Οι αυτοκράτορες Αλέξιος Γ΄ Άγγελος και Γιγιαθαντίν Καϊ Χοσρού, εισβάλουν στην Ρωμανία της Νίκαιας, την επικράτεια του Θεοδώρου Λάσκαρη, όμως η επίθεσή τους αναχαιτίζεται σε μάχη κοντά στην Αντιόχεια του π. Μαιάνδρου. Για τον αυτοκράτορα Θεόδωρο πολεμούν Έλληνες, αλλά και 800 Λατίνοι (= δυτικοευρωπαίοι) μισθοφόροι, οι οποίοι και σχεδόν εξολοθρεύονται. Τελικά όμως καθαρίζει ο ίδιος ο Θοδωρής, όταν σε προσωπική μονομαχία ομηρικής εντάσεως, φονεύει τον ομόλογό του και σχεδόν συμπατριώτη του, τον Καϊ Χοσρού, ενώ περιορίζει εφ’όρου ζωής σε μοναστήρι, τον πεθερό του, Αλέξιο Γ΄.
Εν τούτοις, σε μάχη στον Ρυνδακό ποταμό, στην Βιθυνία, οι Λατίνοι του Ερρίκου νικούν τους Ρωμιούς του Θεοδώρου, σε μιαν ακόμα αναμέτρηση μέχρι τελικής πτώσεως, στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας να μείνει ένας μόνο αυτοκράτωρ. Έτσι, ενώ η Ρωμανία της Νίκαιας αναχαιτίζει την τουρκική εξάπλωση, αναγκάζεται από την άλλη να παραδώσει ολόκληρη την περιοχή της Προποντίδας στην λατινική Ρωμανία.
Ύστερα από τις συνεχόμενες αποτυχίες της Χριστιανοσύνης στους Αγίους Τόπους, το Τάγμα του Οίκου της Αγίας Μαρίας, των Τευτόνων Ιπποτών εγκαταλείπει το Λεβάντε. Αποδεχόμενοι πρόσκληση του βασιλιά Ανδρέα Β΄ Αρπάντ της Ουγγαρίας, οι αδυσώπητοι Τεύτονες Ιππότες καταφτάνουν στα βουνά της Τρανσυλβανίας, για να κατοικήσουν στο βανάτο του Μπούρζενλαντ ή Ζίμπενμπούργκεν ( = Επτάπολη), περιοχή της ανατολικής μεθορίου της Ουγγαρίας, ήδη αποικισμένη με Γερμανούς ακρίτες με επίκεντρο το Kronstadt ( = Βασιλούπολη, η σημ. Μπρασόφ), από την δεκαετία του 1140. Βασιλική επιθυμία είναι οι Τεύτονες Ιππότες ν' ανακόψουν την προέλαση των Κουμάνων, μιας δυναμικής Κυμτσάκ τουρκικής φυλής που έχει στήσει νομαδική αυτοκρατορία από τον π. Δούναβη μέχρι την Κασπία Θάλασσα. Τελικά όμως, οι Τεύτονες Ιππότες θα εκδιωχθούν κακήν κακώς το 1225.
Στην Κεντρική Ασία, οι Χοράσμιοι Σάχες συντρίβουν και την αυτοκρατορία των Γουριδών (1148–1215). Όμως δεν καταφέρνουν να την προσαρτήσουν ολόκληρη, αφού οι ινδικές κτήσεις παραμένουν υπό την εξουσία του Τούρκου σκλάβου-πολέμαρχου, Κουτμπαντίν Αϋμπακ, που είχε τοποθετήσει εκεί ως αντιβασιλέα (= μαλίκ) ο οίκος των Γουριδών. Το νέο αυτό ισλαμικό κράτος, γνωστό ως το σουλτανάτο του Δελχί, ύστερα από την μεταφορά της πρωτεύουσας από την Λαχώρη στο Δελχί, θα εδραιωθεί στην βόρεια Ινδία. Ύστερα από κάμποσες τουρκικές δυναστείες, την εξουσία θ’αναλάβει ένας υποτιθέμενος απόγονος του Τουρκομογγόλου πολέμαρχου Ταμερλάνου, ο Μπαμπουρ, ο οποίος θα ιδρύσει τον λαμπρό οίκο Μουγκάλ ή Μογκούλ (=“μογγολικός”, παρόλο που θα έχει περισσότερο τουρκοπερσικό χαρακτήρα). Στο αποκορύφωμά του, ο οίκος Μογκούλ (1526-1827) θα εξουσιάζει σχεδόν ολόκληρη την χερσόνησο των Ινδιών, και θ’αποτελέσει ένα βολικό προηγούμενο για την βρετανική αποικιακή αυτοκρατορία των Ινδιών.
Στην Άπω Ανατολή, ο Τζέγκις Χαν προετοιμάζει την κατάκτηση της Κίνας, με νέες επίμονες επιθέσεις επί των βαρβαρικών κρατών της βόρειας Κίνας (το Χσι Χσία της θιβετανής φυλής των Ταγκούτων, και η δυναστεία των Κιν ή Τζιν του λαού των Γιούργκεν). Όμως η υποταγή τους θα ολοκληρωθεί μόνο μετά από το θάνατο του.