Δείτε εδώ την παράσταση του έργου "Αγαπάς! Τι το παράξενο; " το οποίο έργο αντλεί την έμπνευσή του από αυτήν την φωτογραφία του φιλιού.
ἐρᾷς· τί τοῦτο θαῦμα;
Αγαπάς!
Τι το παράξενο;
Ευριπίδου Ιππόλυτος στίχος 439
μανία θεάτρου
κανένας, ούτε ακόμη η βροχή, δεν έχει τόσο μικρά χέρια
nobody, not even the rain, has such small hands
e e cummings
Γιάννη Φαρμακίδη
Αγαπάς! Τι το παράξενο;
ἐρᾷς· τί τοῦτο θαῦμα;
Ευριπίδου Ιππόλυτος στίχος 439
difficulté de la page blanche: souvent le blanc provoque une panique: comment le salir?
Roland Barthes
L’obvie e l’obtus Essais critiques III pages 153-154
δυσκολία της λευκής σελίδας: συχνά αυτό το λευκό προκαλεί πανικό: πώς να το λερώσεις;
Ρολάν Μπαρτ
Το προφανές και το αμβλύ Κριτικά δοκίμια ΙΙΙ σελίδες 153-154
Απορείς, απορείς γιατί έχω πετάξει το γυάλινο βάζο με το μέλι στο δάπεδο της κουζίνας; Αναρωτιέσαι, ε, γιατί θέλησα να γεμίσω όλον τον χώρο με αιχμηρά κομμάτια γυαλιού και μέλι ξανθωπό; Μα για να έρθεις σε ’μένα.
Τον Δεκέμβριο του 1998 μου είπες πόσο σού άρεζε η σαμπάνια. Πήγα κι αγόρασα ένα ακριβό μπουκάλι σαμπάνιας και το έβαλα στο ψυγείο περιμένοντας να έρθεις. Τώρα, Ιούνιο του 2000, έχω σπάσει το μπουκάλι στο δάπεδο της μεθυσμένης κουζίνας.
Querida, hermosura de mi vida, jamás podrás aprender la extensión de mi cariño para ti porque has impuesto en mí la ley del silencio. Eso es una tortura muy dolorosa que he aceptado sin quejar, aguantando todo para vivir a tu lado. Aunque esta relación no dure sino un poco, yo seré el hombre más feliz, habiendo recibido la benedición de tu cuerpo divino. 25.1.99
Αγαπημένη, ομορφιά της ζωής μου, ποτέ δεν θα μπορέσεις να μάθεις την έκταση της αγάπης μου για ’σένα επειδή μού έχεις επιβάλλει τον νόμο της σιωπής. Αυτό είναι βασανιστήριο πολύ επώδυνο που το έχω αποδεχτεί χωρίς γογγυσμό, υπομένοντας όλα ώστε να ζω πλάϊ σου. Ακόμη κι αν αυτή η σχέση διαρκέσει μόνον λίγο, θα είμαι ο πιό ευτυχισμένος άνθρωπος επειδή θα έχει δεχτεί την ευλογία του θεϊκού σου σώματος. 25 Ιανουαρίου 1999
Ένα αιμορραγικό τηλεφώνημα. Αυτός τηλεφωνεί απεγνωσμένα στον γιατρό, ενώ δίπλα του η γυναίκα χάνει αίμα. Πρέπει να γράφω για να μην πεθάνω. Πρέπει να τηλεφωνώ για να μην πεθάνω. Πρέπει να προσέξω την γυναίκα που χάνει αίμα, αλλοιώς θα πεθάνω. Πρέπει να επινοώ τρόπους για να παραμένω στη ζωή. Καμιά επίκληση δεν μπορεί να σε φέρει. Είσαι τόσο μακριά. Κι εγώ μένω εδώ ολομόναχος. Δεν μπορώ τίποτα να κάνω, επειδή η απουσία σου με παραλύει. Πρέπει να γράφω. Ξανά και ξανά τα ίδια. Για το πόσο δυστυχισμένος είμαι χωρίς εσένα. Το μόνο που μου απομένει είναι να σε επινοώ με την φαντασία μου.
Ο άντρας διαβάζει το απόσπασμα που αναφέρεται στο ημίγυμνο από το δοκίμιο «Le plaisir du texte» (Η ηδονή του κειμένου) του Roland Barthes. Σελίδα 19 της εκδόσεως Éditions du Seuil 1973
L’endroit le plus érotique d’un corps n’est-il pas là où le vêtement bâille? Dans la perversion (qui est le régime du plaisir textuel) il n’ y a pas de “zones érogènes” (expression au reste assez casse-pieds); c’est l’intermittence, comme l’a bien dit la psychanalyse, qui est érotique: celle de la peau qui scintille entre deux pièces (le pantalon et le tricot), entre deux bords (la chemise entrouverte, le gant et la manche); c’ est ce scintillement même qui séduit, ou encore: la mise en scène d’ une apparition-disparition.
«Το πιό ερωτικό μέρος ενός σώματος είναι εκεί όπου το ρούχο ανοίγει. Στην διαστροφή (η οποία είναι κανόνας στην ηδονή του κειμένου) δεν υπάρχουν «ερωτογενείς ζώνες» (έκφραση εξ άλλου πολυχρησιμοποιημένη). Όπως σωστά έχει πει η ψυχανάλυση αυτό που είναι ερωτικό είναι η παρεμβολή. Η παρεμβολή του δέρματος που σπινθηρίζει μεταξύ δύο ρούχων (του παντελονιού και της μπλούζας), μεταξύ δύο άκρων υφάσματος (το πουκάμισο που μισοανοίγει, το γάντι και το μανίκι). Είναι ο σπινθηρισμός που γοητεύει ή ακόμη η σκηνοθεσία μιάς εμφανίσεως-εξαφανίσεως.»
Οποιοσδήποτε νέος έρωτας θα είναι δίκοπο μαχαίρι. Θα μπορέσω να ξαναγαπήσω; Έχω ξεχάσει πως γίνεται αυτό. Πώς είναι ν’ αγκαλιάζεις ένα σώμα που σ’ αγαπάει; Πώς είναι να γίνεσαι αντικείμενο αγάπης; Θα σε σκέφτομαι πριν κοιμηθώ, όπως άλλοι προσεύχονται. Να είσαι η προσευχή μου θέλω.
Εναντίον κάθε μηδενικής πιθανότητος. Εναντίον κάθε λογικής αναλύσεως. Εναντίον κάθε προδιαγεγραμμένου αδιεξόδου. Εναντίον κάθε προφανούς αδυναμίας. Εναντίον όλων των αντιθέτων προβλέψεων. Εναντίον πάντων, σε θέλω. Θα σε σκέφτομαι πριν κοιμηθώ όπως άλλοι προσεύχονται. Είσαι την ίδια στιγμή η αποδέκτρια της προσευχής μου και το περιεχόμενό της.
Νέο, λευκό φύλλο χαρτιού, νέα βάσανα. Διότι το παρθένον της επιφανείας απαιτεί σκληρή, ιδιότροπη διακόρευση. Η αρχή, βεβαίως, είναι το ήμισυ του παντός, πλην όμως το έτερον ήμισυ φαντάζει απροσπέλαστον, το δε τέλος ανύπαρκτον. Τι δυστυχία, να ολοκληρώνεται η πρώτη σειρά και ευθύς το βλέμμα ν’ αποκαλύπτει την απέραντη έρημο, την αδιόδευτη, την αφιλόξενη, την απανδόχευτη, την άτρομη, την απειλητική που είναι το υπόλοιπο άγραφο μέρος της σελίδας. Μπροστά στο βέβαιο του αδιαπεράστου της ερήμου, ο έντρομος συγγραφέας επανατοποθετεί την γραφίδα στην θήκη της και σβύνει το φως για να μην τυφλωθεί από την χιονώδη λευκότητα.
Εκείνη, εκείνη η κοπέλα, χρειάζεται να παίξει σε μιά σκηνή κάποιου θεατρικού έργου όπου η ηρωΐδα αυτοκτονεί καταπίνοντας χλωρίνη. Για να δοθεί περισσότερη φυσικότητα ο σκηνοθέτης παίρνει ένα μπουκάλι χλωρίνης, αδειάζει το περιεχόμενο, το ξεπλένει και το γεμίζει νερό. Η μυρουδιά της χλωρίνης δεν έχει φύγει εντελώς απ’ το μπουκάλι, αλλά η ηθοποιός κάνει θυσία για την τέχνη. Για να γίνει ακόμη μεγαλύτερη η συγκίνηση των θεατών, αλλά και της ηθοποιού, ο σκηνοθέτης κανονίζει ώστε ένας υπάλληλος του θεάτρου να χύσει μέσα στην αίθουσα χλωρίνη, την στιγμή της πόσης του δηλητηριώδους υγρού από την ηρωΐδα, ώστε η οσμή της χλωρίνης να πλημμυρίσει την αίθουσα. Στην πρώτη δοκιμή σε ρυθμό παραστάσεως, πίνοντας η ηθοποιός για πρώτη φορά απ’ το μπουκάλι και τυλιγμένη στους ατμούς της χλωρίνης που χύνει ο υπάλληλος, θυμάται η ηθοποιός τον μικρό της αδελφό όταν εκείνος εκσπερματώνει και το λευκό, παχύρρευστο υγρό που βγαίνει από το σώμα του μυρίζει απαράλλαχτα σχεδόν με χλωρίνη.
Κάθομαι σ’ ένα καφενείο, έξω στο πεζοδρόμιο, απέναντι από το Δημαρχείο του Παρισιού. Φθινόπωρο. Μπροστά μου περνά κόσμος πολύς που μού είναι αδιάφορος. Μέχρι που εμφανίζονται εκείνοι οι δύο. Η κοπέλα φορά μακριά, γκρι φούστα, λίγο πιό πάνω απ’ τους αστραγάλους, τέτοια είναι η μόδα φέτος, ζούμε στο 1950. Φορά επίσης άσπρο πουκάμισο με κοφτό γιακά και ζακέτα μαύρη, ξεκούμπωτη. Ο νεαρός σκούρο κοστούμι, άσπρο πουκάμισο ανοικτό μπροστά στο λαιμό και γύρω-γύρω καρώ κασκόλ, μέσα απ’ τον γιακά του σακακιού. Καθώς βαδίζουν αυτός με το δεξί του χέρι κρατά αγκαλιά την κοπέλα, το χέρι του πάνω από τον ώμο της. Φτάνοντας μπροστά μου, αυτός γυρνά και την φιλά στο στόμα. Πίσω μου ακριβώς βρίσκεται ένας φωτογράφος και αποθανατίζει την σκηνή. Στην φωτογραφία που αργότερα παρουσίασε σε μιάν έκθεση εμφανίζομαι κι εγώ στο κάτω αριστερό μέρος της φωτογραφίας, με την πλάτη γυρισμένη στον φακό. Ο φωτογράφος λέγονταν Robert Doisneau.
Μόνος, όρθιος τοίχος μένει εκείνος της βεβαιότητος ότι σ’ αγαπώ, όσο δυνατή κι αν είναι η άρνηση σου να δεχτείς τα φρικτά δώρα του έρωτά μου.
Μέσα στα συντρίμμια του αυτοκινήτου, πάνω σε κρεβάτια νοσοκομείων, περιφέρω το πάθος μου για ’σένα αναλλοίωτο, για ’σένα που υποδύεσαι την ιέρεια αυτής της ανθρωποθυσίας.
Η μυρουδιά του αντισηπτικού, οι πλαστικοί σωλήνες, οι οθόνες των μηχανημάτων απεικάζουν το άρωμα σου, τα κοσμήματά σου, τα μάτια σου. Τα σύνεργα των γιατρών εισχωρούν μέσα στο σώμα σου όπως κάποτε η γλώσσα σου μέσα στο δικό μου σώμα.
Η ψυχή πλέει αυτόν τον καιρό σε μιάν ήσυχη, άχρωμη θάλασσα. Ναι, άχρωμη, στο ημερολόγιο του καταστρώματος δεν καταγράφεται το παραμικρό συμβάν. Παρακολουθώ διαρκώς την πυξίδα, παίρνω κάθε τόσο προσεκτικές μετρήσεις της θέσεώς μου και φροντίζω να διαγράφω διαρκώς κύκλους, επιστρέφοντας πάντοτε στο ίδιο σημείο, χρόνια ολόκληρα, έχω πιά ένα μικρό δικαίωμα επαναλήψεως της ακυμάντου διαδρομής, καλά, καλά, θα σού κάνω το θέλημά σου αργότερα, να ξαναβγώ στις τρικυμίες, να με βασανίσεις για τα κρίματά μου.
Απ’ το μυαλό μου περνούν, εξ αιτίας σου, εκατομμύρια πουλιά ανά δευτερόλεπτο. Το σώμα μου ακίνητο, παράλυτο, νεκρωμένο. Μόνον η σκέψη προσπαθεί απεγνωσμένα να καταγράψει τα πουλιά που μού στέλνεις. Κι όσο κι αν σού φαίνεται περίεργο, σχεδόν τα καταφέρνω.
Οι καταστάσεις απογραφής των πουλιών διαρκώς αλλάζουν όψη με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σαν τις εικόνες του κινηματογράφου, οι στήλες των αρνητικών καταχωρήσεων αντιμάχονται εκείνες των θετικών καταχωρήσεων. Το πνευματικό ισοζύγιο της αγάπης μας, το οποίο θα προκύψει κάποια στιγμή, θα δείξει πόσο καλοί υπήρξαμε, εσύ κι εγώ, στο δούναι και λαβείν.
Εδώ να σταματήσω; Όχι εδώ, πιό πέρα. Αργότερα η ανάπαυση. Μα δεν είμαι κουρασμένος. Η εργασία είναι επίπονη, αλλά δεν είμαι κουρασμένος. Κάθε λεπτομέρεια με μεγάλη προσοχή. Και αφοσίωση. Και αγάπη. Και λατρεία. Και πάθος. Πόσες ώρες τώρα; Πολλές, παρά πολλές. Μέρες; Ίσως και μέρες.
Προχωρώ. Διοδεύω για την ακρίβεια. Παντού γύμνια. Δύσκολος ο προσανατολισμός. Ασέληνη, άστερη νύχτα. Ψηλαφίζω κάτι. Ανθρώπινο κατασκεύασμα. Ανάμεσα στο μεγάλο δάκτυλο και το διπλανό περνά το λουρί που ενώνει το πέδιλο με το πόδι σου. Στο μεσαίο δάκτυλο σου ο χρυσός κρίκος. Γυαλίζει το δέρμα σου. Υγρά ίχνη. Η γλώσσα μου, ανεβαίνοντας, σαλιγκάρι, η γλώσσα μου μπροστά στο μείγμα των χειλιών σου με το τιτάνιο, η γλώσσα μου διαπερνά αυτό το μίγμα σάρκας και τιτανίου για να φτάσει την επόμενη ανάμειξη, της γλώσσας σου με τον λευκόχρυσο, και πονάς, πονάς όταν δαγκώνω τις ρίζες αυτών των μεταλλικών φυτών.
Εκείνες οι ασταμάτητες, ατελείωτες διαδρομές μεταξύ Δελφών και Γαλαξιδίου, μέσα στο λιοπύρι. Και να μην υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος να μιλήσω και η σιωπή να κατακάθεται μέσα μου σαν μόλυνση. Να τρελαίνομαι, να θέλω να φιάξω, εκεί, μπροστά μου με ο,τιδήποτε υλικό, έναν άνθρωπο, για να μιλήσω. Πώς έγινε και ξέπεσα τόσο πολύ; Πώς; Γιατί το μόνο που πόθησα στη ζωή να μην το έχω και που δεν είναι τόσο δύσκολο, όπως ας πούμε τα χρήματα;
Αρχινά μετά το μεσημέρι, τις πρώτες ώρες του απογεύματος. Η μόλυνση. Η ορμόνη της απελπισίας. Ξεπηδά από την υπόφυση και διαχέεται σ’ όλο μου του σώμα. Άλλοτε ήταν απλό να την σταματήσω. Αρκούσε να μιλήσω με κάποιον. Σαν ο ήχος της φωνής να ανατάραζε την ακινησία της ψυχής που επέβαλε το δηλητήριο. Τώρα ούτε αυτό είναι αρκετό. Τώρα μόνον ο έρωτας, ο χωρίς όρους έρωτας, μπορεί να με ιάσει.
Είναι ο έρωτας. Οριστικά κι αμετάκλητα. Παρ’ όλο που δεν θέλω να το σκέφτομαι. Είναι απραγματοποιήσιμος αυτός ο έρωτας. Τέτοιες στιγμές το μέλλον γίνεται πιό αβέβαιο. Όλα εξαρτώνται από ελάχιστες λεπτομέρειες. Σε θέλω. Εγώ μόνον αυτό ξέρω, μόνον αυτό λέω. Σε θέλω να ξεφύγω απ’ αυτήν την άσχημη κατάσταση. Σε θέλω για να με σώσεις. Διότι το βλέπω ότι ολοένα οι αντιστάσεις μου λιγοστεύουν. Υποψιάζομαι πως είναι θέμα βιοχημείας, ορμονών. Κάτι παράγεται στην υπόφυσή μου και μού δηλητηριάζει όλο μου το σώμα και την ψυχή. Αρκεί να ερωτευτώ και θα σταματήσει αυτή η έκκριση. Γι’ αυτό σε θέλω. Ξέρω, ξέρω ότι δεν θα ζητήσεις ανταλλάγματα, θα δοθείς ως δώρον. Αλλά εγώ θα σού χαρίσω τα πάντα.
Δεν έχω όρεξη να γράψω για ο,τιδήποτε άλλο, παρά μόνον για ’σένα. Ξαναβρίσκω λόγον υπάρξεως, έστω κι αν αυτός ο έρωτας είναι μόνον πλάσμα της φαντασίας μου. Πόσο ανάγκη σ’ έχω! Και μόνο που υπάρχεις και μόνον που ξέρω ότι θα σε συναντήσω στο εργαστήριο της γλυπτικής του ΙΕΚ Δήμου Βόλου, ότι θα σού στείλω χαιρετισμούς με την Μαρία που ποζάρει εκεί ως μοντέλο σου, και μόνο που σ’ έχω δει κι έχω την εικόνα σου μέσα στο μυαλό μου, αισθάνομαι ευτυχισμένος. Ως τώρα ο έρωτας για ’μένα ήταν μόνον συναίσθημα, τον ονειρευόμουνα, τον λαχταρούσα, τον φανταζόμουνα, αλλά το πρόσωπό του παρέμενε στη σκιά. Τώρα, τώρα που σ’ έχω συναντήσει, ξέρω τι πρόσωπο έχει, ο έρωτας, το δικό σου, εσύ είσαι ο έρωτας, ακόμη κι αν αποδειχτεί, εκ των υστέρων, ότι όλα αυτά που λέω δεν τα πιστεύω, ότι λέω ψέμματα στον εαυτό μου, ακόμη και τότε θα εξακολουθήσει να είναι όμορφος, αυτός ο έρωτας, (λες και υπάρχει άσχημος έρωτας), τι όμορφο είναι να είσαι ερωτευμένος, να γράφεις ασταμάτητα, όπως κάνω εγώ τώρα, ο γραφικός χαρακτήρας να μαρτυρά γραφή που ρέει, όπως λένε οι γραφολόγοι. Είχα καιρό, χρόνια, να αισθανθώ τέτοια άνεση στο γράψιμο, να είναι η σκέψη μου χειμαρρώδης. Θα τον φυλάξω αυτόν τον έρωτα, τον πολυτιμότατο, με νύχια και με δόντια. Αυτός ο έρωτας είναι δικό μου δημιούργημα και θα τον κρατήσω ζωντανό κάνοντας ο,τιδήποτε χρειαστεί. Επί τέλους έχω έναν έρωτα. Γράφω και ξαναγράφω αυτή τη λέξη, «έρωτας», και δεν το πιστεύω ότι μπορώ να την χρησιμοποιήσω ξανά. Σχεδόν ντρεπόμουνα να την πω πιό πριν.
Τώρα έχω διάθεση να γράψω.
Σκηνή φαγητού.
Οι άλλες κοπέλες γύμνωσαν την Πρώτη Κοπέλα και την οδήγησαν στον λουτρό. Εκεί προσεκτικά τήν έπλυναν και τήν έλουσαν. Έπειτα τήν σκούπισαν και τύλιξαν τα μαλλιά της με μιά πετσέτα. Γυμνή, μόνον με την πετσέτα στα μαλλιά, η Πρώτη Κοπέλα γονάτισε στο βρεγμένο δάπεδο του λουτρού για να μαστιγωθεί. Δεν έδειξε τον παραμικρό δισταγμό.
Άλλη σκηνή φαγητού.
Τα χέρια της υψωμένα, τεντωμένα, κολλημένα στο κεφάλι, οι καρποί ενωμένοι με σχοινί. Κρεμασμένη από ένα τσιγκέλι μέσα στο κρεοπωλείο, γυμνή, αιωρούμενη, δίπλα σε σφαγμένα αρνιά, γυμνά, κρεμασμένα, αιωρούμενα. Ποιό ήταν το αμάρτημά της που την οδήγησε εκεί; Κανένα. Αντίθετα η αγάπη της προς τον πλησίον, πιο συγκεκριμένα η λατρεία της για εκείνον, ήταν που την οδήγησε να δεχτεί την πραγματοποίηση των επιθυμιών του. Αλλά και αυτός την είχε ως θεά του και τώρα, τώρα, αυτός γονατίζει εμπρός της και τής φιλά τα γυμνά της πόδια που ταλαντεύονται λίγα εκατοστά πάνω από το δάπεδο, το δάπεδο το γεμάτο αίματα.