«Βλάχοι» είναι η συλλογική ονομασία των λατινοφώνων ομάδων της Ιλλυρικής Χερσονήσου (σημ. Βαλκάνια). Μα τι γυρεύουν «Ρωμαίοι στα Βαλκάνια» και δη στα Βαλκάνια του 21ου αι, ίσως αναρωτηθεί κανείς.
Γαλάτισσα ειδοποιεί με κέρας για μοίρα ρωμαϊκού στόλου
που ετοιμάζεται ν'αποβιβαστεί σε ακτή, ενδεχομένως της Βρετανίας ή της Ιρλανδίας.
Παρόμοιες αναπολήσεις του κελτικού παρελθόντος, βιώνουν σε όλη την διάρκεια του 19ου και 20ου αι και άλλα έθνη, π.χ οι Φράγκοι/Γάλλοι και οι Πορτογάλοι!
Συνηθισμένη εθνοψευδαίσθηση σε ποικίλα σύγχρονα ευρωπαϊκά έθνη, αποτελεί ο εξοστρακισμός της ρωμαϊκής κληρονομιάς, ως κάτι ξένο και παρείσακτο.
Όσο και αν ενοχλούνται οι κατά τόπους εθνικιστές, τα έθνη αναμειγνύονται, ενίοτε δε αλλάζουν και λαλιές! Έτσι και οι περισσότεροι λατινόφωνοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρξαν ευρύτερης προέλευσης, είτε απόγονοι ιθαγενών της Ιταλικής Χερσονήσου, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής (π.χ Ούμβριοι, Πικέντες, Σαμνίτες, Λίγυρες, Έλληνες, Ετρούσκοι κ.ά), είτε απόγονοι Γαλατών, οι οποίοι είναι επίσης γνωστοί ως Κελτοί ή Κέλτες, και τους οποίους η Ρώμη τους βρήκε -ήδη από χρόνια- εξαπλωμένους σε μεγάλο μέρος της ηπείρου.
Όσον αφορά την εξάπλωση της Ρώμης, αντιθέτως με ό,τι υπονοείται γενικώς από τις επιμέρους εθνικές ιστοριογραφίες στην Ευρώπη, η ήπειρος αυτή δεν κατακτήθηκε από ένα έθνος, μία φάρα, ένα χωριό. Η Ρωμαϊκή Ρεπουμπλίκα προσεταιρίστηκε τους προγενέστερους κυρίαρχους και αριθμητικά υπέρτερους λαούς, ήτοι Γαλάτες, Ελληνες, Ιλλυριούς, Θράκες, Καρχηδονίους.
Κυρίως όμως είναι οι Γαλάτες που συνεισέφεραν τα μάλα στην κουλτούρα και τον υλικό πολιτισμό των Ρωμαίων, είτε ως αντίπαλοι που έπρεπε να τους φτάσεις και να τους ξεπεράσεις, είτε ως Ρωμαίοι πολίτες. Αναμφίβολα, οι απανταχού φυλές των Κελτών/Γαλατών εκλατινίστηκαν εύκολα, οπουδήποτε ήρθαν σ’ επαφή με Ρωμαίους, με την εξαίρεση ίσως περιοχών της δυτικής Βρετανίας (π.χ. κατοπινές Κορνουάλη, Στράθκλαϊντ, και Ουαλία), όπου η λατινική δεν πρόλαβε να εδραιωθεί ως κύρια γλώσσα, όπως έγινε στην υπόλοιπη ρωμαϊκή Βρετανία. Βέβαια, ο όρος «Wales/Ουαιΐλς» κάποτε δεν περιοριζόταν μόνο στο σημερινό ομώνυμο πριγκιπάτο του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι γερμανικής λαλιάς Φρίσιοι, Άγγλοι, Σάξονες και Ιούτοι κατακτητές ονόμαζαν συλλογικά ως Ουάλεν/Ουέλς/Welsh, τους κατοίκους σε όλες τις ανυπότακτες περιοχές της Βρετανίας, είτε αυτοί ήταν λατινόφωνοι, είτε ήταν κελτόφωνοι, όπως π.χ στην Δουμνονία (ευρύτερη Κορνουάλη <-- Κορν + Ουάλεν = Ουαλία του Κέρατος), το Στράθκλαϊντ (κοιλάδα του π. Κλάιντ), και την ευρύτερη περιοχή της σημερινής Ουαλίας.
ηπειρωτικοί Γαλάτες/Κέλτες πολεμιστές,
με εξοπλισμό που αντιγράφει και η Ρώμη για τους λεγεωνάριούς της:
ασπίδα (σκούτον), ξίφος (γλάδιον, το «ισπανικόν»), κράνος (κασίς), LORICA| HAMATA (θωράκιση εν αλυσιδωτοίς, η μσν ζάβα)
Ο λόγος που η αφομοίωση έγινε κανόνας για τους απανταχού Γαλάτες, είναι η εγγύτητα των κελτικών διαλέκτων ως προς την λατινική γλώσσα. Εξίσου λατινικοί έγιναν και οι κελτικοί θύλακες της Ανατολής, σε Άνω Μοισία, Δακία, ενδεχομένως και στην ασιατική Γαλατία.
Λέγεται ότι οι κατσαπλιάδες, που οδηγούσαν στην μάχη οι Γαλάτες πολέμαρχοι, διέθεταν “μαγικό φίλτρο” που τους χάριζε απεριόριστη δύναμη όταν αντιμετώπιζαν Ρωμαίους λεγεωνάριους, ή τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονται οι σεναριογράφοι του Αστερίξ. Στην πραγματικότητα, όμως, ίσχυε το ακριβώς αντίθετο, αφού μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια ότι απεριόριστη δύναμη διέθεταν μόνο οι λεγεώνες, λόγω της οργάνωσής τους, της πειθαρχίας τους, ίσως μάλιστα και λόγω του κάρδαμου (υπάρχουν δύο ειδών φυτά με την ονομασία κάρδαμον: το νεροκάρδαμο ή cresson, η θρεπτική ευρωπαϊκή ..πρασινάδα, και όχι ο κακουλές ή καρδάμωμο (εκ του αρχαιοελληνικού «άμωμον με λοφίον»), που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, αν και εξίσου ωφέλιμο, με προέλευση από τις εξωτικές Ινδίες!).
Το μάσημα του ευρωπαϊκού κάρδαμου πιστεύονταν ότι προσδίδει θάρρος κατά τον αχό της μάχης, ήδη από τους Έλληνες του 400 π.Χ. Εξού και τα “καρδαμώνω” και “καρδαμωμένος”, εκφράσεις στην ελληνική γλώσσα που προδίδουν ότι οι ρωμαϊκές λεγεώνες στελεχώνονταν και από Έλληνες. Άλλωστε Έλληνες, Ρωμαίοι κι εκλατινισμένοι Γαλάτες αλληλεπιδρούσαν εντός της Αυτοκρατορίας της Ρώμης.
Ρωμαίοι λεγεωνάριοι της Δημοκρατικής Εποχής,
με τυποποιημένο εξοπλισμό που όμως έχει αντιγράψει η Ρώμη από Κέλτες & Κελτίβηρες:
ασπίδα (σκούτον),
ξίφος (γλάδιον, το «ισπανικόν»),
κράνος (κασίς),
LORICA| HAMATA (θωράκιση εν αλυσιδωτοίς, αν και με την μορφή ελληνικού «λινοθώρακα», ενίοτε και με πτέρυγες)
Υπήρχε ένας αρχαίος γερμανικός προσδιορισμός, “*Walhas”, που χαρακτήριζε τους πολιτισμένους λαούς του νότου, λαοί που γι’ αρκετούς αιώνες τώρα αυτοαποκαλούνταν συλλογικά “Ρωμαίοι”. Στις πρώιμες γερμανικές λαλιές, “*Walhoz” και “*Wealas” απλά σήμαιναν “οι Άλλοι”, ίσως με μια σκωπτική χροιά, αφού οι Ανατολικοί Γερμανοί (όπως οι Γότθοι, οι Βουργουνδοί, οι Βάνδαλοι, οι Ρούγιοι και οι Γεπιδες) και οι Δυτικοί Γερμανοί (όπως οι Αλαμανοί, οι Μαρκομάνοι, οι Λομβαρδοί, οι Σάξονες και οι Φρίσιοι) αντίστοιχα, φθονούσαν τους λαούς της Ρώμης, μεταξύ των οποίων και τους πανταχού παρόντες στην βόρεια μεθόριο της Ρωμανίας, Κελτούς/Γαλάτες! Έτσι, δεν είναι εντελώς παράδοξο που η ονομασία παραλλαχθείσα στην ελληνική ως “Βλάχοι”, δεν παύει να είναι ομώνυμη του “Ουαλοί/Welsh (κελτόφωνοι)” και του “Βαλώνοι/Walloons (νεολατινόφωνοι)”.
Οι γοτθογραικικοί πληθυσμοί της “περιοχής πρωτευούσης” της Ρωμανίας (Νικομήδεια & Κωνσταντινούπολη), αρχίζουν ν'αποκαλούν “Βλάχους” τους λατινοφώνους, κελτοφώνους, και δίγλωσσους κελτορωμαϊκούς πρόσφυγες που, κατά καιρούς και κατά διάσπαρτες ομάδες, εμφανίζονται στα νοτιώτερα Βαλκάνια. Αν και δεν αποκλείεται να υπήρχε ήδη κελτικό στοιχείο στην ίδια περιοχή, από μετανάστες εκ της μικρασιατικής Γαλατίας, έως αφανείς απογόνους του βασιλείου της Τυλίδος. Ακόμα και η ετυμολογία του προαστίου της Κωνσταντινουπόλεως, Βλαχέρνες, έχει γαλατική προέλευση όντας συνώνυμη με την Balkerne, τετραπλή πύλη στο Κόλτσεστερ (Καμελόδουνον, η πρώτη έδρα της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Βρετανία, και πιθανή αρχική εστία του επικού κύκλου του βασιλιά Αρθούρου, το θρυλικό Κάμελοτ!).
εθνική σύνθεση Άνω Μοισίας
(από τον 4ο αι μ.Χ, κι εξής «διοίκησις Δακίας», Αυρηλιανή Δακία,
η κατοπινή κυρίως Σερβία):
>>> Μοισοί (θρακικό έθνος με δακικές προσμείξεις),
>>> Δάκες & Γέτες,
>>> Ιλλυριοί & Παννονοί,
>>> Γαλάτες/Κελτοί (Σκορδισκοι και άλλοι)
Οι φοβεροί Κελτοί/Γαλάτες δείχνουν την μαχητικότητά τους και στις χώρες της Ανατολής. Οι δεινοί Σκορδίσκοι, κελτική ομοσπονδία πολυποίκιλων φυλών, ηγεμονεύει στην ενδοχώρα των βορείων Βαλκανίων, από Παννονία, έως την Μακεδονία, με επίκεντρο στην Άνω Μοισία (η σημ. βόρειος Σερβία: οι Μοισοί είναι οι «κάτω από το ποτάμι» ομόγλωσσοι των Δακών, και συγγενείς των Θρακών), και πρωτεύουσα την Σιγγιδώνα (επίσης Σιγγιδούνον (το), σημ. Βελιγράδι). Στην βόρειο μεθόριο των Ιλλυριών, αναπτύσσονται και οι Ταυρίσκοι, κελτική ομοσπονδία που επίσης μετακινείται από την καρδιά του Πολιτισμού La Tène, και που θα ευημερήσει στις σημερινές Σλοβενία και Αυστρία, μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση (1ος αι π.Χ).
Κελτικές φυλές με κοιτίδα την Βοημία (= «χώρα των Βοΐων», μαζί με την κτν Μοραβία, η σημ. Τσεχία), και συσπειρωμένες ομοσπονδιακά ως Ουόλκες/Βόλκοι, επίσης ξεχύνονται συστηματικά στα Βαλκάνια, ήδη από τον 5ο αι π.Χ. Οπότε κατά την διάρκεια του 4ου & 3ου αι π.Χ οι Αντίπατρος, Πύρρος, Κάσσανδρος, και Λυσίμαχος, βρίσκονταν σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα, υπερασπιζόμενοι από την πάγια γαλατική απειλή, την Μακεδονία και την Θράκη.
Όμως, η δολοφονία του Σελεύκου του Νικάτωρος το 281, από τον τιποτένιο Πτολεμαίο Κεραυνό, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, για την άμυνα των ελληνικών κρατών. Μεταναστευτική στρατιά από Κελτούς/Γαλάτες με επικεφαλής έναν Βρέννο (του οποίου το πραγματικό όνομα έχει ξεχαστεί, χάριν του τίτλου του, «βρέννος», ήτοι ηγεμών) συντρίβει και φονεύει τον Κεραυνό, αλλά και τον ικανό στρατηγό Σωσθένη, και στη συνέχεια λεηλατεί άγρια την Μακεδονία, προελαύνοντας και προς τον Νότο, μέχρι και στο ιερό των Δελφών, που όμως αναφέρεται ότι σώζεται θαυματουργικά από σφοδρή χιονοθύελλα. Τελικά, οι Κέλτες απωθούνται από την περιοχή το 279, λόγω συντονισμού τοπικών δυνάμεων, υπό την αποτελεσματική ηγεσία στρατηγών της Αιτωλικής Συμπολιτείας.
η εξάπλωση των Κελτών/Γαλατών, σε αντιπαράθεση
με Γερμανούς, Καρχηδονίους, Ίβηρες, Ιταλούς/Ρωμαίους και Γραικούς/Ελληνες
Όμως κελτικές φυλές συνεχίζουν να δρουν στην Θράκη (με επίκεντρο στο μτγ Αιμιμόντο, κτν Ανατολ. Ρωμυλία), όπου ύστερα από ήττα τους από τον βασιλέα των Μακεδόνων, Αντίγονο Β' Γονατά, στην μάχη της Λυσιμάχειας το 277, o Κελτός πολέμαρχος Κομμοντόρος ιδρύει δικό του, γαλατικό κράτος, στα συντρίμμια των κτήσεων του Λυσιμάχου και του Σελεύκου, το βραχύβιο βασίλειο της Τύλιδας (277 - 212 π.Χ, όταν αλώνεται από Θράκες ιθαγενείς). Από εκεί τρεις κελτικές φυλές, οι Τρώκμοι, οι Τολιστοβώγιοι και οι Τεκτοσάγες περνούν και στην Μικράν Ασία γύρω στο 270, όπου με αρχηγούς τους Λεοτάρον και Λεοννόριον, προκαλούν παρόμοια αναστάτωση.
Γαλάτης πολεμιστής περνάει φίνα στην λαγγεμένη Ανατολή
Πάντως οι ηγεμόνες της Ανατολίας εκτιμούν το αξιόμαχο των Κελτών, χρησιμοποιώντας τους στους μεταξύ τους πολέμους. Οι βασιλείς της Βιθυνίας, της Περγάμου, της Καππαδοκίας, του Πόντου και διάφοροι Σελευκίδες (μεταξύ άλλων, οι σατράπες Αντίοχος Ιέραξ και Αχαιός Α', και ο βασιλεύς Αντίοχος Α' Σωτήρ), τους αξιοποιούν στο έπακρον, τόσο στα πεδία των μαχών, όσο και στον νοητικό χώρο της προπαγάνδας, όπου οι Γαλάτες/Κελτοί προβάλλονται ως ένας αέναος βαρβαρικός κίνδυνος, από τον οποίο μπορεί να σώζει τους φιλήσυχους υπηκόους, μονάχα ο μονάρχης!
Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, ο Αντίοχος Σωτήρ τους απομονώνει σε αραιοκατοικημένο τμήμα της Φρυγίας, περιοχή που θα ονομαστεί Γαλατία, με τις εξής πόλεις:
Άγκυρα <-- Τεκτοσάγες
Πεσσινούς <-- Τολιστοβώγιοι
Τάβιον <-- Τρώκμοι
Οι τρεις γαλατικές φυλές της Ασίας, σχηματίζουν φυλετική συμπολιτεία με θρησκευτικό και διοικητικό κέντρο το Δρυνέμετον.
Κάθε φυλή αποτελείται από τετρακωμία (4 αστικά κέντρα). Κάθε κώμη κυβερνάται από ξεχωριστό τέτραρχο, στον οποίο λογοδοτούν δικαστής και στρατοφύλακας (στρατηγός), με δύο υποστρατοφύλακες. Ανώτερο όργανο της ομοσπονδίας, αποτελεί η σύγκλιση των δώδεκα τετραρχών μαζί με τριακόσιους βουλευτές στο Δρυνέμετον. Ως διακριτό σώμα, η Βουλή των 300 εκδικάζει ποινικές υποθέσεις, ενώ οι τετράρχες με τους δικαστές τους, εκδικάζουν τις υπόλοιπες υποθέσεις.
Σύντομα, οι Γαλάτες αναμειγνύονται με τους ιθαγενείς Φρύγες, ενστερνίζονται τα ελληνικά ιδεώδη, και εντρυφούν στις χαρές του Ελληνιστικού Πολιτισμού! Έτσι, στους επόμενους αιώνες θα είναι γνωστοί και ως Ελληνογαλάτες ή Gallo-Graeci.
οι εν Ασίη Γαλάτες:
Στη συνέχεια, η Ρώμη προσαρτά Ιλλυρικό, Ελλάδα, Θράκη, και Ανατολία, και άπαντες καθίστανται υπήκοοι του Λαού της Ρώμης - SPQR, και πολίτες της Ρώμης το 211 μΧ στο μεσουράνημα της Αυτοκρατορικής Εποχής. Λατινόφωνοι όμως δεν γίνονται τόσο οι εκφρυγισθέντες ΕλληνοΓαλάτες της Γαλατίας, όσο οι Γαλάτες στο αρχικό ορμητήριο της προς Ανατολάς διεισδύσεως τους, Άνω Μοισία, η σημερινή κυρίως Σερβία, μαζί με την Βοϊβοδίνα. Αυτή η χώρα θ'αποτελέσει την αρχική πατρίδα, την κοιτίδα του συνόλου των Βλάχων.
Η εθνογένεση του λαού της πρωτο-Ρωμανικής γλώσσας (Κοινή Ρωμανική) ξεκινά στη Μεγάλη Μοισία (από το 271, Αυρηλιανή Δακία) ήδη από την εποχή της Ρωμ[ο]ύλας, Δακίσσης προσφυγοπούλας και μητέρας του Ιλλυριού Αυτοκράτορα Γαλερίου. Αρχίζει ν'αναδύεται με την άφιξη προσφύγων από την απωλεσθείσα Ευδαίμονα Δακία (ρωμαϊκή επαρχία μεταξύ 106 και 251) προς την Μεγάλη Μοισία. Πρόκειται για το ιδίωμα (-> διάλεκτος -> γλώσσα), την ύπαρξη του οποίου θα καταγράψει και ο Αυτοκράτορας Μαυρίκιος στα τέλη του 6ου αι, με αφορμή το ατυχές επεισόδιο «Torna, torna, fratre!».
Η ίδια γλώσσα, αρχικά ίσως μόνον ως ιδίωμα διασυνεννόησης (lingua franca), διαδίδεται και στην κοιτίδα των Δακών προσφύγων, όταν ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος προβαίνει στην ανάκτηση της αρχικής Δακίας μετά από το 324, όπου μάλιστα χτίζει αμυντικά τείχη για την θωράκιση των ανακτημένων εδαφών. Η ξεχασμένη δεύτερη ρωμαϊκή κυριαρχία στην ενδοχώρα της σημερινής Ρουμανίας, θα διαρκέσει έως την έλευση των Ούννων γύρω στο 375.
Υφίσταται παρανόηση και για τις δύο οχυρωματικές γραμμές του Κωνσταντίνου, σχεδιασμένες αμφότερες για την προστασία της σημερινής Τρανσυλβανίας από Βάρβαρους με ισχυρό ιππικό:
⛏️ Η “Brazda lui Novac” είχε την κατεύθυνση του παλαιοτέρου “Limes Transalutanus”, και όχι την αντίθετη.
⛏️ Τα «Χαντάκια του Διαβόλου» (“Devil's Dykes”) δεν «προστατεύαν τους Ιαζύγες», αλλά κρατούσαν ασφαλή την Τρανσυλβανία από αυτούς!
Ομφάλιος λώρος μεταξύ της Αυτοκρατορίας και της ανακτηθείσας Δακίας υπήρξε η περιοχή των Σιδηρών Πυλών (όπου βρίσκονταν και η Γέφυρα του Τραϊανού, μήκους 1135 μέτρων, κατασκευασμένη από τον Απολλόδωρο τον Δαμασκηνό, αλλά κατεστραμμένη από τον Αυτοκράτορα Αυρηλιανό γι'αμυντικούς λόγους από το 270), σε μιαν εποχή υπεροχής κοινωνιών από ιππείς-πολεμιστές σε όλες τις πεδιάδες της Ανατολικής Ευρώπης (όπως στην Παννονία και την Υπερδανούβια Βλαχία). Αν και ο Κωνσταντίνος επεκτείνεται και στα πεδινά το 328, ανατολικότερα, φτιάχνει και αυτός γέφυρα για την εδραίωση της Ρωμαϊκής αρχής και στην κατοπινή Ολτενία (Δυτική Βλαχία). Η δική του έχει μήκος 2437 μέτρα, και μάλλον κατασκευάζεται από τον Πατρίκιο Θεόφιλο, ανθύπατος και κυαίστωρ.
Εκτοπιζόμενοι από τους Αβαρο-Σλάβους επιδρομείς (7ος - 9ος αι μ.Χ), αυτοί οι Βλάχοι εγκαταλείπουν τις κατά τόπους πατρίδες τους (κυρίως βέβαια η σημ. Σερβία & Βοϊβοντίνα, δηλ. ο χώρος όπου [Θράκες] Δάκες πρόσφυγες και [Γαλάτες] Σκορδισκοι μετανάστες έχουν ήδη αναμειχθεί με ιθαγενείς, επικοινωνώντας όλοι μεταξύ τους μέσω της λατινικής, η Άνω Μοισία, γνωστή και ως Αυρηλιανή Δακία, ύστερα από την απώλεια της κανονικής Δακίας το 275 μ.Χ), και καταφεύγουν:
στις Διναρικές Άλπεις (όπου θα σχηματιστούν οι Ιστρο-Ρωμάνοι στην Ιστρία, οι διάσπαρτοι Δαλμάτες στο ομώνυμο αρχιπέλαγος, αλλά και οι Μορλάκοι, εκ του “Μαύροι Βλάχοι”),
στην Πίνδο, στον Γράμμο & την περιοχή των Λιμνών και τ'Άγραφα (οι Αρωμανέστοι ή Αρμανέστοι ή Αρουμάνοι ή Αρμάνοι),
στο Αιμιμόντο (Ρωμάνοι της Θράκης, της Μοισίας & του Παριστρίου),
στον θύλακα της Γευγελής (οι Μεγλενίτες, Μογλενίτες, επίσης Μεγλενο-Ρωμάνοι, Ραμάνοι, ή απλά Βλάσοι), και
στα Καρπάθια Όρη (οι Δακο-Ρουμάνοι και οι Μολδαβοί).
Ρωμανικές γλώσσες που εκλείπουν νωρίς..
Οι βλαχόφωνοι πολίτες της ημετέρας αυτοκρατορίας καμαρώναν ως Rōmānī ---> *Rumani ---> *Rmãnj ---> Armãnj/Αρμάνοι, όσο και οι ελληνόφωνοι πολίτες καμαρώναν ως Ῥωμαῖοι ---> Ρωμιοί.
Εννοείται ότι κάθε ομάδα καθ' ημάς λατινόφωνων, δηλαδή Βλάχων, δικαιούται της χρήσεως των προσδιορισμών «Ρωμαίος» και «Ρωμανία», πολύ περισσότερο από οιονδήποτε άλλο έθνος της περιοχής (Έλληνες, Ιλλυριοί, Ίσαυροι, Σύριοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Σλάβοι και ούτω καθ' εξής). Ακόμα και αν κάποιες ομάδες Βλάχων προδώσαν την γνήσια Ρωμανία, συμμετέχοντας σε ανταγωνιστικά κράτη όπως ήταν π.χ. συνήθως η Βουλγαρία, αξίζει να σημειωθεί ότι εξίσου προδοτική συμπεριφορά παρουσίαζαν κατά καιρούς π.χ. κι Έλληνες, όπως αυτοί που συνεισέφεραν στο μεγαλείο παρασιτικών κρατών όπως, τα αμιράτα της Κρήτης και της Σικελίας, το σουλτανάτο της Ρωμανίας, το ρηγάτο της Σικελίας, και τα εμιράτα των γαζήδων, περιλαμβανομένου και του ολέθριου οθωμανικού.
Εν πάση περιπτώσει, μια σημαντική δυναστεία της Βουλγαρίας ήταν ο οίκος Ασάν (1186- ··· -1280) που ιδρύθηκε από Βλαχο-Κουμάνους του Παριστρίου (απόγονοί τους, οι Μογλενίτες!). Εκτός των προσωπικών τους ικανοτήτων, η επιτυχία των αδελφών Ασάν έγγυται και στο γεγονός ότι μοίρασαν κρατικές γαίες ως “πρόνοιες”, εφαρμόζοντας το σοσιαλειδές, αλλά βραχύβιο, σύστημα του Βασιλείου Β΄ του Πορφυρογέννητου, κατά το οποίο στηρίζονται οι φτωχοί αγρότες, αλλά συνάμα ανανεώνεται και το φρόνημα του μάχιμου δυναμικού.
Όμως άλλοι σπουδαίοι Βλάχοι συντάχτηκαν με τον Ελληνισμό. Όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός από την Μικροβλαχία (= Κιουτσούκ Βαλαχί, Κουτσοβλαχία, δηλαδή η περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, Ευρυτανίας και Λοκρίδας), και ο Ρήγας Φεραίος από την Μεγαλοβλαχία (Θεσσαλία & Φθιώτιδα), που επέλεξαν να στηρίξουν την ελληνική γλώσσα εις βάρος της ιθαγενούς τους λαλιάς, έτσι ώστε να συσπειρωθεί & να ενισχυθεί η Ρωμιοσύνη.
Βέβαια τα Βαλκάνια είναι διάσπαρτα από Βλαχίες χώρες, είτε οι κάτοικοί τους ομιλούν ακόμα λατινική λαλιά, είτε όχι. Η Ελλάδα περιέχει κάμποσες Βλαχίες. Μερικές φορές, ακόμα και η Ήπειρος αποκαλούνταν και Άνω Βλαχία. Ονομαστή πόλη αυτής της Βλαχίας ήταν η Μοσχόπολη ή Βοσκόπολη, ένα σφριγηλό, κάποτε, προπύργιο του λαού των Αρωμανέστων ή Αρμάνων, εντός της σημ. Αλβανίας. Άλλα περίφημα κέντρα τους, είναι το Μέτσοβο, η Αυλώνα, το Φίερι και η Κορυτσά. Όμως, πραγματικά πανίσχυρη κατά τα προ-οθωμανικά χρόνια, είχε γίνει η Λευκή Βλαχία, επίσης «Βλαχία του Παριστρίου, ή της Μοισίας», η πατρίδα του οίκου Ασάν, στον βορρά της σημερινής Βουλγαρίας.
Κατά την διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, ορισμένες κοινότητες Βλάχων προσχωρούν στο μιλλέτι των Μουσουλμάνων, αν και συνεχίζουν να ομιλούν νεολατινικά και -δευτερευόντως- νεοελληνικά: Ονομάζονται Βαλαάδες, Βαλαχάδες, Βαλαχιλάρ.
Υπήρξαν ακόμα η Μαύρη Βλαχία (--> Μορλακία), η Μοραβική Βλαχία (Μορασκο) στην Τσεχία, η Βλαχία του Σιρμίου, στις όχθες του π. Σάβα, και κοντά σε αυτήν εκτείνονταν η Δευραλπική Βλαχία, ανάμεσα στην Σερβία και την Ρουμανία, όπως και η Παλαιά Βλαχία ανάμεσα στην Βοσνία (Στάρα Βλάσκα) και την Σερβία (Στάρι Βλάχ, και Ρωμάνιγια Πλανίνα).
Βέβαια, η πολυπληθέστερη από τις Βλαχίες, βρίσκεται στην σημερινή Ρουμανία, και είναι η «πέραν του π. Δούναβη Βλαχία» ή «Μαυροβλαχία» για τους Έλληνες και τους Βούλγαρους, η «Τρανσαλπίνα Βαλλαχία» για τους Ούγγρους, κάποτε επίσης γνωστή και ως «Ουγγροβλαχία», που χωρίζονταν περαιτέρω σε Μικρή Βαλλαχία (το βανάτο του Σέβεριν) και στην κυρίως Βλαχία, Μαυροβλαχία, ή Βλάσκα, ή ακόμα και Τάρα Ρωμανεάσκα (= Ρωμανική Χώρα)!
Είναι η σημερινή Ρουμανία, που αν εξαιρεθεί ο -ταχέως εκσλαβισθείς- οίκος Ασάν (η κατεξοχήν βασιλεύουσα δυναστεία της 2ης Βουλγαρίας (1186-···-1280), που επίσης κυβέρνησε χώρες βόρεια του π. Δούναβη, μέχρι την μογγολική εισβολή), γεννιέται από Ρουμάνους αξιωματούχους στην υπηρεσία του ουγγρικού βασίλειου, όπως οι αδελφοί Λιτοβοϊ και Μπαρμπατ στην Ολτενία, ανάμεσα στην εισβολή των Κουμάνων και την πρώτη εισβολή των Μογγόλων. Περίπου την ίδια εποχή συμβαίνει και η θρυλική μετακίνηση του Ράντου Νέγρου (Radu Negru = Χάρης ο Μαύρος), που «με μεγάλο πλήθος» κατεβαίνει από την ουγγροκρατούμενη Τρανσυλβανία, και ιδρύει ανεξάρτητο κράτος στην Βλαχία, ορθόδοξο σε αντιπαράθεση με την -κατά καιρούς μισαλλόδοξα- ρωμαιοκαθολική Ουγγαρία.
Αλλά και η Μολδαβία (επίσης Μολδοβία ή Μολδούα), αποτελεί συστατική βλαχική χώρα της σημερινής Ρουμανίας. Για καιρό η Μολδόβα ονομάζονταν και Μπογδανία, εκ του Μπογδάν, ενός από τους πρώτους βοεβόδες της Μολδούας, Ορθόδοξος Βλάχος που επίσης αφίχθη από το βασίλειο της Ουγγαρίας. Τον Μεσαίωνα, η Μολδουία αποκαλούνταν και Μαυροβλαχία, όπως και Μολδοβλαχία, αν και η ονομασία αυτή εξελίχτηκε τελικά για τον από κοινού προσδιορισμό Μολδόβας και Βλάσκας. Αυτή η ενιαία Μολδοβλαχία ή Μπογδανοβλαχία είναι που τελικά κατέστη η σύγχρονη Ρουμανία ή Ρομανία, κατόπιν προσάρτησης της Τρανσυλβανίας, όπως και τμημάτων της Βουκοβίνας, της Ντομπρουτζάς και της Ρουθηνίας, ύστερα από τις εθνικές «αφυπνίσεις» του 19ου αι.
Παραδόξως οι νεολατινικές λαλιές του Νότου
προσιδιάζουν με την μολδαυική,
και όχι με την ρουμανική βλάχικη.
Αυτό που μένει να ειπωθεί για τους λατινόφωνους τους Βλάχους, είναι ότι εξ ορισμού δεν μπορούν να ειπωθούν «Έλληνες», ούτε ανήκουν στον «Ελληνισμό», έννοιες και οι δύο της Αρχαιότητας που αναστήθηκαν κατά την διάρκεια των εθνικών «αφυπνίσεων» του 19ου αι. Όμως οι Βλάχοι είναι οι κατεξοχήν «Ρωμαίοι», ή «Ρωμάνοι», ή «Ρωμιοί», ανήκουν στην «Ρωμιοσύνη», και αυτή η παρακαταθήκη είναι που τους ενώνει με τους υπολοίπους Νεοέλληνες, είτε αισθάνονται Έλληνες, είτε αισθάνονται Ρουμάνοι, είτε οτιδήποτε άλλο.