μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Το έργο ανέβηκε στον Βόλο, το 2004, σε σκηνοθεσία Γιάννη Φαρμακίδη.
Ζαν Μισέλ Ριμπ Jean-Michel Ribes
εσχάτη μάχη
ultime bataille
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Η μετάφραση έγινε από τογαλλικό πρωτότυπο όπωςυπάρχει στην έκδοση JEAN-MICHEL RIBES MONOLOGUES, BILOGUES, TRILOGUES του οίκου ACTES SUD/BABEL, Άρλ, 1977.
Ζαν Μισελ Ριμπ
Γαλλία 1946 -
Ζαν Μισέλ Ριμπ
εσχάτη μάχη
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Η μετάφραση έγινε από το γαλλικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση JEAN-MICHEL RIBES MONOLOGUES, BILOGUES, TRILOGUES του οίκου ACTES SUD/BABEL, Άρλ, 1977. Πρωτότυπος τίτλος: Ultime bataille.
Μιά μέρα του Σεπτεμβρίου. Προς το τέλος της. Μια νεαρή γυναίκα είναι καθισμένη. Ένα σάλι σκεπάζει την πλάτη της που το διορθώνει που και που για προστατευτεί από την ψύχρα του απογεύματος. Το πρόσωπό της ανεπαισθήτως σε έξαψη από την κουρασμένη αγανάκτηση ενός ατόμου που ακούει για εκατοστή φορά τα ίδια. Έπειτα από μερικές στιγμές, με την γλυκιά και αποφασιστική φωνή μιάς γυναίκας που θέλει να τελειώνει χωρίς φασαρίες, διακόπτει τον συνομιλητή της.
Η ΝΕΑΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ Γκυ... Γκυ... όχι Γκυ... Γκυ σε παρακαλώ... τώρα πρέπει να γυρίσω. Ναι. Όλες αυτές οι λέξεις, όλες αυτές οι φράσεις δεν έχουν πλέον κανένα νόημα... Όχι, δεν είμαι σκληρή, Γκυ, απλώς προσπαθώ... Πως; Να κάνω άλλη μια υποχώρηση; Αχ Γκυ, σε ικετεύω, μην είσαι τόσο καχύποπτος... Θεέ μου, γιατί είναι όλα τόσο μπερδεμένα!... Ας πούμε ότι δεν ήθελα να χαλάσουμε την ανάμνηση των ωραίων στιγμών που ζήσαμε μαζί μ’ έναν καυγά χωρίς διέξοδο... Ναι, Γκυ, εάν συνεχίσουμε έτσι, φοβάμαι ότι θα τα καταστρέψουμε όλα... ενώ αυτό που θέλω είναι να χωρίσουμε μ’ έναν τρόπο που να ταιριάζει με σένα, με μένα, με μας... Το αξίζεις, κι εγώ το ίδιο... Πως;... Δεν άκουσα;... Μα και βέβαια σ’ ακούω, Γκυ, αλλά όλο και περισσότερο σου κόβεται η ανάσα, μερικές φορές δεν μιλάς, μουγκρίζεις, ίσως να μην το καταλαβαίνεις πλέον, αλλά ξεφυσάς σαν βόδι και είναι δύσκολο να σε παρακολουθήσει κανείς... Όχι, Γκυ, δεν εκνευρίζομαι που ξεφυσάς σαν βόδι, ξέρω ότι περνάς μιά δοκιμασία, αλλά κατάλαβε πως και για μένα δεν είναι εύκολο να συζητάω πράγματα που δεν τα καταλάβεις σ’ αυτό το μπαλκόνι εδώ και τρεις ώρες!... Ναι, ξέρω ότι δεν βρισκόμαστε στην ίδια θέση, εγώ κάθομαι εδώ, και σύ είσαι κρεμασμένος με τα χέρια από το στηθαίο και τα πόδια να κρέμονται στο κενό... Πως; Έλεγα... Ναι, έλεγα, τα πόδα κρεμασμένα στο κενό... Είπα επί λέξηι «κρεμασμένος με τα χέρια από τα κάγκελα και τα πόδια να κρέμονται στο κενό»!! Όμως, Γκυ, ξέρεις πολύ καλά ότι σ’ ένα ζευγάρι, και πολύ περισσότερο όταν πρόκειται να χωρίσουν, είναι δύσκολο και οι δύο να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο... Το ξέρεις αυτό, Γκυ, δεν μπορείς να με κατηγορείς για μιά κατάσταση που είναι τόσο κοινή στους ανθρώπους... Γκυ, πίστεψε με, το μοναδικό μας ζήτημα είναι το θάρρος: εγώ επιστρέφω κι εσύ πηδάς... και τέρμα οι συζητήσεις... Είναι απλό, ξεκάθαρο, σαν εμάς... Ναι, ξέρω είναι οδυνηρό, αλλά δεν είναι καλύτερο ένας μεγάλος πόνος μιά φορά και μετά όλα να τελειώσουν, παρά να χωρίσουμε σιγά-σιγά και να σιγοκαιόμαστε; Κύττα σε ποιά κατάσταση βρίσκεσαι, Γκυ, έχεις μελανιάσει, ο λαιμός σου πρήστηκε, σου τρέχουν σάλια, τα χέρια σου έπιασαν πύον, μα την αλήθεια σου λέω δεν είσαι πλέον ο εαυτός σου, τα χέρια σου, κύττα τα χέρια σου... Πως; Δεν μπορείς να τα δεις; Καλά, εγώ πάντως τα βλέπω και μπορώ να σου πω ότι επειδή τα ζορίζεις να πιάνεσαι από το τσιμέντο, δεν είναι πια εκείνα τα όμορφα χέρια!... Γκυ, κάνει κρύο, ε δεν πλέον λογικό αυτό τώρα, θα πουντιάσουμε στο τέλος, Λοιπόν, ας σταθούμε στο ύψος μας: πήδα! Τι; Δεν έχω παρά να επιστρέψω; Αυτό είναι που έχεις να μου πεις, «Δεν έχω παρά να επιστρέψω;!!» Α, δεν σου λείπει το θράσος! Και συ, μετά, θα μείνεις όλη την ώρα εκεί! (Η νεαρή γυναίκα νευριάζει.) Θες να δουλεύω, να τρώω, να κοιμάμαι, να διαβάζω, χωρίς να σκέφτομαι συνέχεια «Μα υπάρχει και ο Γκυ που κρέμεται από το μπαλκόνι μου.» Αυτό θες να κάνω; Ν’ αφήσω να γαμηθεί η ζωή μου; (Η νεαρή γυναίκα αναπηδά.) Αχ, συγνώμη, το χέρι σου ήταν; Όχι, Γκυ, σε διαβεβαιώνω ότι εγώ δεν κάνω έτσι... είμαι εντελώς αντίθετη σε τέτοιες διαδικασίες... Να, επειδή μιλούσα, έπεφτε η νύχτα, σκοτείνιαζε και δεν είδα το χέρι σου... Που είσαι;... Α, το αριστερό είναι... Πως; Το αριστερό είναι αυτό που πιάνει ακόμη; Σίγουρα το δεξί πάτησα!... Θα σε βοηθήσω να ξαναβάλεις εκεί που ήτανε... ναι, κρατάω... δεν θέλω να νομίζεις ότι είμαι απολίτιστη... δώσ’ μου το... σιγά-σιγά... πρόσεχε... μου ξέφυγε... ναι ξέρω ότι αυτό δεν είναι εύκολο... κουνιέσαι πολύ πέρα-δώθε... Πως; Ναι, το βλέπω, είναι ο αέρας, τι να πω, σ’ οποιονδήποτε δωδέκατο όροφο έτσι θα ήταν... Ώπα! Ωραία, πιάσου τώρα από την άκρη του μπαλκονιού... Α, μη γίνεσαι απατεωνούλης, όχι από το φερ φορζέ, μόνο από το μπετόν, εκεί που το είχες και πιο πριν... έτσι, ναι... (Η νεαρή γυναίκα ξανακάθεται.) Βλέπεις, Γκυ, αυτό το γλίστρημα είχε και τα καλά του, έδειξε ότι είμαστε φίλοι, δεν υπάρχει τίποτα μικροπρεπές ανάμεσά μας και πιστεύω ότι αυτή είναι η καλύτερη στιγμή να πούμε ωρβουάρ... Ναι, Γκυ, ο καθένας τον δρόμο του, fair play, εγώ μπαίνω μέσα, εσύ πηδάς!... Όχι, να χαρείς, μην ξαναρχίζεις να επαναλαμβάνεις ότι εγώ σ’ αφήνω να πέσεις! Όχι, Γκυ, δεν σ’ αφήνω να πέσεις, απλά θέλω ο καθένας να τραβήξει τον δρόμο του, αυτό είναι όλο...! Όχι, δεν είναι το ίδιο, ξέρω, ξέρω Γκυ, αλλά σε ρωτάω. Ποιός κρεμάστηκε χθες τ’ απόγευμα από το μπαλκόνι μου και απειλούσε να πέσει; Το κάνεις για να με φοβίσεις; Ε, λοιπόν, αυτό μου άνοιξε τα μάτια και σ’ ευχαριστώ πολύ, Γκυ... Μια καρδιά από πέτρα! Πως μπορείς να το πεις αυτό, Γκυ, ο πόνος σε κάνει να μην ξέρεις τι λες... Αν είχα καρδιά από πέτρα, πιστεύεις ότι πριν τρία χρόνια, όταν προσγειώθηκες στο μπαλκόνι μου, χωρίς τίποτα, φορούσες μονάχα ένα παντελόνι κι ένα βρώμικο πουκάμισο, θα με συγκινούσες; Πιστεύεις ότι με καρδιά από πέτρα θα είχα υποκύψει στο προσωπάκι σου που ήταν τόσο κουρασμένο επειδή είχες κρεμαστεί δυό μέρες και δυό νύχτες από το παράθυρο της κοπέλας στο από πάνω διαμέρισμα; Αυτηνής της καρακάξας στο δέκατοτρίτο που σε είχε αφήσει επί ξύλου κρεμάμενο όταν ήθελες να την παντρευτείς;... Όχι, Γκυ, δεν έχω καρδιά από πέτρα, έχω μια καρδιά συνηθισμένη, αλλά μιά καρδιά που σήμερα είναι άδεια από σένα, δεν σ’ αγαπώ πιά, Γκυ... αυτό είναι όλο... Γκυ; Γκυ; Γκυ είσαι εκεί;... Πήδηξες; (Ξαφνικά αναστατωμένη.) Έχει γούστο... (Σκύβει από το μπαλκόνι.) Α, έπεσε στην αυλή της κυρίας ντε Βερλάν... Να την, φτάνει με τον υπηρέτη της, του προσφέρει σαμπάνια... τον βάζει μέσα!!! Τελικά τι σου είναι αυτοί οι άντρες, για τα ερωτικά τους ναυάγια καταφέρνουν πάντοτε να αποζημιώνονται με κοινωνική άνοδο.
Τέλος