η κραταιά Ρωμανία, ακριβώς πριν από τον σφετερισμό της πορφύρας από τον δημαγωγό Φωκά (602-10),
και η παράθεσή της ως προς την Οικουμένη
Περίπου σε αυτήν την εποχή ανάγεται η σύλληψη και χρήση της αριθμητικής έννοιας «μηδέν», στην [όχι και τόσο μακρινή] Ινδία. Όμως, τώρα εντείνεται και η πολιτική αστάθεια στα κράτη της Ινδικής Χερσονήσου. Έτσι σημειώνεται έξοδος Ινδών εμιγκρέδων σε γειτονικές χώρες (μαχαραγιάδες, ινδουιστές ή βουδιστές άρχοντες, με ολόκληρες τις αυλές τους!), χώρες που αρχίζουν έτσι ν'ακτινοβολούν, επηρεαζόμενες από τον γοητευτικό Ινδικό Πολιτισμό:
ο ελαφαντόμορφος θεός Γκανές, από την Καμπούγια των Χμερ
i. Χρυσή Χερσόνησος (κατοπινή Ινδοκίνα): όπου ως Καμπούγια (Καμπότζη, εκ του «Καμπόγια» <-- αρχικά θρυλικό βασίλειο στη δυτική μεθόριο των Ινδιών (Αριάνα), που αναφέρεται στο έπος Μαχαμπχαράτα!), ευημερεί η καλόγουστη Αυτοκρατορία των Χμερ, που βρίσκονται στην εποχή Χενλα, ύστερα από την προσάρτηση της Φουνάν στο Νότο (αυτό το Φουνάν επίσης υπήρξε γόνιμο πεδίο ινδικής ακτινοβολίας, με δυναστεία Βραχμάνων πριγκίπων, επί Αυστρονήσιων και Χμερ υπηκόων), από το βόρειο βασίλειο Χένλα, το 612. Η Ναυσιπλοΐα αναπτύσσεται τόσο, που εικάζεται ότι Χμερ & Αυστρονήσιοι θαλασσοπόροι έρχονται σε επαφή με τους Κλασικούς Μάγιας, στην πολιτισμική περιοχή της Κεντρικής Αμερικής (Μεσοαμερική / Mesoamerica).
ii. αρχιπέλαγος Μαλάυ: όπου ιδρύονται αυστρονησιακά θαλασσοκρατικά βασίλεια με έντονη την ινδική επιρροή, όπως το Μελαγιου και η Σριβιτζάγια
iii. Ταρίμ (Τακλαμακάν ή Σηρινδία, πέραν από τα όρη Ιμαούς/Παμίρ), όπου διαβιεί αμάλγαμα Τοχαρων, Ελληνο-Σογδιο-Βάκτριων, Κυμτσάκ/πρωτο-Κουμάνων και Σήρων/Κινέζων, και η
iv. Κίνα των δυναστειών Σούι & Ταγκ (618-907 μ.Χ): όπου διαδίδεται ο Βουδισμός του Μεγάλου Άρματος (= Μάχα Γιάνα).
μιαν μποδισάτβα, δημοφιλής στην Άπω Ανατολή
Αντιθέτως με την συνετή οικονομική πολιτική του Ιλλυριού ιμπεράτορα Αναστασίου έναν αιώνα νωρίτερα, ο Καππαδόκας ιμπεράτωρ Μαυρίκιος προσπάθησε μάταια να διορθώσει την άσχημη κατάσταση που βρήκε στ' αυτοκρατορικά ταμεία, διαρκώς αυξάνοντας τους φόρους, και περικόπτοντας δαπάνες. Έτσι, ναι μεν διασφαλίζεται η ακεραιότητα της Ρωμανίας, αλλά εις βάρος της ευημερίας των Ρωμαίων. Αρχικά, η λαϊκή δυσαρέσκεια διοχετεύεται στον Ιππόδρομο, όπως και στις φτωχογειτονιές, και τους δρόμους της Σταμπόλης, ιδίως με την προτροπή του Δήμου των Πρασίνων, ο οποίος και επωφελείται από την απώλεια της κοινωνικής συνοχής (601-2). Τότε είναι που κυκλοφορεί και το κάτωθι σκωπτικό κείμενο που εκφράζει το μένος που αναπτύσσει ο νεόπτωχος λαός εναντίον του πολύτεκνου αυτοκρατορικού ζεύγους (με τα εξής παιδιά: Θεοδόσιος, Τιβέριος, Πέτρος, Παύλος, Ιουστίνος, Ιουστινιανός, Αναστασία, Θεοκτίστη, Κλεοπάτρα, Μαρία):
"Εὑρῆκε την δαµαλίδα ἁπαλήν κα τρυφεράν,
και ὡς το καινόν ἀλεκτόριν οὕτως αὐτήν πεπήδηκεν.
Και ἐποίησε παιδία ὡς τα ξεκούκουδα.
Και οὐδείς τολµᾶ λαλῆσαι: ἀλλ΄ὅλους ἐφιµωσεν.
Ἅγιε µου, ἅγιε, φοβερέ και δυνατέ,
δος αὐτῷ κατά κρανίου, ἵνα µην ὑπεραίρηται:
κἀγώ σοι τον βοῦν τον µέγαν προσαγάγω εἰς εὐχήν.
=
Βρήκε την αγελάδα του απαλή και τρυφερή,
και την πήδαγε σαν πετεινάρι,
κι έκανε παιδιά "τούβλα",
και κανείς δεν τολμά να μιλήσει: αφού όλους τους έχει φιμώσει.
Άγιέ μου, άγιέ μου, φοβερέ και δυνατέ,
δως του μια κατακέφαλα, να μην περηφανεύεται:
κι εγώ θα σου φέρω το μεγάλο βόδι για ευχαριστώ."
Ο ιμπεράτωρ Μαυρίκιος επιβιώνει τότε των αντιδράσεων, αλλά δεν συνετίζεται. Μιμούμενος αντίστοιχες βάναυσες τακτικές του Ιουστινιανού (εκτελεσθείσες τότε από απάνθρωπα κτήνη όπως ο Ιωάννης Καππαδόκης ή Ασιακός), ο Μαυρίκιος διατάσσει π.χ. τον βίαιο εκχριστιανισμό της μεθοριακής πόλεως, Κάρρες (μτγ Χαρράν). Ανάμεσα σε δεκάδες "εθνικούς" μάρτυρες, σταυρώνεται και ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης, Ακίνδυνος, κατόπιν κατάδοσής του από συνεργάτες του, κακεντρεχείς ρουφιάνους (601).
Ο Μαυρίκιος συνεχίζει ανελλιπώς να προκαλεί το λαϊκό αίσθημα, όπως όταν αρνείται να καταβάλλει λύτρα στους Αβάρους (σύντηξη των παρηκμασμένων πρωτο-Μογγόλων Ρουράν, με Χιονίτες, αμάλγαμα γενισεανό-αλταϊκών ουννικών φυλών με ιρανικά έθνη), για την ελευθέρωση αιχμαλώτων πολέμου, και παρά τις συνεχείς "εκπτώσεις" που προσφέρονται στο αιτούμενο τίμημα. Τελικά, ο χάγανος των Αβάρων εξοργίζεται με την αδιαλλαξία του αυτοκράτορα, οπότε απλώς εκτελεί τους Ρωμαίους αιχμαλώτους.
Άβαροι καβαλάρηδες, οι πρώτοι πολεμιστές στην Ευρώπη με αναβολέα στον ιππικό εξοπλισμό τους (6ος-9ος αι)
Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος συνεχίζει βλακωδώς και την πολιτική εξαντλητικής Λιτότητας, παραδείγματος χάριν διατάζοντας την στρατιά που επιχειρεί με επιτυχία εναντίον των Αβάρων, πέραν από τον π. Δούναβη, να διαχειμάσει επί τόπου και να επιβιώσει βασιζόμενος στους πόρους του αντιπάλου. Έτσι τον Νοέμβριο του 602, το στράτευμα στασιάζει και βαδίζει εναντίον της Βασιλεύουσας, έχοντας βρει ηγέτη στο πρόσωπο ενός λαλίστατου υπαξιωματικού, του Φωκά. Ο ευπατρίδης αυτοκράτορας επιχειρεί να επιστρατεύσει τους δήμους για ν'αμυνθούν στα τείχη, αλλά οι Πράσινοι και Βένετοι δεν υπακούουν ολοκληρωτικά, πέραν του ότι είναι και ολιγάριθμοι για ν'αντιμετωπίσουν το τακτικό φωσσάτο από τα σύνορα (1200 και 900 αντίστοιχα). Στην πορεία στασιάζουν και αυτοί, βγαίνουν από την Κωνσταντινούπολη για να προϋπαντήσουν τους κινηματίες στρατιώτες. Ενώ η συναδέλφωση λαού και στρατού παίρνει πανηγυρικό χαρακτήρα στα εκ των τειχών προάστια. Οπότε ο Μαυρίκιος δραπετεύει κρυφά, μα συλλαμβάνεται με τους γιους του κι εκτελούνται όλοι με συνοπτικές διαδικασίες. Το καθεστώς Φωκά φέρνει ρήξη στην θεσμική συνέχεια της Ρώμης, προβαίνοντας σε διώξεις και βασιλεία τρόμου.
τα κεφάλια του Μαυρικίου και των γιων του, σε κοινή θέα, με την ανάληψη της εξουσίας από τον Φλάβιο Φωκά
Ο υπαξιωματικός «ενδύεται την πορφύρα», όμως με τη θεσμική κατάρρευση της Ρωμανίας, εντείνεται η ροπή προς το χάος, κυρίως λόγω των συστημικών ελαττωμάτων της Αυτοκρατορίας. Οι λαοί τείνουν προς την αποκτήνωση, με εξεγέρσεις όχλου (riots), και αλληλοσφαγές σε Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Ιλλυρία, Παλαιστίνη, και Κιλικία. Τ'ολέθριο πραξικόπημα του Φωκά που ξεκινάει με την εκτέλεση της αυτοκρατορικής οικογένειας του Μαυρικίου & της Κωνσταντίνας, συνεχίζει με κράτος βίας εις βάρος της δημοσίου διοικήσεως, όσο και εις βάρος μεμονωμένων πολιτών, και καταλήγει και στην οριστική κατάρρευση της άμυνας του Ιλλυρικού. Οπότε, οι Αβαροσλάβοι προωθούνται σε ολόκληρη την Ιλλυρική Χερσόνησο, επιδράμοντας μέχρι και στην μακρινή Κρήτη το 623 μ.Χ.
Άβαροι ιππείς με Σλαύο πεζό
η Αβαρική Αυτοκρατορία επί της μεθορίου της Ρωμανίας και της Φραγκίας γύρω στο 626, και οι μετακινήσεις πρωτο-βουλγαρικών ομάδων μέχρι το 679
Από τις κοινότητες Σλάβων, τις σκλαβηνίες, που θα δημιουργηθούν στην Ελλάδα, οι σημαντικότερες είναι:
i. οι Βαϊουνίτες (εκ των οποίων και η ονομασία της πόλης Ιωάννινα - Γιάννινα - Γιάννενα. Βοϊουανίτες/Βαγενίτες, εξού και "Βαγενετία", το μσν όνομα της ευρύτερης Θεσπρωτίας!),
ii. οι Ζαγορίτες στην Πίνδο (εξού και τα κατοπινά Ζαγοροχώρια),
iii. οι Δρουγουβίτες στην κεντρική Μακεδονία,
v. οι Σαγουδάτες (Σαγουδάτοι, που ζουν νοτιότερα, εκτεινόμενοι από τα πέριξ της Σαλονίκης μέχρι την Θεσσαλία, με την περιοχή τους να ονομάζεται Σαγουδανεία),
vi. οι Μπεργίτες (Μπερζσατοι) στην περιοχή των πόλεων Αχρίδα (Οχρίντ), Βουτέλιον (Μπιτόλα) και Στόβοι (πλησίον του Βέλες),
vii. οι Ρήγχινες (Ρύγχινοι), αλλά και Βλαχορύγχινοι ανάμεσα σε Χαλκιδική και π. Στρυμόνα,
viii. οι Στρυμωνίτες ανατολικότερα,
ix. με τους Σμολεάνες στ’ανατολικά του π. Νέστου, και
x. oι Μηλιγγοί (ο δρούγγος ή ζυγός των Μηλιγγών ή Μελιγών, οι κατοπινοί Ζυγιώτες της Μάνης),
xi. με τους Εζερίτες (εζερο <-- οζερο = λίμνη) στην Πελοπόννησο.
iv. οι Βελεγισίτες (Βελεγισιτοι) που ζούσαν βορειότερα,
Εμφανίζονται και οι Βλάχοι, δηλαδή οι ομάδες λατινοφώνων προσφύγων της Ιλλυρικής Χερσονήσου (σημ. Βαλκάνια). Τον ίδιο καιρό, και για τον ίδιο λόγο, Έλληνες πρόσφυγες καταφεύγουν στη Σικελία, την Μικρασία και τα Κλίματα (Κριμέα). Επίσης, απόγονοι των Ιλλυριών περιορίζονται στα νησιά του δαλματικού αρχιπελάγους (όπου τελικά θ’αφομοιωθούν από λατινόφωνους και σλαβόφωνους λαούς), και στην Αλβανία. Ιλλυρόφωνες ομάδες Ρωμαίων προσφύγων κινούνται με γενική κατεύθυνση, την αποφυγή των Αβαροσλάβων, αλλά γενικά οι Ιλλυριοί έμειναν επί τόπου στις πατρίδες τους, όπου κατά περίπτωση εκσλαβίσθηκαν, εκλατινίστηκαν, ή -απλά- εξολοθρεύτηκαν. Οι λίγοι που έφτασαν μέχρι την Ελληνική Ιλλυρίδα (Illyris Graeca ή Epirvs Nova, περίπου η σημ. Αλβανία), ενώθηκαν με τους γηγενείς, διαμορφώνοντας τους Αρμπερίτες. Διάφοροι γλωσσολόγοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν το ισόγλωσσον της Αλβανικής Ομογλωσσίας και της Βλάχικης Ομογλωσσίας, αναζητώντας κοιτίδα πρωτο-Αρμπεριτών βορειοανατολικότερα του Κοσόβου. Εν τούτοις, αυτό στερείται νοήματος, όντας εκεί δίπλα η κατεξοχήν κοιτίδα των Βλάχων, η Ανω Μοισία (Moesia Svperior), όπου η συρροή και συνύπαρξη ποικίλων εθνών γέννησε την βαλκανική διάλεκτο της λατινικής, που θα εξελιχτεί τον Μεσαίωνα στην “οικογένεια” των βλαχικών γλωσσών!
Οι θρησκευτικές αντιπαραθέσεις συνεχίζονται δριμύτερες στην Ανατολή, αν και ο μουλωχτός πάπας Ρώμης, και συγκεκριμένα ο «πολύς» [Άγιος] Γρηγόριος ο Μέγας (590-604), σπεύδει ν'αναγνωρίσει την αυθεντία του ιμπεράτορος Φωκά. Ο μαρσιανός (εκ του Marsi = "Αρειανοί" ως εξώνυμο, λατινική φυλή) πάπας Ρώμης Βονιφάτιος Δ' (608-15) εγκαινιάζει εκκλησία της Αγίας Μαρίας των Μαρτύρων, που στεγάζεται στο ανακαινισμένο Πάνθεον, διαχρονικό κτίριο-κόσμημα της Ρώμης! Ως αφιερωματικό λείψανο, χρησιμοποιείται εικόνα της Παναγίας Μαρίας, της Βρεφοκρατούσας, από την Ανατολή.
"Πάλιν τον καύκον έπιες,
πάλιν τον νουν απωλέσας."
εκστομίζουν οι αγανακτισμένοι Πράσινοι στον Ιππόδρομο το 609, για τον φιλοπότη ιμπεράτορα Φωκά:
Έχει αποδειχτεί ανάξιος των περιστάσεων, λίγος...
η επέκταση και η επιρροή της Περσίας κατά την διάρκεια της βασιλείας
του Χοσρόη Β' (591-628), ύστερα από την πτώση του Μαυρικίου το 602
σχέδια της Μαλακοπέας,
υπόγειας πόλης στην Καππαδοκία
Ενώ οι ανατολικές επαρχίες δεινοπαθούν από τις εισβολές των Σασσανιδών Περσών, ανανεώνονται και επεκτείνονται οι υπόγειες εγκαταστάσεις σε πόλεις της Καππαδοκίας, όπως η Αβανός, η Ζίλη (Οζλουτσε), η Μαλακοπέα (Ντερινκουγιού), η Ματαζα (Μαζι), η Μοκισσός, το Καϊμακλί, το Οζκονάκ, το Τατλαριν.
Λίαν συντόμως η ρωμαϊκή οικονομία καταρρέει. Εν μέσω λαϊκής οργής, και ενώ περσικές στρατιές εισβάλλουν επίμονα στην Ρωμανία, ο σφετεριστής ιμπεράτωρ Φωκάς (602-10) ανατρέπεται, και στην πορφύρα επιβάλλεται ο Ηράκλειος (610-41), που θα εδραιώσει νέα δυναστεία, Καππαδοκική, μέσω των φουσάτων του πατέρα του, του εξάρχου της Αφρικής ή Καρχηδώνος, Ηρακλείου.
Ο οικουμενικός πατριάρχης Σέργιος προσπαθεί να συμβιβάσει τις εκκλησιαστικές αποκλίσεις, εφευρίσκοντας το Μονοθελητιστικό Δόγμα για να συμβιβάσει τις αντιμάχουσες Εκκλησίες: i. Καθολική (Ρωμαθοκαθολικοί και Ανατολικοί Ορθόδοξοι), ii. Νεστοριανική (Εκκλησία της Ανατολής), iii. Μονοφυσιτική & Μιαφυσιτική. Το Μονοθελητιστικό Δόγμα ακολουθούν μέχρι σήμερα οι Μαρωνίτες του Λιβάνου, της Συρίας και της Κύπρου. Εν τω μεταξύ όμως, οι Πέρσες κατακτούν ολόκληρη την ευημερούσα Ανατολή (Oriens, η ευρύτερη Συρία), την Αίγυπτο και μεγάλα τμήματα της Μικράς Ασίας, βεβηλώνοντας παράλληλα τους Αγίους Τόπους της Χριστιανοσύνης, αποσπώντας έτσι πλείστα ιερά κειμήλια, με κυριώτερο τον Τίμιο Σταυρό, που είχε παρουσιάσει τον 4ο αι η βασιλομήτωρ Ελένα η Αγία.
χρυσά Νομίσματα (264 Cόλδια), που αποθησαυρίστηκαν στην Ιερουσαλήμ, λόγω των περσικών επιδρομών
πολύτιμα σκεύη, που αποθησαυρίστηκαν στη Συρία,
λόγω των περσικών επιδρομών
ξίφος φτιαγμένο από τοπικό (στα βόρεια του Εύξεινου Πόντου) ρωμέικο εργαστήρι
για τον Χριστιανό αρχηγό των πρωτο- Βούλγαρων, Χούβρατο, ή Κούβρατο (Κουμπρατ, 632-65),
ο οποίος τσακίζει τους Αβάρους, αποσπώντας τους την περιοχή της Σαρματίας
(η σημ. Ουκρανία, η Ανατολική Ευρώπη, γενικότερα), όπου και δημιουργεί τη Μεγάλη Βουλγαρία.
Όπως και ένας από τους γιους του, ο Ασπαρίχ (688-700) λίγο αργότερα,
ο Κούβρατ έχει ζήσει στην Κ/πολη, όπου κι έχει χριστεί και πατρίκιος.
από τη Σύντομον Ιστορία
του οικουμενικού πατριάρχου Νικηφόρου
Συνάπτονται συμμαχίες με ογουρικά τουρκικά έθνη, όπως οι πρωτο- Βούλγαροι και οι Χάζαροι, για την αντιμετώπιση των Αβάρων και των Περσών, που από κοινού πολιορκούν την Κ/πολη, το 626. Οι Ρωμαίοι καλοπιάνουν ιδαιτέρως τα αλταϊκά έθνη των Ονογούρων και των Κατριγούρων, δηλαδή τις συνιστώσες φυλές των πρωτο- Βούλγαρων, τους οποίους χρησιμοποιούν εναντίον των υπολοίπων εχθρών τους.
Υπό την καθοδήγηση του μαγίστρου Βώνου (<--Bonvs) και του οικ. πατριάρχου Σεργίου, που ευαισθητοποιούν το λαϊκό αίσθημα, εμπεδώνοντας τη Θεοτόκο Μαρία ως προστάτιδα της Σταμπόλης, οι πολιορκημένοι Ρωμιοί καταφέρνουν ν’απωθήσουν τους βαρβάρους από την περιοχή της Βασιλευούσης Πόλεως.
Τῇ ὑπερµάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια
ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια
ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε
ἀλλ΄ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσµάχητον
ἐκ παντοίων µε κινδύνων ἐλευθέρωσον
ἵνα κράζω σοι· «χαῖρε Νύµφη ἀνύµφευτε».
Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέµφθη
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ «χαῖρε»
καὶ σὺν τῇ ἀσωµάτῳ φωνῇ
σωµατούµενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο, κραυγάζων πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει·
χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις·
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς·
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις βασιλέως καθέδρα·
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον·
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι᾿ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις·
χαῖρε, δι᾿ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Βλέπουσα ἡ ἁγία ἑαυτὴν ἐν ἁγνείᾳ
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
«Το παράδοξόν σου τῆς φωνῆς
δυσπαράδεκτόν µου τῇ ψυχῇ φαίνεται
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις κράζων
Ἀλληλούϊα.»
Θεοτόκος Μαρία, η Παναγία, η προστάτις της Ρωμιοσύνης,
σε μεταγενέστερη αναπαράσταση, ως Πλατυτέρα, στη μονή Οσίου Λουκά (11ος αι).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο σβαστικόμορφος μαίανδρος ως περιφερειακό, αν και διαχρονικό, μοτίβο διακόσμησης, εννιά αιώνες πριν τον καπηλευτεί και τον ατιμάσει η νεοελληνική Άκρα Δεξιά, στα πρότυπα του [διεθν]εθνικισμού. Με όμοια σβαστικόμορφο μαίανδρο θα διακοσμηθούν και τα θυρόφυλλα στον ιερό ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη από την Δυναστεία του Αμορίου, 9ος αι.
Όπως και το τρισκέλιον, το κόλοβρατ, το μπορτζγαλι, και άλλα συναφή, η σβάστικα αποτελεί και πανάρχαιο σύμβολο καλοτυχίας.
Κυρίως όμως εκφράζει τυποποιημένες απεικονίσεις προφανών -αν και ακατανόητα χαοτικών!- φαινομένων κίνησης στη Φύση,
για τον πρωτολαό των Αρίων, αλλά και ευρύτερα ως έκφανση του συλλογικού υποσυνειδήτου της Ανθρωπότητας,
μια σχηματική προβολή για κάθε δίνη που εμφανίζεται σε ρευστά, π.χ η πνοή ανέμου.
Έτσι και τα διάφορα μαιανδρικά μοτίβα πρωτίστως αποτελούν τυποποιημένες απεικονίσεις υδάτινου κυματισμού, π.χ ποτάμι, θαλάσσια κύματα.
Ενώ οι Άβαροι προελαύνουν στα Βαλκάνια, και οι Πέρσες "αλωνίζουν" στην Ανατολία, ο βασιλεύς ιμπεράτωρ Ηράκλειος ανεβαίνει στην ευρύτερη Καυκασία (622-27), προβαίνοντας σε μαζικές στρατολογήσεις από τα έθνη της περιοχής, όπως π.χ. Χάζαροι, Αβασγοί, Λαζοί, Ίβηρες, Αρμένιοι!
Βέβαια, την Κ/πολη, ο Ηράκλειος την έχει αφήσει υπό την ικανή διακυβέρνηση του μαγίστρου Βώνου και του οικ. πατριάρχου Σεργίου, οι οποίοι εμψυχώνουν και συσπειρώνουν επιτυχώς το λαό, για ν'αντεπεξέλθει τα πολιορκητικά μηχανήματα των Αβάρων και τα τεχνάσματα των Περσών, στη συνδυασμένη τους προσπάθεια να κυριεύσουν τη Βασιλεύουσα το 626. Απερίσπαστος για την ασφάλεια της Ρωμανίας, έχοντας πλέον καταλήξει σε μια λογική "ή ταν ή επί τας", αλλά και με πολλαπλάσιο στρατό απ'ότι είχε αρχικά, ο Ηράκλειος βαδίζει δυναμικά βαθιά μέσα στην περσική επικράτεια, συντρίβοντας την περσική άμυνα (627-28), και ταπεινώνοντας το έως τώρα κραταιό καθεστώς των Σασσανιδών. Παραπλεύρως, κατά τη διαδικασία αυτή, ανακαλύπτεται για την Ευρώπη, και υιοθετείται η καλλιέργεια του ινδικού ζαχαροκάλαμου.
ο Ηράκλειος γιορτάζει την συντριβή των Περσών το 629
Πάντως, το θριαμβευτικό στέμμα με τα φτερά παγονιού παραπέμπει σε μισοξεχασμένες λατρείες της βορείου Εγγύς Ανατολής, απ'όπου και είχε στρατολογήσει μαζικά ο Ηράκλειος στην πολεμική του προσπάθεια εναντίον των Σασσανιδών. Από αυτές οι λατρείες-απολιθώματα επιβιώνουν και μέχρι τις μέρες μας, με τους Γιάζιντι και την εορτή Νεβροζ..!
Μελέκ Ταώς, ο Άγγελος Παγώνι,
ο θεός που λατρεύουν μέχρι σήμερα οι Γιάζιντοι!
βάνδον, φλάμουλον ή cημείον, ήτοι cημαία,
με τα χρώματα της δυναστείας του Ηρακλείου
Εν τω μεταξύ, την ίδια εποχή στη Βρετανία, ένα κρατίδιο βιώνει τύχες παράλληλες με την Ρωμανία! Είναι το ρήγατο της Γκουίνεντ, όπου βασιλεύει ο γιος του Κάντφαν, Κάντβαλλον (625-34). Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Κάντβαλλον, σημειώνεται αναβίωση της κελτικής ισχύος εις βάρος των γερμανικών εθνών, που έχουν μεταναστεύσει από την ηπειρωτική Ευρώπη, από τα μέσα του 5ου αι. Αρχικά ο Κάντβαλλον ηττάται από τον [πρωτο]Άγγλο ρήγα της Βορείου Ουμβρίας (Νορθούμπρια), Έντουιν (Edwin), ο οποίος και κατακτά μέχρι και τα νησιά Μαν και Μον, αποκλείοντας το 630 τον Καντβαλλον στη νησίδα του Αγίου Σειριολ (νήσος = υνυς Σειριολ), σε αντιστοιχία με την αβαρο-περσική πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως το 626. Στη συνέχεια, όμως, ο Καντβαλλον αφηνιάζει, και μέχρι τον θάνατό του το 635 επιδεικνύει στα πεδία των μαχών, επιτυχίες ανάλογες με αυτές του Ηρακλείου επί της Περσίας (611-628)! Έτσι, κατά τη διάρκεια της διετίας 632-33, εισβάλλει στην Νορθούμπρια, συντρίβει και φονεύει τον Έντβιν, και προσαρτά τη χώρα του. Από χρονικογράφους αναφέρεται ότι τότε παρουσιάζει βάναυση συμπεριφορά, εις βάρος των υποταγμένων Αγγλοσαξώνων της περιοχής, ενώ ο επιφανής Μπέντα/Bede περιγράφει γενοκτονία. Πάντως, τον Καντβαλλον δεν τον θυμούνται όλοι οι Αγγλοσάξονες με απέχθεια, αφού μόλις μια γενιά μετά, αναφέρεται μέχρι και Σάξονας ρήγας της Ουέσσεξ (= Δυτική Σαξονία), με το ίδιο [κέλτικο] όνομα, Cædwalla.
Με τον θρίαμβο του Ηρακλείου επί της Περσίας, είναι η ένατη φορά, που ρωμαϊκός στρατός επιχειρεί στην καρδιά της αντίπαλης αυτοκρατορίας, Κτησιφόντα & Βεχ Αρντασίρ: Κτησιφών-Σελεύκεια, η περιοχή πρωτευούσης των Πάρθων Αρσακιδών ([141]129 π.Χ - 224 μ.Χ) και των Περσών Σασσανιδών (224 - 637 μ.Χ). Εννιά φορές, ρωμαϊκά φοσσάτα περνούν τον π. Τίγρη, λεηλατώντας αυτήν την καρδιά της ιρανικής κυριαρχίας, που παρά την αχανή εξάπλωση της Περσικής Αυτοκρατορίας, παραμένουν σταθερά για επτάμισι αιώνες οι παλαιές πόλεις των Σελευκιδών, Κτησιφόντα & Σελεύκεια Μεγάλη, στα πέριξ της αρχαίας Βαβυλώνας και της κατοπινής Βαγδάτης:
i. Τραϊανού (113-16, οι λεγεώνες του σαρώνουν τις παρθικές άμυνες, κυριεύοντας τη Μεσοποταμία, τη Χαρακηνή, την Αρμενία, την Ιβηρία και την καυκάσια Αλβανία, φτάνοντας θριαμβευτικά μέχρι Περσικό Κόλπο, και μέχρι Κασπία Θάλασσα),
ii. Λουκίου Βέρου (162-66, που όμως δεν θίγει την περιοχή πρωτευούσης των Πάρθων. Ουσιαστικά, των επιχειρήσεων ηγείται ο πιστός στρατηγός του Μάρκου Αυρηλίου, ο Αβίδιος Κάσσιος, αφού ο Λούκιος εποπτεύει την εκστρατεία, από τις ανέσεις της Αντιοχείας),
iii. Σεπτιμίου Σεβήρου (195-98, το πλιάτσικο που διοχετεύεται από τη Μεσοποταμία προς την Ρωμανία, εξαιτίας αυτής της εκστρατείας, καταστρέφει με μη-αναστρέψιμο τρόπο την ευημερία των Αρσακιδών, οι οποίοι έτσι ανατρέπονται εύκολα από τους Σασσανίδες το 224)
iv. Γορδιανού Γ΄ (244, δολοφονείται από το στρατό του, πριν ολοκληρώσει την κατάληψη της πρωτευούσης των Σασσανιδών, Κτησιφώντος),
v. Οδαινάθου Σεπτιμίου (262, άρχων της Παλμύρας, και φοιδεράτος της Ρώμης, την οποία και εντυπωσιάζει με αυτήν του την εκστρατεία)
vi. Κάρου (283, πέθανε ατυχώς από μη-βίαιο αίτιο, βαθιά μέσα στην Περσία),
vii. Γαλερίου (295-99, καταφέρνει την 5η άλωση της Κτησιφώντος, που εξυμνείται και με σχετική αψίδα θριάμβου, την Καμάρα, στη Σαλονίκη!)
viii. Ιουλιανού (363. Ως άλλος Κύρος ο Νεώτερος, ο Ιουλιανός φονεύεται κατά το αποκορύφωμα της Ανάβασής του, και συγκεκριμένα δολοφονείται κατά τη διάρκεια νικηφόρου μάχης, ενώ βρίσκεται σε εκστρατεία βαθιά μέσα στην περσική επικράτεια, έχοντας παράλληλα στείλει προς τη Μηδία, στρατιά 30.000 ανδρών, με επικεφαλής τον εξάδελφό του, Προκόπιο, όπως και τον καταξιωμένο -αν και Μανιχαϊστή- στρατηγό Σεβαστιανό, με την εντολή να ενωθούν με ό,τι δυνάμεις στείλει και ο Αρσακίδης βασιλεύς της Αρμενίας, Αρσάκης Β' (350-367), σύζυγος της Κρητικιάς Ολυμπιάδας (Ολυμπιάς ή Ολυμπία), με σχεδιασμό "παράκαμψης" της αμυντικής θωράκισης της Περσίας , ώστε να προσεγγίσουν την ευρύτερη Αρυάνα, τη χώρα με τις χίλιες πόλεις- "opvlentissimvm illvd mille vrbivm Bactrianvm imperivm" = "οι ευημερέστατες των πόλεων, οι χίλιες της Βακτριανής Αυτοκρατορίας", Ιουστίνος, XLI, 1 (41, 1) - απ'όπου θα μπορούσαν στρατολογήσουν κόσμο για να καταστρέψουν οριστικά τους Σασσανίδες, με Κάθοδο, δηλαδή επιστρέφοντας από ανατολικά, προς ενίσχυση της στρατιάς του Ιουλιανού. Το φιλόδοξο σχέδιο αποτυγχάνει εξ αρχής, λόγω έντονης αντίδρασης της Ζωροαστρικής μερίδας από την αρμενική αριστοκρατία!),
ix. και τώρα επί Ηρακλείου (627), ο οποίος περικυκλώνει την Κτησιφώντα, και βαδίζει και ακόμα παραπέραν από όλους τους προηγούμενους Ρωμαίους στρατηλάτες, μέχρι το Ασπαντάνα ή Ασπαμπάν (= Ιπποφόρβα, το σημερινό Ισπαχάν), ενώ αποχωρεί μονάχα κατόπιν άνευ όρων συνθηκολόγηση των Σασσανιδών!
Επιθεωρώντας το πεδίον της μάχης, στη Νινευί...
Μην γνωρίζοντάς την, ο βασιλεύς Ηράκλειος
μειώνει τη χρήση της λατινικής γλώσσας στην αυτοκρατορική διοίκηση
Πάντως και τώρα η παλιά πρόληψη που υποστήριζε ότι "η διάβαση του π. Τίγρη επιφέρει καταστροφή" δεν διαψεύδεται, αφού αρκετά σύντομα ξεκινάει η επέλαση των Μουσουλμάνων Αράβων. Οι λιμιτανέοι (ακρίτες) που σταθμεύουν στην ειρηνεύσασα περσο-ρωμαϊκή μεθόριο δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση του νέου εχθρού από την έρημο. Όμως, ούτε οι στρατιές της Ανατολής (Orientem) και της Αρμενίας (Armeniaem) που καταφτάνουν στην περιοχή κατορθώνουν να προασπίσουν την Αυτοκρατορία, αφού αποδεικνύονται ανεκπαίδευτες, απροετοίμαστες για την πρόκληση.
H προώθηση των Αράβων κατά το 634, που θα καταλήξει στη μάχη του π. Ιερομίακος το 636, διευκολύνεται από την έλλειψη πολεμικής ετοιμότητας των φοσσάτων (φουσάτο = στρατιά) των Ρωμαίων. Ιστορικό ανάλογο αποτελεί η ανικανότητα του αμερικανικού στρατού, του τόσο νικηφόρου κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1941-45), μόλις μερικά χρόνια αργότερα, κατά τον πολέμο της Κορέας (1950-53). Έτσι, η καθοριστική μάχη που πραγματοποιείται το 636, εντός της επικρατειας των Γασσανιδών, από την πόλη Γαβιθά έως τον Ιερομίακα (Γιαρμούκ), παραπόταμο του π. Ιορδάνη, εξελίσσεται σε πανωλεθρία για το ρωμαϊκό στρατό, με χιλιάδες νεκρούς και εκμηδενισμό της μαχητικής ικανότητας των δυο στρατηλατών, των magistri militvm Orientem & Armeniæm, οι δυνάμεις των οποίων σύντομα θα περιοριστούν στην προστασία της Ανατολίας, όπου θα εκφυλιστούν στους θεματικούς στρατούς των Ανατολικών & των Αρμενιάκων, αντίστοιχα.
Ρωμιοί της εποχής
Λόγω της λαϊκής δυσαρέσκειας στις χώρες της Ανατολής/Oriens, που έχει προκληθεί κυρίως από την καταπίεση της δικαιοφανούς, και ορθόδοξα φανατικής, αυτοκρατορικής διοίκησης, σε συνδυασμό βέβαια με την ανυπαρξία επαρκών δυνάμεων άμυνας, η [ευρύτερη] Συρία (629-41), αλλά κυρίως η πολυπληθής Αίγυπτος (639-42), περνούν σχεδόν αμαχητί υπό την κυριαρχία του ισλαμικού Ρασιντούν Χαλιφάτου: Γασσανίδες 629-32, Έμεσα [–-> Χομς] 630, Αντιόχεια & Δαμασκός 635, Γάζα 637, Ιερουσαλήμ & Άμιδα 638,Αντιόχεια 640, Αλεξάνδρεια 642, στην οποία ενδέχεται ότι καταστρέφονται και τα τελευταία υπολείμματα από την ονομαστή Βιβλιοθήκη του -προ πολλού κατηργημένου- Μουσείου της πόλης.
αναπαράσταση του βασικού κτιρίου της Βιβλιοθήκης του Μουσείου,
βάσει ενδείξεων, όπως π.χ. η μεταγενέστερη βιβλιοθήκη του Κέλσου στην Έφεσο
Επί τη ευκαιρία της άλωσης της Αλεξανδρείας ο θριαμβευτής Άραψ στρατηγός Άμβρος (Αμρ ίμπν αλ-Ας) στέλνει το εξής μήνυμα στο χαλίφη Ομάρ, που βρίσκεται στη Μεδίνα: «Κατέκτησα μια πόλη της οποίας θα αποφύγω την περιγραφή. Αρκεί μόνο να πω ότι κατάσχεσα σ’αυτήν 4.000 βίλες (ελληνορωμαϊκές επαύλεις, με φυτείες που μπορεί να περιλαμβάνουν και χωριά ολόκληρα) με 4.000 λουτρά, 40.000 Ιουδαίους που πληρώνουν κεφαλικό φόρο και τετρακόσιους τόπους διασκεδάσεως»!
Το ερώτημα που τίθεται επιτακτικά, είναι πώς κατάφερε να καταστρέψει δυο εδραιωμένες αυτοκρατορίες, μιαν αγέλη από όχι και τόσο φιλοπόλεμους νομάδες, συσπειρωμένους μονάχα μέσω της πίστης τους σε μιαν εντελώς απλοϊκή θρησκεία;
Ο ιδρυτής του Ισλάμ/Υποταγής, Μουχάμαντ (Μουχάμμαντ, Μωάμεθ), είναι ιθαγενής της ταπεινής Αραβίας, για χρόνια καμηλιέρης/έμπορος στην αραβική μεθόριο με την Ρωμανία και την Περσία, σκαρφίζεται μιαν απλή & ελκυστική θρησκεία, που να υπερτερεί επί των υπερβολών στα δόγματα του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ζωροαστρισμού. Χτίζει μια κατανοητή -και χονδροειδώς πνευματική μονάχα- λατρεία, με βάση την απότιση τιμής σε συγκεκριμένο μετεωρίτη, που έχει πέσει στη γενέτειρά του πόλη, Μέκκα.
Ήδη, και πριν από τον Μουχάμαντ, συνέρρεαν πλήθη προσκυνητών σε χατζ, για να φιλήσουν, δηλαδή, αυτήν την ιερή πέτρα, εντοιχισμένη σε -σχεδόν- κυβικό κτίσμα, την Κάαμπα (<-– Κύβος). Στα πρώιμα αυτά χρόνια, οι χατζήδες ήταν πιστοί διαφόρων θρησκειών, αν και συνήθως Άραβες τω έθνος. Αυτό το γεγονός θα δράσει καθοριστικά για την επιτυχία του θρησκογόνου εγχειρήματος του πανέξυπνου προφήτη Μωάμεθ: Προσεταιρισμός πιστών τε και απίστων "τουριστών", η μέθοδος κλειδί. Δεύτερο βήμα γιγάντωσης του Ισλάμ, θα είναι η εκμετάλλευση της δυσαρέσκειας που τρέφει ο κοσμάκης για την πολυπλοκότητα των παλαιών θρησκειών, αλλά και για την καταπίεση του από τα κατεστημένα ιερατεία.. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως το Ισλάμ θρέφεται & γιγαντώνεται με τη λαϊκή αγανάκτηση, αποτελεί η περίπτωση του ξανθού Ρωμιού δούλου που καταφεύγει στην Αραβία, όπου με την αξία του καθίσταται δεξί χέρι του προφήτη Μωάμεθ.
Τρίτο βήμα της επιτυχίας του Ισλάμ, η βίαιη εξάπλωση, με τον παράλληλο προσεταιρισμό των κατά τόπους ιθαγενών. Πάντως έχει καταγραφεί και πρώιμη ειρηνική προσπάθεια επέκτασης της νέας δοξασίας, σε επίπεδο ηγεμόνων. Όπως άλλοτε ο Ασόκα για τον Βουδισμό, και ο Παύλος για το άνοιγμα του Χριστιανισμού προς τα έθνη, αναφέρεται ότι και ο Μουχάμμαντ/Μωάμεθ στέλνει απεσταλμένους στα γύρω κράτη το 628, καλώντας τους ηγεμόνες να ενστερνιστούν την πίστη του, ύστερα από την συνθήκη της Χουνταϋμπίγια, μεταξύ της Μέκκας [της φυλής Κουραΐς] και της Μεδίνας [του Μωάμεθ]:
Στον βασιλέα ιμπεράτορα Ηράκλειο στέλνει τον Ντίχγια' μπιν Χαλίφα Καλμπί.
Στον Γασσανίδη φοιδεράτο της ανατολικής μεθορίου της Ρωμανίας, τον εθνάρχη 'Αρίθ ιμπν Αμπί Σαμίρ αλ-Γασσανί [Αρέθας ή Χάρης Γασσανίδης!] με έδρα την Δαμασκό, στέλνει τον Σίγια μπιν Βαχάμπ.
Στον Πέρση σατράπη της Αιγύπτου και Αλεξανδρείας, Μουκάβκη, στέλνει τον Χατιμπ μπιν Αμπι Μπαλταε'.
Στον αυτοκράτορα (νεγκούς) της Αξώμης (Αιθιοπία), Ελλα Σεχάμ γιο του Αμπζαρ, στέλνει τον Άμρ μπιν Ουμάγια αλ-Νταμρι.
Στον βασιλέα βασιλέων, μεγάλο βασιλιά, Χοσρόη Β', στέλνει τον Αμπντουλάχ ιμπν Χουδαφα' ασ-Σαχμι.
Στον αμιρά του Ομάν, Αμπντ αλ-Τζαλαντί, στέλνει τον 'Αμρ μπιν Αας.
Στον αμιρά του Μπαχρέιν [επί της ουσίας ολόκληρη η ανατολική ακτή της Αραβίας], Μουνζιρ μπιν Σάβα αλ Ταμίμι, στέλνει τον Αλλάμπν αλ-Χαζερμι.
Στον αμιρά της Γιαμαμα, Χαβζα μπιν Άλι, στέλνει τον Σαλίτ μπιν Άμρι.
η χώρα Γιαμάμα
Θα ακολουθήσει πόλεμος, παραδόξως ατυχής για τις δυο αυτοκρατορίες. Ομοίως με την κατάρρευση των ανατολικών & αφρικανικών επαρχιών της Ρωμανίας, καταρρέει και η άμυνα ολόκληρης της Περσικής Αυτοκρατορίας, με το εξίσου μισαλλόδοξο ιερατείο των πυρολατρών Ζωροαστριστών. Πάντως, φαίνεται ότι οι Σασσανίδες δεν αντιλαμβάνονται εγκαίρως την ισλαμική απειλή, ενώ ύστερα από τη συντριβή της Περσίας από την Ρωμανία, σημαντικό τμήμα των υπηκόων τους συνεισφέρει ρεβανσιστικά για τη διάδοση του λόγου του προφήτη, άρα και για την εξάπλωση του Ρασιντούν Χαλιφάτου. Έτσι, ήδη από το 628, μόλις ένα έτος ύστερα από την ρωμαϊκή νίκη στη Νινευί, ο Πέρσης σατράπης του Μισιριού/Αιγύπτου, Μουκάβκις, κλείνει συμφωνία με τον Μωάμεθ στέλνοντας του και δυο Αιγύπτιες παλλακίδες, τη Μαρία και τη Σειρήνα, εκ των οποίων ο προφήτης θα νυμφευτεί την Μαρία. Λίγο καιρό πρωτύτερα, ο Πέρσης σατράπης της Υεμένης, Βαδάνης, προσηλυτίζεται στο Ισλάμ, παραδίδοντας και την επικράτειά του στην διάθεση του προφήτη. Γενικά, έχοντας αρκετούς Πέρσες νεοφώτιστους να δουλεύουν για την Υποταγή/Ισλάμ, το χαλιφάτο θα σαρώσει στην πατρίδα τους, προσαρτώντας αστραπιαία όλη την Περσία, εκτός από το Ταμπαριστάν/Ταπουριστάν, στα παράλια της Κασπίας Θάλασσας.
Η απόγνωση αμφοτέρων των Ρωμιών και των Περσών, τους οδηγεί σε τακτική συστράτευση, μάταια όμως, ύστερα από μεγάλη στρατηγική ήττα στην μάχη της Φιράζ σε ομώνυμη σασσανίδειον πόλη επί του π. Ευφράτου, εντός του σημερινού Ιράκ το 634 μ.Χ. (Φιράζ, ή Πιρισαβωρα, ή Περισαπορα = Περόζ Σαπώρ = νικηφόρος Σαπώρης, προς τιμήν του Σαπούρ Α'. Προ της περσικής προσάρτησης του 244 μ.Χ, ονομάζονταν Μησίχη).
Οι πιστοί (= Μουσλίμ, ήτοι Μουσουλμάνοι)
Άραβες της Υποταγής (= Ισλάμ),
προελαύνουν κραδαίνοντας τα ιερά πράσινα λάβαρά τους.
Οι Άραβες ήταν άνθρωποι της ερήμου,
όπου αενάως λαχταρούσαν για οάσεις και λίγη βλάστηση.
Γι' αυτό δεν είναι απορίας άξιο που το πράσινο αποτελεί το ιερό τους χρώμα!
έξαρχοι Ιταλίας, με έδρα την Ραβέννα
Υφίσταται ο ισχυρισμός που θέλει την Ρωμανία να γίνεται πιο "ελληνική" κατά τους χρόνους του Ηρακλείου, επειδή περιορίζεται σε περιοχές παραδοσιακά ελληνικώτερες, αλλά κι επειδή η δημόσια διοίκηση εξελληνίζεται αισθητά (π.χ. "bαcιλεύς", αντί "imperator"). Στην πραγματικότητα όμως, με τη συρρίκνωσή της, η αυτοκρατορία εγκαταλείπει και την τελευταία πτυχή ελληνιστικού χαρακτήρα, χάνοντας κοσμοπολίτικες μητροπόλεις, όπου μεγάλες κοινότητες Ελλήνων συμβίωναν και συνδημιουργούσαν Πολιτισμό με δεκάδες άλλους λαούς. Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, οι πόλεις που απάρτιζαν τη Συριακή Τετράπολη (Αντιόχεια (η επί Ορόντου, η σημ. Αντάκυα), Σελεύκεια (η Πιερία, το επίνειο της Αντιόχειας), Απάμεια (η Πέλλα ή Χερρόνησος, όπου βρίσκονταν η επιμελητεία του κραταιού στρατού των Σελευκιδών, η σημ. Αφάμια), Λαοδίκεια (η φοινικική Ραμιθά, επί της Λευκής Ακτής, το επίνειο της Απάμειας, η σημ. Λατάκκια ή Λαδίκιγια)), αλλά και άλλες μικρότερες, όπως η Έδεσσα («η επί Καλλιρρόης και Ασφαλίτιδος λίμνης», η σημ. Ούρφα), η Καρχηδόνα, το Ζεύγμα (Σελεύκεια + Απάμεια) και η Γάζα, αποτελούν φάρους του Ελληνισμού, ακόμα και μέσα στον 7ο αι. Έτσι λοιπόν, η Ρωμανία γίνεται σαφώς λιγότερο "ελληνική" εξαιτίας της επέλασης του Ισλάμ, η οποία συνεπάγεται και την απώλεια αμιγώς ελληνικών χωρών, όπως η Κυρηναϊκή (επίσης γνωστή ως Μπάρκα, εκ της αρχ. Βάρκης, μιας εκ των αρχικών πέντε πόλεων), η οποία, αυτήν την εποχή, σίγουρα δεν είναι λιγότερο ελληνική από τη νήσο Κρήτη, με την οποία συναποτέλεσαν επαρχία/provincia για κάμποσους αιώνες (67 π.Χ - 295/7 μ.Χ). Βέβαια, "λιγότερο ελληνική", σαφώς και δεν σημαίνει μη-ελληνική: Ακόμα και από τα ονόματα των εξάρχων της Ραβέννας, αντιλαμβάνεται κανείς την ελληνικότητα της Ρωμανίας!
Δέκιος: 584–585
Σμάραγδος: 585–589, 603–608
Ρωμανός: 589–596
Καλλίνικος: 596–603
Ιωάννης: 608–616
Ελευθέριος: 616–619
Ισαάκ Καμσαρακάν: 625–643
ο ατυχής έξαρχος της Ιταλίας,
ο Αρμένιος Ισαάκ Καμσαρακαν (625-643),
πριν πέσει στην μάχη.
Θεόδωρος Α' Καλλιοπάς: 643–645
Πλάτων: 645–649
Ολύμπιος: 649–652
Θεόδωρος Α' Καλλιοπάς: 653 – περ. 666
Γρηγόριος: ~ 666
Θεόδωρος Β': 678–687
Ιωάννης Β' Πλατύνος: 687–702
Θεοφύλακτος: 702–710
Ιωάννης Γ' Ριζόκοπος: 710–711
Σχολαστικός: 713–723
Παύλος: 723–727
Ευτύχιος: 727–752
~ ελληνίζουσα μικρογραφία από βιβλίο του 10ου αι μ.Χ. ~
πρόκειται για το χειρόγραφο MS 139, με σχεδόν ελληνιστική τεχνοτροπία το, επονομαζώμενο και "ελληνικό Ψαλτήρι", το οποίο αποτελεί χαρακτηριστική ένδειξη για την αναβίωση του Ελληνικού Πολιτισμού, που θα κορυφωθεί τότε.
Το εξαρχάτο της Αφρικής, με έδρα την Καρχηδόνα, αντιστέκεται, αλλά σύντομα οι Άραβες φτάνουν μέχρι τον Ωκεανό (644-98). Ο ρωμαϊκός στόλος ανακαταλαμβάνει πρόσκαιρα την Αλεξάνδρεια το 644, γεγονός που ωθεί τους Άραβες στο να καταπιαστούν πυρετωδώς με ναυτικούς εξοπλισμούς. Έτσι, η πρώτη σημαντική αραβο-ρωμέικη ναυτική αναμέτρηση, μια ναυμαχία στην ακτή της Λυκίας, καταλήγει σε συντριβή των Ρωμαίων το 655 – Οι Άραβες υπερέχουν πλέον και στις θάλασσες. Την ίδια εποχή, οι Λογγιβάρδοι προελαύνουν εκ νέου στην Ιταλία, δράμα που κορυφώνεται με την πτώση της Γένουας το 650.
Ενώ για 1η φορά ύστερα από την κρίση του 3ου αι απειλείται πλέον η ύπαρξη της Ρωμανίας, ο Αρμενικός οίκος έχει ν’αντιμετωπίσει και ενδοδυναστικές, αλλά και θρησκευτικές έριδες. Ο οικ. πατριάρχης, Παύλος, δημοσιεύει τον Τύπο, σε μια προσπάθεια συμβιβασμού των χριστιανικών φατριών, καταδικάζοντας όμως την Έκθεση, το μονοθελητιστικό μανιφέστο του προκατόχου του, Σεργίου. Ο πάπας Ρώμης, Μαρτίνος, καταδικάζει και την Έκθεση, και τον Τύπο, διακηρύσσοντας την ανεξαρτησία του. Γι’αυτό συλλαμβάνεται το 653 από τον έξαρχο της Ραβέννας, Θεόδωρο Καλλιοπά (643-645, 653-666), καταδικάζεται από τον ιμπεράτορα Κώνστα Β΄ τον Πωγωνάτο, και εξορίζεται στην Χερσώνα.
τα 8 πατριαρχεία Αντιοχείας, για τα 8 χριστιανικά δόγματατης Ανατολής (Συρία και Μεσοποταμία)
Η κατεξοχήν θυγατρική εκκλησία των Μιαφυσιτών της "Ορθοδόξου Συριακής Εκκλησίας" (δυτική Συρία), είναι η Εκκλησία του Αγίου Θωμά στην Κεράλα των Ινδιών, γνωστή και ως "Εκκλησία του Μάλαμπαρ" και οι αποσχιθείσες εκκλησίες:
Ο επιδιωκόμενος συμβιβασμός της Καθολικής Εκκλησίας, τα μέλη της οποίας στην Ανατολή, αποκαλούνται "Μελχίτες", ήτοι "του βασιλέως", με τους Μονοφυσίτες, τους Νεστοριανούς και τους υπολοίπους Ανατολίτες, κρίνεται απαραίτητος επειδή η ανοχή των Αράβων κατακτητών έχει ήδη καταστεί παροιμιώδης, τόσο ώστε προτιμάται η Υποταγή (= Ισλάμ) στους Μουσουλμάνους, παρά η αέναη θεολογική τρομοκρατία των Μελχιτών. Εν τούτοις, η αυτονόητη πολιτική συμβιβασμού όχι μόνο δεν θα τελεσφορήσει, αλλά θα διαιρέσει περαιτέρω την Ρωμανία σε Καθολικούς (π.χ Ιταλοί και Έλληνες) και Μονοθελητιστές (π.χ Αρμένιοι και Σύριοι).
σόλιδοι / νόμισματα του Κώνσταντος Β' του Πωγωνάτου (641-668),
μαζί με τον [σπανό] διάδοχο Κωνσταντίνο Δ'
Ο βαcιλεύς ιμπεράτωρ Ρωμαίων, Κώνστας Β', βαπτισμένος ως «Φλάβιος Ηράκλειος», γνωστός όμως και ως «Κωνσταντίνος», αναφέρεται από τις γραπτές πηγές και ως «πωγωνάτος», ήτοι μουσάτος. Είναι που η μόδα της εποχής επιβάλλει μακριές γενειάδες, σύμφωνα με τα πρότυπα των Σασσανιδών, μέσω της γειτνίασης της ρωμιοαρμένικης δυναστείας του Ηρακλείου με την ιρανίζουσα αριστοκρατία στην προσαρτημένη Περσαρμενία. Βέβαια, λαμβάνοντας υπόψη ότι στην περιοχή πρωτευούσης χρησιμοποιούνται τόσο η ελληνική, όσο και η βλάχικη (λατινική) λαλιά, η λαϊκή απόδοση του καταγεγραμμένου και λόγιου «πωγωνάτος», είναι σίγουρα η λατινική εκδοχή «βαρβάτος», ενδεχομένως περιλαμβάνοντας και τη νεοελληνική έννοια του όρου!
Υπό την διαρκή απειλή των Αβαροσλάβων στο Ιλλυρικό και των Αράβων στο Αιγαίο και την Ανατολία, ο εγγονός του Ηρακλείου, βασιλεύς ιμπεράτωρ Κώνστας Β΄ Πωγωνάτος, εκστρατεύει στην Ιταλία, όπου επιχειρεί να υλοποιήσει τη μεταφορά της πρωτεύουσας στη Δύση, ένα σχέδιο που είχε εκπονηθεί από το επιτελείο του παππού του όταν η ασφάλεια της Κ/πολης φαίνονταν αβέβαιη, λόγω της αβαρο-περσικής συμμαχίας. Περίπου αυτήν την εποχή είναι που ο επίσκοπος Συρακουσών, Ζώσιμος, μετατρέπει το δωρικού ρυθμού ναό της Αθηνάς, σε καθεδρικό ναό των Χριστιανών της πόλης, αν μη τι άλλο, διακηρύσσοντας έτσι την πολιτιστική συνέχεια του ποιμνίου του
Όμως, ο μισητός απ’όλους Κώνστας Β΄ Πωγωνάτος δολοφονείται σε λουτρό της Συρακούσας, οπότε ο γιος και διάδοχός του, Κωνσταντίνος Δ' αναγκάζεται ν’ακυρώσει το σχέδιο που δεν επιθυμούσε κανείς άλλος, και να επιστρέψει την πρωτεύουσα στην Κ/πολη. Εκεί θα κάνει ότι μπορεί για να εξασφαλίσει την επιβίωση της Ρωμανίας από την λαίλαπα των εξωτερικών εισβολέων.
Ο αραβικός στόλος επικρατεί και στο Αιγαίο, καταλαμβάνοντας τα περισσότερα νησιά και παράλια από την Λυκία και την Κρήτη, έως και την Κύζικο με τον ναύσταθμό της, ενώ πολιορκεί συστηματικά και την Κ/πολη (674-78 και 717-18). Εν τούτοις, ένας μηχανικός από τη Συρία, ονόματι Καλλίνικος, βασισμένος στην τεχνογνωσία του Πρόκλου, σοφού του 5ου αι, αναπτύσσει το “υγρόν πυρ”, ένα είδος εμπρηστικής βόμβας, μια πρώιμη ναπάλμ, που εξασφαλίζει την υπεροχή του αυτοκρατορικού στόλου, αποκλειστικά εντός της Προποντίδας όμως (στην θάλασσα του Μαρμαρά, από Βόσπορο μέχρι Λήμνο, χώρο δράσης του Πορφυρού Στόλου), αφού η χρήση του όπλου μαζικής κατακαύσεως περιορίζεται για την άμυνα της Κ/πόλεως. Πάντως ο αυτοκρατορικός στόλος συμβάλλει και στην ανάκτηση της Κιλικίας, ενώ στη συνέχεια κυριεύει και συριακές πόλεις όπως η Ασκαλών, η Άκρα, η Δώρος (Ντορ) και η παράλια Καισάρεια (η Caesareia Maritima, κατασκευής του Ιδουμαίου βασιλιά των Ιουδαίων, Ηρώδη του Μέγα, το λιμάνι της οποίας έχει ανακαλυφθεί πρόσφατα ολόκληρο κάτω από την άμμο του βυθού, υποδειγματική κατασκευή από υδραυλικό τσιμέντο!).
Σημειώνονται επαφές για πρώτη φορά μεταξύ των πρωτο- Βούλγαρων, των Δραγοβιτών, και των Ρωμιών, κατά την δεκαετία του 670, όταν κατόπιν διαπραγματεύσεων του πατρικίου Μαύρου, Έλληνα αξιωματούχου του πρωτοΒούλγαρου άρχοντα Κουμπερ, του πατρικίου Μαύρου, πραγματοποιήθηκε η μετοίκηση των Σερμησιανών Βουλγάρων από την περιοχή του Σερμίου/Σιρμίου (βόρεια Σερβία) στις γύρω από την Θεσσαλονίκη σκλαβηνίες (ιστορική Μακεδονία), ύστερα από την αποστασία τους από την κυριαρχία των Αβάρων, και την προσχώρησή τους στις δυνάμεις της Ρωμανίας. Πάντως, στην κάθοδο των Σερμησιανών Βουλγάρων οφείλεται και η παρουσία τουλάχιστον μίας από τις ομάδες Βλάχων στην Μακεδονία.
Πάντως οι Δραγοβίτες δεν σχετίζονται άμεσα με τους Βούλγαρους και την ουκρανική κοιτίδα τους, αφού κατέβηκαν από την σημερινή Λευκορωσία, όπου κλάδος τους παρέμεινε γύρω απ'την ηγεμονία του Τούροφ, και αναμείχθηκε με τους Κρίβιτσους (και Πόλοτσοι, ως οι ιδρυτές τουΠολότσκ), τους Ραντίμιτσους, και τους Βαλτικούς Γιοτβίγγους, σχηματίζοντας το έθνος των βόρειων Ρουθηνών, των προγόνων των σημερινών Λευκορώσων.
680 μΧ
Σέρμιον/Σίρμιον, ως κράτος του πρωτοΒούλγαρου Κούμπερ/Κούβερ, που κατόπιν πρεσβείας του πατρικίου Μαύρου, μετοικεί μαζί με τον λαό του εντός της Ρωμανίας, για να διαφύγει της αβαρικής κυριαρχίας.
796 μΧ
Άβαρ ιππέας (1), με βαλκάνιους πεζούς πολεμιστές, Βούλγαρο (2) και Σλαύο (3)
η εξάπλωση των σλαβικών εθνών και οι μετακινήσεις των βουλγαρικών κλάδων, κατά το διάστημα 6ος - 8ος αι μ.Χ.
Βουλγαρικοί κλάδοι που ξεπήδησαν από την παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία (απομεινάρι του αρχικού κράτους, μάλλον αποτελεί το σύγχρονο έθνος των Μπαλκάρων)
με αρχηγούς γιους του Κούβρατου, που διαφωνούν με τον αδελφό τους Μπαγιαν, διάδοχο του πατέρα τους,
"παίρνουν των ομματιών τους" και εγκαταλείπουν τη χώρα τους:
η έλευσις των Βουλγάρων
στις καθ'ημάς χώρες
1) η ομάδα του Ασπαρίχ, στο Παρίστριον ή Μικρή Σκυθία, την πέριξ του π. Δάνουβη Ρωμανία
2) η ομάδα του Κούμπερ, του εργοδότη του πατρικίου Μαύρου, μετακινείται από την περιοχή του Σιρμίου (εξού και Σερμισιανοί, στη βόρειο Σερβία), στην γύρω από τη Θεσσαλονίκη σκλαβηνίες (ιστορική Μακεδονία), ύστερα από την αποστασία της από την κυριαρχία των Αβάρων, και την προσχώρησή της στις δυνάμεις της Ρωμανίας.
3) η ομάδα του Άλτσεκ, παρακλάδι της ομάδας της Παννονίας, που επιχείρησε να εγκατασταθεί στην πολυεθνική (με κελτικό και γερμανικό υπόστρωμα) χώρα της Βαυαρίας, προτεκτοράτο των Φράγκων, αλλά σχεδόν εξολοθρεύτηκε (επέζησαν περίπου 700, από 9.000) κατόπιν άτιμου αιφνιδιασμού τους από τον ίδιο τον ρήγα της Φραγκίας, Δαγοβέρτο, και που στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, υπό τις διαταγές του ρήγα των Λομβαρδών, Γριμοάλδου, για να μάχεται εναντίον του ρωμαίικου εξαρχάτου της Ραβέννας. Τελικά, οι Βούλγαροι αυτοί εγκαθίστανται στο λογγιβαρδικό, αλλά αυτόνομο, δουκάτο του Μπενεβέντου, όπου και συνεισέφεραν στην ισχύ του, βοηθώντας το να παραμείνει ανεξάρτητο από Λομβαρδία, Αγία Έδρα, Φραγκία, Αραβία και Ρωμανία, εν καιρώ αναβαθμιζόμενο και σε πριγκηπάτο.
4) η ομάδα της Παννονίας, βαθμιαία συγχωνεύεται με τους άλλους νομάδες της περιοχής, Άβαρους και Μαγυάρους. Άλλωστε σύντομα η περιοχή ενσαματώνεται στον ζωτικό χώρο ενός νέου κράτους, που δημιουργεί ο Σαμο (623-658), χαρισματικός Σλάβος πολέμαρχος.
5) η ομάδα του Κότραγ, που εγκαθίσταται στην κοιλάδα του π. Βόλγα, όπου δημιουργεί τη "Μαύρη Βουλγαρία", ή Βουλγαρία του Βόλγα, ένα κράτος που παραδόξως εξισλαμίζεται γύρω στο 922 μ.Χ. Απόγονοί τους σαφώς και είναι οι σημ. Τάταροι του Βόλγα, αλλά γλωσσικοί τους απόγονοι περισσότερο είναι οι Τσουβάσοι.
Η δημιουργία της σημερινής Βουλγαρίας ανάγεται στην επική μετανάστευση του Ασπαρύχ, το 681. Έχοντας ζήσει ως πριγκιπικός όμηρος στην Κωνσταντινούπολη, ένας από τους γιους του Κούβρατου αποφασίζει να κατευθυνθεί προς τον Νότον με την δική του ομάδα υπηκόων, εντός της Ρωμανίας. Είναι ο Ασπαρούχ ή Ασπαρίχ (γοτθο-αλανικό όνομα: ιρανικό "ίππος" = άσπα + ριχ = γερμανικό "ρήγας"), που επαναλαμβάνει με τους νομάδες του το εγχείρημα της μετανάστευσης των Γότθων από την Σαρματία (περίπου από την σημερινή Ουκρανία), προς την Μικρή Σκυθία (σημ. Δοβρουτσά) και την ευρύτερη Κάτω Μοισία, ιδρύοντας την Βουλγαρία του π. Δάνουβη (το μεταγενέστερο "Παρίστριον"), με έδρα στην Πλίσκα, αλλά και με κατεξοχήν θρησκευτικό τόπο, το οροπέδιο Μαντάρα, όπου σώζεται μνημείο των κατακτητών, φτιαγμένο από Ρωμιούς τεχνίτες. Το έθνος του Ασπαρίχ ηγείται και 7 σλαβικών φυλών (προερχομένων κι αυτών από την σημερινή Ουκρανία), ενώ προσεταιρίζεται και τους ιθαγενείς της περιοχής, καταφέρνοντας έτσι να οργανώσει και πυκνό δίκτυο οχυρωματικών έργων. Δηλαδή, ο Ασπαρουχ φέρνει τον λαό του για να κατοικήσει στην Ρωμανία για πάντα (681 μΧ). Οι άρτι αφιχθέντες Βούλγαροι βοηθούνται κι από κλάδο των Σεβεριάνων, της προγονικής φυλής των Σέρβων και των Σόρβων, που βρίσκεται ήδη νότια του π. Δούναβη.
Είναι οι κατοπινοί Σέρβοι που, έχοντας διασπαστεί από τους κατοπινούς Σόρβους που κινούνται βορειοδυτικά, προτίμησαν να εγκατασταθούν στη βόρεια μεθόριο της Ρωμανίας, ευπρόσδεκτοι από τον Αρμένιο ιμπεράτορα Ηράκλειο (610-41 μ.Χ), ύστερα από νίκη τους εναντίον των Αβάρων, λίγο πριν από τα μέσα του 7ου αι μ.Χ. Εικάζεται ότι το εθνώνυμο Σεβεριάνοι/Σεβέρσκοι δεν προέρχεται από προσδιορισμό πρώιμης πατρίδας, ήτοι οι “Βόρειοι” , αλλά μέσω σλαβικής επιρροής επί της ναχο-νταγκεστάνιας φυλής των “Σέρβων”, η ύπαρξη της οποίας μαρτυρείται στην κοιλάδα του π. Βόλγα (ο αρχ. π. Ρα) κατά το διάστημα 1ος – 2ος αι μ.Χ.
Πάντως με κάθε βεβαιότητα, η σλαβική φυλή των Σεβεριάνων/Σεβέρσκων, μαζί με τους Σμολεάνους, τους Ραντίμιτσους, τους Βιάτιτσους, ακόμα και τους Σλοβένους που διαβιούσαν ανάμεσα στη λίμνη Ίλμεν, τον π. Νέβα και την Λευκή Λίμνη / Μπέλο Οζερο (Στα πέριξ του παλαιού/βέλικυ Νόβγκοροντ. Μια αρχαϊκή μορφή του "Σλοβένοι", ήτοι "Ελεύθεροι", φαίνεται ότι αποτέλεσε το συλλογικό αυτοπροσδιορισμό των αρχικών πρωτο- Σλάβων), αποτελεί επίσης το υπόστρωμα πάνω στο οποίο θα κτιστεί το ρωσικό έθνος του βορρά, από τη σουηδική φυλή των Ρως (Ρως <= Ρουοτσι = οι Σουηδοί στη φιλανδική, και γενικότερα στις γλώσσες των Ουράλιων εθνών, τα περισσότερα από τα οποία θα κατακτηθούν και θ’αφομοιωθούν τελικά από τους Ρώσους του Βορρά).
Αξίζει να σημειωθεί ότι από κλάδο των Σλοβένων που κάποια στιγμή θα μεταναστεύσει δυτικά, κατάγονται οι Τσέχοι, οι Μοραβο-Σλοβάκοι και οι Σλοβένοι της ευρύτερης περιοχής της Παννονίας και του Ιλλυρικού. Από τους τελευταίους θα προέλθουν όχι μόνο οι σημερινοί Σλοβένοι, αλλά κατά μεγάλο μέρος και οι γερμανόφωνοι Αυστριακοί. Ο λαός της κατοπινής Αυστρίας κατάγεται από αλληλουχία ποικίλων εθνικών προσμείξεων (π.χ. το γαλλο-γερμανικό έθνος των Βαστάρνων, και το σλαβικό έθνος των Καραντηνών), γεγονός που δεν τον εμποδίζει πάντως από το να φαντασιώνεται ότι αποτελείται από γνήσιους, “καθαρούς” απογόνους αρχαίων Γερμανών.
Προς το τέλος του αιώνα, κυρίως ύστερα από την επιτυχημένη εκστρατεία του Ίσαυρου στρατηγού των Ανατολικών, Λεοντίου, για την προάσπιση της Αρμενίας και της Ιβηρίας (Γεωργία), που κατέληξε στη λεηλασία της Ατροπατηνής (Αζερμπαϊτζαν) και της Αλβανίας (Νταγκεστάν), αλλά και μετά από πολυετείς διαπραγματεύσεις, εξασφαλίζεται βραχύβια συνθήκη ειρήνης με το ισλαμικό χαλιφάτο των Ομμεϋαδών ή Ουμμαγιαδών –με
1) την καταβολή αυξημένης “χορηγίας” από τους Άραβες στους Ρωμιούς,
2) οικονομική & πολιτική συγκυριαρχία σε Κύπρο, Αρμενία και Ιβηρία (Γεωργία), κι
3) εκτοπισμό των Μαρδαϊτών και των μαχητικοτέρων από τους Κυπρίους, μακριά από το χαλιφάτο.
Οι Κύπριοι μετοικούν στην Προποντίδα, σε εδάφη που έχουν ρημάξει Άραβες επιδρομείς (π.χ στην Κύζικο), αλλά θα επαναπατριστούν σύντομα, όταν θα έχουν ξαναρχίσει οι εχθροπραξίες εναντίον του χαλιφάτου. Αντιθέτως, οι Καφήροι (=Απιστοι, αραβιστί) ή Μαρδαΐτες, πολεμοχαρής συριακή ομάδα προσφύγων από την Βόρεια Συρία (από Κυρρηστική, μέχρι Αβιληνή), εγκαθίσταται οριστικά στις σκόρπιες αυτοκρατορικές κτήσεις που απομένουν στο Αιγαίο και το Ιόνιο Πέλαγος (Γαβαλάς, Μουσούρος, Πανούσσης και άλλοι οίκοι, απόγονοί τους).
Το χριστιανικό ιερατείο πρωτοστατεί στην αντίσταση κατά των Αράβων –Οπότε, από στοργή ο λαός μετατρέπει το “ιερέας” σε “παπάς” (= μπαμπάς στα ελληνικά της περιόδου 4ος - 7ος αι μ.Χ). Την ίδια εποχή, όμως, Καθολικοί (“Ορθόδοξοι”) Χριστιανοί Σύριοι (με πιο μαζική την ομάδα των Μαρδαϊτών προσφύγων, από την Βόρειον Συρία) κατακλύζουν τις χώρες και τα νησιά των Ελλαδικών. Έτσι, από την αλληλεπίδραση της ελληνικής γλώσσας με την αραμαϊκή (ή συριακή, που ανήκει στη Σημιτική Ομογλωσσία), δημιουργείται η υβριδική λέξη “μπαμπάς”, εκ του ελληνικού “παπάς” και του αραμαϊκού “αμπα” (εξού και τα “αββάς” και “αββαείο”, ή απλά “αβάς” και “αβαείο”). Δηλαδή κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα, ο "ιερέας" γίνεται "παπάς", και ο "παπάς" γίνεται "μπαμπάς"!
Όμως οι συριακοί λαοί αφομοιώνονται και από τους Άραβες κατακτητές, οι οποίοι και υιοθετούν τον υπάρχοντα προχωρημένο ελληνιστικό πολιτισμό της Συρίας. Η καλύτερη ένδειξη γι'αυτό το γεγονός αποτελούν οι ισλαμικοί ναοί της Συρίας, με περιφημότερους το ελληνορωμαϊκής τεχνοτροπίας Ουμμαγιάντ Τζαμί της Δαμασκού, αλλά και το τζαμί του Βράχου, στην Αγία Ιερουσαλήμ, που είναι ένας υπέροχος ναός οκταγωνικού ρυθμού μετά τρούλου, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχιτεκτονικής τάσης που ενέπνευσε και το Οκτάγωνο (επίσης Χρυσό Οκτάγωνο και Χρυσός Οίκος: ο καθεδρικός ναός της Αντιοχειας, που όμως καταστράφηκε από σεισμό το 588). Άλλο παράδειγμα της ίδιας τάσης, αποτελούσε το Κάθισμα, ναός της Παναγίας, χτισμένος στο δρόμο ανάμεσα στα Ιεροσόλυμα και την Βηθλεέμ (451 - 458 μΧ).
Πάντως, το τζαμί του Βράχου -ή "τέμενος του Ομάρ"- χτίζεται το 691-93 μ.Χ, στο καλύτερο οικόπεδο της Ιερουσαλήμ, επί των ερειπίων του -γκρεμισμένου από τις λεγεώνες της Ρώμης, ελληνιστικού ρυθμού- Ναού του Ηρώδη (19 πΧ - 70 μΧ), πάλαι ποτέ λαμπρού προσκυνήματος και συμβόλου του Ιουδαϊκού έθνους, στον ιερό λόφο Μορία.
ο οκταγωνικός ναός
Αντιοχειανού Ρυθμού που ανεγέρθηκε από τους Άραβες κατακτητές στα Ιεροσόλυμα. Είναι το τζαμί του Ιερού Βράχου Μορία,
του 5ου Ομμαϋάδη χαλίφη της Υποταγής (= Ισλάμ), αμπντ αλ-Μαλίκ ίμπν Μαρουαν
Ο Κωνσταντίνος Δ' έχει κατατρομάξει τον χαλίφη, εξαναγκάζοντάς σε ενιαύσια καταβολή αποζημίωσης, κατάσταση που δεν θα μεταβάλλει ο άκαιρος θάνατός του. Ο γιος και διάδοχος Ιουστινιανός Β' κληρονομεί και την θέση ισχύος της αυτοκρατορίας εις βάρος του χαλιφάτου! Όμως η οικονομία της Ρωμανίας παραμένει εύθραυστη, και έτσι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει την επιθετική ατζέντα του νέου αυτοκράτορα.
Ο Λεόντιος εκθρονίζει και ρινοτομεί τον τελευταίο γόνο του αρμενικού οίκου του Ηρακλείου, Ιουστινιανό Β΄, εγκαινιάζοντας άλλη μιαν περίοδο στρατοκρατικής αναρχίας. Η πτώση της Καρχηδώνος, και η αδυναμία υπεράσπισής της ύστερα από ανάκτησή της από αμφίβιες αυτοκρατορικές δυνάμεις, εντείνουν την ανησυχία στον στρατό, που αναδεικνύει στην πορφύρα τον δρουγγάριο (ναύαρχο) των Κιβυρραιωτών, Αψίμαρο, ως Τιβέριο Γ΄.
Η αμφίβια καταδρομή για την ανάκτηση της Καρχηδόνας διευκολύνεται από την σθεναρή αντίσταση βερβερικών φυλών εναντίον της ισλαμικής προέλασης. Των Βερβέρων της Μαυριτανίας ηγείται μια γυναίκα δυναμική και προνοητική, η Ντάχυα ή Ντάμιγια. Εν καιρώ όμως, και οι Βέρβεροι θ'αρχίσουν ν'αποστατούν από την Ρωμιοσύνη, να τάσσονται με τις δυνάμεις της Υποταγής (= Ισλάμ), και να συνεισφέρουν τα μέγιστα για την εξάπλωση του Χαλιφάτου, ιδίως εις βάρος της Δυτικής Ευρώπης (πτώση των ρωμαϊκών προπυργίων Τίγγιδα / Ταγγέρη (710) και Σέπτα / Θέουτα (711), κατάκτηση της Ισπανίας / αλ Ανταλούς (711-->16), παρενόχληση της Φραγκίας / Φερέγκγε (716, 721, 726), των Βαλεαρίδων Νήσων, της Σαρδηνίας και της Κορσικής, κατάκτηση της Σικελίας (827-->99), και κατοχή της Κρήτης (823-961), της Απουλίας (841-71) και της Προβηγκίας (890-972)).
Βέρβεροι της εποχής
Στην Άπω Ανατολή διαδίδονται εξωτικές οικουμενικές θρησκείες της Δύσης, όπως ο Μανιχαϊσμός, ο Ζωροαστρισμός, και ο Νεστοριανικός Χριστιανισμός. Όμως είναι ο Βουδισμός του Μεγάλου Άρματος/ Μάχαγιανα, που πραγματικά σαρώνει τις καρδιές των ανθρώπων, ανά τους λαούς της περιοχής!
Ξαδέλφια γλωσσικά [και για την εποχή αυτήν, και φυλετικά] αλταϊκών εθνών, όπως π.χ οι Τούρκοι, από αιώνες οι Κορεάτες βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην χερσόνησό τους, ανάμεσα στην επεκτατικότητα των Κινέζων, αλλά και των Ιαπώνων, ανερχόμενου και δυναμικού έθνους, που παραδόξως έχει ιδρυθεί κατόπιν σύντηξης πρωτο-Κορεατών μεταναστών, με Αινού, αυτόχθονες στο αρχιπέλαγος της Ιαπωνίας. Πάντως, και οι Κορεάτες, και οι Ιάπωνες, διαφοροποιούνται παρασάγγες από τα αλταϊκά έθνη, λόγω της πολιτισμικής ακτινοβολίας των Κινέζων.
Πάντως, όταν στη συνέχεια οι δυνάμεις της Σιλλας και των Ταγκ θα καταστρέψουν και τις άμυνες του Κογκούργυο (668), η άρχουσα τάξη των ηττημένων εγκαταλείπει την πατρίδα της, και καταφεύγει σε παρακείμενες περιοχές, στη σημερινή Μαντσουρία, όπου ιδρύει νέο σφριγηλό βασίλειο, το Ποχαϊ ή Μποχαϊ (698 - [917] 926). Εν τούτοις, το Ποχάι δεν θα προλάβει να καταστήσει τη Μαντσουρία, κορεατική γη, αφού ανάμεσα στα έτη 917 με 926, η χώρα θα κυριευτεί από Χιτάνους, μογγολικό έθνος που θα ιδρύσει εκεί το πρώτο του βασίλειο, το Λιαο, που θα ευημερήσει ([917] 926 - 1125), πριν συντριβεί το 1023/25, από τη δυναστεία των Κιν ή Τζιν, του τουγκουσικού λαού των Γιούργκεν ή Τζουρσεν (Jurchen, τουγκουσικό έθνος που κυριαρχεί από το 1127 στη βόρεια Κίνα, γλωσσικά συγγενικό των πρωτο-Ούννων, και άμεσα προγονικό των Μαντσού/Μαντσούριων).
Το κορεατικό βασίλειο Σιλλα (57 π.Χ - 935 μ.Χ) εκπαιδεύεται ιμπεριαλιστικά, από την τουρκο-σινική δυναστεία Ταγκ, η οποία εφαρμόζει τη γνώριμη αρχή "διαίρει και βασίλευε", επιδιώκοντας να θέσει ολόκληρη τη χερσόνησο, υπό την άμεση κυριότητα της Κινεζικής Αυτοκρατορίας. Όμως, ενώ έχει προσαρτήσει την κορεατική ομοσπονδία Καγιά ή Γκαγιά (42 - 562 μ.Χ), και έχει επεκταθεί και εις βάρος του επίσης ομοεθνούς Κογκούργυο (37 π.Χ - 668 μ.Χ), η Σίλλα ζορίζεται να κυριεύσει και το κορεατικό κράτος Παεκτσε ή Μπαεκτσε (18 π.Χ - 660 μ.Χ), εξαιτίας της στήριξης που αυτό πετυχαίνει από το ιαπωνικό κράτος Γιάματο (το καθεστώς του οποίου αυτήν την εποχή έχει ήδη ιεροποιηθεί, κατόρθωμα σε μια κοινωνία ιδιαζόντως μιλιταριστική, αν και ακόμα περιορίζεται στο νότιο μισό της μεγαλονήσου Χονσού, και γενικά στο νότιο μισό των Ιαπωνικών Νήσων).
Οπότε και οι Χιτάνοι θα αναχωρήσουν ανυπόταχτοι, για τις στέπες της Άγριας Δύσης (στην Κεντρική Ασία, μτγ Τζουγκαρία), όπου σε συνεργασία και με άλλους αλταϊκούς λαούς, με τους οποίους και θα αναφέρονται συλλογικά ως Καρά Κιτάι (ήτοι, οι Μαύροι Χιτάνοι), θα ιδρύσουν νέο βασίλειο, ένα δυτικό Λιάο, την αυτοκρατορία Καρά-Κιτάι ([1124] 1130-1217/18).
Χιτάνοι πολεμιστές, με ξίφη παρεμφερή με τα περίφημα ιαπωνικά κατάνα
Με το πέρασμα των αιώνων, λοιπόν, και ενώ η Κεντρική Ασία ετοιμάζεται για την εκτόνωση των μογγολικών ορδών, ως ιθαγενή λαό η Μαντσουρία αποκτάει ένα μογγόλ-τουγκούς-κορεατικό υπόστρωμα!
700 μ.Χ© Copyright Euratlas Nüssli – www.euratlas.com, reproduction prohibited