΤ είναι εντελώς τυλιγμένος με το σκοινί. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ υποκλίνεται και φεύγει.)
ΣΥΜΟΝΤ Αυτός ο τοίχος παρά λίγο να με πνίξει! (Προσπαθεί να ξετυλίξει το σκοινί)
Αλλά τώρα - επί τέλους- είμαι ελεύθερος.
Αλλά κυττάξτε εκεί πέρα, έρχεται ο Λοχαγός.
Τι μπορεί να θέλει από μένα;
(Μπαίνει ο ΣΕΒΕΡΑΛ σαν ΛΟΧΑΓΟΣ. Έχει βάλει βάτα και φαίνεται κάπως παχύς)
ΛΟΧΑΓΟΣ Ο στρατός είναι (Κάνει νόημα στον ΣΥΜΟΝΤ να πλησιάσει)
ένα γερό φρούριο (Τον σκεπάζει με
που σε προστατεύει από εχθρούς θώρακα και όπλα)
Απλά έλα μέσα
κάνε ό,τι σου λένε
χρειαζόμαστε τα δυνατό δεξί σου χέρι
Και εάν χάσεις (Κάνει ότι κόβει το χέρι του ΣΥΜΟΝΤ)
ένα ή δυό χέρια (Του βγάζει τον θώρακα και τα όπλα)
μην το σκέφτεσαι
θα σε παρασημοφορήσουμε
θα τιμήσουμε τις πληγές σου
και θα σου δώσουμε και μιά βοήθεια.
(Βγάζει το κράνος του ΣΥΜΟΝΤ και κάνει ότι ζητιανεύει μ’ αυτό, μετά φεύγει)
ΣΥΜΟΝΤ Δόξα τω Θεώ, σας ευχαριστώ, κύριε!
Είπατε την αλήθεια! (Ψηλαφίζει το σώμα του)
Τι είδους αλήθεια είναι αυτή; (Στο πλήθος)
Ίσως ο επίσκοπος μπορεί να εξηγήσει
πως η αλήθεια κοιλαρά έκανε αυτόν.
(Μπαίνει ο ΣΕΒΕΡΑΛ σαν ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ. Έχει βάλει κι άλλη βάτα και φαίνεται ακόμη πιο χοντρός)
Ακούγεται ο ήχος από το τύμπανο (επαναλαμβάνεται μιά μόνον νότα) καθώς αυτό περιφέρεται γύρω γύρω έξω από το θέατρο. Η ΟΥΪΛΣ και ο ΥΣΟΝΤ προσέχουν το ήχο, οι άλλοι φαίνεται να μην τον προσέχουν.
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Είμαι ένας κύριος
αλλά πολύ μικρός
ο Μεγάλος Κύριος ζει εκεί πάνω (δείχνει ψηλά)
μέσα σ’ ένα σπίτι
πολύ ψηλό
χιλιόμετρα ψηλό.
Εάν υπηρετείτε (Παίρνει λεφτά από τον ΣΥΜΟΝΤ)
τον μικρό κύριο (Βάζει τα λεφτά στο «στομάχι» του)
ο Μεγάλος Κύριος που θα δείτε
θα σας ανταμείψει
μ’ ένα δωμάτιο εκεί πάνω
κι ένα μεγαλύτερο για μένα.
(Κάνει νόημα στον ΣΥΜΟΝΤ, βηματίζει γύρω του και τον σπρώχνει από πίσω, Μετά φεύγει)
ΣΥΜΟΝΤ Κύριε, δεν μπορώ να πάρω ανάσα εδώ! (Κάνει σαν να είναι κλεισμένος σ’ έναν
μικρό χώρο)
Ούτε μιά γάτα δεν χωράει εδώ!
Είναι άχρηστο - καλύτερα να γυρίσω στη γη. (Κάνει ότι βγαίνει έρποντας)
Μα ποιος είναι αυτός να πάρει η ευχή;
(Ο ΣΕΒΕΡΑΛ μπαίνει σαν ΤΣΙΦΛΙΚΑΣ, φορώντας περισσότερη βάτα, τώρα είναι τεράστιος)
ΤΣΙΦΛΙΚΑΣ Με λένε τσιφλικά.
Δώστε λίγο χώρο.
Ευχαριστώ - Και τώρα λίγο ακόμη. (Στήνει έναν φανταστικό)
Έχω πρόβατα να βοσκήσω φράκτη γύρω του)
πίσω από τον φράκτη,
δεν πειράζω κανέναν, εντάξει;
(Σπρώχνει τον «φράκτη» πάνω στον ΣΥΜΟΝΤ έτσι που Ο ΣΥΜΟΝΤ εξαφανίζεται μέσα στο πλήθος)
Που πήγε τώρα αυτός;
Είναι ήσυχα εδώ.
Μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μου
υπάρχουν χωράφια και πρόβατα
και πρόβατα και χωράφια
κι όλα είναι δικά μου.
(Το πλήθος μουρμουρίζει ολοένα και πιο δυνατά. Ο ΥΣΟΝΤ ξαφνικά βγαίνει μπροστά)
ΥΣΟΝΤ Κυττάξτε τώρα πως αυτός ο άνθρωπος σας περνάει όλους σας για βλάκες - Λέει ότι είναι ο κύριος ιδιοκτήτης - είναι ο κύριος Απατεώνας!
(Ξεσπάει πανδαιμόνιο καθώς το πλήθος εισβάλει στην σκηνή. Πιάνουν τον ΣΕΒΕΡΑΛ, του τραβάνε τις βάτες και την μάσκα και τα πετάνε στον αέρα. Ανάμεσα στις κραυγές, ακούγονται καθαρά δυό φωνές.)
ΚΙΤΤΛ Τσακώνονται! Τσακώνονται! Φωνάξτε την αστυνομία!
ΜΑΟΥ Κλέψανε το κεφάλι του βασιλιά! Κλέψανε το κεφάλι του βασιλιά! (Επαναλαμβάνει διαρκώς την φράση)
(Σκοτάδι. Η οχλαγωγία σβύνει σιγά-σιγά, ενώ ακούγεται στο τέλος η φωνή του ΜΑΟΥ. Έξω από θέατρο, ο ήχος του τυμπάνου δυναμώνει.)
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΑ: ΛΙΓΗ ΝΥΧΤΑ
(Ένα κελί. Νύχτα. Πέντε κρατούμενοι. ΣΕΒΕΡΑΛ, ΣΥΜΟΝΤ, ΟΥΪΛΣ, ΤΖΙΓΚ, ΥΣΟΝΤ. Εξακολουθεί να ακούγεται το τύμπανο, αλλά πιο χαμηλά. Όλοι φαίνονται να το ακούνε.)
ΣΕΒΕΡΑΛ Άμα έχεις αμφιβολίες, πιάσε τους ηθοποιούς. (Πέφτει να κοιμηθεί)
(Παύση)
ΤΖΙΓΚ (Στον ΣΥΜΟΝΤ) Πές μας πάλι εκείνη την ιστορία.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Ήταν Ιούλιος, όπως τώρα. Απόγευμα, νύχτωνε. Είχα βγει από ένα σκοτεινό μέρος, όπως είναι αυτό εδώ. Ήμουνα αλλαγμένος, υπήρχε κάτι επάνω μου που δεν υπήρχε πριν. Σαν να είχα μόλις πεθάνει.
ΤΖΙΓΚ (Χαμηλόφωνα) Και πριν;
ΣΥΜΟΝΤ Φυσούσε μιά αύρα. Μια ζεστή αύρα. Περπατούσε σ’ ένα δρόμο. Μια σειρά από χαμηλά σπίτια, το ένα δίπλα στο άλλο. Οι δεκαοχτούρες πήγαιναν να κουρνιάσουν στις στέγες των σπιτιών. Είχε νυχτώσει.
(Παύση)
ΤΖΙΓΚ Μετά τι έγινε;
ΣΥΜΟΝΤ Ήρθε η νύχτα. Πιο πάνω στο δρόμο είναι ένα σπίτι που μου φαίνεται ότι το ξέρω. Πραγματικά το ξέρω. Μπροστά στο σπίτι όλο βρωμιές.
ΤΖΙΓΚ Τη άλλη φορά είχες πει χορτάρι.
ΣΥΜΟΝΤ Όχι χορτάρι, βρωμιές. Ένα παιχνίδι από κάποιο παιδί πεταμένο στις βρωμιές. Δυό σκαλιά οδηγούν στην είσοδο. Ανεβαίνω τα σκαλιά, χτυπάω την πόρτα, περιμένω. Χτυπάω την πόρτα, περιμένω. Έρχεται εκείνη.
ΤΖΙΓΚ (Χαμηλόφωνα) Εκείνη. (Πιο δυνατά) Δείξε μας τη φωτογραφία.
ΣΥΜΟΝΤ Έρχεται εκείνη. Έρχεται εκείνη σαν να με περίμενε όλη της την ζωή. (Βγάζει μια χούφτα λάσπη από την τσέπη του και την αφήνει στο πάτωμα, μπροστά του.) Αυτό είναι εκείνη. Η σκοτεινή μου γυναίκα των δρόμων. (Πλάθει τη λάσπη στο σχήμα γυναίκας. Ο ΤΖΙΓΚ πηγαίνει και την αγγίζει.)
ΟΥΪΛΣ Μην την αγγίζεις, αδερφέ.
// Είναι σκοτάδι. Περπατάς στον δρόμο. Πιο πάνω στο δρόμο είναι ένα σπίτι που σου φαίνεται ότι το ξέρεις. Πραγματικά το ξέρεις. Μπροστά στο σπίτι όλο βρωμιές. Ένα παιχνίδι από κάποιο παιδί πεταμένο στις βρωμιές. Δυό σκαλιά οδηγούν στην είσοδο. Ανεβαίνεις τα σκαλιά για να πας εκεί που θα έπρεπε να είναι η πόρτα. Μετά τίποτα.
// Στέκεσαι στο πιο πάνω σκαλί. Είναι νύχτα, αλλά τα μάτια σου έχουν συνηθίσει το σκοτάδι. Μπορείς να δεις τα πάντα καθαρά. Μόνο που δεν υπάρχει τίποτα για να δεις. Εκεί που ήταν το σπίτι, είναι ένα άδειο μέρος. Σε κάθε πλευρό, οι τοίχοι από τα άλλα σπίτια. Αλλά μπροστά σου ένα άδειο μέρος, σαν αλάνα. Ο άνεμος κουνάει κάποια αγριόχορτα. Συνεχίζεις να κυττάς εκεί που ήταν άλλωτε το σπίτι. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα. Βλέπεις μόνον την νύχτα.
// Κάνεις ένα βήμα μπρος. Είσαι μέρος της νύχτας, του σκοταδιού. Θα μπορούσες να είσαι ο,τιδήποτε ακόμη κι ένα σκέτο σχήμα. Θα μπορούσες να είσαι ακόμη και ένα κομμάτι της νύχτας που τριγυρνάει. Όταν σταματάς θα μπορούσες να είσαι ακόμη και χώμα, ο,τιδήποτε.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ (Θυμωμένος, αλλά συγκρατιέται) Πως το ξέρεις αυτό;
ΟΥΪΛΣ Ήμουνα εκεί.
ΣΥΜΟΝΤ Που;
ΟΥΪΛΣ Εκεί είμαι τώρα. Όλοι εκεί είμαστε.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Εγώ όχι. Εγώ είμαι... Είμαι εκεί όπου είπα ότι είμαι.
ΟΥΪΛΣ Δείξε μας λοιπόν.
// Δείξε μας.
ΣΥΜΟΝΤ ΠΩΣ ΝΑ ΣΑΣ ΔΔΕΙΞΩ ΟΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ;
ΟΥΪΛΣ Δείξε μας.
(Ο ΣΥΜΟΝΤ πετάγεται πάνω, αρχίζει να χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο)
ΣΥΜΟΝΤ ΔΕΝ ΒΓΑΙΝΕΙ. ΤΟ ΒΛΕΠΕΤΕ; ΔΕΝ ΒΓΑΙΝΕΙ.
( Μπαίνει ο ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑΣ μ’ έναν αναμένο δαυλό. Ο ΣΥΜΟΝΤ σταματά)
ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑΣ Ήσυχα, αγόρι μου. Σου λέω ότι τοίχος είναι πιο γερός από το κεφάλι σου. (Με τον δαυλό περιεργάζεται τα πρόσωπά τους. Δεν προσέχει την «γυναίκα» και πατάει πάνω της) Πρόσωπα σαν φεγγάρια. (Κυττάζει τον ΣΕΒΕΡΑΛ) Κάποιος έχει μεγαλύτερο τύμπανο από το δικό σου.
// Γι’ αυτό τώρα κάνε ησυχία. (Φεύγει)
ΣΥΜΟΝΤ (Χαμηλόφωνα) Θα τα σπάσω όλα.
ΤΖΙΓΚ Τι;
ΣΥΜΟΝΤ Θέλω να τα σπάσω όλα.
ΤΖΙΓΚ Τι να σπάσεις;
ΣΥΜΟΝΤ Δεν ξέρω. ΤΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΑΥΤΌ;
(Παύση)
ΤΖΙΓΚ (Φτιάχνοντας ένα μικρό βουναλάκι από λάσπη) Ουϊλς, δείξε μας αυτό που είπες.
ΟΥΪΛΣ Είναι εδώ, κύττα. Μόνον εσύ και νύχτα.
/ Και καμία διαφορά ανάμεσα τους.
ΤΖΙΓΚ Εδώ μέσα στο κελί;
ΟΥΪΛΣ Δεν υπάρχει κελί, αδέρφε.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΑΝΑΒΡΩ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ ΕΧΑΣΑ.
ΥΣΟΝΤ (Κλείνει με το χέρι του το στόμα του ΣΥΜΟΝΤ) Έπρεπε να επιμείνεις. Έπρεπε να το κάνεις δυνατό, να μην περνάει το νερό, να είσαι άνετος εκεί μέσα και να νοιώθεις ασφάλεια. Αυτό που έκανες δεν ήταν αρκετά δυνατό - ήταν απλά ένας σωρός από άχυρα που τα πήρε ο άνεμος.
(Παύση, μετά ακούγονται κραυγές έξω. Ξαφνικά το τύμπανο ακούγεται δυνατότερα, μετά σβύνει. Σβύνουν και κραυγές. Ο ΥΣΟΝΤ πηγαίνει στην πόρτα του κελιού, την σπρώχνει, είναι ανοιχτή. Κυττάζει τους άλλους και μετά φεύγει. Ο ΤΖΙΓΚ πετάγεται επάνω και τρέχει πίσω του. Η ΟΥΪΛΣ σηκώνεται, κρατάει τον ΣΥΜΟΝΤ από τους ώμους, τον κυττάζει. Μετά φεύγει κι αυτή.)
ΣΥΜΟΝΤ Σέβεραλ.
ΣΕΒΕΡΑΛ Τι;
ΣΥΜΟΝΤ Είσαι ξυπνητός;
ΣΕΒΕΡΑΛ (Σηκώνεται) Το κατάλαβες; Πάμε. (Περπατά ως την πόρτα. Ο ΣΥΜΟΝΤ τον ακολουθεί.)
ΣΕΒΕΡΑΛ (Κυττάζοντας το κελί από την πόρτα) Κύττα τι έγινε η γυναίκα σου. Φλερτάριζες έναν τάφο.
(Τα φώτα χαμηλώνουν μέχρι που σβύνουν. Το τύμπανο ακούγεται πιο δυνατά)
ΣΚΗΝΗ ΤΕΣΣΕΡΑ: ΦΩΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
(Ένας δρόμος. Σκοτάδι, λάμψη από φωτιές. Ο ήχος του τυμπάνου σβύνει στο βάθος. Η ΑΝΙΕΣ στέκεται παραπέρα μέσα σε μιά δέσμη φωτός. Γύρω της ένα συνοθύλευμα από ανθρώπους που διαρκώς αλλάζει, έρχονται φεύγουν, συναντιούνται, χωρίζουν. Ανάμεσά τους είναι οι ΥΣΟΝΤ, ΤΖΙΓΚ, ΜΑΟΥ, ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ, ΓΚΡΕΤΑ (με τον μπόγο) και ΓΙΑΞΛΥ)
(i) (ΑΝΙΕΣ)
ΑΝΙΕΣ (Στο κοινό) Όλη εκείνη τη μέρα έσφαζαν πρόβατα. Κι όταν νύχτωσε, έψησαν τριακόσια απ’ αυτά στην αγορά και μοίρασαν το κρέας στον κόσμο. Κι εγώ πήγα τυλιγμένη σε δυό μεγάλες προβιές, παρ’ όλο που ήταν Ιούλιος και ζέσταναν και οι φλόγες. (Χαϊδεύει τις προβιές. Ο ΥΣΟΝΤ στέκεται και την κυττά, μ’ ένα σπαθί στο χέρι) Κι όταν ήρθε ο Ύσοντ μου έδωσε ένα σπαθί - εμένα που ποτέ δεν χτύπησα άνθρωπο, εκτός καμιά φορά με το βιβλίο ή με την ανάποδη της παλάμης μου.
ΥΣΟΝΤ (Δίνοντας την το σπαθί) Είσαι σαν κάποιος που είναι ξαπλωμένος ανάσκελα χαϊδεύοντας έναν βράχο που τον συνθλίβει και τον σκοτώνει. Δεν μπορείς να χαϊδεύεις τον πόνο. Ή τον σκοτώνεις, ή σε σκοτώνει. (Φεύγει, αφήνοντάς της το σπαθί)
(ii) (Ένα άλλο σημείο του δρόμου. ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ, ΓΙΑΞΛΥ. Κι οι δυό τους κρατάνε αναμένους δαυλούς.)
ΓΙΑΞΛΥ Έβαλα φωτιά σε πολλά πράγματα, Πανδοχεία, γέφυρες, ποτάμια...
ΣΤΑΡΛΙΝΓ Έβαλες φωτιά σε ποτάμια;
ΓΙΑΞΛΥ Θέλει ικανότητα. Δεν την έχει όλος ο κόσμος. Ακόμη και θάλασσες...
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Θάλασσες;
ΓΙΑΞΛΥ Αυτό είναι πιο δύσκολο. Μέχρι τώρα δεν έχει πιάσει φωτιά η θάλασσα. Για σκέψου κι ένας ολόκληρος ωκεανός.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Ειρωνικά) Τι θα έλεγες να έβαζες φωτιά στο φεγγάρι;
ΓΙΑΞΛΥ Τρελός είσαι; Πως να πας εκεί; Αλλά υπάρχει κάτι που είναι ακόμη πιο δύσκολο. Η βροχή. Πάντοτε πάει σε λάθος κατεύθυνση.
(iii) (ΑΝΙΕΣ)
ΑΝΙΕΣ (Κυττώντας το σπαθί που κρατάει) Το αντίθετο του όχι είναι ναι. Έτσι δεν είναι; Αλλά μέχρι τώρα αυτό δεν έχει συμβεί στην ζωή μου. Το αντίθετο του όχι ήταν πάντοτε το ίσως ή το μπορεί ή το πολύ πιθανό. Και σκέφτηκα: μπορεί να σου πουν ένα ναι, μόνο μιά φορά, κάποτε, και δια διώξει (Σηκώνει το σπαθί) μακριά όλα τα όχι, όπως παρασέρνει ο ποταμός τα φύλλα. (Κατεβάζει το σπαθί, το κυττάζει) Αλλά τότε που θα ήσουνα; (Έρχεται η ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ με μιά φλόγα στο χέρι της) Γιατί βάζεις φωτιές στα κτίρια; Αν δεν έχεις που να μείνεις, γιατί καις τα κτίρια;
Η ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ την κυττάζει, φεύγει)
(iv) (Άλλο σημείο του δρόμου. ΤΖΙΓΚ, ΓΙΑΞΛΥ, ΜΑΟΥ)
ΤΖΙΓΚ Πως είναι αυτός ο Κεττ;
ΓΙΑΞΛΥ Κανένας δεν τον έχει δει.
ΤΖΙΓΚ Κανένας; Τότε ποιος δίνει τις διαταγές;
ΓΙΑΞΛΥ Το συμβούλιο. Αλλά ο Κεττ καθοδηγεί.
ΜΑΟΥ Εγώ τον έχω δει. Είναι ψηλός σαν γίγαντας, σαν δέντρο.
(Μπαίνει η ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ.)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Αυτός δεν είναι ο Κεττ, είναι ο αδερφός του. (Γέλια) Ο Κέττ είναι κοντός, στρογγυλός σαν βαρέλι. Και είναι και αλλήθωρος. Να έτσι. (Δείχνει)
(Μπαίνει ο ΥΣΟΝΤ)
ΥΣΟΝΤ Για όνομα του Κεττ, τι κάνατε εδώ;
(Όλοι τους σκορπίζουν)
(v) ΑΝΙΕΣ
ΑΝΙΕΣ (Στο κοινό) Πίστευα ότι κίνδυνος είναι όταν είσαι κλειδωμένος σ’ έναν σκοτεινό, άδειο σταύλο και ξέρεις ότι δεν μπορείς να βγεις έξω και πρέπει να ζήσεις μέσα στο σκοτάδι και την μυρουδιά των αλόγων. Αλλά εκείνη την νύχτα είδα ότι κίνδυνος είναι να σε έχουν κλειδωμένο έξω, και να βλέπεις άλογο για πρώτη φορά και να ξέρεις ότι ποτέ δεν θα το καβαλικέψεις. Και γι’ αυτό να θες να σκοτώσεις και το άλογο και τον αναβάτη. Κι όταν το έχεις κάνει, να σκοτώσεις και τους δύο, δεν υπάρχει τίποτα να καβαλικέψεις κι αυτό είναι πραγματικά επικίνδυνο. (Ο ΤΖΙΓΚ και ο ΓΙΑΞΛΥ περνάνε, κουβαλώντας ένα πτώμα [την ΚΙΤΤΛ]) Ποιος είναι αυτός;
ΤΖΙΓΚ Η φουρνάρισσα. (Της ρίχνει ένα καρβέλι ψωμί. Φεύγουν)
(Μπαίνει η Γκρέτα)
ΓΚΡΕΤΑ Ανιές! Έβαλαν φωτιά στο μπουρδέλο!
(Η ΑΝΙΕΣ την κυττάζει, μετά στρέφεται στο κοινό)
ΑΝΙΕΣ Το επόμενο πρωί πήραμε τα πράγματά μας και βγήκαμε στον λόφο πάνω από την πόλη και βρήκαμε αυτούς που είχαν ήδη οργανώσει τον Μεγάλο Καταυλισμό. Αλλά πρώτα, ενώ υπήρχαν ακόμη οι φλόγες, πήγαμε πίσω στα καταστραμμένα βρωμόσπιτα και ξαπλώσαμε εκεί. Όχι για να κοιμηθούμε, αλλά από συνήθεια. Η πείνα βγαίνει έξω από το στόμα σου επειδή το στόμα σου δεν μπορεί πλέον να την κρατήσει και αυτή γυρνάει όλον τον κόσμο, με βρυχηθμούς σαν άγριο ζώο ή σαν δυνατός άνεμος και το βράδυ γλυστράει πίσω στο στόμα σου και ξαπλώνει εξαντλημένη διότι δεν έχει άλλο σπίτι.
ΣΚΗΝΗ ΠΕΝΤΕ: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΛΟΦΟΥ
(Νύχτα. Η κορυφή του λόφου. Κάτω, μιά πόλη στις φλόγες.)
ΣΥΜΟΝΤ (Φτάνοντας στην κορυφή του λόφου) Σέβεραλ! Σέβεραλ!
/ Τον έχασα. (Στρέφεται πίσω και κυττάζει κάτω τον λόφο. Πίσω του ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ αναδύεται μέσα από το σκοτάδι. Είναι κοντός και γεροδεμένος, με γένια, φοράει μια κουκούλα. Στο πανωφόρι του είναι κολλημένα πράσινα φύλλα.)
ΣΥΜΟΝΤ (Στρέφεται προς αυτόν) Σεβ...
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Είναι αλήθεια - ο ίδιος ο αέρας πρέπει να ζυγίζει πολύ, ο τόπος είναι τόσο επίπεδος.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Όμως αυτός...
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Όμως αυτός είναι ο μόνος λόφος σ’ όλη την περιοχή. (Κυττώντας πέρα) Τόσες φλόγες...
ΣΥΜΟΝΤ Κι αυτές οι κραυγές - πρέπει να τους βοηθήσουμε!
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Να τους βοηθήσουμε να σβύσουν τις φλόγες ή να ανάψουν καινούριες;
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Να τους βοηθήσουμε να σωθούν από τον κίνδυνο.
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Μάλιστα. Καταλαβαίνεις πάντοτε ποιος είναι ο κίνδυνος;
ΣΥΜΟΝΤ Μα ποιανού τα σπίτια καίγονται;
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Τα δικά τους και των άλλων. Ξέρεις ποιος ακριβώς είναι αυτός ο κίνδυνος;
ΣΥΜΟΝΤ Γι’ αυτούς;
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Όταν είσαι άδειος, δεν θέλει πολύ για να γεμίσεις - μιά φλόγα είναι αρκετή. Κι αν σου κόβεται η ανάσα και το σπίτι σου καίγεται...
/ Τώρα, αυτός ο κίνδυνος για τον οποίο μιλάς συνέχεια... (Ο ΣΥΜΟΝΤ τον κυττάζει επίμονα) Εδώ δεν είναι;
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Όχι, εκεί κάτω...
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Εκεί στις φλόγες, ε;
/ Ή εκεί στο σκοτάδι.
// Δεν είναι πήχτρα αυτό το σκοτάδι; Δεν είναι παρά πολύ σκοτεινά, υπερβολικά σκοτεινά, αδερφέ;
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Ποιος... είσαι;
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ψάξε στις φλόγες.
( Ο ΣΥΜΟΝΤ κυττάζει προς τα πίσω και προς τα κάτω από τον λόφο. Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ φεύγει)
ΣΥΜΟΝΤ (Ξανακυττώντας μπροστά) Έϊ!
(Ένας άντρας, ο ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ, και μιά γυναίκα, η ΤΖΑΚΕΡ, εμφανίζονται από μέσα από το σκοτάδι. Κι οι δυό τους φοράνε πράσινα φύλλα πάνω στα πανωφόρια τους. Ο ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ βαστάει ένα σπαθί.)
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Το χορτάρι; Κακή χρονιά φέτος για το χορτάρι - ενώ έβρεξε πολύ, δεν υπάρχουν εργάτες να το μαζέψουν. (Ακουμπώντας το σπαθί του στον λαιμό του ΣΥΜΟΝΤ) Είσαι από τον Μεγάλο Καταυλισμό;
ΣΥΜΟΝΤ Ποιόν Μεγάλο Καταυλισμό; Βλέπεις κανένας άνθρωπο εδώ;
ΤΖΑΚΕΡ Τι ποιόν Μεγάλο Καταυλισμό; Από το φεγγάρι ήρθες;
ΣΥΜΟΝΤ Εσύ είδες κανέναν τώρα μέσα στο σκοτάδι;
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Που να δω μέσα στο σκοτάδι; Μόνον οι γάτες βλέπουν. (Κυττώντας σκληρά τον ΣΥΜΟΝΤ) Ή μόνον ο Κεττ. Ξέρεις αυτό το όνομα, αδερφέ;
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Δεν είδες κανέναν;
ΤΖΑΚΕΡ Αυτός ο βλάκας νοιάζεται πιο πολύ για σκιές, παρά γι’ αυτό το ατσάλι πάνω στον λαιμό του.
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Είσαι από τον Μεγάλο Καταυλισμό, αδερφέ;
ΣΥΜΟΝΤ Γιατί με λες έτσι;
ΤΖΑΚΕΡ (Του κάνει σωματική έρευνα) Έτσι λέμε τώρα όλους τους ανθρώπους, αδερφέ. Δεν έχει όπλα.
ΣΥΜΟΝΤ Όλους τους ανθρώπους ή μονάχα τους δικούς σας;
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Όλους τους ανθρώπους;
/ Έμένα με διώξανε από το χωράφι μου. Ποιοι; Όλοι οι άνθρωποι; Γιατί; Για να αυξήσουν τα κέρδη. Ποιανών τα κέρδη; Όλων των ανθρώπων; Ποιοι έχουν τώρα τη γη μου; (Μιλάει χαμηλόφωνα κοντά στο πρόσωπο του ΣΥΜΟΝΤ) Ποιος τους έβαλε εκεί, όλοι οι άνθρωποι; Τι τους κρατάει εκεί; Φράχτες. Οι φράκτες είναι όλων των ανθρώπων;
/ Τι αξίζει περισσότερο από τη ζωή ενός ανθρώπου; (Μιλάει χαμηλόφωνα κοντά στο πρόσωπο του ΣΥΜΟΝΤ) Μη μου μιλάς για όλους τους ανθρώπους. Εμένα με λένε Χάουλινγκ - αν ήμουνα ζώο, θα άξιζα πιο πολύ;
// Ξέρεις τι μας έφερε σ’ αυτόν τον τόπο; Φλόγες στον ουρανό. Ποιος τις άναψε; Όλοι οι άνθρωποι; Ο Κεττ λέει ότι δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορεί να αλλάξει, ακόμη και ο ίδιος σου ο εαυτός. * Άλλαξε τα όλα, πρώτα τη μέρα, μετά την νύχτα. Αυτός δεν βγάζει μιλιά (Μιλάει χαμηλόφωνα) μιλάει σαν εμάς, με τη φωνή της λάσπης και της σκόνης. * Ποιος θ’ ακούσει, όλοι οι άνθρωποι; Αν κάψουμε την παλιά ζωή, ποιος θα μας βοηθήσει να χτίσουμε την καινούρια- όλοι οι άνθρωποι;
* Τις φράσεις αυτές τις λέει μαζί
με την ΤΖΑΚΕΡ
(Παύση)
ΤΖΑΚΕΡ Θα βοηθήσεις;
ΣΥΜΟΝΤ (Δεν απαντά)
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Δέσ’ του τα χέρια. (Η ΤΖΑΚΕΡ του τα δένει. Ο ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ κάνει νόημα με το σπαθί) Πάμε. (Φεύγουν)
ΣΚΗΝΗ ΕΞΗ: ΔΙΚΗ ΣΤΗΝ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ
(Πρωί. Ένας καταυλισμός στο δάσος.
Ο ΣΕΒΕΡΑΛ είναι ξαπλωμένος τραγουδώντας. Καθώς τραγουδάει, ο ΤΖΙΓΚ βγάζει μιά πίπιζα και τον συνοδεύει - διστακτικά στην αρχή, αποφασιστικά στην συνέχεια.
Η ΓΚΡΕΤΑ (με τον μπόγο), η ΜΑΟΥ, η ΑΝΙΕΣ και η ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ ασχολούνται με δουλειές του καταυλισμού. Ο ΥΣΟΝΤ κάθεται πιο πέρα και τους παρακολουθεί.)
ΣΕΒΕΡΑΛ (Τραγουδάει)
1. Ανέβηκα στο πιο ψηλό δέντρο
μιά όμορφη πράσινη χώρα κάτω μου
το χέρι μου κράτησε όλα όσα έβλεπα
μά το πουλί ξέφυγε πετώντας
μέσα στο δάσος.
2. Ανέβηκα στον πιο ψηλό λόφο
και ήπια τον ουρανό μέχρι που ξεδίψασα
κι όταν σκότωσα όλα όσα μπορούσα να σκοτώσω
το πουλί ξέφυγε πετώντας
μέσα στο δάσος.
(Ο χορός)
Η κουκουβάγια στο δάσος, ο κορυδαλλός στον λόφο
το πουλί ξεφεύγει πετώντας, ενώ η καρδιά μου μένει εδώ
όσο ψηλόν κι αν κάνεις τον ματωμένο πύργο
δεν θα γλυτώσεις από το πουλί
του δάσους.
3. Ανέβηκα στο πιο ψηλό αστέρι
και κύτταξα τον κόσμο δεξιά κι αριστερά
και το μόνο που είδα εκεί που στεκόσουνα
ήταν ένα πουλί να πετά στο πυκνό, σκοτεινό δάσος.
(Επαναλαμβάνει ο χορός)
(Το τραγούδι τελειώνει. Ο ΤΖΙΓΚ παίζει μερικά ακόμη μέτρα, μετά σταματά)
ΣΕΒΕΡΑΛ Την έκλεψες αυτή την πίπιζα;
ΤΖΙΓΚ (Δεν απαντά)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Στον ΜΑΟΥ) Τι μασουλάς;
ΜΑΟΥ Κάνω το πρόβατο.
ΣΤΑΡΛΝΙΓΚ (Δεν απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα) Αυτό το μέρος παραείναι καλό για να έχει πρόβατα να μας ενοχλούν.
ΤΖΙΓΚ Ή πουλιά να κουτσουλάνε, αδερφή Στάρλινγκ.
ΓΚΡΕΤΑ (Αφήνοντας κάτω έναν κουβά) Δεν έχει τελειωμό το κουβάλημα του νερού;
ΑΝΙΕΣ Καλύτερα αυτό, παρά να κουβαλάς χώμα.
ΣΕΒΕΡΑΛ Λοιπόν έκλεψες την πίπιζα;
ΤΖΙΓΚ Την πήρα από το πρόβατο.
(Η ΤΖΑΚΕΡ και ο ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ φέρνουν μέσα τον ΣΥΜΟΝΤ που είναι ξυπόλητος. Η ΤΖΑΚΕΡ βαστάει τις μπότες του που τις ακουμπά κάτω δίπλα του. Ο ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ κρατάει ακόμη το σπαθί του. Ο ΟΥΪΑΝΤ μπαίνει πίσω τους, στέκεται κυττώντας.)
ΤΖΚΕΡ Κατάσκοπος.
(Οι άλλοι μαζεύονται γύρω, εχτός από τον ΣΕΒΕΡΑΛ και τον ΥΣΟΝΤ)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Τον έχω ξαναδεί αυτόν.
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ (Σκουντάει τον ΣΥΜΟΝΤ με το σπαθί) Μίλα, κατάσκοπε.
ΜΑΟΥ Μίλα, κατάσκοπε.
ΣΥΜΟΝΤ (Βλέποντας τον ΣΕΒΕΡΑΛ) Γειά σου, Σεβ...
ΣΕΒΕΡΑΛ Μίλα, κατάσκοπε.
(Παύση/Μουρμουρητά)
ΑΝΙΕΣ Από που έρχεσαι, αδερφέ;
ΣΥΜΟΝΤ Έρχομαι... από μιά μακρινή χώρα.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΦΩΝΕΣ Από που; Από που;
ΣΥΜΟΝΤ Έρχομαι από ένα χωριό...
ΑΝΙΕΣ Όχι, μίλησέ μας για τη ζωή σου.
(Παύση/Μουρμουρητά)
ΣΥΜΟΝΤ Έρχομαι από τη λάσπη και τη σκόνη. (Σιωπή) Είμαι αυτός που χτίζει ένα σπίτι για όλους τους ανθρώπους...
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Είσαι μαραγκός;
ΣΥΜΟΝΤ Όχι, τσαγκάρης. Δεν φοράνε όλοι οι άνθρωποι τα παπούτσια του; (Γέλια) Αυτός που μ’ έμαθε την τέχνη πέθανε. Δεν έχω στέγη. Και τότε άκουσα για μιά μεγάλη πόλη, με πάνω από δεκάξη χιλιάδες ανθρώπους. Και σκέφτηκα, αυτό κάνει τριάντα δύο χιλιάδες πόδια. (Γέλια)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Και δέκα χιλιάδες απ’ αυτά ανοίκουν στους τσαγκάρηδες. (Γέλια)
ΣΥΜΟΝΤ Ακριβώς.
/ Έτσι βρήκα καινούρια δουλειά (Κυττώντας τον ΣΕΒΕΡΑΛ)... και καινούριο εργοδότη. Αλλά έπεσα πάνω σε μιά εξέγερση και μ’ έριξαν στην φυλακή. Άδικα. Κι όταν ήρθε η φωτιά, κατάφερα να ξεφύγω και ανέβηκα στον λόφο. Κι όταν κύτταξα πίσω και είδα τις φλόγες να αναβαίνουν ψηλά μέσα στην νύχτα, ένοιωσα πολύ κρύο, πραγματικά κρύο, υπερβολικό κρύο, αδερφοί.
(Ένα μουρμουρητό διαπερνά το πλήθος. Ο ΣΥΜΟΝΤ κυττά απορημένος)
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΦΩΝΕΣ Ένας προφήτης! Ένας προφήτης!
ΟΥΑΪΑΝΤ Όμως είναι ψεύτικος προφήτης. Μήπως ήρθαμε εδώ στον Μεγάλο Καταυλισμό για να ακολουθήσουμε τα παλιά λάθη για χωράφια και δάση; Δεν είμαστε εδώ για να χτίσουμε μιά καινούρια πόλη, μιά πόλη της καρδιάς; Υπάρχει μόνον ένας προφήτης στον καταυλισμό κι αυτός είναι...
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΦΩΝΕΣ Ο Κεττ! Ο Κεττ!
ΟΥΑΪΑΝΤ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ Ο ΚΕΤΤ. ΕΙΝΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ. (Σιωπή) Εσείς όλοι που φλυαρείτε για προφήτες. Αυτός εδώ είναι ψεύτικος προφήτης, πρέπει να τον κρεμάσουν.
ΥΣΟΝΤ Τότε δεν είναι και ο Κεττ ψεύτικος προφήτης; Δεν πρέπει κι αυτόν να τον κρεμάσουν;
(Μουρμουρητά στο πλήθος)
ΑΝΙΕΣ (Περιπαιχτικά) Αυτός δεν είναι προφήτης, είναι τσαγκάρης.
(Γέλια)
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ (Στο πλήθος) Εσείς τι λέτε, είναι ή δεν είναι προφήτης;
ΣΤΑΡΛΝΙΓΚ (Εξετάζοντας τις μπότες του ΣΥΜΟΝΤ) Πρέπει να είναι, οι μπότες του είναι ιερές.
(Γέλια)
ΦΩΝΕΣ Αφήστε τον ελεύθερο, αφήστε τον ελεύθερο.
(Ο ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ κατεβάζει το σπαθί του, κάνει νόημα στον ΣΥΜΟΝΤ να βάλει τις μπότες του. Καθώς το πλήθος διαλύεται, ο ΥΣΟΝΤ πηγαίνει στην ΓΚΡΕΤΑ, της πιάνει το σαγόνι της, την κυττάζει, έπειτα φεύγει. Μένουν ο ΣΥΜΟΝΤ, ο ΣΕΒΕΡΑΛ και η ΓΚΡΕΤΑ. Ο ΤΖΙΓΚ κάθεται χωριστά, κάνοντας τον ζογκλέρ παίζοντας με χρωματιστές μπάλες.)
ΣΥΜΟΝΤ Σέβεραλ;
ΣΕΒΕΡΑΛ (Σηκώνεται) Δεν χρειάζονται δύο άνθρωποι. Αυτός εδώ ο ένας (Δείχνει τον ΤΖΙΓΚ) ξέρει να παίζει πίπιζα. (Φεύγει)
ΓΚΡΕΤΑ (Δίνοντας στον ΣΥΜΟΝΤ μιά κούπα) Πιές, αδερφέ.
ΣΥΜΟΝΤ (Πίνει) Τι είναι αυτός ο Μεγάλος Καταυλισμός;
ΓΚΡΕΤΑ Είσαι ταξιδιώτης και δεν έχεις ακούσεις για τον Μεγάλο Καταυλισμό;
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Γιατί με φωνάζουν προφήτη;
ΓΚΡΕΤΑ Γιατί είπες, αδερφέ, κάποιες λέξεις που τις λένε μόνον οι προφήτες.
ΣΥΜΟΝΤ Αυτός εδώ είναι ένας παράξενος τόπος.
ΓΚΡΕΤΑ Είναι παράξενο, αδερφέ, που ψάχνουμε για προφήτες; Αυτό δεν κάνουν όλοι οι άνθρωποι;
ΣΥΜΟΝΤ Μα υπάρχουν προφήτες;
ΓΚΡΕΤΑ Μερικοί λένε ότι ο Κεττ είναι προφήτης. Άλλοι λένε ότι είναι πιο μεγάλος από προφήτη, αφού ένας προφήτης απλά προετοιμάζει τον δρόμο. Μερικοί λένε ότι η Ουίλς είναι προφήτις. Και μερικοί λένε ότι ο Μεγάλος Καταυλισμός πρέπει να κάνει πέρα όλους τους προφήτες και οι άνθρωποι να ζούνε μόνο με ό,τι νοιώθουν στις καρδιές τους και όχι με ό,τι λένε οι προφήτες.
ΣΥΜΟΝΤ Αυτός που σε άγγιξε ήταν...;
ΓΚΡΕΤΑ Ο Ύσοντ; Όχι, δεν είναι προφήτης, αδερφέ.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Εσύ γιατί ήρθες σ’ αυτό το μέρος;
ΓΚΡΕΤΑ Με φέρανε εδώ, αδερφέ, για να ικανοποιώ τους άντρες.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Σου δίνουν λεφτά;
ΓΚΡΕΤΑ Μου δίνουν φαγητό και ποτό, αδερφέ.
ΣΥΜΟΝΤ Αλλά αυτό δεν είναι περισσότερο από ό,τι δίνουμε στα ζώα για όργωμα και μάλιστα δεν έχουν ούτε μιά στέγη πάνω από το κεφάλι τους.
ΓΚΡΕΤΑ Ούτε κι εμείς έχουμε στέγη, αδερφέ. στον Μεγάλο Καταυλισμό. Όμως έχουμε ψωμί, αυγά, μπύρα, ενώ πριν είχαμε μόνον φασόλια, βρώμη και βελανίδια. Κι έχουμε, αδέρφια πρόβατα για το κρέας και αδέρφια αγελάδες για το γάλα...
ΣΥΜΟΝΤ Πιο σωστά δεν πρέπει να το λέμε αδερφές αγελάδες;
ΓΚΡΕΤΑ Όχι, γιατί στον αδερφό και την αδερφή υπάρχει διαφορά στη σάρκα, ενώ ανάμεσα σε αδερφό και αδερφό δεν υπάρχει καμία διαφορά. Γι’ αυτό αδερφός αγελάδα, αδερφέ.
ΣΥΜΟΝΤ Αλλά ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα δεν υπάρχει διαφορά στη σάρκα;
ΓΚΡΕΤΑ Παίζεις με τις λέξεις, αδερφέ. Αυτά είναι πράγματα που τα παίζεις και κάνεις κόλπα σαν ζογκλέρ στα πανηγύρια. Μίλα μέσα από την καρδιά σου, αδερφέ. (Φεύγει)
ΣΥΜΟΝΤ (Στον ΤΖΙΓΚ) Τι λέει αυτή;
ΤΖΙΓΚ (Ρίχνοντας μπάλες στον αέρα που μετά τις πιάνει) Λέει... ότι δεν είσαι ούτε αυτός, ούτε εκείνη, ούτε γριά γυναίκα, αδερφέ.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Πως το λένε το μέρος εδώ;
ΤΖΙΓΚ Το λένε Δάσος του Θωρπ.
ΣΥΜΟΝΤ (Συλλογίζεται) Δάσος του Θωρπ, κοντά στην πόλη που την λένε...
ΤΖΙΓΚ (Τον διακόπτει) Η πόλη δεν έχει όνομα, αδερφέ. (Σηκώνεται) Μήπως πρόκειται εμείς που είμαστε στον Μεγάλο Καταυλισμό να διατηρήσουμε τα παλιά ονόματα: Δεν θα αναποδογυρίσει ο κόσμος και δεν θα γεννηθεί μια νέα γλώσσα; Ίσως αυτή η πόλη να πεθάνει και μιά νέα πόλη θα υψωθεί σ’ αυτό το δάσος. Και τι είναι τα ονόματα, παρά άγκιστρα για να κρεμάσεις έναν άνθρωπο; Δεν θα υπάρχουν ονόματα πόλεων, αδερφέ.
ΣΥΜΟΝΤ Ούτε οι άνθρωποι θα έχουν πλέον ονόματα;
ΤΖΙΓΚ Μόνον για την ευκολία, αδερφέ. Ίσα-ίσα να μπορείς να μου πεις άφησε κάτω αυτόν τον κουβά, Τζιγκ - ώστε να μην αφήσουν κάτω τον κουβά τους όλοι οι αδερφοί τριγύρω την ίδια στιγμή. Αλλά μόνον γι’ αυτό. Όχι για να είναι ο ένας ανώτερος από τον άλλον, αδερφέ.
(Έρχεται ο ΟΥΪΑΝΤ)
ΟΥΑΪΑΝΤ Το πορτοφόλι μου, γαμημένε. .
ΤΖΙΓΚ «Μου»; Το «μου» πέθανε. Αυτό το αχόρταγο, αηδιαστικό, σιχαμερό πράγμα - έχει πεθάνει από το Σάββατο. Ορίστε - πάρε κι ένα λεπτό για την κηδεία. (Πετά ένα κέρμα στο ΟΥΑΪΑΝΤ. Καθώς ο ΟΥΑΪΑΝΤ σκύβει να το μαζέψει, ο ΤΖΙΓΚ τον πιάνει από τον γιακά.) Δεν έχει πιά «μου», αδερφέ. (Φεύγει)
ΟΥΑΪΑΝΤ (Πατώντας το κέρμα) Γαμήσου. (Πλησιάζοντας τον ΣΥΜΟΝΤ) Γαμήσου κι εσύ, ψευτοπροφήτη. Γαμήσου και συ, μουνί. Γαμήσου και συ μέσα στην κόλαση, γαμημένε... (Φεύγει)
ΣΚΗΝΗ ΕΠΤΑ: Η ΛΕΞΗ
(Ο καταυλισμός. Μέρα. ΟΥΪΛΣ, ΥΣΟΝΤ)
ΥΣΟΝΤ Δυό φρουροί βρέθηκαν με κομμένο τον λαιμό.
ΟΥΪΛΣ Τότε πρέπει να βάλουμε περισσότερους φρουρούς να φυλάνε τους φρουρούς.
ΥΣΟΝΤ Κι αυτούς πάλι πρέπει να τους φυλάνε άλλοι;
ΟΥΪΛΣ (Νευριασμένη) Εάν χρειαστεί, ναι!
ΥΣΟΝΤ Και που θα τελειώσει αυτό με τους φρουρούς;
ΟΥΪΛΣ (Τώρα πιο υπομονετική) Πουθενά. Όποιος φυλάει τη ζωή μου, γίνεται αδερφός μου.
ΥΣΟΝΤ Δηλαδή ο αδερφός θα λέγεται φύλακας;
ΟΥΪΛΛΣ Φύλακας, όχι δεσμοφύλακας. Δεν θα έχει κλειδιά ο φύλακας του σπιτιού. (Ξεκινάει να φύγει)
ΥΣΟΝΤ Χρειαζόμαστε αμυντικά έργα. Με το να προσθέτουμε φρουρούς δεν γίνεται τίποτα.
ΟΥΪΛΣ (Σταματά και στρέφεται) Και θα είμαστε σαν πρίγκηπες μέσα σε πύργο;
ΥΣΟΝΤ Αυτοί θα στείλουν στρατό.
ΟΥΪΛΣ Κι έτσι θα αντιμετωπίσουμε τον στρατό τους; Ή πρέπει να κάνουμε κάτι άλλο;
// Τι είναι αυτό που μας έχει φέρει εδώ όλους εμάς; Μιά λέξη. Κι αυτή η λέξη έχει φέρει κοντά τους ανθρώπους κι άλλες φορές πριν. Πολλές, πολλές φορές. Είναι μιά ωραία λέξη, αλλά κάνει τους άλλους να την ζηλεύουν, πάρα πολύ να την ζηλεύουν. Έτσι οι άνθρωποι έχτισαν γύρω της έναν τοίχο για να την προστατεύσουν κι αυτό κάνει να τους άλλους ακόμη πιο ζηλιάρηδες, τόσο ζηλιάρηδες που θέλουν να τον γκρεμίσουν. Και τότε ο τοίχος πρέπει να χτιστεί ψηλότερος και δυνατότερος και τότε δημιουργείται ένα μεγάλο σπίτι με σκεπή και έρχονται άνθρωποι από παντού να το θαυμάσουν και να γίνουν ένα μαζί του γιατί είναι τόσο ψηλό και δυνατό. Και σύντομα γίνεται κάτι πολύ πιο μεγάλο σαν μια θρησκεία ή μιά χώρα. Και μετά από κάποιο διάστημα οι άνθρωποι αρχίζουν να ξεχνάνε τη λέξη - γιατί είναι τόσο πολυάσχολοι με το να χτίζουν, μόνο να χτίζουν το κτίριο. Και η λέξη αρχίζει να μπάζει, διότι ενώ χρειάζεται φως και αέρα, δεν έχει ούτε φως, ούτε αέρα. Κι επειδή έχει γίνει τόσο μικρή, την φυλάνε σ’ ένα ντουλάπι σε ειδικό δωμάτιο και την βγάζουν έξω μόνον σε εξαιρετικές μέρες και μετά αυτές οι μέρες γίνονται ολοένα και λιγότερο εξαιρετικές και κανένας δεν νοιάζεται γι’ αυτές πλέον, εχτός επειδή είναι μιά καλή ευκαιρία για γιορτή. Και κάποια μέρα η λέξη παθαίνει και κανένας δεν το αντιλαμβάνεται, όλοι τους είναι ασχολούνται να θαυμάζουν το όμορφο σπίτι.
ΥΣΟΝΤ Και να ζήσουμε χωρίς οχυρώσεις;
ΟΥΪΛΣ Η αδερφοσύνη είναι η προστασία μας (Φεύγει)
(Παύση. Ο ΥΣΟΝΤ στέκεται και συλλογίζεται)
ΥΣΟΝΤ (Φωνάζει) Γιάλοπ!
(Μπαίνει ο ΓΙΑΛΟΠ)
ΓΙΑΛΟΠ Ναι, αρχηγέ.
ΥΣΟΝΤ Αδερφέ. (Κάνει μερικά βήματα, ξαναγυρίζει) Εάν έχουμε Θεό, χρειαζόμαστε οχυρώσεις;
ΓΙΑΛΟΠ Θεό, αδερφέ;
// Μερικοί λένε ότι ο Θεός μας έκανε όμοιους μ’ αυτόν, ότι ο Θεός είναι κάποιος που θα ενωθούμε μαζί του. Ο αδερφός Ουϊάντ λέει ότι ο Θεός είναι μιά μεγάλη βελανιδιά κι εμείς είμαστε τα βελανίδια, αλλά τελικά θα ενωθούμε με τη βελανιδιά.
ΥΣΟΝΤ Κι εσύ τι πιστεύεις;
ΓΙΑΛΟΠ Νομίζω ότι είμαστε ένα αστείο που πήγε στραβά. Δημιουργηθήκαμε τελευταίοι, αφού ο Θεός προηγουμένως είχε κουραστεί να φιάχνει γάτες, πέτρες, σαύρες κι όλα αυτά τα άψυχα πράγματα. Όταν έκανε εμάς, νύσταζε και τον είχε πιάσει το συναισθηματικό του, σαν τον ψιλομεθυσμένο θείο στα βαφτίσια. Γι’ αυτό άφησε να μπει λίγο συναίσθημα, λίγο, αλλά που έχει προκαλέσει όλο το κακό.
ΥΣΟΝΤ Και πως θα απαλλαχτούμε απ’ αυτό;
ΓΙΑΛΛΟΠ Να του κάνουμε μια πλάκα, να κάνουμε σαν να μην μας έκανε, σαν να είμαστε πέτρες, αδερφέ.
ΥΣΟΝΤ Αν είμαστε ήδη πέτρες, άραγε χρειαζόμαστε έναν τοίχο γύρω απ’ αυτόν τον Καταυλισμό;
ΓΙΑΛΟΠ Μα καθόλου δεν είμαστε πέτρες, αδερφέ.
ΣΚΗΝΗ ΟΧΤΩ: ΝΥΧΤΑ, ΠΟΛΗ
(Νύχτα. Μια καταστραμμένη εκκλησία. Φεγγάρι. Η ΓΚΡΕΤΑ [με τον μπόγο], ΣΥΜΟΝΤ)
ΓΚΡΕΤΑ Γιατί μ’ ακολουθείς σαν σκυλί; Γαύγισε, σκυλί.
ΣΥΜΟΝΤ Δεν είμαι σκυλί.
ΓΚΡΕΤΑ Με ακολούθησες μέχρι το μπουρδέλο, δεν υπήρχε παρά ένας σωρός από πέτρες. Δεν σου ήταν αρκετό αυτό. Έπρεπε να μ’ ακολουθήσεις κι εδώ. Άλλος ένας σωρός από πέτρες. Τι θες;
ΣΥΜΟΝΤ Τι είναι αυτό το μέρος;
ΓΚΡΕΤΑ Δεν έχεις ξαναδεί εκκλησία; Συνήθιζα να έρχομαι εδώ και να κάθομαι. Αισθανόμουνα ασφάλεια τότε. (Κυττά γύρω) Τώρα δεν έχει που να καθίσω.
ΣΥΜΟΝΤ Θα ήθελα να σε κάνω να είσαι πάλι ασφαλής.
ΓΚΡΕΤΑ Ασφαλής. Έχω πολύ καιρό να νοιώσω έτσι. Αντίθετα έχω δει ένα σωρό άλλα πράγματα. Είδα νεκρά μωρά να τα θάβουν. Ήθελα να σκάψω με τα χέρια μου και να τα βγάλω, αλλά η Ανιές είπε όχι, άφησέ τα εκεί για να ξέρει ο Ιησούς που θα τα βρει την ημέρα της κρίσεως. Αν τα πας άλλού, δεν θα μπορέσει να τα βρει. ( Ο ΣΥΜΟΝΤ κινείται προς την ΓΚΡΕΤΑ) Δεν θέλω άλλα νεκρά μωρά.
(Παύση / ακούγεται εκτός σκηνής ένας θόρυβος. Μπαίνει ο ΜΑΟΥ με κομμάτια χρωματιστού γυαλιού στα χέρια του)
ΓΚΡΕΤΑ Μάου.
/ Τι κρατάς εκεί, Μάου;
ΜΑΟΥ Το σπίτι του Ιησού καταστράφηκε. Κύττα. (Ακουμπά τα κομμάτια του γυαλιού στο έδαφος και προσπαθεί να τα ταιριάξει. Η ΓΚΡΕΤΑ σκύβει από πάνω του και τραγουδά απαλά, κουνώντας τον μπόγο σαν να νανουρίζει μωρό)
ΓΚΡΕΤΑ (Τραγουδά) Το γλυκό μωρό ο Ιησούς
κάθονταν σ’ έναν τοίχο
το γλυκό μωρό ο Ιησούς
γκρεμίστηκε από ’κεί
κι όλα τ’ άλογα του Κεττ
κι όλοι οι άνθρωποι του Κεττ
δεν κατάφερναν τον Ιησού
να τον ξανακολλήσουν.
(Επαναλαμβάνει το τραγούδι, αρχίζει κι ο ΜΑΟΥ να τραγουδάει. Στο τέλος του τραγουδιού, η ΓΚΡΕΤΑ χτυπά φιλικά την πλάτη του ΜΑΟΥ, έπειτα απομακρύνεται κι από τους δυό. Ο ΜΑΟΥ συνεχίζει να σιγομουρμουρίζει με διακοπές το τραγούδι και παίζει με τα κομμάτια του γυαλιού.)
ΓΚΡΕΤΑ Πήρες άλλη γυναίκα;
/ Ποιανού θέση παίρνω;
ΣΥΜΟΝΤ Γιατί είσαι τόσο σκληρή; Θα μπορούσα να κοπώ, απλά και μόνο αν σε κυττάξω.
/ Κανενός τη θέση.
ΓΚΡΕΤΑ Μιά φορά παλιά, δεν ήταν εκεί;
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Θέλω να πάρεις την δική σου θέση.
/ Θέλω να γεμίσεις το κενό... μέσα μου... που περιμένει εσένα.
(Σφίγγει πάνω της τον μπόγο)
ΓΚΡΕΤΑ Δεν θέλω την καλοσύνη σου που γλυστράει σαν φάντασμα εκεί που δεν την σπέρνουν. Καταστρέφει τα πάντα, αυτό κάνει.
(Στρέφει το πρόσωπό της σ’ αυτόν)
Τρομάζω. Τρομάζω να μην κάνω τίποτα και να είμαι ένα τίποτα. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;
// Είχα... κάτι σαν όνειρο, δεν ξέρω ακριβώς. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τον θόρυβο της βροχής στην αχυρένια σκεπή. Μετά ήμουνα ξαπλωμένη κάτω, σκεπασμένη με χώμα και η βροχή συνέχιζε. Την αισθανόμουνα να χτυπά να κόκκαλά μου, όχι το δέρμα μου, μόνο τα κόκκαλα. Και μετά δεν ήμουνα ούτε καν αυτό, ήμουνα σκέτο χώμα και η βροχή συνέχιζε. Και μετά κυλούσα σαν νερό, κυλούσα παντού. Ήμουνα ποταμός, έφτανα παντού - το χορτάρι, τους μαστούς των αγελάδων, τους πούτσους των μικρών παιδιών. Και μετά ήμουνα η βροχή που έπεφτε.
// Μερικές νύχτες που πέφτω να κοιμηθώ, θέλω να τραβήξω τον ουρανό για σκέπασμα. Αισθάνομαι ασφάλεια τότε.
/ Αισθάνθηκες ποτέ ασφάλεια;
ΣΥΜΟΝΤ Στο σπίτι της γιαγιάς μου. Ο παππούς ήταν φαλακρός. Η γιαγιά είχε πενήντα γάτες, όλες άγριες. Όταν τις τάϊζε, ήταν σαν να ορμούσε ένα κύμα από γούνες. Τα νιαουρίσματα υψώνονταν σαν αφρός της θάλασσας. Συνήθιζα να κουρνιάζω σ’ έναν τοίχο και να τις βλέπω. Και μετά το φεγγάρι...
ΓΚΡΕΤΑ Ήταν το κεφάλι ή η φαλάκρα του παππού σου;
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Η φαλάκρα του παππού. Πιο λαμπερή από το φεγγάρι. Είχε πάνω της μπλέ φλέβες, σαν ποτάμια. Σαν χάρτης του φεγγαριού.
/ Κύττα αυτό. (Βγάζει μια κορδέλα) Για να ταιριάζει με τα μαύρα μάτια σου.
ΓΚΡΕΤΑ Είναι καστανά.
ΣΥΜΟΝΤ Δεν ξέρεις ότι τα πάντα είναι αποχρώσεις του μαύρου;
(Παύση)
ΓΚΡΕΤΑ (Στον ΜΑΟΥ) Πήγαινε αυτές τις εικόνες πίσω στον καταυλισμό, αδερφέ. Εδώ είναι πολύ σκοτεινά για να τις δει κανείς.
(Παύση/Ο ΜΑΟΥ φεύγει)
ΓΚΡΕΤΑ (Ξαφνικά μιλώντας στον μπόγο) Τι χρησιμεύει αυτό; Τι μπορείς να κάνεις μ’ αυτό; Γιατί πρέπει να έρθει μονομιάς σαν πλημμύρα; Γιατί δεν μπορείτε να πασπαλίζετε λίγο κάθε μέρα, σαν αλάτι;
(Παύση, μετά κρατά τεντωμένο το χέρι της να πιάσει την κορδέλα)
ΣΥΜΟΝΤ Θέλεις δύο χέρια για να τα καταφέρεις.
(Μακρά παύση, έπειτα η ΓΚΡΕΤΑ αφήνει κάτω απαλά τον μπόγο)
ΓΚΡΕΤΑ Εσύ.
ΣΥΜΟΝΤ (Κυττώντας την) Εκείνα τα μάτια θα μπορούσαν να λυώσουν τις πέτρες στον δρόμο, όπως κάνει το φως.
(Ο ΣΥΜΟΝΤ δένει την κορδέλα στα μαλλιά της, μετά την αγκαλιάζει. Η ΓΚΡΕΤΑ κυττά πάνω από τον ώμο του, ριγεί)
ΣΥΜΟΝΤ Τι;
ΓΚΡΕΤΑ Το φεγγάρι.
// Σφίξε με δυνατά, όχι απαλά.
/ Αλλά πες μου πρώτα. Πες μου πόσο σφιχτά θα μ’ αγκαλιάσεις.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Τόσο σφιχτά... όσο θα σ’ αγκαλιάσει ο τάφος σου. Όπως το χώμα θα αγκαλιάσει τα κόκκαλά σου.
ΣΚΗΝΗ ΕΝΝΕΑ: ΝΥΧΤΑ, ΔΑΣΟΣ
(Ο καταυλισμός. Νύχτα. Ένας αριθμός ατόμων κάθεται γύρω από μιά φωτιά. Ο ΣΕΒΕΡΑΛ μιλάει σε μια συμμορία κλεφτών -ΧΑΚ, ΚΛΟΚ και ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ. Ένας τέταρτος κλέφτης, Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ, φοράει ένα μακρύ παλτό με τσέπες γεμάτες παπούτσια γυναικών. Στην διάρκεια του πρώτου μισού της σκηνής τα βγάζει ένα-ένα προσεχτικά και τα τοποθετεί στη σειρά μπροστά του και ταυτόχρονα αυνανίζεται αδιαφορώντας για τους άλλους. Ο ΤΖΙΓΚ κάθεται κυττώντας με απογοήτευση τα πόδια του στα οποία τώρα φοράει ένα καινούριο ζευγάρι μπότες που δεν τον χωράνε καλά. Πιο πέρα κάθεται η ΑΝΙΕΣ, χαμένη στις σκέψεις της.)
ΣΕΒΕΡΑΛ Τι κλέβετε;
ΤΖΙΓΚ (Δεν απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα) Μισώ αυτές τις μπότες.
ΚΛΟΚ Τα πάντα. Σταματάει κάποιος την άμαξά του να πάει να κατουρήσει και, παφ, του κλέβουμε τις ρόδες.
ΧΑΚ Κι όχι μόνο αυτό, αδερφέ Κλοκ. (Στον ΣΕΒΕΡΑΛ) Κλέβουμε τις ρόδες κι όταν κινείται αργά η άμαξα.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Κι όχι μόνο αυτό, αδερφή Χακ. (Στον ΣΕΒΕΡΑΛ) Κλέβουμε τις ρόδες κι όταν κινείται γρήγορα η άμαξα.
ΚΛΟΚ Κι όχι μόνο αυτό.
/ Έχεις σπίτι; Παίρνουμε τα άχυρα από τους τοίχους κι αφήνουμε μόνο τη λάσπη. Και την επόμενη φορά που θα φυσήξει αέρας, παφ, γκρεμίζεται το σπίτι σου.
ΤΖΙΓΚ Παφ;
ΣΕΒΕΡΑΛ Τι θα τα κάνεις τα άχυρα;
ΧΑΚ (Στον ΚΛΟΚ) Τη λάσπη έπρεπε να πάρεις, βλάκα.
ΚΛΟΚ (Σηκώνει τους ώμους) Αργά ή γρήγορα όλα τα παίρνουμε. Ξαναγυρίζουμε να πάρουμε τη λάσπη.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Χρειαζόμαστε τα άχυρα για το άλογο που είναι στην άμαξα χωρίς ρόδες. Πρώτα παίρνουμε τις ρόδες, μετά το άλογο.
ΣΕΒΕΡΑΛ Σαν να λέμε βάζετε μπροστά την άμαξα και πίσω το άλογο.
ΚΛΟΚ Ακριβώς.
ΤΖΙΓΚ Εχτός από τις μπότες, μισώ και τα πόδια μου.
ΣΕΒΕΡΑΛ Υπάρχει κάτι που δεν μπορείτε να κλέψετε;
ΚΛΟΚ Τα λεπτά της ώρας. Πρέπει να είσαι πραγματικός κλέφτης για να τα κλέψεις, όπως ένας μεγαλοχτηματίας ή ένας δικαστής. Όλα τα άλλα μπορείς να τα πουλήσεις ή να τα θάψεις.
ΤΖΙΓΚ Είπα ότι μισώ αυτές τις μπότες.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Γιατί;
ΤΖΙΓΚ Δεν μου κάνουν.
ΧΑΚ Πρέπει να μάθεις να κλέψεις από ανθρώπους με μεγαλύτερα πόδια.
ΤΖΙΓΚ (Προσπαθώντας να βγάλει τις μπότες) Δεν μπορείτε να μιλήσετε για τίποτα άλλο;
ΣΕΒΕΡΑΛ (Στον ΚΛΟΚ) Δεν κρατάς τίποτα για τον εαυτό σου;
ΚΛΟΚ Τίποτα. Κι έπειτα που να τα κρατήσω; Ζούμε πολύ καιρό στα χωράφια, στην ύπαιθρο. Ακόμη και πίσω από φράχτες δεν μπορούμε να κρύψουμε τίποτα. Αν μπορούσαμε να κλέβαμε έναν καλόν τοίχο...
ΧΑΚ Έπρεπε να είχες πάρει την λάσπη.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Στον ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ) Εσείς τι λέτε, Πρίγκηψ;
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ (Κυττώντας την σειρά των παπουτσιών) Είναι αυτό που φαίνεται;
ΧΑΚ Τι είναι αυτό;
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ (Πολύ γρήγορα, διαρκώς κυττώντας την σειρά των παπουτσιών) Πριν, πουθενά δεν ζούσαμε, κουρνιάζαμε σε χαντάκια, τις νύχτες ληστεύαμε ταξιδιώτες και ξοδεύαμε τα λεφτά στο πιοτό. Κι αν μας πιάνανε, μας κρεμούσανε. Τώρα, δεν ζούμε πουθενά, κουρνιάζουμε κάτω από δέντρα, δεν υπάρχουν ταξιδιώτες να ληστέψουμε, αλλά και να υπήρχαν δεν θα μπορούσαμε να τους ληστέψουμε, χωρίς εντολή από τον Κεττ, κι αν ακόμη πάρουμε εντολή από τον Κεττ, κι ας υποθέσουμε ότι υπήρχαν ταξιδιώτες να ληστέψουμε, θα πρέπει να παραδώσουμε τα κλοπιμαία στον Καταυλισμό αμέσως, κι έτσι δεν θα έχουμε τίποτα για να πιούμε, κι άμα δεν τα παραδώσουμε, μας κρεμάνε.
/ Είναι αυτό που φαίνεται;
(Παύση)
ΤΖΙΓΚ (Ξαφνικά καταφέρνοντας να βγάλει την μιά μπότα) Γαμώ τις μπότες. (Την πετάει μακριά)
(Ακούγεται μια κραυγή εκτός σκηνής. Μπαίνει ο ΓΙΑΛΟΠ κρατώντας την μπότα και τρίβοντας το μπράτσο του.)
ΓΙΑΛΟΠ Ποιος βλάκας πέταξε αυτή την μπότα;
(Κυττάζει τους υπόλοιπους. Ο ΤΖΙΓΚ προσπαθεί να κρύψει κάτω από το σώμα του το πόδι του που έχει ακόμη την άλλη μπότα)
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ (Ξαφνικά ενδιαφέρεται) Δεν είναι γυναικεία η μπότα αυτή;
ΓΙΑΛΟΠ (Κυττώντας την μπότα) Όχι, αδερφέ, δεν είναι.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Στον ΓΙΑΛΟΠ) Χτύπησες;
ΓΙΑΛΟΠ (Εξακολουθεί να τρίβει το μπράτσο του) Όχι, δεν είναι τίποτα. (Στον ΤΖΙΓΚ) Τι έπαθες με το πόδι σου;
ΤΖΙΓΚ Το έχασα, αδερφέ, πολεμώντας εναντίον των Σκωτσέζων.
ΓΙΑΛΟΠ Σε ποιόν λόχο;
ΤΖΙΓΚ Στον λόχο του λόρδου μου Χάουαρντ, αδερφέ.
ΓΙΑΛΟΠ Αυτό είναι συμμορία από κλέφτες.
ΤΖΙΓΚ Ακριβώς έτσι, αδερφέ, ακριβώς έτσι. Και ήμουνα τυχερός που έχασα μόνον ένα πόδι.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Στον ΓΙΑΛΟΠ) Πιστεύεις ότι θα στείλουν στρατό εναντίον μας;
ΓΙΑΛΟΠ (Την αγνοεί και μιλάει στον ΤΖΙΓΚ) Φαίνεσαι τίμιος. Πέσ’ το σε όλους ότι ψάχνω την αδερφή απ’ αυτήν την μπότα. (Εμπιστευτικά) Υπάρχει χρήμα εδώ. (Στους άλλους) Στείλτε την νυχτερινή φρουρά, αδερφοί. (Φεύγει μαζί με την μπότα)
ΚΛΟΚ (Στον ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ) Ελάτε Πρίγκιψ, έχουμε δουλειές αυτή τη νύχτα.
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ Α, την νύχτα.
(Ο ΚΛΟΚ και η ΧΑΚ φεύγουν. Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ μαζεύει τα παπούτσια και τα βάζει στις τσέπες του.)
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ (Φεύγοντας, στην ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ) Θα έρθεις, αδερφή; (Φεύγει)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Δεν απαντά)
ΤΖΙΓΚ (Βγάζοντας την άλλη μπότα) Που να κρύψω την μπότα;
ΑΝΙΕΣ (Σηκώνεται) Κρύψ’ την στο πρόσωπό σου. Εκεί τα κρύβεις όλα.
(Η ΑΝΙΕΣ στρώνει μια κουβέρτα και ξαπλώνει να κοιμηθεί. ΤΟ ίδιο κάνουν ο ΤΖΙΓΚ, ο ΣΕΒΕΡΑΛ και η ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ. Ο ΣΕΒΕΡΑΛ αποκοιμιέται αμέσως.)
ΤΖΙΓΚ Που είναι η Γκρέτα;
ΑΝΙΕΣ Θα γυρίσει.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Τι είναι αυτός ο θόρυβος;
ΑΝΙΕΣ Ποιος θόρυβος; Θέλεις άλλη κουβέρτα;
(Η ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. Παύση. Μετά μπαίνει ο ΜΑΟΥ και στέκεται όρθιος μέσα στο σκοτάδι. Δεν τον καταλαβαίνουν αμέσως, μέχρι που μιλάει.)
ΜΑΟΥ Νύχτα.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Μάου.
ΤΖΙΓΚ Γειά σου, Μάου.
(Ο ΜΑΟΥ προχωρεί προς τα μπρος και εξετάζει στο φως της φωτιάς τα κομμάτια γυαλιού που έχει)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Τι έχεις εκεί;
ΜΑΟΥ Θεέ μου. Κύττα - Το σπίτι του Ιησού έσπασε. Η Γκρέτα είπε να φέρω αυτές τις εικόνες στον Καταυλισμό, εδώ είναι πολύ σκοτεινά για να τις δω.
ΤΖΙΓΚ Που εδώ;
ΜΑΟΥ (Εξηγώντας υπομονετικά) Είναι πολύ σκοτεινά, είπε η Γκρέτα.
(Παύση)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Τέτοια ώρα κάθε μέρα πάντοτε μου λείπει η αγελάδα μου. Κάθε φορά που τέλειωνα το άρμεγμα, εκείνη μου έγλειφε το μάγουλο. Όταν ήμουνα λυπημένη, έβαζα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό από τον λαιμό της και τα μεγάλα μάτια της με κύτταζαν σαν φεγγάρια.
ΜΑΟΥ Φεγγάρια.
/ Ο Ιησούς έχει ένα φεγγάρι πίσω από το κεφάλι του, το βλέπεις;
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Πιστεύεις ότι θα στείλουν στρατό εναντίον μας;
(Μακρά παύση)
ΑΝΙΕΣ Κύττα, το φως φέγγει τα φύλλα, ακόμη κι αυτήν την ώρα. Δεν μας εγκαταλείπει, μας ακολουθεί παντού.
/ Κι όμως ποτέ δεν το προσέχουμε αυτό την μέρα.
(Παύση)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Τι είναι αυτός ο θόρυβος;
ΤΖΙΓΚ Πέτρες στο χώμα. Σκουλήκια.
ΑΝΙΕΣ Τι είναι αυτός ο θόρυβος;. Είναι απλά η νύχτα, η νύχτα και το δάσος τρίβονται μεταξύ τους. Τι είναι αυτός ο θόρυβος; Είναι η νύχτα που σου λέει ότι υπάρχουν πράγματα μακρινά που δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτά.
/ Θα στείλουν στρατό; Φυσικά και θα στείλουν.
// (Ξαφνικά εκνευρισμένη) Ζούμε μέχρι να πεθάνουμε. Πρώτα την μέρα, μετά την νύχτα. Τι παραπάνω θες;
(Παύση)
ΜΑΟΥ Σκουλήκια.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑ: ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ
(Καταυλισμός. Πρωί. Ο ΟΥΪΑΝΤ μιλά στον ΣΕΒΕΡΑΛ. Δίπλα είναι ο ΤΖΙΓΚ)
ΟΥΪΑΝΤ Ο Θεός κάθεται πάνω σ’ ένα σύννεφο που το φυλάνε επτά δράκοοι. Τα βλέπει όλα, τα ακούει όλα. (Στον εαυτό του) Βασικά τις κλανιές των δράκων.
ΣΕΒΕΡΑΛ Μας βλέπει τώρα;
ΟΥΪΑΝΤ Όλα τα βλέπει.
ΣΕΒΕΡΙΛ Βλέπει τη γροθιά μου;
ΟΥΪΑΝΤ Τα βλέπει όλα.
ΤΖΙΓΚ Το μαχαίρι που έχεις κάτω από το ρούχο σου;
(Παύση)
ΟΥΪΑΝΤ Τα βλέπει όλα, αδερφέ.
(Έρχονται η ΓΚΡΕΤΑ και ο ΣΥΜΟΝΤ. Η ΓΚΡΕΤΑ δεν έχει πλέον τον μπόγο)
(Η ΓΚΡΕΤΑ πάει να φέρει μιά κούπα νερό από τον κουβά. Ο ΣΥΜΟΝΤ κυττάζει τον ουρανό.)
ΤΖΙΓΚ Τις κυττάς;
ΣΥΜΟΝΤ Πετάει ένα γεράκι.
(Μπαίνει ο ΥΣΟΝΤ)
ΥΣΟΝΤ Γεράκι; Που;
ΣΥΜΟΝΤ Εκεί. Μόλις που φαίνεται, σαν τελεία.
ΤΖΙΓΚ Ίσως είναι ένας δράκος.
ΟΥΑΪΑΝΤ Βρίζεις τα θεία, ηλίθιε. (Φεύγει)
ΣΥΜΟΝΤ (Συνεχίζει τα κυττά ψηλά) Τι ψάχνουμε;
ΥΣΟΝΤ (Ξαφνικά αρπάζει τον ΣΥΜΟΝΤ από τον σβέρκο) Σάρκα, οστό, σβέρκος. Το γεράκι έφτασε. Σ’ αρέσει ο ουρανός, ρωτά γεράκι. (Του σηκώνει το κεφάλι ψηλά) Είναι θαλασσί; (Του πιέζει το κεφάλι προς τα κάτω) Έφυγε. (Του ξανασηκώνει το κεφάλι) Είναι γκρί; (Του πιέζει το κεφάλι προς τα κάτω) Έφυγε. (Του σηκώνει το κεφάλι ψηλά) Βλέπεις άσπρα βαμπακάκια; (Του πιέζει το κεφάλι προς τα κάτω) Έφυγαν κι αυτά. Προς τα που θέλεις; (Του σηκώνει το κεφάλι ψηλά) Επάνω; (Του πιέζει το κεφάλι προς τα κάτω) Κάτω; Λοιπόν, πρέπει να διαλέξεις. (Του πιέζει το κεφάλι μέχρι το έδαφος, με το πρόσωπο προς τα κάτω) Πράσινο; Καφετί; (Τον κλωτσά στο πρόσωπο) Κόκκινο; Που πήγε ο ουρανός, έφυγε; (Παρατάει τον ΣΥΜΟΝΤ, κυττάζει ψηλά) Και το γεράκι έφυγε.
(Η ΓΚΡΕΤΑ στέκεται και παρατηρεί με μιά κούπα νερού στο χέρι)
ΓΚΡΕΤΑ (Στον ΥΣΟΝΤ) Όχι, είναι ακόμη εκεί.
/ Παρατήρησες ποτέ γεράκι, εννοώ πραγματικά να το παρατήρησες; Μπορεί να δει από μακριά - μπορεί να δει ρυάκια ή μικρά ζωά μέσα στο δάσος, αλλά αν κάτι το πλησιάσει πάρα πολύ, ξαφνικά, να έτσι, (Τον πλησιάζει) δεν μπορεί να δει τίποτα.
(Παύση)
ΥΣΟΝΤ Έλα.
ΓΚΡΕΤΑ Θα με σύρεις, αδερφέ, μπροστά σ’ όλον τον Καταυλισμό;
(Παύση)
ΥΣΟΝΤ Ποτέ ξανά. (Απομακρύνεται, μετά σταματά). Έλα πιο κοντά μου. Και μην ξαναβρεθείς ποτέ μόνη σου μαζί μου. (Φεύγει)
(Ο ΤΖΙΓΚ σηκώνεται, αρχίζει να παίζει έναν ζωηρό σκοπό με την πίπιζα. Ο ΣΥΜΟΝΤ τραγουδά, κάνοντας και τις δύο φωνές, Α και Β. Γίνεται μιά «περφόρμανς» με τους δυό τους να χορεύουν γύρω από την ΓΚΡΕΤΑ και τον ΣΥΜΟΝΤ. Ο ΣΥΜΟΝΤ παραμένει στο έδαφος, με τα χέρια του στο πρόσωπό του. Η ΓΚΡΕΤΑ στέκεται ακίνητη, κρατώντας πάντοτε την κούπα του νερού.)
ΣΕΒΕΡΑΛ (Τραγουδά) Α: Ένα πρόσωπο ήρθε γελώντας
από τον λόφο
γλυκό πρόσωπό, όμορφο πρόσωπο
χόρεψε όπου θες
και τι ψάχνεις
ομορφογλυκούλικο;
Β: «Ψάχνω για άλλον έναν
να σκοτώσω και να φάω.»
Α: Αλλά πως θα τον σκοτώσεις
με τόσο συμπαθητικό πρόσωπο
χωρίς δάχτυλα
για να πνίξουν ή να ξεσκίσουν;
Β: «Ω, έχω τα τρυφερά μου χείλη
και δεν έχεις ακούσει
ότι μπορώ να σκοτώσω πολύ καλά
μ’ ένα χαμόγελο ή μια λέξη;»
Β: «Δεν χρειάζομαι σώμα
ούτε καν μπράτσο
όταν ανοίγω το στόμα μου
έχω πολύ γοητεία
γι’ αυτό κάθισε πλάϊ μου
και δώσ’ μου την καρδιά σου
και αφού την μασήσω
δεν θα χωρίσουμε ποτέ.»
(Επαναλαμβάνει γρηγορότερα. Ο ΣΕΒΕΡΑΛ κάνει υπόκλιση, φεύγει. Ο ΤΖΙΓΚ παίζει τον σκοπό άλλη μιά φορά, μετά φεύγει χορεύοντας.)
ΓΚΡΕΤΑ (Σκύβει και παίρνει σαν μωρό τον ΣΥΜΟΝΤ στην αγκαλιά της) Έλά μωρό μου, βάλε το κεφάλι σου στην αγκαλιά, την σπηλιά με τα νεκρά μωρά. (Του δίνει νερό.)
ΣΚΗΝΗ ΕΝΤΕΚΑ: Ο ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
[Γίνεται συγκέντρωση. Ανάμεσα στους παρόντες ο ΣΕΒΕΡΑΛ, ο ΤΖΙΓΚ, ο ΟΥΪΛΣ, ο ΥΣΟΝΤ, η ΓΚΡΕΤΑ, ο ΓΙΑΞΛΥ, η ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ, ο ΤΖΑΚΕΡ και ο ΜΑΟΥ. Απέναντί τους Ο ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ, φορώντας τα ρούχα του κήρυκα. Το πρώτο μέρος της σκηνής (δηλαδή μέχρι να μιλήσει η ΟΥΪΛΣ) πρέπει να έχει και διαρκώς αυξανόμενη ασυγκράτητη ορμή και οι ατάκες να προφέρονται με ταχύτητα (και να αλληλοεπικαλύπτονται όπου αυτό σημειώνεται). Πρέπει να υπάρχει έντονη η αίσθηση ότι αυτή είναι η πλέον επίφοβη και ταυτόχρονα η πλέον συναρπαστική στιγμή στις ζωές τους - στιγμή φόβου, αλλά επίσης και ευχαριστήσεως.]
Ο ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (Διαβάζοντας ένα διάταγμα) Εάν εγκαταλείψετε αυτό το μέρος και πάψετε την αναταραχή, θα σας χορηγηθεί από τον Βασιλιά αμνηστία. Η αμνηστία αφορά όλους όσους είναι παρόντες εδώ, εκτός από εκείνους οι οποίοι παρακίνησαν τους άλλους σ’ αυτήν την παρανομία, δηλαδή: τον Ρόμπερτ Κεττ, ή αλλοιώς Γάτα, κάποια Ουίλς, επονομαζόμενη προφήτις, τον Ρόμπερτ Ύσοντ και όλους τους παρόμοιους αρχηγούς της παρανομίας οι οποίοι θα...
(Τα λόγια του πνίγονται από τις κραυγές που ξεσπούν)
ΥΣΟΝΤ Ναι, αλλά τι θα γίνει με κείνους τους μεγάλους αρχηγούς της παρανομίας, τους γαιοκτήμονες;
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Άμα κάποιος πειράξει κάποιον απ’ αυτούς τους χοντρούς κυρίους, τον πετάνε έξω και του παίρνουνε όλα τα υπάρχοντά του.
ΥΣΟΝΤ Πόσο καιρό θα μας καταπιέζουν χωρίς να παίρνουμε εκδίκηση;
ΑΝΙΕΣ Αυτοί οι κύριοι έχουν φτάσει σε τέτοια αγριότητα που μόνο μας τα παίρνουν όλα με τη βία, αλλά μας ρουφάνε το αίμα και το μεδούλι από τις φλέβες μας και τα κόκκαλά μας.
ΓΙΑΞΛΥ Μας έχουν πάρει τα κοινόχρηστα λιβάδια που οι πατέρες μας άφησαν (Ταυτόχρονα με την ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ) για μας και τα παιδιά μας.
ΤΖΙΓΚ Τα χωράφια που ήταν κοινά τα έχουνε χωρίσει με φράχτες και τάφρους, το ίδιο και (Ταυτόχρονα με τον ΤΖΙΓΚ) τα βοσκοτόπια.
ΤΖΙΓΚ Τα πουλιά και τα ψάρια και τα γεννήματα της γης αυτοί (Ταυτόχρονα με την ΑΝΙΕΣ) τα καταβροχθίζουν και τα καταπίνουν.
ΑΝΙΕΣ Ναι, και η φύση από μόνη της δεν τους φτάνει για να ικανοποιήσουν τις ορέξεις τους και μηχανεύονται καινούριους τρόπους για να αρωματίζονται και να μυρίζουν ευχάριστα και απολαμβάνουν όλα τα ευχάριστα πράγματα.
ΤΖΑΚΕΡ Μπορεί να τρώμε λάχανα και ρίζες και διαρκώς να δουλεύουμε, όμως μας ζηλεύουν επειδή ζούμε στον καθαρό αέρα και τον απολαμβάνουμε!
(Ο ΣΕΒΕΡΑΛ αρχίζει να χτυπά το τύμπανό του)
ΥΣΟΝΤ Καλύτερα να πάρουμε τα όπλα και να μην αφήσουμε τίποτα όρθιο, παρά να ανεχτούμε τόσο μεγάλη τυραννία.
ΓΙΑΞΛΥ Βλέπουμε ότι τώρα τα πράγματα έχουν φτάσει στα άκρα και θα φτάσουμε κι εμείς στα άκρα. Θα γκρεμίσουμε τους φράχτες και θα αφήσουμε τον καθέναν να χρησιμοποιήσει (Ταυτόχρονα με την ΑΝΙΕΣ) τους κοινούς βοσκότοπους.
ΑΝΙΕΣ Και θα προσπαθήσουμε με κάθε τρόπο και δεν θα ησυχάσουμε μέχρι τα πράγματα να γίνουν όπως τα θέλουμε.
ΥΣΟΝΤ Θέλουμε ελευθερία και ισότητα σε όλα τα πράγματα. Αυτό θα το καταχτήσουμε. Διαφορετικά αυτή η εξέγερση θα τελειώσει μόνον με την ζωή μας.
(Ξέσπασμα επιδοκιμασιών. Ο ΣΕΒΕΡΑΛ χτυπάει το τύμπανό του κρεσέντο, μετά σταματάει. Ενώ συμβαίνουν αυτά, ο ΣΥΜΟΝΤ έρχεται και στέκεται δίπλα στην ΓΚΡΕΤΑ. Το πρόσωπό του είναι πρησμένο.)
ΜΑΟΥ (Στον ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ, καθώς οι επιδοκιμασίες καταλαγιάζουν) Και τι σκέφτεσαι για όλα αυτά;
(Γέλια)
Ο ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ Αποφασίσατε να πάρετε τα όπλα εναντίον των νόμων αυτής της χώρας;
(Ξέσπασμα κραυγών)
ΟΥΪΛΣ (Καθώς ακούγονται οι κραυγές, στον ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ) ΑΥΤΟ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ, ΑΔΕΡΦΕ;
(Περιμένει μέχρι να σταματήσει και η τελευταία κραυγή πριν μιλήσει πάλι.)
ΟΥΪΛΣ (Προς ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ) Αυτοί θα το ήθελαν να πάρετε τα όπλα, να γίνετε στρατός εξεγερμένων. Ένας στρατός που θα μπορούσαν εύκολα να τον νικήσουν.
/ Διότι εάν γίνετε στρατός, θα νικηθείτε από έναν στρατό. Θα γίνετε στρατιώτες σαν αυτούς να σας πετσοκόβουν και να σας σκοτώνουν;
/ Ένας στρατός είναι μόνον σάρκα και αίμα, δεν είναι μια φωνή. Ένας στρατός μπορεί να είναι μόνον σε ένα μέρος, μια φωνή μπορεί να είναι σε δέκα χιλιάδες διαφορετικά μέρη - πίσω από τοίχους ή φράχτες ή στους δρόμους ή στα χωράφια και στα δάση. Το έχετε δει κι εσείς οι ίδιοι: μιά μεγάλη πόλη, η δεύτερη σε μέγεθος, καταστράφηκε από φωνές.
ΤΖΑΚΕΡ (Στο ακροατήριο) Σκεφτόμουνα ότι ίσως να είμαστε δυνατοί μόνον επειδή είμαστε όλοι μαζί σε ένα μέρος. Αλλά δεν μπορούσα να το εξηγήσω γι’ αυτό έμεινα σιωπηλή.
ΓΙΑΞΛΥ (Στο ακροατήριο) Σκεφτόμουνα τη φωτιά και είπα: (Στην ΟΥΪΛΣ) Δεν ήταν η φωτιά που κατέστρεψε την πόλη, αδερφή;
ΟΥΪΛΣ Και δεν ήταν η ανάσα μας που φούντωσε τις φλόγες; (Στο ΠΛΗΘΟΣ) Είμαστε εδώ ως αδερφότητα της ανάσας - κάθε ανάσα ενώνεται για να δημιουργήσει έναν μεγάλο άνεμο που τραντάζει τις πύλες των προνομίων και φέρνει αυτόν (Δείχνει τον ΑΓΓΕΛΕΙΟΦΟΡΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ) τον χοντρό κύριο. Και εκεί που είσασταν κάποτε αλυσοδεμένοι χέρια πόδια, τώρα είσαστε ελεύθεροι - ελεύθεροι σαν τον άνεμο. Και τι θα κάνετε μ’ αυτόν τον άνεμο; Θα τον κάνετε στρατό; Θα του βάλετε σπαθί στο χέρι του και πανοπλία στην πλάτη του. Θα κάνετε να λυγίσει αυτή η μεγάλη ανάσα, αυτή η αδερφότητα με τέτοια πράγματα.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Στο ακροατήριο) Σκεφτόμουνα ότι ένοιωσα τον άνεμο οπλισμένο: την νύχτα όταν ήμουνα ξαπλωμένη στην τάφρο ένοιωσα τον άνεμο να είναι οπλισμένος με κάθε είδους λόγχες και πέτρες και σφυριά για να με ξεσηκώσουν από τον ύπνο - αλλά φοβόμουνα το γέλιο τους κι έμεινα σιωπηλή.
ΤΖΙΓΚ (Στο ακροατήριο) Εγώ λέω ότι μας χρειάζεται δύναμη, να είμαστε δυνατοί απέναντί τους και είπα: (Στην ΟΥΪΛΣ) μιλάτε για επιθετικό στρατό, όμως εμείς χρειαζόμαστε αμυντικό στρατό, αδερφοί.
ΟΥΪΛΣ Θα χτίσετε έναν τοίχο γύρω από τον Καταυλισμό; Έναν τοίχο με σκοπιές; Όπως οι γαιοκτήμονες βάζουν φράχτες στις γαίες τους; Όμως εδώ που φτάσαμε, δεν είναι εξ αιτίας αυτών των φρακτών;
ΓΙΑΞΛΥ (Στο ακροατήριο) Εγώ λέω: Ένας τοίχος εύκολα καταλαμβάνεται, δεν θέλουμε τοίχο.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Στο ακροατήριο) Και τότε ο φόβος βγήκε από το στόμα μου και είπα: (Στην ΟΥΪΛΣ) είτε είμαστε στρατός, είτε όχι, αυτοί θα στείλουν στρατό εναντίον μας.
ΑΝΙΕΣ Πως μπορούν να στείλουν έναν στρατό εναντίον κάποιων που δεν είναι στρατός;
(Γέλια)
ΑΝΙΕΣ (Στο ακροατήριο) Κι άκουσα το γέλιο και βεβαιώθηκα περισσότερο και είπα: (Στο ΠΛΗΘΟΣ) δεν μπορούμε να μάθουμε να ζούμε έτσι που η ζωές μας να μην είναι ο θάνατος άλλων ανθρώπων;
(Σιωπώ, μετά)
ΥΣΟΝΤ (Ζωηρά και πειστικά) Όμως δεν μαζευτήκαμε εδώ εξ αιτίας του θανάτου, επειδή έχουμε αποκάμει μ’ όλους αυτούς τους πικρούς θανάτους; Θάνατοι του αλετριού και του αμονιού, θάνατοι στο υγρό χορτάρι το κρύο πρωϊνό, θάνατοι από χαλασμένο τσεκούρι στο δάσος, θάνατοι από το κρυμμένη τάφρο και το σκουλήκι στα έντερα, θάνατοι από την αργή λάσπη στο σκοτεινό λιμάνι - και δεν θα πρέπει να εκδικηθούμε όλους αυτούς τους θανάτους;
(Κραυγές, ο ΣΕΒΕΡΑΛ χτυπάει το τύμπανο)
ΤΖΑΚΕΡ (Καθώς οι κραυγές λιγοστεύουν) Δηλαδή πρέπει να ξοδεύουμε όλη μας την δύναμη για να κάνουμε επίθεση στους πλούσιους και στους δυνατούς;
ΥΣΟΝΤ Τι νόημα έχει να κάνουμε επίθεση στον καθέναν;
(Σιωπή)
ΟΥΪΛΣ Τόσο σκληροί αυτοί οι θάνατοι στο αλέτρι και στο λιμάνι. Όμως τώρα έχουμε μπροστά μας άλλους. Πιο βίαιους, αόρατους. Θάνατοι που θα έρθουν σαν ψεύτικοι φίλοι για να ψιθυρίζουν κάθε μέρα στο αυτί μας: πόσο δυνατοί είμαστε, ίσως... άτρωτοι. Θάνατοι που θα μπουν στις καρδιές μας όταν κυττάζουμε από τις σκοπιές μας και φανταζόμαστε ότι όλη η χώρα υποκλίνεται σε μας. Ή θάνατοι που θα έρθουν σαν περηφάνια καθώς τραβάμε το σπαθί από τον λαιμό ενός ανθρώπου ή σημαδεύουμε τα τόξα μας σε μιά ανθρώπινη καρδιά.
ΓΙΑΞΛΥ (Στο ακροατήριο) Σκεφτόμουνα μια σειρά από χοντρά στομάχια κι εγώ με εκατό βέλη και νομίζω ότι θα μου άρεζε αυτό.
ΟΥΪΛΣ Είναι μεγάλος πειρασμός, αδερφοί, να μετατρέψετε τον πόνο σας, την πείνα σας, όλους αυτούς τους θανάτους, σε μίσος. Αλλά αυτό το μίσος θα σας σκοτώσει πιο σίγουρα από τους θανάτους στο αλέτρι και στο λιμάνι. Αυτά σκοτώνουν μόνον το σώμα σας, ενώ το μίσος σκοτώνει το πνεύμα σας, σας κάνει να σκοτώνετε τον αληθινό σας εαυτό και να χτίζετε έναν ψεύτικο στη θέση του.
ΑΝΙΕΣ (Στο ακροατήριο) Ένοιωθα τον πόνο, την πείνα στο πετσί μου - ένοιωθα την λαχτάρα να βγω έξω στον καθαρό αέρα και (Στην ΟΥΪΛΣ) μετά τι θα κάνουμε μ’ αυτόν τον πόνο;
ΟΥΪΛΣ Να τον εκμεταλλευτούμε σαν ευκαιρία.
ΤΖΑΚΕΡ (Στο ακροατήριο) Σκεφτόμουνα ότι την φωνάζουν προφίτιδα, γι’ αυτό θα την ακούσω. Δεν καταλαβαίνω, αλλά θα την ακούσω.
ΟΥΪΛΣ Ποιό είναι το πιο σπουδαίο πράγμα που έχουμε στον Καταυλισμό; Δεν έχουμε όπλα ή σπαθιά, ούτε προβιές, αλλά αυτό που κάνουμε τώρα: συζήτηση. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο μας καθήκον: να συζητάμε, να αλλάζουμε τους εαυτούς μας, να διώχνουμε τον πόνο, την πείνα και να γινόμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Να γινόμαστε... οι εαυτοί μας. Και μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά αν απλά φωνάζουμε σε κάποιον κύριο με φανταχτερά ρούχα;
ΜΑΟΥ (ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΕΙΟΦΟΡ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ) Εσύ τι λες για όλα αυτά;
(Σιωπή)
ΟΥΪΛΣ Εμείς φιάχνουμε τον εχθρό μας. Αυτός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εμάς, διότι εμείς τον δημιουργούμε με το μίσος μας που έχουμε βαθιά μέσα μας. Όλα αυτά που δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε μέσα μας, τα φορτώνουμε σ’ αυτόν. Αυτόν θέλουμε να σκοτώσουμε, αδερφοί; Θέλουμε να σκοτώσουμε τον εαυτό μας;
(Μουρμουρητά μέσα στο ΠΛΗΘΟΣ)
ΓΙΑΞΛΥ (Στο ακροατήριο) Και σκέφτηκα: Σε ποιόν θα επιτεθώ; Σ’ αυτόν μέσα μου ή έξω σ’ ένα τίποτα; Τουλάχιστον δώστε μου κάτι. Πρέπει να έχω κάτι να πολεμήσω εναντίον, αδέρφοι.
ΑΝΙΕΣ (Στο ακροατήριο) Σκέφτηκα: στεκόμαστε εδώ σαν τα καλαμπόκια στο χωράφι, σαν τα ζώα στο λιβάδι. Δεν ξέρουμε τίποτα. Καταλαβαίνουμε ότι δεν ξέρουμε τίποτα.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Στο ακροατήριο) Εγώ σκέφτηκα: Δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Θα φύγω να σκεφτώ για όλα γι’ αυτό. Και μετά μίλησε ο Ύσοντ.
ΥΣΟΝΤ Κι όμως η αδερφή Ουϊλς έχει δίκαιο: ο πόνος μας είναι ευκαιρία και πρέπει να την εκμεταλλευτούμε. Ενάντια σε τι πολεμάμε; Ενάντια στα ψέμματα, την πλεονεξία, τα προνόμια. Και για να τα πολεμήσουμε χρειαζόμαστε τα ισχυρότερα όπλα. Και τα έχουμε αυτά τα όπλα εδώ: ψέμματα, πλεονεξία, προνόμια - τα ίδια. Διότι όταν μισούμε αυτά τα πράγματα, παίρνουμε δύναμη να τα πολεμήσουμε. Να μισούμε, αδερφοί. Κρατηθείτε γερά από το μίσος σας. Είναι το πιο πολύτιμο πράγμα.
ΓΙΑΞΛΥ Και ο Κεττ τι λέει;
ΦΩΝΕΣ Κεττ! Κεττ!
ΥΣΟΝΤ Ο Κεττ είναι σύμφωνος με ό,τι θέλει ο Καταυλισμός. Ο Κεττ λέει: ό,τι πείτε εσείς. Ο Κεττ πιστεύει ότι ο κόσμος αυτουνού (Δείχνει τον ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟ) αυτός ο κόσμος που θεωρεί κάποιους ανθρώπους πιο σπουδαίους από άλλους, είναι ένα ψέμα. Ο Κεττ πιστεύει ότι μόνον ένα πράγμα είναι σπουδαίο: να μην είναι κανείς λιγότερο σπουδαίος.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΦΩΝΕΣ Κεττ! Κεττ! Θάνατος στον Αγγελιοφόρο! Βάλτε τον μέσα!
(Ο ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ κάνει ένα νεύμα σε κάποιον πίσω του - μιά απότομη κίνηση του χεριού προς τα κάτω. Ο ΤΖΙΓΚ και ο ΓΙΑΞΛΥ τρέχουν και φέρνουν σχοινιά (από την Σκηνή Δύο). Γενική αναταραχή μέσα στην οποία ο ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ διαφεύγει απαρατήρητος.)
ΟΥΪΛΣ (Προσπαθώντας να παρέμβει) Έτσι τιμωρούν οι άρχοντες. Πάρτε τα από ’δω. Εμείς δεν έχουμε άρχοντες.
(Αβεβαιότητα στο ΠΛΗΘΟΣ)
ΓΚΡΕΤΑ Ξέφυγε. (Δείχνοντας) Κυττάξτε, ανεβαίνει στο άλογο του.
ΜΑΟΥ (Φωνάζοντας στον ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟ) Γιατί δεν κατεβαίνεις από το άλογο να το αρμέξεις;
(Γέλια και επιδοκιμασίες)
ΥΣΟΝΤ Πάρτε τα αυτά τα σχοινιά, αδερφοί.
(Το ΠΛΗΘΟΣ διαλύεται μέσα σε καλή διάθεση, παίρνοντας μαζί του τα σχοινιά. Μένουν τρεις άνθρωποι: ΟΥΪΛΣ, ΥΣΟΝΤ και πιο πέρα ο ΣΕΒΕΡΑΛ)
ΥΣΟΝΤ (Στην ΟΥΪΛΣ) Κι όταν έρθουν, αδερφή, θα στέκεσαι στην γραμμή σαν βελανιδιά;
(Η ΟΥΪΛΣ κυττά τον ΥΣΟΝΤ, δεν απαντά, φεύγει. Ο ΥΣΟΝΤ την παρατηρεί να φεύγει, μετά φεύγει κι αυτός από την άλλη πλευρά.)
ΣΕΒΕΡΑΛ (Παίρνοντας ένα ομοίωμα του κεφαλιού του καρφωμένο σ’ ένα ραβδί και μιλώντας σ’ αυτό) Κάθε επανάσταση ενάντια στο κατεστημένο είναι αντιδραστική διότι ορίζει τον εαυτό της με όρους της αντίδρασης, έστω και με τους αντίθετους όρους. Η αληθινή επανάσταση θα ξεπηδήσει από το τίποτα. Δεν θα χρειάζεται τίποτα να την θρέψει. Θα είναι εντελώς ηλίθια.
ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑ: ΑΓΓΕΛΟΙ
(Καταυλισμός. Η ΑΝΙΕΣ και η ΓΚΡΕΤΑ. Κι οι δυό τους στιβάζουν σε σωρούς καυσόξυλα και το κάνουν αυτό σε όλη την διάρκεια της σκηνής.)
ΑΝΙΕΣ Τι ξέρεις γι’ αυτόν.
ΓΚΡΕΤΑ Ό,τι μου είπε ο ίδιος. Αυτό είναι αρκετό.
ΑΝΙΕΣ Αρκετό. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Ούτε το αρκετό είναι αρκετό.
(Παύση)
ΓΚΡΕΤΑ Είμαστε αίμα.
ΑΝΙΕΣ Αίμα.
/ Το αίμα ενώνεται με αίμα, όταν χύνεται στο ίδιος κομμάτι γης.
// (Κάνει ένα βήμα προς την ΓΚΡΕΤΑ) Κύττα...
ΓΚΡΕΤΑ (Την αποφεύγει) Μην ξεφυσσάς πάνω μου.
ΑΝΙΕΣ Ω, ζωή μου.
/ Έρχεσαι εδώ...
ΓΚΡΕΤΑ Δεν ήρθα. Με φέρανε.
ΑΝΙΕΣ Ποιος σ’ έφερε;
ΓΚΡΕΤΑ (Δεν απαντά)
ΑΝΙΕΣ Θα σου πω κάτι, είναι ο τρόπος που περπατάς. Είναι σαν έχεις σφηνωμένο ένα χρυσό νόμισμα στον κώλο σου και να προσπαθείς να το βγάλεις χωρίς να χρησιμοποιήσεις τα χέρια σου. Αυτό σε έφερε εδώ.
ΓΚΡΕΤΑ Μιλάς σε μένα ή με βρίζεις; Είσαι μιά βρωμιά. Το στόμα σου είναι μιά βρωμιά.
ΑΝΙΕΣ Ω, ζωή μου. Έχεις φαγώσιμο καρπό απ’ έξω, αλλά το κουκούτσι στο κέντρο είναι σκληρό.
(Παύση)
ΓΚΡΕΤΑ (Ξαφνικά πλησιάζοντας την ΑΝΙΕΣ, επιθετική) Δεν βλέπω εδώ ούτε αρκούδες που χορεύουν, ούτε ακροβάτες, ούτε σκυλιά που πηδάνε μέσα από στεφάνια, ούτε χαρτορίχτρες. Δεν βλέπω κανένα τσίρκο. Εσύ όμως τι κάνεις εδώ, κλόουν;
(Η ΑΝΙΕΣ δεν το βάζει κάτω. Η ΓΚΡΕΤΑ απομακρύνεται)
ΓΚΡΕΤΑ (Στέκεται και κυττάζει από μακριά την ΑΝΙΕΣ) Τι θες από μένα;
ΑΝΙΕΣ Να μην είσαι αφελής.
ΓΚΡΕΤΑ Τα δοκίμασα όλα. Μερικές φορές νομίζω ότι το μόνο που θέλω είναι να αγαπήσω κάποιον τόσο πολύ που να μην ξέρω που να σταματήσω και που ν’ αρχίσω. Αλλά αντί γι’ αυτό αισθάνομαι ότι πατήσει πάνω σε κάτι και το έχω λυώσει. Όπως όταν κυλιέσαι στο γρασίδι και λυώνεις ένα ζωάκι, κάπως έτσι. Και μετά σηκώνεσαι, τινάζεις τα ρούχα σου και κυττάς τι είναι αυτό που έλυωσες. Αλλά δεν βλέπεις τίποτα. Ψάχνεις, αλλά δεν βρίσκεις τίποτα.
/ Τι νομίζεις ότι θέλεις αυτός από μένα.
ΑΝΙΕΣ Αυτό που θέλει κάθε άνθρωπός, για να μην καταρρεύσει.
/ Παρατήρησες ποτέ ότι το σώμα μας είναι ένα κλειστό πράγμα χωρίς διέξοδο, σαν κλειστή σακούλα. Αλλά είναι απαραίτητη αυτή η σακούλα - αλλοιώς θα έμπαιναν μέσα και θα έπεφταν κάτω και θα σκορπίζονταν.
/ Να μην πέσουν κάτω, αυτό είναι που θέλουν. Κι αυτό είναι που δεν θέλουν.
(Παύση)
ΓΚΡΕΤΑ Θέλω να το κάνω να είναι κάτι το ιδιαίτερο, σαν τα Χριστούγεννα. Αυτό είναι όλο.
(Παύση)
ΑΝΙΕΣ Ιδιαίτερο.
/ ΄Όταν ήμουνα κορίτσι βγήκα έξω μια παραμονή Χριστουγέννων να βρω αναζητήσω τους αγγέλους. Έψαξα παντού. Δεν υπήρχε ίχνος. Όλοι έλεγαν «είναι Χριστούγεννα, είναι Χριστούγεννα» και τραγουδούσαν για αγγέλους και φωτεινά άστρα. Το μόνο όμως που έβλεπα ήταν τα ίδια αστέρια, όπως κάθε βράδυ. Και τότε κατάλαβα: οι άγγελοι δεν έρχονται μόνον για τα Χριστούγεννα, υπάρχουν όλη την ώρα. Αλλά μια βραδυά το χρόνο τους λέμε αγγέλους κι αυτό είναι που κάνει τον υπόλοιπο χρόνο να φαίνεται σκοτεινός.
// Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα; Έτσι;
(Παύση, μετά η ΓΚΡΕΤΑ αρχινά ξανά με μανία να στιβάζει τα καυσόξυλα. Η ΑΝΙΕΣ την παρακολουθεί για λίγο, μετά την πλησιάζει, πιάνει το μπράτσο της ΓΚΡΕΤΑ. Η ΓΚΡΕΤΑ σταματά.)
ΑΝΙΕΣ Πιάσε με και συ.
/ Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε αρκετά. Γι’ αυτό κάνουμε όλα αυτά τα άλλα πράγματα. Αλλά στην πραγματικότητα τα κάνουμε αντί για την αγάπη. Όλα είναι αγάπη που δεν πραγματοποιήθηκε. Όλα.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΡΙΑ: «ΕΓΩ»
(Καταυλισμός. ΟΥΪΛΣ, ΣΥΜΟΝΤ)
ΣΥΜΟΝΤ (Ανήσυχος) Για όλα είναι τόσο δύσκολα;
ΟΥΪΛΣ Τι συμβαίνει; Ούτε ο ουρανός, ούτε η γη βρίσκουν τα πράγματα δύσκολα.
ΣΥΜΟΝΤ Εγώ δεν είμαι ούτε ο ουρανός, ούτε η γη.
ΟΥΪΛΣ Α, το «Εγώ». Όμως αυτό το «Εγώ» δεν αγγίζει τον ουρανό και την γη;
(Γράφει πάνω στο χώμα την λέξη ΕΓΩ)
ΕΓΩ
Να το, το «Εγώ» σου. Μεγάλο, απλώνεται παντού, αλλά είναι μόνο του κι απρόσωπό. Κύττα τώρα πως σταματά να είναι μόνο του και αποκτά προσωπικότητα άμα γράψεις δίπλα του ΕΓΩ Ο ΣΥΜΟΝΤ (Γράφει στο χώμα) Και με τα χρόνια αυτή η προσωπικότητα αποκτά κι άλλα χαρακτηριστικά, κύττα, είσαι τώρα...
(Προσθέτει λέξη ΓΕΩΡΓΟΣ)
ΕΓΩ Ο ΣΥΜΟΝΤ
Ε
Ω
Ρ
Γ
Ο
Σ
(Για περισσότερη σαφήνεια ίσως είναι αναγκαίο η ΟΥΪΛΣ ή ο ΣΥΜΟΝΤ να προφέρουν δυνατά τις λέξεις που γράφονται)
Και μετά γράφεις...
(Προσθέτει λέξη ΩΡΑΙΟΣ)
ΕΓΩ Ο ΣΥΜΟΝΤ
Ε Ρ
Ω Α
Ρ Ι
Γ Ο
Ο Σ
Σ
Να βάλουμε μετά... Ίσως αυτό...
(Προσθέτει τη λέξη ΜΕΓΑΛΟΣ)
Μ
Ε Γ Ω Ο ΣΥΜΟΝΤ
Γ Ε Ρ
Α Ω Α
Λ Ρ Ι
Ο Γ Ο
Σ Ο Σ
Σ
Κύττα πως ένα απλό ΕΓΩ μεγάλωσε. Είναι τόσο σπουδαίο το ΕΓΩ κι όμως το πραγματικό ΕΓΩ χάθηκε. Κύττα τώρα.
(Σχεδιάζει το ακόλουθο σχέδιο)
ΕΓΩ
ΕΓΩ
ΕΓΩ
ΕΓΩ
ΕΓΩ
ΕΓΩ
Είσαι εσύ οι αδερφοί σου. Κύττα τώρα.
(Προσθέτει πάνω από τα ΕΓΩ συννεφάκια)
Με τι μοιάζετε τώρα;
ΣΥΜΟΝΤ Με βροχή που πέφτει από τον ουρανό στη γη.
ΟΥΪΛΣ Ακριβώς. Και κάθε σταγόνα είναι μοναδική. Κύττα όμως.
(Σχεδιάζει ανάμεσα στα ΕΓΩ λέξεις που συνδέονται μεταξύ τους, με τον τρόπο ενός σταυρόλεξου.)
ΕΓΩ
ΕΓΩ
ΕΓΩ
ΕΓΩ
ΕΓΩ
ΕΓΩ
Βλέπεις τα ΕΓΩ χάθηκαν και φωνάζουν για να προκαλέσουν την προσοχή. Ακόμη και την πιο ηλιόλουστη μέρα, υπάρχει σκοτάδι γιατί χάνονται τα ΕΓΩ.
(Ο ΣΥΜΟΝΤ απομακρύνεται σκεπτόμενος)
ΣΥΜΟΝΤ (Επιστρέφει) Αλλά δεν είναι μιά παρηγοριά μέσα στο σκοτάδι να ξέρεις ότι το ΕΓΩ σου δεν είναι μόνο, ότι υπάρχουν κι άλλα ΕΓΩ μέσα στο ίδιο σκοτάδι;
ΟΥΪΛΣ Ναι, υπάρχει μια μεγάλη και απατηλή παρηγοριά.
ΣΥΜΟΝΤ Όμως το αληθινό ΕΓΩ που ζει στο φως δεν θα είναι τρομερά μόνο του;
(Παύση)
ΟΥΪΛΣ Σκέψου τη βροχή, αδερφέ. Κάθε σταγόνα κι ένα ΕΓΩ.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ: Η ΓΙΟΡΤΗ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟ
(Ένας αγρός κοντά στον καταυλισμό. Ηλιόγερμα. ΑΝΙΕΣ, ΜΑΟΥ, ΤΖΙΓΚ, ΣΕΒΕΡΑΛ, ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ, ΓΚΡΕΤΑ, ΣΥΜΟΝΤ, ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ, ΤΖΑΚΕΡ, ΓΙΑΞΛΥ. Στην διάρκεια του πρώτου μέρους της σκηνής, φέρνουν διάφορα αντικείμενα τα οποία τοποθετούνται τυχαία πάνω στην σκηνή. Αυτά περιλαμβάνουν: ένα μακρύ τραπέζι, καρέκλες, ένα λευκό τραπεζομάντηλο, φαγητό και ποτό, κουταλοπήρουνα, σερβίτσια κλπ.)
ΤΖΑΚΕΡ (Καθώς διαρκώς φέρνουν κι άλλα πράγματα) Είναι πολλά ακόμη;
ΓΙΑΞΛΥ (Μπαίνοντας με τα ποτά) Αρκετά ακόμη, αδερφέ.
ΣΥΜΟΝΤ Αλλά γιατί έφυγαν;
ΣΕΒΕΡΑΛ Γιατί μας φοβούνται. Είναι ένα πολύ απλό πράγμα ο φόβος.
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Λένε ότι είναι μεγάλη η περιοχή όπου είναι εγκαταλειμμένα τα πλουσιόσπιτα.
ΣΥΜΟΝΤ Αλλά γιατί...
ΣΕΒΕΡΑΛ Είναι ένα πολύ απλό πράγμα ο φόβος.
(Φέρνουν κι άλλα πράγματα. Κάποιοι έχουν ήδη αρχίσει να κάθονται στο τραπέζι και να πίνουν και να τρώνε. Ο ΣΥΜΟΝΤ βγαίνει έξω.)
ΤΖΑΚΕΡ Γιατί τρώμε εδώ έξω, αφού υπάρχει ένα πολύ καλό...
ΤΖΙΓΚ Παλιές μέρες, αδερφέ. Άσε να μένει το δωμάτιο άδειο με τον άνεμο να φυσάει μέσα, όπως είπε η αδερφή Ουϊλς.
ΓΙΑΞΛΥ (Μονολογεί) Ουϊλς.
ΓΚΡΕΤΑ (Κυττώντας τριγύρω) Αλλά άμα έρθει κάποιος, δεν υπάρχει καμιά πόρτα να χτυπήσει.
ΣΕΒΕΡΑΛ (Τρώγωντας) Ωραία. Άμα δεν υπάρχει πόρτα να χτυπήσει είναι ωραία.
ΣΤΑΡΛΝΙΓΚ (Βάζοντας μπροστά της στην σειρά κουτάλια) Στρατιώτες.
ΓΙΑΞΛΥ Εγώ λέω να βάλουμε φωτιά στο σπίτι. Φωτιά σε όλα τα σπίτια τους.
ΤΖΑΚΕΡ Η Ουϊλς είπε να μην το κάνουμε. Δώσε αυτό το ποτό.
(Ο ΜΑΟΥ κυττάζεται μέσα σ’ ένα ασημένιο πιάτο)
ΜΑΟΥ (Στον ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ) Αυτό είναι το πρόσωπό μου. Το πρόσωπό μου στο πιάτο.
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Για να δω. (Παίρνει το πιάτο από τον ΜΑΟΥ και το κυττάζει.) Δεν είναι το δικό σου πρόσωπο, είναι το δικό μου.
ΜΑΟΥ (Αρπάζοντας το πιάτο) Δεν είναι το πρόσωπό σου! Είναι το δικό μου! (Κράτει το πιάτο κοντά στο πρόσωπό του στο υπόλοιπο της σκηνής)
ΑΝΙΕΣ (Μονολογεί) Είναι τρέλα να υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα. (Ξαφνικά μιλάει στους άλλους) Αυτό δεν είναι τρέλα, να υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα; Σαν τον τρελό στην αγορά που είναι γεμάτος λέξεις, τόσο γεμάτος που είναι έτοιμος να σκάσει;
ΤΖΙΓΚ (Χαϊδεύοντας το στομάχι του) Το στομάχι μου είναι τρελό. Το στομάχι μου είναι το πιο τρελό απ’ όλα τα στομάχια.
ΑΝΙΕΣ (Απλώνει το χέρι να απομακρύνει τα κουτάλια από την ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ. (Ρίχνει ένα ποτήρι κρασιού καθώς το κάνει αυτό) Μη γεμίζεις τον άδειο σου χώρο με πράγματα, είπε η αδερφή Ουϊλς.
ΓΙΑΞΛΥ Η Ουϊλς είπε αυτό, η Ουϊλς είπε το εκείνο.
ΤΖΙΓΚ Η Ουίλς είπε το άλλο.
ΓΙΑΞΛΥ (Τα βάζει με τον ΤΖΙΓΚ) Τι είναι αυτό το άλλο που είπε; Η άλλη ζωή που είναι πιο πλούσια απ’ αυτήν εδώ; (Σηκώνεται θυμωμένος) Τι φέγγει την Ουϊλς; Κάποιος άλλος ήλιος που είναι πιο λαμπρός απ’ αυτόν; Τι βρέχει την Ουϊλς; Κάποια άλλη βροχή που είναι πιο απαλή απ’ αυτήν; Τι προστατεύει την Ουϊλς; (Παίρνοντας ένα μαχαίρι) Κάποιο άλλο μαχαίρι που είναι πιο κοφτερό απ’ αυτό; Τι συμβαίνει με την Ουϊλς; Κι αυτή δεν χέζει από την ίδια τρύπα όπως όλοι μας; Σιγά να μην γίνει καινούρια θεά, αυτή η Ουϊλς.
(Παύση)
ΣΕΒΕΡΑΛ Κατά Μάρκον, κεφάλαιον έβδομον: «Το εκ του ανθρώπου εκπορευόμενον, εκείνο κοινοί τον άνθρωπον». (Αυτό που βγαίνει από το εσωτερικό του ανθρώπου, αυτό τον βρωμίζει) Αυτό είπε ο Κύριος. (Στον ΓΙΑΞΛΥ) Κάτσε κάτω, αδερφέ.
(Ο ΓΙΑΞΛΥ κάθεται κάτω, ταραγμένος. Ο ΣΥΜΟΝΤ μπαίνει κρατώντας ένα τζάμι από παράθυρο.)
ΣΥΜΟΝΤ Κύττα, Γκρέτα. Αυτό το βάζουν στις ανεμότρυπες τους για να κρατάνε έξω την βροχή και το κρύο.
ΤΖΑΚΕΡ (Μονολογεί) Τζάμι.
ΓΚΡΕΤΑ Και αφήνει να περάσει το φως.
ΣΥΜΟΝΤ Κι αφήνει να περάσει το φως, ναι.
(Ο ΣΥΜΟΝΤ κρατάει το τζάμι ανάμεσα τους. Η ΓΚΡΕΤΑ κυττάζει μέσα από αυτό, σμίγει τα φρύδια. Μετά ακουμπά τα χείλη της πάνω του. Ο ΣΥΜΟΝΤ βάζει τα δικά του χείλη πάνω στα δικά της από την άλλη πλευρά του τζαμιού. Μετά ο ΣΥΜΟΝΤ απομακρύνει το τζάμι και την αγκαλιάζει.)
ΓΙΑΞΛΥ (Πίνοντας) Εννοούσα τον Κεττ, όχι την Ουϊλς.
(Ο ΤΖΙΓΚ αρχίζει να παίζει έναν αργό θρήνο με την πίπιζα)
ΣΕΒΕΡΑΛ (τραγουδάει)
Εκείνη ήταν υγρή όταν την άγγιξα
σαν αγρός απ’ τη βροχή μουσκεμένος
όμως η καρδιά της ήταν ένα κουτί
δεν μπορούσα να το βρω
Ο αέρας ήταν ζεστός
και νύχτα προχωρούσε
ενώ ένοιώθα την γλυκιά γη
στην παλάμη μου
Και η γη ήταν υγρή
καθώς την άγγιζα
όμως η καρδιά της ήταν ένα κουτί
δεν μπορούσα να το βρω
(Καθώς ο ΤΖΙΓΚ παίζει τον σκοπό άλλη μιά φορά, ο ΥΣΟΝΤ έρχεται μ’ ένα σπαθί στο χέρι. Στέκεται στο σκοτάδι που αυξάνει και τους παρατηρεί. Αυτοί δεν τον αντιλαμβάνονται. Και τότε το σπαθί πετιέται πάνω στο τραπέζι και κάνει έναν κρότο. Όλοι παγώνουν.)
ΥΣΟΝΤ (Πλησιάζει) Ελάτε, αδερφοί. Ο στρατός του Λόρδου Νόρθαμπτον είναι έξω από την πόλη. Τώρα είναι η ώρα για πόλεμο.
(Ο ΜΑΟΥ είναι ο μόνος που κινείται: αργά κατεβάζει το πιάτο που είχε μπροστά στο πρόσωπό του και πάει να το βάλει κάτω από το πουκάμισό του.)
ΥΣΟΝΤ (Τον εμποδίζει) Όχι, αδερφέ. Είναι επικίνδυνο.
(Ένα ξαφνικό φύσημα ανέμου. Τα φώτα αργά-αργά σβύνουν.)
(ΔΙΑΛΕΙΜΑ)
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ: ΠΑΡΕ ΤΑ ΟΠΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ
(Ο Καταυλισμός. Γίνεται γιορτή - χοροί, μουσικές. Ανάμεσα στο πλήθος είναι: ΑΝΙΕΣ, ΓΚΡΕΤΑ, ΓΙΑΛΟΠ, ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ, ΤΖΑΚΕΡ, ΓΙΑΞΛΥ, ΜΑΟΥ, ΟΥΪΛΣ, ΥΣΟΝΤ. Στην μιά πλευρά είναι ο ΣΕΒΕΡΑΛ, μιλάει με τον ΣΥΜΟΝΤ και τον ΤΖΙΓΚ. Εκεί κοντά έχει σχηματιστεί ένας κύκλος από πούδρα που παριστάνει «τον κόσμο». Η δράση του «έργου μέσα στο έργο» θα γίνει μέσα στον κύκλο. Κάπου κοντά υπάρχει μια μικρή τέντα ή μια κουρτίνα για να χρησιμεύσει ως μέρος για να αλλάζουν οι ηθοποιοί κοστούμια. Ο ΣΕΒΕΡΑΛ φοράει ένα ογκώδες μαύρο πανωφόρι και κουβαλάει έναν σάκο. Περπατάει άτσαλα. ο ΣΥΜΟΝΤ και ο ΤΖΙΓΚ είναι ντυμένοι κανονικά.)
ΣΕΒΕΡΑΛ Έχετε τους ρόλους σας.
(Ο ΣΥΜΟΝΤ κάνει νεύμα, ναι)
ΤΖΙΓΚ Και τον ρόλο μου έχω και όλα τα έχω.
ΣΕΒΕΡΑΛ Εμπρός, λοιπόν. (Ο ΣΥΜΟΝΤ και ο ΤΖΙΓΚ πάνε στην τέντα) Κι οι δυό τους μαζί δύσκολα κάνουν έναν ολόκληρο ηθοποιό. (Χτυπάει το τύμπανό του. Η μουσική και ο χορός σιγά-σιγά σταματούν καθώς το πλήθος μαζεύεται γύρω τους.) Και τώρα: για να γιορτάσουμε αυτήν μεγάλη νίκη (Ζητωκραυγές από το ΠΛΗΘΟΣ) εναντίον του Λόρδου Νόρθαμπτον (Αποδοκιμασίες) και του υπαρχηγού του Λόρδου Σέφιλντ που σκοτώθηκε (Επιδοκιμασίες) σας προσφέρουμε μιά ιδιαίτερη απόλαυση, ένα πολύ τολμηρό και διδακτικό έργο που ονομάζεται...
/ που ονομάζεται
ΦΩΝΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΝΤΑ Πάρε τα όπλα για την ειρήνη.
ΣΕΒΕΡΑΛ Πάρτε τα όπλα για την ειρήνη, κύριοι μου.
(Χτύπημα του τύμπανου. Ο ΣΥΜΟΝΤ και ο ΤΖΙΓΚ βγαίνουν από την τέντα. Ο ΣΥΜΟΝΤ φορά κράνος. Ο ΤΖΙΓΚ είναι ντυμένος σαν κορίτσι, φορώντας μια μακριά περούκα και το τραπεζομάντηλο από την σκηνή δεκατέσσερα που το έχει τυλιγμένο γύρω του σαν φόρεμα. Ο ΤΖΙΓΚ πάει και κάθεται στο πίσω μέρος του κύκλου. Ο ΣΥΜΟΝΤ παίρνει θέση απέναντί του, δίπλα στον ΣΕΒΕΡΑΛ. Το ΠΛΗΘΟΣ στην αρχή κάνει θόρυβο, μετά σιγά-σιγά ηρεμεί καθώς το έργο προχωρά.)
ΜΑΟΥ Αυτό είναι άντρας ή γυναίκα;
ΓΙΑΞΛΥ Τίποτα από τα δύο.
ΜΑΟΥ Τι;
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Κάνε ησυχία.
ΣΕΒΕΡΑΛ (Δείχνει τον κύκλο) Κυττάξτε: ο κόσμος. Αυτό το ωραίο κορίτσι (Δείχνει τον ΤΖΙΓΚ) είναι η Ειρήνη, αυτός ο ψιλόλιγνος νεαρός (Δείχνει τον ΣΥΜΟΝΤ) είναι ο Ελπιδοφόρος Χρόνος.
ΓΙΑΞΛΥ Και συ ποιος είσαι;
ΣΕΒΕΡΑΛ Το όνομά μου (Πιάνει τον σάκο και βγάζει μια τρομακτική μάσκα) είναι Πόλεμος.
(Μουρμουρητά στο ΠΛΗΘΟΣ. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ φορά την μάσκα και στέκεται στο κέντρο του κύκλου, ανάμεσα στην ΕΙΡΗΝΗ και τον ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟ ΧΡΟΝΟ.)
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Είμαι ερωτευμένος (Δείχνει την ΕΙΡΗΝΗ) μ’ αυτήν την όμορφη κοπέλα. Η ευγένειά της θα είναι βάλσαμο στη ζωή μου. (Βλέπει τον ΠΟΛΕΜΟ) Αλλά αυτός ποιος είναι;
ΜΑΟΥ Ο Πόλεμος.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Ήσυχα.
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Δεν μπορώ να σε δω αγάπη μου - μου κόβει το βλέμμα.
ΠΟΛΕΜΟΣ (Στον ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟ ΧΡΟΝΟ) Έλα να αγοράσεις.
ΕΜΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Τι πουλάς;
ΠΟΛΕΜΟΣ (Βγάζει ό,τι έχει μέσα στον σάκο) Αυτά τα κεφάλια.
(Ανατριχίλα στο ΠΛΗΘΟΣ)
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (Μετά από μιά παύση) Τι ζητάς γι΄ αυτά;
ΠΟΛΕΜΟΣ Το δικό σου. Το δικό σου κεφάλι.
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (Μετά από παύση) Αλλά... γιατί;
ΠΟΛΕΜΟΣ Δεν υπάρχει γιατί. Το όνομά μου είναι Πόλεμος. Το επάγγελμά μου είναι κεφάλια. Έλα, πάρε. Αν είναι να δεις την Ειρήνη πάλι, αγόρασε από τα κεφάλια μου.
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Και να χάσω το δικό μου; Όχι, ευχαριστώ.
ΠΟΛΕΜΟΣ (Βγάζει από το παλτό του ένα σπαθί.) Τότε πρέπει να πολεμήσεις.
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Εγώ δεν έχω όπλο.
ΠΟΛΕΜΟΣ Αν θες να κερδίσεις την Ειρήνη, τότε πολέμησε. Αλλοιώς, δώσ’ μου το κεφάλι σου.
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (Μετά από παύση) Θα πολεμήσω.
(Επιδοκιμασία από το ΠΛΗΘΟΣ. Ο ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ και ο ΠΟΛΕΜΟΣ αρπάζουν ο ένας τον άλλον. Θα είναι μια στυλιζαρισμένη σε αργή κίνηση πάλη. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ χτυπά με το σπαθί του τον ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟ ΧΡΟΝΟ μετά το πετά κάτω. Μόλις χτυπηθεί ο ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ, η ΕΙΡΗΝΗ πετάγεται επάνω και πιάνει την καρδιά της.)
ΕΙΡΗΝΗ Έχω ματώσει.
(Μια κόκκινη κηλίδα φαίνεται στο στήθος της. Κόβεται η ανάσα του ΠΛΗΘΟΥΣ.)
ΜΑΟΥ Η Ειρήνη έχει ματώσει! Η Ειρήνη έχει ματώσει!
(Ο ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ παίρνει το σπαθί από κάτω και δίνει ένα θανάσιμο χτύπημα στον ΠΟΛΕΜΟ.)
ΠΟΛΕΜΟΣ (Σωριάζεται κάτω.) Πεθαίνω. (Πεθαίνει)
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (Παίρνοντας τον σάκο) Θα πάρω αυτά τα κεφάλια.
ΕΙΡΗΝΗ (Απλώνοντας τα χέρια της) Γλυκιέ Χρόνε της Ελπίδας, ήσουνα τόσο γενναίος. Έλα, ξεκουράσου στην αγκαλιά μου.
(Η Ειρήνη γονατίζει και τον αγκαλιάζει. Αυτός αμέσως αποκοιμιέται, το κεφάλι του ακουμπά στο στήθος της.)
Και τώρα αυτός ο νέος αποκοιμήθηκε γρήγορα,
θα πάρω αυτά τα κεφάλια και θα τα θάψω
για να αναπαυθούν.
(Η ΕΙΡΗΝΗ προσπαθεί να τον σάκο με τα κεφάλια που ακόμη κρατά ο ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ.)
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (Σαν να ονειρεύεται) Τα κεφάλια μου! Κάποιος προσπαθεί να μου κλέψει τα κεφάλια μου! Ψόφα, παλιοκλέφτη!
(Χτυπά την ΕΙΡΗΝΗ στην καρδιά. Η ΕΙΡΗΝΗ πεθαίνει αμέσως. Ο ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ξυπνά και βλέπει τον ΠΟΛΕΜΟ να ζωντανεύει.)
ΠΟΛΕΜΟΣ Τώρα η Ειρήνη είναι νεκρή, εγώ πάλι σηκώνομαι.
Απαιτώ τα κεφάλια μου.
(Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ρίχνει το μαύρο πανωφόρι του πάνω στην ΕΙΡΗΝΗ και την σκεπάζει ολόκληρη. Κάτω από το πανωφόρι ο ΠΟΛΕΜΟΣ φορά ένα ρούχο από άχυρα και ένα δεύτερο σπαθί.)
ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ Ο Αχυράνθρωπος! Ο Αχυράνθρωπος!
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (Ψάχνοντας δεξιά κι αριστερά) Η Ειρήνη έφυγε! Η Ειρήνη μου! Που είναι η Ειρήνη μου! (Έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον ΠΟΛΕΜΟ)
ΠΟΛΕΜΟΣ Δεν θα έχεις την Ειρήνη, όσο εγώ θα είμαι στον κόσμο. (Χτυπάει τον ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟ ΧΡΟΝΟ πάνω στο κράνος και τον ρίχνει κάτω στην άκρη του κύκλου.) Αν θες Ειρήνη, τότε πρέπει να έχεις Πόλεμο.
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Όμως έχω ακόμη ένα όπλο για την βρω την Ειρήνη μου, θα σε κάψω, αχυράνθρωπε, θα σε κάψω να εξαφανιστείς από τον κόσμο. (Βάζει φωτιά στην σκόνη, δημιουργώντας έναν κύκλο από φωτιά. Μετά πλησιάζει τον ΠΟΛΕΜΟ με μια φωτιά στο χέρι.) Για να βρω την Ειρήνη μου, θα χρησιμοποιήσω φλόγες, και δεν θα ησυχάσω μέχρι να διώξω το σκοτάδι σου από την γη.
ΠΟΛΕΜΟΣ Για να σώσεις τον κόσμο, θα κάψεις τον κόσμο. Ο Κόσμος είναι τώρα στις φλόγες.
(Ξαφνικά σβύνουν όλα τα φώτα. Το μόνο που φαίνεται είναι ο κύκλος της φωτιάς. Όταν ξανανάψουν σιγά-σιγά τα φώτα ο ΣΕΒΕΡΑΛ, ο ΤΖΙΓΚ και ο ΣΥΜΟΝΤ στέκονται μαζί στο κέντρο του κύκλου, τριγυρισμένοι από φλόγες. Ο ΤΖΙΓΚ αρχίζει να παίζει έναν σκοπό με την πίπιζα. Στην διάρκεια του ακόλουθου τραγουδιού, ο ΣΕΒΕΡΑΛ χρησιμοποιεί διάφορα πράγματα (μια χούφτα χώμα, λίγο νερό, ένα αναμένο δαδί κλπ.) που του τα δίνει ο ΣΥΜΟΝΤ.)
ΣΕΒΕΡΑΛ (Τραγουδάει)
1.. Έλα μαζί μου τώρα,
είπε ο Κύριός μου εν ουρανοίς,
και θα σου δείξω τον κόσμο
από το βασίλειό μου ψηλά.
Θα κυβερνήσεις όλη την γη
και όλη την θάλασσα,
αλλά μέχρι να βρεις φωτιά
ποτέ δεν θα με εξουσιάσεις.
2.. Έλα μαζί μου τώρα,
είπε ο Κύριός μου των κυμάτων,
και ακολούθα τα ψάρια
καθώς γεννάνε στις σπηλιές
και αν νοιώσεις μιά φορά
τα νερά μου τα τόσο ζεστά,
θα ξεχάσεις ό,τι σε βασανίζει
και θα χορέψεις μέχρι το πρωί.
3.. Έλα μαζί μου τώρα,
είπε ο Κύριός μου επί της γης,
πρέπει να κολλήσεις πάνω μου
μέχρι να μάθεις τι αξίζει
και αν δουλέψεις σκληρά
μέχρι να πεθάνεις,
θα σ’ αφήσω να κοιμηθείς όμορφα
στο σκουλικιασμένο μου κρεβάτι.
(Ο ΣΥΜΟΝΤ αρχίζει να χτυπά το τύμπανο.)
4.. Έλα μαζί μου,
είπε ο Κύριός μου της φωτιάς,
και ζήσε στις φλόγες μου
καθώς υψώνονται όλο και ψηλότερα
διότι έχω την δύναμη
να κάψω γη και θάλασσα
και θα γεμίσουμε τα πάντα
μέχρι να απομείνω μόνον εγώ.
(Επαναλαμβάνει τους τελευταίους τέσσερες στίχους, μαζί με τον ΣΥΜΟΝΤ. Κάνουν υπόκλιση. Ο ΣΕΒΕΡΑΛΛ αρχίζει την σβύνει την φωτιά, ο ΤΖΙΓΚ και ο ΣΥΜΟΝΤ μαζεύουν τα πράγματα. Το ΠΛΗΘΟΣ διαλύεται. Ο ΤΖΙΓΚ βλέπει τον ΓΙΑΛΟΠ μέσα στο πλήθος και αρχίζει να πηδά στο ένα (το λάθος) πόδι.)
ΥΣΟΝΤ (Πηγαίνει στον ΣΕΒΕΡΑΛ) Ποιος το σκέφτηκε αυτό;
ΣΕΒΕΡΑΛ Κανένας δεν το σκέφτηκε. Ήταν ένα πράγμα του αέρα. Απλώς σηκώσαμε τα χέρια μας (κάνει μιά χειρονομία) και αυτό έπεσε κάτω.
(Ο ΥΣΟΝΤ τον κυττάζει, δεν λέει τίποτα, φεύγει.)
ΓΙΑΛΟΠ (Πηγαίνει στον ΤΖΙΓΚ) Θαύμα.
ΤΖΙΓΚ Τι συμβαίνει, αδερφέ;
ΓΙΑΛΟΠ Το πόδι που έχασες πολεμώντας τους Σκωτσέζους ξαναγύρισε πάνω σου. Και τώρα φαίνεται (κυττάζει κάτω) ότι έχει χάσεις το άλλο.
ΤΖΙΓΚ Ακριβώς έτσι, αδερφέ.
/ Απλή αμέλεια
(Ο ΓΙΑΛΟΠ τον κυττάζει, αρχίζει να απομακρύνεται, μετά σταματά.)
ΓΙΑΛΟΠ (Χωρίς να κυττάζει τον ΤΖΙΓΚ) Τι είναι αυτό που έχει δέκα χιλιάδες κεφάλια και την ουρά στα σκέλή του;
ΤΖΙΓΚ Ο στρατός του Νόρθαμπτον.
ΓΙΑΛΟΠ Τι είναι αυτό που έχει δύο πόδια, αλλά δεν έχει κεφάλι και είναι πεταμένο σ’ έναν λάκκο;
ΤΖΙΓΚ Ο Λόρδος Σέφιλντ.
ΓΙΑΛΟΠ Που είναι το κεφάλι του Σέφιλντ;
ΤΖΙΓΚ (Δεν απαντά)
ΓΙΑΛΟΠ (Γυρίζει και τον κυττάζει) Που είναι το κεφάλι του Σέφιλντ;
ΤΖΙΓΚ (Δεν απαντά)
(Ο ΓΙΑΛΟΠ πάει και τον πιάνει από τον λαιμό)
ΓΙΑΛΟΠ Το κεφάλι του Σέφιλντ... (Γελά ξαφνικά) ...είναι μαζί με το πόδι σου και το υπόλοιπο από το χέρι σου. (Σηκώνει ψηλά το άλλου του χέρι που είναι τώρα ματωμένο και του λείπουν δάχτυλα. Γελά πάλι, πιο δυνατά. Απομακρύνει το χέρι του από τον λαιμό του ΤΖΙΓΚ.) Πολύ ωραίο... κόλπο, αδερφέ. (Φεύγει, ενώ εξακολουθεί να γελά. Ο ΤΖΙΓΚ τον παρακολουθεί να φεύγει, έπειτα προσεκτικά κατεβάζει το πόδι σου στο έδαφος.)
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΕΞΗ: ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
(Απόγευμα. Ένα άλλο μέρος του δάσους. ο ΣΥΜΟΝΤ χτίζει ένα καλυβάκι με κλαδιά και φύλλα. Κοντά είναι η ΓΚΡΕΤΑ, χωρίς να τον προσέχει ιδιαίτερα.)
ΣΥΜΟΝΤ (Στην είσοδο από το καλυβάκι) Θέλω να κάνω ένα βήμα και να βρεθώ σε μιά καινούρια ζωή. Σαν να υπάρχει μιά γραμμή στο χορτάρι, μόνο που δεν φαίνεται. Σαν μια πόρτα, μόνο που δεν χρειάζεται να την ανοίξεις. Και στην άλλη πλευρά υπάρχει η καινούρια ζωή.
/ (χαμηλόφωνα) Είναι αδύνατον.
/ Θέλω κάπου να βάλω τα ιδιαίτερα πράγματα. (Στην ΓΚΡΕΤΑ) Ξέρεις, τα ιδιαίτερα πράγμα που έχει ο καθένας. (Συνεχίζει την δουλειά του) Εάν δεν έχει κάπου να τα βάλεις, τα ιδιαίτερα πράγματα δεν έρχονται σε σένα.
ΓΚΡΕΤΑ (Μονολογεί) Όλα έχουν αλλάξει, ακόμη και η γλώσσα μου. Κάποτε ήταν σκληρή σαν πέτρα - τώρα είναι σαν σκουλήκι - απλά ένα σκουλήκι στο σαγόνι μου. (Στον ΣΥΜΟΝΤ) Ξέρεις τι εννοώ; (Αυτός δεν απαντά, συνεχίζει την κατασκευή) Έλα πιο κοντά.
ΣΥΜΟΝΤ Θέλω να φιάξω αυτό.
ΓΚΡΕΤΑ Δεν με βρίσκεις γλυκιά πλέον;
ΣΥΜΟΝΤ Θέλω να φιάξω αυτό.
(Παύση)
ΓΚΡΕΤΑ Δεν με βρίσκεις γλυκιά πλέον, αδερφέ;
ΣΥΜΟΝΤ (Σταματώντας την δουλειά του) Γιατί, είναι ο κόσμος γλυκός;
/ Εγώ δεν βρίσκω πλέον τον κόσμο γλυκόν και ’σύ είσαι μέρος του κόσμου.
ΓΚΡΕΤΑ Κι όμως δεν είμαι, αδερφέ.
ΣΥΜΟΝΤ Πως γίνεται αυτό;
ΓΚΡΕΤΑ Είμαι και δεν είμαι μέρος του κόσμου, αδερφέ. Τώρα που σου μιλάω είμαι μέρος του κόσμου. Κι όμως υπάρχει κάτι μέσα μου που δεν σου μιλάει και δεν είναι μέρος του κόσμου. Και δεν είναι αυτό το μέρος που βρίσκεις να είναι το πιο γλυκό, αδερφέ;
(Παύση / Αυτός την κυττά σαν να την βλέπει πρώτη φορά)
ΣΥΜΟΝΤ (Κάνει να την πάρει στην αγκαλιά του) Έλα...
ΓΚΡΕΤΑ (Αποφεύγοντας) Και νομίζεις ότι μπορείς να το βρεις με το να με πάρεις στην αγκαλιά σου, αδερφέ;
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Γιατί με αποφεύγεις;
/ Γιατί με...
ΓΚΡΕΤΑ (Ξαφνικά θυμώνει) Τι ζητάς από μένα να κάνω, να το φέρω εδώ και να τα κρατάω όλα σ’ ένα μέρος; Κι εδώ υπάρχει μιά πόρτα γι’ αυτό κι’ εκεί υπάρχει μιά στέγη. Τι θα κάνεις μ’ αυτό, θα το έχεις σαν ζωάκι και θα το αφήνεις να βγαίνει από μιά τρύπα στην στέγη, σαν καπνός; (Του μιλά κατάμουτρα) Η φωτιά, αγόρι μου. Υπάρχουν μόνον δύο πράγματα που μπορείς να κάνεις με την φωτιά: ή να την αφήσεις να σβύσει και να τελειώσεις μ’ αυτήν ή να την κρατάς αναμένη. Δεν μπορείς να έχεις καλούς τρόπους με την φωτιά. (Απομακρύνεται)
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Εσύ χρειάζεσαι ένα εντελώς άδειο σπίτι για να ζήσεις.
ΓΚΡΕΤΑ (Λιγότερο θυμωμένη) Γιατί αυτό;
ΣΥΜΟΝΤ Διότι διαφορετικά οι φλόγες σου θα κάψουν όλο το σπίτι. Και μετά δεν θα έχει απομείνει τίποτα, ακόμη κι αν πριν υπήρχε κάτι.
ΓΚΡΕΤΑ Όμως αν ήταν χτισμένο από το τίποτα, πως θα μπορούσε να στέκεται;
ΣΥΜΟΝΤ Ίσως όχι ολόκληρο σπίτι, ίσως ένα δωμάτιο μόνον. Δεν λέει το βιβλίο ότι σ’ ένα σπίτι υπάρχουν πολλά δωμάτια;
ΓΚΡΕΤΑ Πολλά δωμάτια ναι, αλλά δεν έχω ακούσει για πολλά δωμάτια από το τίποτα.
ΣΥΜΟΝΤ Απλά ένα δωμάτιο. Νομίζεις δεν μπορεί να χτιστεί;
(Παύση / ακουμπάει το πόδι του στο καλυβάκι και το κυττάζει. Έρχεται ο ΛΕΠΡΟΣ.)
Ο ΛΕΠΡΟΣ Θα το χρειαστείτε αυτό το σπιτάκι, κύριε, κυρία;
ΣΥΜΟΝΤ Τι;
Ο ΛΕΠΡΟΣ Θα το χρειαστείτε αυτό το σπιτάκι; Είχα ένα τέτοιο μέχρι χθες, βρίσκονταν έξω από το τείχος, έξω από το τοίχος της μεγάλης μικρής πόλης.
ΓΚΡΕΤΑ Το είδα, ένα λεπροκομείο.
Ο ΛΕΠΡΟΣ Ήταν έξω από το τείχος και μετά έγινε μάχη και μαζί με την μάχη ήρθε η φωτιά και η φωτιά έκανε στάχτη το σπιτάκι μου. Βρίσκονταν έξω από το τοίχος της μεγάλης μικρής πόλης.
ΣΥΜΟΝΤ Μεγάλη, μικρή;
Ο ΛΕΠΡΟΣ Μεγάλη, κύριε, γιατί είναι σπουδαία κι έχει μεγάλη έκταση. Όμως αν κλείσεις τα μάτια σου, θα βρεθείς σ’ έναν διαφορετικό κόσμο όπου ζουν μόνον τα πράγματα της καρδιάς. Κι αυτό δεν είναι πραγματικά μικρό;
(Παύση)
ΓΚΡΕΤΑ Τι θες;
Ο ΛΕΠΡΟΣ Να ζήσω, κυρία - απλά αυτό. Όπως ζουν τα πουλιά ή τα ζώα του αγρού.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ Θέλεις άχυρα; Θα σου φέρουμε άχυρα. (Στην ΓΚΡΕΤΑ) Έλα.
(Ο ΣΥΜΟΝΤ και η ΓΚΡΕΤΑ φεύγουν, μένει ο ΛΕΠΡΟΣ)
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΠΕΤΑ: ΑΙΜΑ ΣΤΑ ΑΧΥΡΑ
(Πρωί. Το δάσος. κάπου όπως στην προηγούμενη σκηνή. Στην είσοδο από το καλυβάκι είναι ένας σωρός από άχυρα. Από μακριά ακούγεται ήχος σφυριού. ΟΥΪΛΣ, ΥΣΟΝΤ)
ΟΥΪΛΣ Τι είναι αυτό το σφυρί που ακούγεται;
ΥΣΟΝΤ Άμυνα. (Η ΟΥΪΛΣ τον κυττάζει. Νικήσαμε έναν στρατό. Ένα στρατό με αρχηγό έναν ηλίθιο. Θα στείλουν άλλον στρατό. Που δεν θα έχει έναν ηλίθιο για αρχηγό.
ΟΥΪΛΣ (Κυττάζοντας το καλυβάκι) Αυτό τι είναι;
ΥΣΟΝΤ (Σηκώνει τους ώμους)
/ Κι όταν έρθουν, θα τους αφήσουμε να μπουν στην πόλη - δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε έξη μίλια τοίχο. Και μετά: αυτοί θα είναι μέσα στην πόλη κι εμείς εδώ, σε πιο ψηλό έδαφος.
/ Αλλά...
ΟΥΪΛΣ Υπάρχει «αλλά»;
ΥΣΟΝΤ Οι τροφές βρίσκονται μέσα στην πόλη. Εμείς είμαστε δεκαέξη χιλιάδες. Σε τρεις μέρες αυτοί θα μας περικυκλώσουν εδώ στον λόφο και θα πεθάνουμε από την πείνα. Πρέπει να τους παρασύρουμε σε μάχη, πριν πεινάσουμε.
ΟΥΪΛΣ Πως;
ΥΣΟΝΤ Θα φύγουμε απ’ αυτό το μέρος και θα το βάλουμε φωτιά. Θα δουν τον καπνό και θα μας ακολουθήσουν.
/ Κι έτσι θα τους συναντήσουμε σε ανοικτό πεδίο.
(Παύση)
ΟΥΪΛΣ Πόσο καιρό μπορούν να κρατήσουν έναν στρατό εδώ; Έναν μήνα; Δύο μήνες; Με τους Σκωτσέζους να τους δαγκώνουν στον λαιμό και τους Γάλλους στον κώλο;
ΥΣΟΝΤ Στο μεταξύ εμείς θα πεθαίνουμε της πείνας. Η πείνα είναι το καλύτερο όπλο τους;
ΟΥΪΛΣ Υπάρχει κι άλλος τρόπος; (Ο ΥΣΟΝΤ την κυττάζει) Διασπορά. Αυτό που ήμασταν και πριν: διασπαρμένοι. Να αρνηθούμε να δουλέψουμε γι’ αυτούς. Να λεηλατούμε, να ζούμε απ’ αυτό. Όχι σαν ένα σώμα με δεκαέξη χιλιάδες στόματα να τραφούν, αλλά δυό-δυό, τρεις-τρεις, ξεχωριστά.
ΥΣΟΝΤ Μιά τρύπα στο νερό.
/ Θα μας κυνηγήσουν, θα μας βρουν και θα μας σκοτώσουν.
ΟΥΪΛΣ Θα είμαστε διασπαρμένοι - στους φράχτες, στις τάφρους.
/ Μ’ αυτό που προτείνεις θα βρούμε τον θάνατο.
ΥΣΟΝΤ Εκτελώ διαταγές.
/ Αυτός λέει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος. (Κυττά την ΟΥΪΛΣ.) Φοβάσαι;
ΟΥΪΛΣ Ναι. Εσύ;
ΥΣΟΝΤ (Δεν απαντά)
(Ακούγεται ένα θρόϊσμα στα άχυρα)
ΟΥΪΛΣ Τι κάνει έτσι μέσα στα άχυρα;
(Ο ΥΣΟΝΤ βάζει το χέρι του μέσα στα άχυρα.)
ΥΣΟΝΤ Ααααχ! Δαγκώνει! (Μαχαιρώνει τα άχυρα) Ένα ποντίκι! Ένα ποντίκι μέσα στα άχυρα!
(Παραμερίζει τα άχυρα και ανακαλύπτει τον ΛΕΠΡΟ)
ΟΥΪΛΣ Ποιά είναι αυτή η δυστυχισμένη ύπαρξη;
(Παύση)
ΥΣΟΝΤ (Κραυγάζει) Γιάλοπ!
(Μπαίνει ο ΓΙΑΛΟΠ)
ΥΣΟΝΤ Τι είναι;
ΥΣΟΝΤ Κάψτ’ το αυτό - και το σπίτι μαζί.
ΓΙΑΛΟΠ Εντάξει. (Φεύγει)
(Η ΟΥΪΛΣ καλύπτει το σώμα του ΛΕΠΡΟΥ με άχυρα.)
ΥΣΟΝΤ (Βγάζει το γάντι του, εξετάζει το χέρι του.) Όλοι αυτοί που θα ήταν αντίθετοι σε μένα, ας περπατήσουν πάνω στη γη: Τον εαυτό μου βλέπω στις γραμμές τους. Αλλά αυτός ο άλλος...
ΟΥΪΛΣ Δώσ’ μου το γάντι σου. (Ο ΥΣΟΝΤ της το δίνει, η ΟΥΪΛΣ το φοράει.) Αυτό είναι ο φόβος. (Σηκώνει ψηλά το γαντοφορεμένο χέρι της.) Εδώ στην άκρη τον έχουμε πάντοτε. Και πάντοτε προσπαθούμε να το πασάρουμε στους άλλους με (Δείχνει τον ΥΣΟΝΤ) ένα χτύπημα ή μιά χειραψία. Όσα σκληρά χέρια υπάρχουν, τόσοι και οι γενναίοι αρχηγοί. Όλοι φοράνε το γάντι του φόβου μας. Και πάντοτε (Δείχνει ανταλλάσσοντας χειραψία με τον ΥΣΟΝΤ) επιστρέφει σε μας. (Βγάζει το γάντι.) Δεν πρέπει να φοράμε το γάντι του φόβου, αλλά το μεγάλο γάντι του κόσμου. (Ο ΥΣΟΝΤ την κυττάζει) Δεν το βλέπεις; Μας περικυκλώνει όλη την ώρα, σαν ένα μεγάλο άδειο γάντι: το θαυματουργό. Και το μόνο που έχουμε να κάνουμε (Δείχνει με το γυμνό της χέρι.) είναι να βάλουμε το χέρι μας μέσα.
/ Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό; - να πετάξουμε το γάντι του φόβου και απλά... να ζήσουμε;
ΥΣΟΝΤ (Ξαναπαίρνει το γάντι) Είναι φορές που θα ήθελα να σπάσω τον κόσμο χίλια κομμάτια για όσα έχει κάνει σε μένα.
ΟΥΪΛΣ Αλλά θα είσαι κι εσύ ένα από τα χίλια κομμάτια.
/ Και θα κρατιέσαι απ’ αυτό το κομμάτι, σαν να κρατιέσαι από τον θάνατο και θα βλέπεις γύρω σου όλα να διαλύονται. Όμως μπορούμε να ζήσουμε πραγματικά μόνον σκορπισμένοι σε κομμάτια. Μόνον αν ζούμε σκορπισμένοι σε κομμάτια, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα πεθάνουμε σαν σύνολο.
ΥΣΟΝΤ (Ήρεμα) Να ζήσω σαν σύνολο, αν και θα πεθάνω σκορπισμένος.
ΟΥΪΛΣ Δεν αυτό το καταφύγιό σου, η συνολικότητα; Καθώς ακρωτηριάζεις και καις και σφάζεις - δεν θα υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού σου στο οποίο θα επιστρέφεις και θα θαυμάζεις, σαν ένα κόσμημα σε μυστικό δωμάτιο; Μπορεί να απαλλαχτείς από όλα τα άλλα καταφύγια - χρήματα, υπάρχοντα. Μπορείς ακόμη να απαλλαχτείς απ’ αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν, δηλαδή άλλους ανθρώπους. Αλλά ποτέ δεν θα απαλλαγείς από το πολύτιμο κόσμημα που είναι ο εαυτός σου.
ΥΣΟΝΤ Πολύτιμο. Ναι, είμαι πολύτιμος. Και δεν είναι πολύτιμο το κόσμημα, αλλά το ίδιο το δωμάτιο. Ένα δωμάτιο χτισμένο με δοκάρια και κρύο και πείνα. Ούτε στιγμή δεν θα το ποθούσα λιγότερο, γιατί κάθε στιγμή με κάνει να γίνομαι πιο πολύτιμος. Έχουν χτίσει τις αντιστάσεις μου μέχρι που αυτές έγιναν φρούριο. Το δυνατότερο όπλο μας είναι που είμαστε πολύτιμοι. Το δικό τους δυνατότερο όπλο είναι η πείνα. Το δικό μας είναι αυτό.
ΟΥΪΛΣ Αλλά αυτό είναι ένα τέρας. Ό,τι βλέπει το μετατρέπει σε τέρας. (Παίρνει ένα κλαδί και το κρατάει σαν όπλο.)
/ / (Με το κλαδί χτυπάει τον αέρα.) Και μισεί τους άλλους. Ο,τιδήποτε δεν του μοιάζει, το μισεί. Φιάχνει μιά τάφρο ανάμεσα σε σένα και τον κόσμο και γίνεται ο κόσμος εχθρός σου. Και του αρέσουν οι μάχες, γιατί οι μάχες το κάνουν δυνατό. Χωρίς μάχες είναι ένα τίποτα. (Πετάει κάτω το κλαδί.)
// Αν θες να είσαι ελεύθερος, ελευθερώσου απ’ αυτό: από ό,τι δηλαδή δεν βοηθά να είναι ιδιαίτερος ο εαυτός σου. Όλος αυτός ο πόνος, όλη αυτή η καταδίωξη. Ψάξε το πιο υπερήφανο, το πιο μυστικό μέρος του εαυτού σου, αυτό το μέρος που το έχεις σαν καταφύγιο από τον κόσμο σκότωσέ το. Εντελώς και για πάντα. Κάψε εντελώς το σπίτι σου.
ΥΣΟΝΤ Δεν έχω σπίτι.
ΟΥΪΛΣ Πρέπει να κάψεις το σπίτι που έχεις χτίσει μέσα στην καρδιά σου. Κάψε τα πάντα, ακόμη και το πιο μικρό, το πιο μυστικό δωμάτιο, πριν γίνεις ο ίδιος μιά πέτρα. Κάψε μέχρι να μη μείνει τίποτα, ούτε ακόμη στάχτες. Ούτε ακόμη η σκόνη από την στάχτη.
(Παύση. Έπειτα ο ΣΥΜΟΝΤ και ΓΚΡΕΤΑ έρχονται. Ο ΣΥΜΟΝΤ κουβαλάει ένα κουβά νερό.)
ΣΥΜΟΝΤ (Πάει στο καλυβάκι.) Σας έφερα λίγο νερό. Είναι κανένας μέσα;
(Βλέπει τον σωρό με τα άχυρα.)
ΓΚΡΕΤΑ Κύττα, αίμα πάνω στα άχυρα.
(Ο ΓΙΑΛΟΠ μπαίνει με ένα αναμένο δαδί και στέκεται και τους παρατηρεί.)
ΟΥΪΛΣ Αν από το πρωί έχουμε αίματα και φωτιά, τι θα γίνει ως το βράδυ;
(Παύση, έπειτα ο ΓΙΑΛΟΠ πάει προς το καλυβάκι.)
ΥΣΟΝΤ (Στον ΓΙΑΛΟΠ) Άφησέ το. (Δείχνοντας την ΟΥΪΛΣ) Να συλλάβεις αυτήν την γυναίκα και να την πάς στην Βελανιδιά.
(Ο ΓΙΑΛΟΠ ρίχνει το δαδί στον κουβά του ΣΥΜΟΝΤ και το σβύνει.)
ΓΙΑΛΟΠ (Στην ΟΥΪΛΣ) Έλα, αδερφή.
ΟΥΪΛΣ Για ποιό πράγμα με κατηγορούν;
(Παύση / Ο ΥΣΟΝΤ σφίγγει το χέρι του γροθιά.)
ΥΣΟΝΤ Για τίποτα. (Σιγά-σιγά ανοίγει το χέρι του.) Δεν υπάρχει καμία κατηγορία.
( Ο ΓΙΑΛΟΠ παίρνει την ΟΥΪΛΣ και φεύγουν.)
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΟΧΤΩ: ΡΟΥΧΑ, ΠΟΤΑΜΙ, ΧΩΜΑ
(Στην όχθη του ποταμού. Νωρίς το απόγευμα. Η ΑΝΙΕΣ, η ΓΚΡΕΤΑ, η ΤΖΑΚΕΡ και η ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ πλένουν ρούχα. Εκεί κοντά ένα σπαθί.)
ΑΝΙΕΣ (Σταματά να πλένει.) Για δέστε πως όλοι μας πάμε στον θάνατό μας. Κι’ ύστερα σου λένε να μην μιλάς γι’ αυτό.
/ Υποθέστε ότι εκεί που περπατάτε ένα μεγάλο πράγμα πέφτει επάνω σας και σας ρίχνει κάτω. Μπορεί κι ένα μικρό πράγμα να είναι.
/ Κάποιοι θάνατοι κρύβονται πίσω από τοίχους. Μπορούν ν’ αρπάξουν τα πάντα, ακόμη κι ένα χαμόγελο. Πηγαίνουμε προς αυτούς σαν να μας τραβάει ένα σκοινί. Γελώντας ή κλαίγοντας, είναι το ίδιο πράγμα.
/ Είχα μιά φίλη στα υψώματα. Ο θάνατός της ήρθε ξαφνικά....
(Είναι αναστατωμένη. Περιμένει να ηρεμίσει.)
/// Είχα μιά φίλη στα υψώματα. Ο θάνατός της ήρθε ξαφνικά το απόγευμα. Ο τροχός ενός κάρου, η κόψη ενός τσεκουριού. Κι ύστερα σου λένε, μη μιλάς γι’ αυτά τα πράγματα.
(Παύση)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Αυτά τα ρούχα βγαίνουν από το νερό πιο βρώμικα από πριν.
ΤΖΑΚΕΡ Μιά φορά με λήστεψαν καθώς γυρνούσα από το ποτάμι. Μου πήραν όλα μου τα καθαρά ρούχα.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Είναι άσχημο να σε ληστέψουν στην επιστροφή. Καλύτερα να σε ληστέψουν όταν πας.
ΓΚΡΕΤΑ Τι είπες στον σύζυγό σου;
ΤΖΑΚΕΡ Να πω; Τίποτα δεν είπα. Όταν έφυγα βαστούσα τα ρούχα. Όταν γύρισα δεν βαστούσα τίποτα. Μιά ματιά ήταν αρκετή και μετά είδα την ανάποδη του χεριού του. (Φτύνει) Που να σαπίσει.
ΓΚΡΕΤΑ Είναι νεκρός τώρα;
ΤΖΑΚΕΡ Νεκρός σαν τον πούτσο του παππού σου.
ΓΚΡΕΤΑ Τότε ποιανού ρούχα πλένεις;
ΤΖΑΚΕΡ Αυτός ήταν ο πρώτος μου άντρας. Κι ο δεύτερος πέθανε. Αυτά εδώ είναι του τρίτου μου άντρα. (Ρίχνει τα ρούχα κάτω.) Τρεις βδομάδες και τον έχω σιχαθεί. (Παίρνει ένα φτυάρι κι αρχίζει να σκάβει μιά τρύπα.) Κύττα εδώ, γη μου, ξέρω πόσο πεινασμένη είσαι. Πάρε τα ρούχα του προς το παρόν. Το κορμί του θα έρθει μετά. (Χώνει τα ρούχα μέσα στην τρύπα.)
(Έρχεται ο ΓΙΑΞΛΥ φορώντας τα εσώρουχά του.)
ΓΙΑΞΛΥ (Στην ΤΖΑΚΕΡ) Που είναι το παντελόνι μου, ακόμη δεν το έπλυνες;
ΑΝΙΕΣ Έχεις άδεια να χρησιμοποιήσεις το παντελόνι;
ΓΙΑΞΛΥ Τι άδεια; Για το παντελόνι μου; Τη ιδιοκτησία μου;
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Δεν υπάρχει πλέον ιδιοκτησία, αδερφέ. Χρειάζεσαι άδεια να το χρησιμοποιήσεις.
ΓΙΑΞΛΥ (Δείχνοντας την ΤΖΑΚΕΡ) Αυτή μου δίνει την άδεια. (Στην ΤΖΑΚΕΡ) Που είναι το παντελόνι μου;
ΤΖΑΚΕΡ Το έφαγε το χώμα.
ΓΙΑΞΛΥ Τι μαλακίες λες. (Βλέπει το παντελόνι του στην τρύπα.) Θες να φας ξύλο;
ΓΚΡΕΤΑ (Προχωρά προς τον ΓΙΑΞΛΥ) Να τον πετάξουμε στο ποτάμι.
ΑΝΙΕΣ Χαζή είσαι; Πρέπει να πλύνουμε τα ρούχα μας εκεί μέσα.
ΤΖΑΚΕΡ (Προχωρά προς τον ΓΙΑΞΛΥ) Να τον σκοτώσουμε μ’ αυτό το φτυάρι. Και να τον θάψουμε με το παντελόνι του.
(Οι τέσσερες γυναίκες προχωρούν προς τον ΓΙΑΞΛΥ.)
ΓΙΑΞΛΥ (Οπισθοχωρώντας) Είστε τρελές πουτάνες.
/ Το σας έπιασε; (Φεύγει.)
ΑΝΙΕΣ Για ελάτε, η γη ακόμη πεινάει.
(Οι γυναίκες ρίχνουν όλα τα υπόλοιπα ρούχα μέσα στην τρύπα.)
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ: ΤΟ ΑΣΗΜΛΕΝΙΟ ΠΙΑΤΟ
(Καταυλισμός. Αργά το απόγευμα. Ο ΟΥΪΑΝΤ στέκεται δίπλα σ’ έναν φρεσκοσκαμμένο τάφο. Το κυττάζουν ο ΜΑΟΥ και ο ΤΖΙΓΚ.)
ΟΥΑΪΑΝΤ Από την μέρα που θα γεννηθούμε, ο τάφος μας περπατάει δίπλα μας. Σαν μιά τρύπα στον κόσμο που διαρκώς περιμένει.
/ Αυτός μπορεί να είναι ο τάφος σας σήμερα. Ή μπορεί να είστε στον παράδεισο.
ΤΖΙΓΚ Πως θα χωρέσουμε όλοι εκεί, αδερφέ;
ΟΥΑΪΑΝΤ Δεν χωράνε όλες οι αχτίνες του ήλιου στην γη; Πιστεύεις ότι μετά τον θάνατό σου θα έχεις αυτό το γήινο σώμα; Το γήινο σώμα δεν είναι παρά ένα στόλισμα, ένα χειμωνιάτικο παλτό που το βγάζεις όταν έρθει το καλοκαίρι.
ΜΑΟΥ Εγώ πάντοτε φοράω το δικό μου.
ΟΥΑΪΑΝΤ Όχι - θα είσαι σαν αχτίνα φωτός, αδερφέ, και θα υπάρχει χώρος για σένα στον παράδεισο, όπως υπάρχει χώρος για τις αχτίνες του ήλιου πάνω στην γη. (Σηκώνει το ένα χέρι.) «Ότι λέγω υμίν τοις υπομείνασι: Ο Θεός αναπαύσει υμάς. Ότε δε Κύριος Ιησούς Χριστός φανίσεται εξ ουρανών εν φλόγαις πυρός σύν τοις αγγέλοις αυτού τιμωρήσει τους αγνοούντας τον Θεόν - ούτοι αποκλεισθείσονται της βασιλείας του Κυρίου και ριφθήσονται εις το πυρ το εξώτερον.»
ΜΑΟΥ Το έχω δει αυτό. Όταν καίνε τους αιρ.....
ΤΖΙΓΚ Τους αιρετικούς.
ΟΥΑΪΑΝΤ Αλλά κύττα πως μπορείς να σωθείς: (Σηκώνει το ένα χέρι) «Γνωρίζομεν ότι ει η γηίνη κατοικία κιβωτού ταύτης απωλεσθείσεται, έχομεν οικοδόμημα Θεού, οίκον ουκ εκ χειρών ποιηθέντα, αιώνιον εν ουρανοίς.»
/ Τώρα. Εάν θες να ζήσεις σ’ αυτό το σπίτι, ακολούθησε με ως το ποτάμι, όπου θα ξεπλύνω τις αμαρτίες σου εν ονόματι Κυρίου.
ΤΖΙΓΚ Να με ξεπλύνεις; Κανένας δεν έχει πει κάτι τέτοιο. Λέω να ζήσω σ’ αυτό το σπίτι βρώμικος, αδερφέ.
(Ο ΟΥΑΪΑΝΤ κυττά τον ΜΑΟΥ)
ΜΑΟΥ Αυτό λέω κι εγώ.
ΟΥΑΪΑΝΤ Δεν θα σας επιτραπεί να μπείτε βρώμικοι. Το ακούσατε;
(Τον κυττάζουν.)
ΟΥΑΪΑΝΤ (Ξαφνικά αλλάζει.) Άντε γαμηθείτε, λοιπόν, γαμηθείτε, μαλάκες. (Φεύγει.)
(Ο ΜΑΟΥ βγάζει το ασημένιο πιάτο που είχε κάτω από το πουκάμισό του και καθρεφτίζεται σ’ αυτό.)
ΤΖΙΓΚ Τι κάνεις μ’ αυτό;
ΜΑΟΥ (Τοποθετεί το πιάτο στον τάφο.) Η Ανιές μου είπε να το κρύψω στον τάφο, κανένας δεν κυττάζει στους τάφους.
(Ρίχνει χώμα από πάνω.)
ΤΖΙΓΚ Εχτός από τον Θεό. Αλλά υποθέτω έχει ήδη πολλά πιάτα.
ΣΚΗΝΗ ΕΙΚΟΣΙ: ΦΥΛΑΚΕΣ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ
(Νωρίς το πρωί. Ένας πύργος παρατηρήσεως κοντά στον καταυλισμό. Η ΤΖΑΚΕΡ και ο ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ είναι πάνω στον πύργο και φυλάνε σκοπιά. Ο ΣΕΒΕΡΑΛ, Ο ΣΥΜΟΝΤ και ο ΤΖΙΓΚ κάθονται από κάτω. Ο ΣΥΜΟΝΤ φιάχνει ένα μικρό μοντέλο σπιτιού από λάσπη.)
ΤΖΑΚΕΡ (Στον ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ) Κύττα αυτό το σύννεφο. Μοιάζει να είναι χαμηλά ο ουρανός.
ΣΕΒΕΡΑΛ (Από κάτω.) Τόσο το καλύτερο, αδερφέ, για να μαζέψει τις ψυχές των νεκρών.
ΤΖΑΚΕΡ Ποιος είναι αυτός;
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ (Κυττά κάτω.) Ο Σέβεραλ. Και ο βοηθός του.
/ (Στην ΤΖΑΚΕΡ) Τι κυττάς;
ΤΖΑΚΕΡ Τον ουρανό. Σαν μιά πόλη στις φλόγες.
(Παύση)
ΤΖΙΓΚ (Στον ΣΥΜΟΝΤ) Τι κάνεις εκεί;
ΣΥΜΟΝΤ Τίποτα. (Κυττά το σπίτι που είναι φιαγμένο από λάσπη, μετά το γκρεμίζει με μιά απάλη κίνηση και ξαναρχίζει πάλι.)
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ (Μετά από παύση.) Έχω ιδρωκοπήσει, πολύ ζεστές μέρες. Αργεί να περάσει το καλοκαίρι.
ΤΖΑΚΕΡ Εγώ θέλω κρύο. Είναι πιο γνήσιο. Η ζέστη σε κάνει να σέρνεσαι. Το κρύο είναι διαφορετικό: σε καρφώνει σ’ ένα μέρος σαν ακόντιο.
(Παύση)
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Ξέρεις πως μπορεί μια μέρα ξαφνικά να χαθεί; Το πρωί μυρίζει φρεσκάδα και φυσάει μιά αύρα που φέρνει τη φρεσκάδα στη ζωή σου. Έρχεται όμως το απόγευμα κι όλα χαλάνε. Κολλάει η μέρα επάνω σου, σαν μια γυναίκα που την έχεις βαρεθεί.
(Παύση)
ΤΖΑΚΕΡ Χρειάζεται μιά καταιγίδα. Για αλλαγή.
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ (Σκέφτεται) Μια βαριά, γριά γυναίκα, αυτό είναι όλο.
/ Τι φυλάμε, μπορεί κανένας να μου πει;
ΤΖΑΚΕΡ (Δεν απαντά.)
ΣΕΒΕΡΑΛ Τον ιδρώτα από τριάντα χιλιάδες μασχάλες, το ασημένιο πιάτο του Μάου, τον θυμό της Ανιές...
ΣΥΜΟΝΤ Τίποτα. (Κυττά το σπίτι που είναι φιαγμένο από λάσπη, μετά το γκρεμίζει με μιά απάλη κίνηση και ξαναρχίζει πάλι.)
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Πάντοτε αυτή η ηχώ.
/ Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια καλή βροχή.
ΤΖΑΚΕΡ Κάνει να μου πονάνε τα κόκκαλα. Γιατί αυτό;
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ (Δεν απαντά.)
ΣΕΒΕΡΑΛ Διότι...
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Άμα συνεχίσεις να μας διακόπτεις, θα κατέβω κάτω και θα σε κάνω χίλια κομμάτια.
(Παύση)
ΤΖΑΚΕΡ (Στον ΣΕΒΕΡΑΛ) Για πες μας λοιπόν εξυπνάκια.
(Μακριά ακούγονται βελάσματα.) Τι είναι αυτά τα βελάσματα που ακούγονται; Νόμιζα ότι είχαμε σκοτώσει όλα τα πρόβατα.
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Τα σκοτώσαμε όλα, αλλά ζήτησαν κι άλλα.
ΤΖΑΚΕΡ Ποιος ζήτησε, η πόλη;
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Οι χασάπηδες. Το να σκοτώνεις είναι κέρδος, ακόμη και στον πόλεμο. Τι θες να μάθεις; (Σκέφτεται) Αυτό είναι που φυλάμε, τα πρόβατα;
ΤΖΑΚΕΡ (Στον ΣΕΒΕΡΑΛ) Πες μας γρήγορα για την βροχή, τώρα που βελάζουν τα πρόβατα.
(Παύση / Μακριά τα βελάσματα συνεχίζουν.)
ΣΕΒΕΡΑΛ Τα σώματά μας πονάνε γιατί ερχόμαστε από την θάλασσα. Όλοι μας το έχουμε ξεχάσει, αλλά κάτι βαθιά μέσα στα κόκκαλά μας το θυμάται. Και κλαίει όταν μυρίζει νερό.
(Παύση / Τα βελάσματα συνεχίζουν.)
ΤΖΑΚΕΡ Τι είναι αυτό προς τον νότο;
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Μοιάζει σαν σύννεφο από μέλισσες.
/ Ή σύννεφο από σκόνη.
(Ο ΣΥΜΟΝΤ όλη την ώρα κυττούσε το σπίτι από λάσπη. Ξαφνικά το γκρεμίζει, με μίσος αυτή τη φορά κι αρχίζει να το ξανακάνει.)
ΣΕΒΕΡΑΛ Σταμάτα.
/ Τι ελπίζεις να χτίσεις;
ΣΥΜΟΝΤ Τίποτα.
ΣΕΒΕΡΑΛ (Δείχνοντας τον σωρό από λάσπη.) Μα το είχες ήδη χτίσει.
/ Τώρα κάνε το ίδιο στην καρδιά σου.
(Ξαφνικά αρχίζει να χτυπά το τύμπανο με βία.)
ΕΪ! ΕΪ! ΕΪ!
(Ο ΤΖΙΓΚ αρχίζει έναν αργό, προσποιητά σοβαρό χορό με την πίπιζα και ο ΣΕΒΕΡΑΛ τον συνοδεύει με το τύμπανό του. Ο ΣΥΜΟΝΤ κυττάζει την λάσπη. Μετά πετάγεται επάνω και την κλωτσά, σκορπίζοντάς την παντού. Αρχίζει να χορεύει με μια ένταση ευχαριστήσεως.)
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ (Κραυγάζει) ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ ΣΚΟΝΗΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΝΟΤΟ.
(Το επόμενο κομμάτι παίζεται με κραυγές μέσα σε μιά διαρκώς αυξανόμενη φρενίτιδα, συνοδευομένη από το τύμπανο του ΣΕΒΕΡΑΛ.)
ΣΕΒΕΡΑΛ ΤΙ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΝΟΤΟ;
ΤΖΙΓΚ (Σταματά να παίζει.) ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ ΣΚΟΝΗΣ!
ΣΕΒΕΡΑΛ ΤΙ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΝΟΤΟ;
ΤΖΙΓΚ ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ ΣΚΟΝΗΣ!
ΣΕΒΕΡΑΛ ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ ΣΚΟΝΗΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΝΟΤΟ!
ΤΖΙΓΚ ΤΟΝ ΝΟΤΟ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ ΣΚΟΝΗΣ!!
ΣΥΝΟΝΤ ΤΟΝ ΝΟΤΟ ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ ΣΚΟΝΗΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ!!
ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΤΟΝ ΝΟΤΟ ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ ΣΚΟΝΗΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ!!
ΣΥΜΟΝΤ (Αναπηδώντας πάνω στην λάσπη.) ΕΪ! ΕΪ! ΕΪ!
(Μερικές στιγμές πλήρους φρενίτιδος, ενώ ο ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ και η ΤΖΑΚΕΡ κυττάζουν απορημένοι. Έπειτα: σκοτάδι / ξαφνική σιωπή, εχτός από το τύμπανο του ΣΕΒΕΡΑΛ ο οποίος συνεχίζει για μερικά ακόμη δευτερόλεπτα πριν σταματήσει.)
ΣΚΗΝΗ ΕΙΚΟΣΙ ΜΙΑ: Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
(Ακούγεται η πίπιζα του ΤΖΙΓΚ που παίζει έναν αργό θρήνο. Καταυλισμός. Νύχτα. Καθισμένοι γύρω από την φωτιά: ΣΕΒΕΡΑΛ, ΣΥΜΟΝΤ, ΓΚΡΕΤΑ, ΑΝΙΕΣ, ΓΙΑΞΛΥ, ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ, ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ και ΤΖΑΚΕΡ. Ο ΓΙΑΞΛΥκαι ο ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ παίζουν χαρτιά. Πιο μακριά από τους άλλους ο ΥΣΟΝΤ. Η πίπιζα εξακολουθεί να παίζει καθώς ακούγονται οι ακόλουθες φράσεις.)
ΤΖΑΚΕΡ Δεν μπορώ να δω τίποτα μ’ αυτόν τον καπνό.
ΣΤΑΡΕΛΙΝΚ Τι να δεις; Αφού είναι νύχτα.
ΓΚΡΕΤΑ (Στον ΣΥΜΟΝΤ) Τι σκέφτεσαι;
ΣΥΜΟΝΤ Την φαλάκρα του πάππου μου. Όλα τα άλλα έχουν εξαφανιστεί.
ΤΖΑΚΕΡ (Μονολογεί) Θα μπορούσαμε να πολεμήσουμε. Δεν έχει νόημα να πάμε σπίτι. Κανένας δεν θα σε αναγνωρίσει.
(Ο ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ κυττάζει ένα χαρτί της τράπουλας.)
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Σκύβει πάνω από τον ώμο του ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ για να δει.) Ο κρεμασμένος.
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Θέλω να τον κυττάξω, να τον κυττάξω στα μάτια.
ΓΙΑΞΛΥ Αύριο θα έχει όλο τον καιρό να το κάνεις.
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Θα ήθελα εγώ να προκαλέσω τον θάνατό μου. Σε μια μάχη με χιλιάδες σκοτωμένους γύρω, πως μπορείς να προκαλέσεις τον θάνατό σου;
(Ο ήχος από την πίπιζα του ΤΖΙΓΚ σβύνει. Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ μπαίνει και κάθεται κάτω σταυροπόδι έξω από τον κύκλο.)
ΣΕΒΕΡΑΛ Δεν χρειάζεται να προκαλέσουμε θάνατο, αδερφέ. Είναι ήδη μέσα μας, από την πρώτη μέρα της ζωής μας. Ένα μικρό πράγμα που μεγαλώνει με τον φόβο μας. Παχαίνει με τον φόβο μας. Τρώμε κι αυτό τρώει μαζί μας. Αγγίζουμε το στήθος μιάς ερωμένης και αυτό βρίσκεται εκεί στην άκρη των δακτύλων μας. Μέσα μας πρέπει να ψάχνουμε να το δούμε, όχι στην άκρη από του σπαθί του εχθρού.
/ Αλλά εάν τον κάνουμε να πεινάσει, δεν είναι παρά το απότομο κλείσιμο της πόρτας από το ένα δωμάτιο στο άλλο.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Δεν είναι μόνον ο φόβος. Υπάρχουν πολλά πράγματα σ’ αυτήν την ζωή που δεν με έχουν κουράσει: ο ήλιος που ξετρυπώνει μέσα από την φυλλωσιά το πρωί, το ίδιο μου το πρόσωπό που με κυττάζει μέσα από το νερό του ποταμού, η βλακεία του Μάου, τα δυό μάτια της Ανιές που ξεπροβάλλουν μέσα από το σκοτάδι σαν φεγγάρια...
ΑΝΙΕΣ (Αναστατωμένη) Και πόσο καιρό βλέπεις αυτά τα πράγματα; Όλη σου την ζωή; Ή μόνον τις τελευταίες έξη εβδομάδες; Τα έβλεπες τον καιρό της πλούσιας σοδειάς, όταν σε διώχνανε σαν να ήσουν κάργα, και δεν είχες που να βάλεις το κεφάλι σου; (Μιμείται την ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ) «Το στομάχι μου είναι άδειο, αλλά είναι όμορφη η φυλλωσιά!» (Κανονική φωνή) Το είπες ποτέ αυτό; Όμως τώρα που το στομάχι σου είναι γεμάτο, ξαφνικά τα βλέπεις. (Μιμείται) «Ω, μη μ’ αφήνετε να πεθάνω, για την χάρη της ομορφιάς αυτής της φυλλωσιάς!» (Κανονική φωνή) Γι’ αυτό αγωνίζεσαι, δεν το καταλαβαίνεις;
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Τι πράγμα;
ΑΝΙΕΣ Για το γεμάτο στομάχι και την ομορφιά της φυλλωσιάς.
(Γέλια) Γελάτε; Αλλά θα ξαναρχίζατε να τρώτε βατόμουρα από το δάσος; Λοιπόν πηγαίνετε, δεν σας χρειαζόμαστε.
(Παύση)
ΤΖΑΚΕΡ Είναι αλήθεια: οι ζωές πριν ήταν ένας μακρύς ύπνος.
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Όταν το χέρι μου πάγωνε κουβαλώντας τον κουβά ένα χειμωνιάτικο πρωϊνό, ήμουνα τότε κοιμισμένη; Όταν το δρεπάνι μου πλήγωσε το πόδι στον τελευταίο θερισμό και έτρεχε αίμα για τρεις μέρες, ήταν αίμα στο όνειρό μου;
ΤΖΑΚΕΡ Δεν εννούσα...
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Όμως είναι τόσο πολύτιμη αυτή η νέα ζωή, ώστε να χρειάζεται να πεθάνουμε για να την κρατήσουμε;
ΤΖΙΓΚ Και τι θα έχουμε, όταν πεθάνουμε;
ΓΚΡΕΤΑ Όμως δεν είναι όλες οι ζωές πολύτιμες, ακόμη και των εχθρών;
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Η ίδια η ζωή είναι πολύτιμη, όχι ειδικά η ζωή του καθενός.
(Παύση)
ΓΙΑΞΛΥ Σε ποιά εκατονταρχία είσαι, αδερφέ;
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Στην εκατονταρχία του Γουίνταμ.
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Η εκατονταρχία του Κεττ.
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ακριβώς έτσι, αδερφέ.
ΓΙΑΞΛΥ Έλα να ζεσταθείς στην φωτιά.
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ευχαριστώ, αδερφέ, αλλά η νύχτα είναι αρκετά ζεστή.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ (Στον ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟ ΑΝΘΡΩΠΟ) Υπάρχουμε απλά και μόνον για να ζούμε;
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Όχι απλά για να ζούμε, αλλά για να χρησιμοποιούμε τις ζωές μας. Είναι κρίμα να μην το κάνουμε αυτό. Σκέψου πως ήταν πριν έρθουμε σ’ αυτό το μέρος: η ζωή χρησιμοποιούσε εμάς. (Μετακινείται λίγο, αλλά όχι πιο κοντά στους άλλους.) Δεν έχουμε ζήσει αυτές τις έξη εβδομάδες μέσα σε μιά μεγάλη και ευχάριστη ελευθερία, επί τέλους ελεύθεροι κάτω από τον ουρανό, να πάμε όπου μας αρέσει; Χωρίς να πρέπει να κοπιάζουμε για κάποιον αχάριστο κύριο ή να περιπλανιόμαστε για να βρούμε στέγη; Όταν πεινάμε ή διψάμε, έχουμε όλα όσα μας χρειάζονται και τίποτα που να μην το χρειαζόμαστε. Και δεν έχουμε απολαύσει την αληθινή φιλιά, χωρίς κυρίους και υπηρέτες;
/ Έχουμε ανακαλύψει πως να ζούμε. Και γι’ αυτό θέλουν να μας σκοτώσουν.
// Όμως υπάρχει πόνος σ’ αυτήν την νέα ελευθερία. Και μιά επιθυμία να γυρίσουμε πίσω, πίσω σε μιά εποχή που δεν ξέραμε αυτόν τον πόνο. Ζούσαμε τότε μέσα σε μιά σκοτεινή φυλακή και ο πόνος μας ήταν σκοτεινός σαν τον αέρα της φυλακής και δεν μπορούσαμε να δούμε με τα μάτια μας διότι τα μάτια μας δεν ήξεραν τίποτα άλλο. Όμως τώρα έχουμε γκρεμίσει την φυλακή αυτή και τα μάτια μας ζαλίζονται στο δυνατό φως. Θέλετε να κλείσετε τα μάτια σας και γυρίστε πίσω τυφλοί στην φυλακή; Όμως η φυλακή είναι ερείπια και τώρα χτίζουμε εδώ κάτι πολύ μεγαλύτερο: τους εαυτούς μας.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ (Χαμηλόφωνα, στην ΓΚΡΕΤΑ.) Είναι αυτός που σου είχα μιλήσει.
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Σκεφτείτε ότι είμαστε κόκκοι χώματος σ’ ένα τούβλο ενός μεγάλου χτιρίου. Ένα χτίριο που χρειάζεται αρκετές γενιές για να ολοκληρωθεί. Αλλά εδώ έχουμε ήδη αρχίσει να το χτίζουμε: ένα δωμάτιο. Και το χτίριο το νοιώθει αυτό, όπως ακριβώς εμείς νοιώθουμε το αίμα να κυλάει στις φλέβες μας. Και μας χρειάζεται το μεγάλο χτίριο για να ολοκληρωθεί - να νοιώσει ότι μπορεί να ολοκληρωθεί. Κι αν έχουμε ζήσει αληθινά - ακόμη και για λίγα δευτερόλεπτα πριν τον θάνατό μας - τότε έχουμε βοηθήσει να χτιστεί. Διότι αυτό που έχουμε κάνει εδώ, αυτό που είμασταν, δεν μπορεί να χαθεί - ούτε από φλόγες, ούτε από βασανιστήρια, ούτε από στρατούς. Διότι το δωμάτιο ήδη υψώνεται, εδώ στις καρδιές μας. Και θα ζήσει και μετά από μας.
(Παύση)
ΤΖΑΚΕΡ Αλλά παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να νικήσουμε;
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Δεν είμαστε εδώ για νικήσουμε, αλλά για να χάσουμε - δεν το έχεις μάθει αυτό ακόμη;
ΤΖΑΚΕΡ Αλλά πρέπει εμείς να πεθάνουμε για να μας θυμούνται άλλοι άνθρωποι;
ΥΣΟΝΤ Δεν είμαστε εδώ για να πεθάνουμε ή για να χάσουμε. Τώρα είναι ώρα για αγώνα.
(Παύση)
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ακριβώς έτσι.
(Παύση)
ΣΥΜΟΝΤ (Διεγερμένος, αλλά απελπισμένος) Μιλάτε γι’ αυτό το πράγμα που χτίζουμε. Και φαίνεται να λέτε: να γίνει αυτό το πράγμα το ιδανικό της ζωής σου. Και δεν το λέτε με το όνομά του αυτό το πράγμα, αλλά φαίνεται να εννοείτε: Θεός. Και λέτε: να γίνει αυτό πράγμα. Και φαίνεται να εννοείτε; να δοξάζετε αυτό, το χτίσιμο αυτού του χτιρίου.
/ Αλλά εγώ σας λέω: ο Θεός δεν κατοικεί σε ό,τι χτίζεται, αλλά σε ό,τι μπορεί να απομακρυνθεί. Δεν κατοικεί σε δοξολογίες, αλλά μακριά από δοξολογίες.
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Πολλά «φαίνεται» μας λες, αδερφέ.
ΣΥΜΟΝΤ Ακριβώς, αδερφέ. Πρέπει να βγάλουμε τα «φαίνεται» για να δούμε τι υπάρχει πραγματικά από κάτω.
(Παύση)
ΓΙΑΞΛΥ Τι νόημα έχει να τα λέμε όλα αυτά, την στιγμή που είμαστε τόσο κοντά στον θάνατο.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ (Στον εαυτό της) Όλα αυτά τα σχετικά με τον θάνατο.
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (Στον ΓΙΑΞΛΥ) Πολύ καιρό μετά τον θάνατό μας, αυτό που μαθαίνουμε τώρα θα εξακολουθεί να ισχύει. Και μ’ αυτό τον τρόπο θα εξακολουθήσουμε να ζούμε. Αυτό είναι η ουσία μας. Και θα θυμούνται την ουσία μας, δεν θα μας θυμούνται σαν πεθαμένους.
(Παύση)
ΓΚΡΕΤΑ (Στον ΣΥΜΟΝΤ) Θα με θυμούνται σαν χαμόγελο κι εσένα για τον τρόπο που κρατάς αυτήν την κούπα.
ΤΖΙΓΚ Από τι είναι φιαγμένο αυτό το χώμα; Από νεκρούς ανθρώπους. (Βγάζει ένα μήλο.) Υπάρχει μόνον ένα πράγμα να κάνουμε με τον θάνατο (Δαγκώνει το μήλο.) κι αυτό είναι να τον φάμε.
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (Σηκώνεται) Καληνύχτα, αδερφοί.
ΣΥΜΟΝΤ (Στον ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟ ΑΝΘΡΩΠΟ) Θα είναι ένα τίποτα αυτό το χτίριο.
ΣΕΒΕΡΑΛ (Αγγίζοντας το μπράτσο του ΣΥΜΟΝΤ) Ειρήνη, αδερφέ. Δεν έχει σημασία.
(Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ κυττάζει σκληρά τον ΣΥΜΟΝΤ πριν απομακρυνθεί για να μιλήσει στον ΥΣΟΝΤ.)
ΑΝΙΕΣ Για ποιό πράγμα αγωνιζόμαστε; Για το τίποτα. Για μιά στέγη. Είναι αυτό μιά στέγη; Εγώ κοιμόμουνα τις νύχτες στο ύπαιθρο για τρία χρόνια από τότε που με διώξανε από την γη μου. Και πριν που κοιμόμουνα; Σε μια γωνιά της αποθήκης, απάνω στα άχυρα. Τώρα τον Αύγουστο κοιμάμαι κάτω από τα φύλλα. Αλλά τι θα γίνει το φθινόπωρο, τον χειμώνα; Πάλι στο ύπαιθρο. Αυτή είναι η στέγη, το ύπαιθρο; Άμα φύγω από δω, που θα γυρίσω; Πάλι στο ύπαιθρο. Που υπάρχει μια στέγη;
/ Κι όμως θα αγωνιστώ.
(Παύση)
ΧΑΟΥΛΙΝΓΚ Αλλά αυτός δεν είπε «στέγη», είπε «δωμάτιο».
ΑΝΙΕΣ Δωμάτιο.
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (Επιστρέφοντας) Σαν μεγάλος καθεδρικός ναός, αλλά ανοικτός στον ουρανό.
ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ Ανοικτός στον ουρανό, αυτό δεν είναι καλό. Δεν μπορούμε απλά...
ΣΥΜΟΝΤ (Παρεμβαίνοντας, στον ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ) Όχι ανοικτός στον ουρανό, ανοικτός όπως ο ίδιος ο ουρανός, ανοικτός σε όλα - δεν καταλαβαίνεις; (Κυττάζει τον ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟ ΑΝΘΡΩΠΟ)
ΣΥΜΟΝΤ Είναι νύχτα, ηλίθιε - πως θα δούμε τι υπάρχει στον ουρανό;
(Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ κυττάζει τον ΣΥΜΟΝΤ, έπειτα ξεκινάει να φύγει.)
ΥΣΟΝΤ (Μιλώντας χαμηλόφωνα μόνον στον ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟ ΑΝΘΡΩΠΟ) Κύριε.
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Δεν είμαι κανενός κύριος, Ύσοντ.
ΥΣΟΝΤ (Το παραδέχεται.)
/ Εκείνο το αγόρι...
Ο ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Αύριο, μετά την μάχη, εάν υπάρχουμε - θα μιλήσουμε γι’ αυτό. (Φεύγει.)
(Ο ΤΖΙΓΚ παίζει απαλά την πίπιζα)
ΣΕΒΕΡΑΛ (Τραγουδάει)
Άκουσα μιά φωνή
κάτω από έναν τοίχο
το τραγούδι που τραγουδούσε
ήταν παλιό σαν τη γη:
«Μέχρι να πάρεις
το χέρι σου από τον λαιμό μου
δεν θα ξέρεις
τι αξίζω.»
Άκουσα ένα τραγούδι
καθώς έφευγα
κάτω από έναν σκοτεινό
και θυελλώδη ουρανό:
«Μέχρι να πάρεις
τα χέρια σου από το πρόσωπό σου
δεν θα δεις
πως πεθαίνουν οι άλλοι.»
(Τα φώτα σβύνουν σιγά-σιγά)
ΣΚΗΝΗ ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ: ΜΑΧΗ
(Φαίνεται μόνον το πρόσωπο της ΑΝΙΕΣ, μέσα σε κόκκινο φως. Όλα τα άλλα είναι στο σκοτάδι.)
ΑΝΙΕΣ Το ηλιόλουστο πρωινό αυτό το πράγμα ήρθε καταπάνω μας σαν να ήταν ένα τέρας με πολλά χέρια, γεμάτο λάμψη και ζωντάνια. Και στα μάτια του είδα τον φόβο μας να καθρεφτίζεται. Υπήρχαν φλόγες και καπνός κι άρπαζε χούφτες τους δικούς μας και τους πετούσε στο στομάχι του. Δεν υπήρχε καθόλου ησυχία, το μόνο που μπορούσα να ακούω ήταν το σπάσιμο από τα κόκκαλα και οι κραυγές των συντρόφων μου. Και μετά, σιωπή. Και γίναμε εμείς οι ίδιοι η σιωπή: όπως ο καπνός γίνεται αέρας ή οι πνιγμένοι γίνονται ωκεανός.
(Το πρόσωπο της ΑΝΙΕΣ εξαφανίζεται καθώς το κόκκινο φως μετακινείται στο κέντρο της σκηνής. Παραμένει εκεί, μιά μικρή κόκκινη κηλίδα για μερικά δευτερόλεπτα, μετά μεγαλώνει και φωτίζει όλα ακόμη και τους θεατές. Ταυτόχρονα αρχίζει να ακούγεται ολοένα και πιο δυνατά ο ήχος της μάχης - ανθρώπινες κραυγές, άλογα, η κλαγγή των σπαθιών - μέχρι που γίνεται εκκωφαντικός. Μετά ξαφνικά σταματά ο ήχος και σβύνει απότομα το φως.)
ΣΚΗΝΗ ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΙΑ: ΦΙΝΑΛΕ: ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΤΙΠΟΤΑ
(Χειμώνας. Αργά το απόγευμα. Ίδιο σκηνικό όπως στην Σκηνή Δεκαεννέα. Άνεμος, λάσπη, ξερά φύλλα. Η ΧΑΚ, ο ΚΛΟΚ και ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΑΝΑΝΙΣΤΩΝ στέκονται μπροστά στον τάφο. Ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ είναι τώρα σχεδόν τυφλός.)
ΧΑΚ Αυτό είναι το μέρος;
ΚΛΟΚ Αυτή η γυναίκα είναι τυχερή που έχει τάφο, όλοι οι άλλοι καήκανε.
ΧΑΚ Κι αυτός ο άνεμος.
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ (Απότομα) Μην τον αναφέρεις.
(Η ΧΑΚ και ο ΚΛΟΚ αρχίζουν να σκάβουν.)
ΧΑΚ Τουλάχιστον δεν υπάρχει πλέον καπνός. Ε, Πρίγκηπα, αυτός ο καπνός δεν ήταν από τα πτώματα που καίγανε μετά την μάχη; Και οι φλόγες ήταν ψηλές σαν χτίρια, πετάγονταν μέσα στην νύχτα.
ΚΛΟΚ Κι αυτή η μυρουδιά.
(Παύση / συνεχίζουν να σκάβουν)
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ Ο αέρας είναι κρύος κι όμως βλέπω ακόμη φύλλα σ’ εκείνο το δέντρο. Καινούρια φύλλα που τρεμοπαίζουν μέσα στον... (Καθαρίζει τον λαιμό του.)
ΚΛΟΚ (Σταματά να σκάβει, κυττάζει) Πουλιά (Απαλά) Είναι πουλιά, Πρίγκηπα.
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ Πουλιά; (Κυττάζει πάλι.)
(Παύση / Συνεχίζουν να σκάβουν)
ΧΑΚ (Σταματά) Κύττα πως τα φύλλα γίνονται λάσπη.
ΚΛΟΚ Εμείς πεθαίνουμε της πείνας κι εσύ μιλάς για φύλλα;
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ (Απαλά) Τελικά όλα είναι λάσπη.
ΧΑΚ Κι ο ήλιος που ρίχνει σκιές στην άκρη του λόφου.
ΚΛΟΚ (Σταματά να σκάβει) Φύλλα δεν είναι; (Αρπάζει την ΧΑΚ από το λαιμό.) Εμείς πεθαίνουμε της πείνας! Πεθαίνουμε από πείνα!
ΧΑΚ (Παλεύοντας) Ο Κλοκ πεθαίνει της πείνας γι’ αυτό σταμάτα ήλιε! Και σεις φύλλα, μην αλλάζετε!
(Παύση / κυττάζουν ο ένας τον άλλον.)
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ (Ξαφνικά) Όταν είμαστε ζωντανοί πρέπει να φουσκώνουμε, όχι όταν είμαστε νεκροί.
ΚΛΟΚ (Τον πλησιάζει.) Γιατί αυτή η λύπη, Πρίγκηπα;
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ Τα μάτια μου. (Βγάζει από την τσέπη του ένα γυναικείο παπούτσι και το κρατά μπροστά στο πρόσωπό του.) Δεν βλέπω για να κλέβω.
ΚΛΟΚ Τα μάτια μου μεγαλώνουν, ενώ το υπόλοιπο σώμα μου μικραίνει. (Κυττάζει κάτω.) Θα είναι το μόνο που θα απομείνει από μένα.
ΧΑΚ (Αρχίζει πάλι να σκάβει) Θα μπορείς να χωράς παντού, όπως ο άνεμος.
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ (Απότομα) Είπα να μην αναφέρετε τον άνεμο.
(Παύση / Η ΧΑΚ σκάβοντας βγάζει το ασημένιο πιάτο. Ο ΚΛΟΚ και ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ κυττάζουν.)
ΧΑΚ (Κρατώντας το πιάτο μπροστά στο πρόσωπό της.) «Πρέπει να είναι δικό μου, έχει πάνω του το πρόσωπό μου.»
/ Θα μεθύσουμε απόψε, Πρίγκηπα.
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ Και μετά τι; Τίποτα
/ Τίποτα και πάλι τίποτα.
ΚΛΟΚ Τι πράγμα;
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ Όταν δουλεύαμε σ’ αυτά τα χωράφια, είχαμε πόνους και τίποτα άλλο. Όταν πήραμε τους δρόμους, είχαμε κρύο και τίποτα άλλο. Για έξη εβδομάδες στον Μεγάλο Καταυλισμό είχαμε συγκίνηση και τίποτα άλλο. Και τότε πριν την μάχη είχαμε φόβο και τίποτα άλλο. Και τρέχαμε, ενώ εκείνοι που έμειναν σκοτώθηκαν και κάηκαν. Και για έξη μέρες είχαμε καπνό και τίποτα άλλο. Και μετά ήρθε ο άνεμος και σκόρπισε τον καπνό. Και τώρα δεν έχουμε τίποτα. Τίποτα και πάλι τίποτα.
(Μένουν ακίνητοι. Τα φώτα σβύνουν αργά-αργά / ο ήχος του ανέμου δυναμώνει λίγο. Μπαίνουν σιωπηλοί οι ΑΝΙΕΣ, ΓΚΡΕΤΑ, ΣΕΒΕΡΑΛ, ΤΖΙΓΚ, ΣΥΜΟΝΤ, ΥΣΟΝΤ ΓΙΑΛΟΠ, ΣΤΑΡΛΙΝΓΚ και ΟΥΪΛΣ και στέκονται σε κύκλο μπροστά στην σκηνή. Τα πρόσωπά τους, τα μαλλιά και τα ρούχα είναι βαμμένα με αίμα. Η ΧΑΚ, ο ΚΛΟΚ και ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΑΥΝΑΝΙΣΤΩΝ παραμένουν ακίνητοι και φαίνονται να μην προσέχουν τους άλλους.)
ΑΝΙΕΣ Ακόμη και η γη, αυτός ο τεράστιος μαγνήτης,
δεν μπορεί να μας κρατήσει.
Ανεβαίνουμε σαν καπνός,
σαν την ανάμνηση του καπνού.
/ Οι περισσότεροι ζουν σαν δάση
για να κοπούν και να διαμορφωθούν
ο καθένας με το δικό του σχήμα:
κάποιοι χρησιμεύουν σαν τραπέζι,
άλλοι κάνουν πόλεμο, σαν ρόπαλα,
οι περισσότεροι μένουν κλειστοί, σαν πόρτες.
(Κάθε πράγμα έχει μέσα του
τον φόβο της φωτιάς).
Όμως είμαστε καπνός.
Ξαφνικά, είμασταν καπνός.
Να δώσεις νόημα την ζωή σου,
αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα.
(Καθώς τα φώτα χαμηλώνουν, δυναμώνει ο ήχος του ανέμου.)
ΑΥΛΑΙΑ