Ο Ρωμιός διοικητής των Κυθήρων για λογαριασμό της ρωμιο-βενετσιάνικης συγκυριαρχίας, παραδίδει θριαμβευτικά το νησί στην ελληνική Ρωμανία. Η νήσος της Αφροδίτης θα παραμείνει υπό αυτοκρατορική κυριαρχία, μέχρι την επιστροφή του οίκου των Βενιέρηδων, επίσης ρωμιο-βενετσιάνικου πλέον, όπως και το νησί τους.
Για να μην απειληθεί δυναστικά ο οίκος των Παλαιολόγων, η Ευδοξία Λασκαρίνα, δίνεται στον Προβηγγιανό κόμη του Βίντιμιλια, έναν σχετικά ασήμαντο Λατίνο φεουδάρχη, στην σφαίρα επιρροής της Γένουας (Γένοβα). Συγκεκριμένα, η ανήλικη κόρη του εκλιπόντος Ρωμαίου αυτοκράτορα, Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λάσκαρη, και της Βουλγάρας πριγκήπισσας, Ελένας Ασάνινας, η Ευδοξία Λασκαρίνα, νυμφεύεται τον κόμητα Γουλιέλμο Πέτρο ντε Βίντιμιλλε, αυθέντη της Τέντας & της Βρίγας (signore di Tenda & di la Briga).
Οι απόγονοί του ζεύγους, οι γόνοι του οίκου Λάσκαρις - Βίντιμιλλε, θα καταστούν πολυάριθμοι και με επιρροή στα ευρωπαϊκά πράγματα μέχρι τον 19ο αι, γαλλόφωνοι από κάποια στιγμή και μετά.
Με την σύναψη της συνθήκης του Νυμφαίου, οι σχέσεις της μεγαλοπρεπούς Ρωμανίας με την υπέροχη Γένουα (Genova superba) γίνονται ιδιαιτέρως εγκάρδιες. Στα πλαίσια της συνθήκης, μεταξύ άλλων, αποκλείεται η πρόσβαση Βενετών στην Μαύρη Θάλασσα, ενώ διευκολύνονται οι δραστηριότητες Γενοβέζων και Πιζανών.
Στην Δημοκρατία της Γένουας εκχωρείται η διαχείριση των εξής πόλεων-λιμένων:
Πέραν,
Σμύρνη,
Άμαστρις,
Σαμψώ (αρχ. Αμισός),
Κάφφα,
Βυτσίνα (Στις εκβολές του π. Δούναβη. Ήταν έδρα του Ορθοδόξου μητροπολίτου ΟυγγροΒλαχίας μέχρι το 1359, όταν ο αρχιεπίσκοπος Υάκυνθος μετακόμισε στην τότε πρωτεύουσα της Βλαχίας/Terra Aromanesti, Curtea de Argeș. Ενδεχομένως ίδια με την Ισαακία/Isaccea, ήτοι το αρχαίο Νοβιόδοῦνο),
Χιλία (Κίλια, στις εκβολές του π. Δούναβη),
Λυκόστομον,
Άσπρον (η αρχ. πόλη Τύρας, επίσης Ασπρόκαστρον, Άκκερμάν στην γκαγκαουζική, Μαυρόκαστρο & Μόνκαστρο για τους Γενοβέζους, Τσετάτεα Άλμπα στην ρουμανικη, και σήμερα Bilhorod στην ουκρανική),
το Άσπρον
ενώ στους εμπόρους της Γένουας παραχωρείται πλήρης εξκουσία ή εξκουσσεία, δηλαδή φορολογικές απαλλαγές (ατέλεια), εντός της Ρωμανίας.
Επιπλέον, ναυπηγείται στόλος 50 πλοίων με ρωμαϊκή χορηγία, αλλά με γενοβέζικη επάνδρωση, για την άμεση προστασία των θαλασσών από τις βενετσιάνικες καταδρομές. Γενουάτες πολίτες μπορούν να υπηρετήσουν στον αυτοκρατορικό στρατό, ενώ οι αυτοκρατορικές αρχές μπορούν να επιτάξουν οτιδήποτε γενοβέζικης κυριότητας βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας τους, σε περίπτωση ανάγκης. Με βάση την πόλη Κάφφα, παλαιό σύνορο, σύμφωνα με τα γραπτά του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου, ανάμεσα στους πιστούς στην Ρωμανία Χερσωνίτες, και τους ανεξάρτητους Βοσπορανούς ή Βοσπορίτες, η επιρροή των Γενουατών θα επεκταθεί βαθμιαία και στις περισσότερες από τις κτήσεις της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος στην Περατεία (Κριμαία).
Πάντως, πριν επικυρωθεί η συνθήκη, και ενώ ο στόλος των Βενετών που σταθμεύει στην Κωνσταντινούπολη, απουσιάζει σ'εκστρατεία στην εντός της Μαύρης Θαλάσσης Βιθυνία, για την κατάληψη της Δαφνουσίας, ευημερούσας πολιτείας οχυρωμένης επί της νήσου Θυνιάδος που κατέχεται από τους Γενουάτες, ο καίσαρ Αλέξιος Μελισσηνός, ο Στρατηγόπουλος, προσκαλείται από ντόπιους της Βασιλευούσης, προσεγγίζει κρυφά με δύναμη 1.000 ανδρών --Κουμάνων κυρίως-- και ελευθερώνει θριαμβευτικά την Βασιλεύουσα Πόλη, ενέργεια που κορυφώνεται με την καταστροφή της βενετσιάνικης γειτονιάς. Στην απελευθέρωση της Πόλης πρωτοστατεί ο πατήρ Λακέρας, που αρχικά κρύβει τους 1.000 πολεμιστές στην μονή Πηγής, εκτός των τειχών της Σταμπόλης. Στη συνέχεια, ο παπα-Λακέρας μπαίνει στην Πόλη, επικεφαλής καταδρομικής ομάδας μαχίμων ιερέων, που καταλαμβάνουν τμήμα των τειχών, και που έτσι καταφέρνουν και ανοίγουν τον δρόμο για τους χιλίους.
Ο τελευταίος Λατίνος αυτοκράτωρ, Βαλδουίνος Β΄ και ο υπαρχηγός του, Φίλιππος ντε Τουσί, είχαν ήδη υποθηκεύσει σε ιταλικές τράπεζες τα πάντα, ακόμα και τον ..διάδοχο, Φίλιππο ντε Κουρτεναί, στην προσπάθειά τους να μαζέψουν κεφάλαια για την προάσπιση του κράτους τους. Έτσι άδοξα, καταλύεται η προ πολλού χρεοκοπημένη λατινική αυτοκρατορία της Ρωμανίας.
Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος επωφελείται κι από αυτή την νίκη και ανακηρύσσεται βασιλεύς αυτοκράτωρ Ρωμαίων, εκθρονίζοντας και τυφλώνοντας τον νεαρό Ιωάννη Δ΄ Δούκα Λάσκαρη. Ο οικ. πατριάρχης Αρσένιος αντιδρά έντονα σε αυτή την ανόσια και αποτρόπαια πράξη. Έτσι σχηματίζονται οι Αρσενίτες, μια ομάδα υποστήριξης για τα θύματα και τους αδικημένους του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Οι περισσότεροι Αρσενίτες είναι ελεύθεροι αγρότες, κυρίως ακρίτες στα όχι και τόσο μακρινά πια σύνορα της Μικράς Ασίας, οι οποίοι βλέπουν τις περιουσίες τους να φορολογούνται βαριά από τον νέο αυτοκράτορα, για να συσσωρεύσει κεφάλαια για την επεκτατική του πολιτική στην Ευρώπη. Περιστασιακά βλέπουν τα ίδια τους τα κτήματα να χάνονται από τις αρπακτικές διαθέσεις μεγαλογαιοκτημόνων Δυνατών, οι οποίοι έχουν την στήριξη του Μιχαήλ Η΄, αφού κι ο ίδιος προέρχεται από την τάξη τους.
Οι αντιδράσεις των Αρσενιτών αντιμετωπίζονται με πρωτοφανή βιαιότητα που οδηγεί στην καταστροφή των ακριτών, με συνέπεια την οριστική αποδυνάμωση της ελληνικής Ασίας. Έτσι, γαζήδες, δηλαδή Μουσουλμάνοι ακρίτες μαχητές, αποσπασμένοι από τις ορδές (= στρατιές ιπποτοξοτών από την στέπα) του μογγολικού Ιλ Χανάτου, βρίσκουν την ευκαιρία, και προελαύνουν εντός του ασιατικού τομέα της Ρωμανίας των Παλαιολόγων. Σε λίγα χρόνια αυτοί οι Τούρκοι νεοφώτιστοι θα ιδρύσουν δυναμικά εμιράτα γαζήδων σε ολόκληρη την Μικρά Ασία, όλα υπό την προστασία του προσεχώς εξισλαμισθέντος Ιλ Χανάτου, κράτη όπως τα ακόλουθα:
Μεντεσέ (1261-1426), στην Καρία – οίκος: Μεντεσέ Ογκιουλαρί – Έδρα: Παλάτια, Μίλας <-- Μύλασα
Γερμιγιάν: Με έδρες την Γερμιγιάν και την Κιουτάχεια <-- Κοτυαίον. Ως επαρχία του μογγολικού Ιλ Χανάτου, συντονιστική για την προς Δυσμάς επέκταση, και ως εκ τούτου αενάως ηγεμονική ως προς τα γειτονικά της εμιράτα, η Γερμιγιάν θ' αποτελέσει απ'τους πρώτους αντικειμενικούς στόχους της επεκτατικότητας των Οθωμανών μπέηδων.)
Τζαντάρ ή Ισφεντιγιαρίδες: με έδρα στο Εφλανί το διάστημα 1292-1309, την Κασταμονή το 1309-98, την Σινώπη το 1398-1461. Ιδρύεται το 1292 από τον Ντεμίρ Γιαμάν Τζαντάρ, τζαντάρη στην αυλή των τελευταίων Σελτζούκων σουλτάνων. Εντασσόμενοι στην πάγια υπηρεσία του οίκου των Οσμανλάρ, ο οίκος των Τσαντάρ θα επιβιώσει και από την οθωμανική εξάπλωση (1341->1402), και από τονΕμφύλιο των Αδελφών (1402->21), υπηρετώντας τους Οθωμανούς. Με τα χρόνια ο οίκος θα χωριστεί σε τρεις κλάδους:
μπαϊράκι των τζανταρλήδων Ισφεντιάρογλου
Κασταμονού (η prestigious πατρίδα του οίκου των Κομνηνών)
Ισφεντιάρ (ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του ιρανικού ήρωα, Ισφαντιάρ, επίσης Σφενταδάτη)
Περβάνε (ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Μουϊναλντίν Σουλεϊμάν του Πεταλούδα, Τούρκου αξιωματούχου που πρόδωσε τους Σελτζούκους αφέντες του, συνεργαζόμενος με τους Μογγόλους κατακτητές το 1265) – έδρα: Σινώπη,
Τσάνικ – δυναστεία Τούρκων νομάδων στην περιοχή των Κοτυώρων
Άνκαρα,
Αχιλέρ – συντεχνιακή δημοκρατία (guild republic) που σχηματίζεται επί της δυτικής μεθορίου του σουλτανάτου την εποχή της Μογγολοκρατίας. Ύστερα από σύντομη αυτοτέλεια, οι αξιωματούχοι αυτού του κράτους θα ενσωματωθούν στην δημόσια διοίκηση των Οθωμανών, σταδιακώς από το 1354 κι εξής.
Σαχίπ Ατά (1290-1341), στην Πισιδία με έδρα στο Αφυόν Καραχισάρ (<-- Ακροϊνόν, πάντως η σημερινή ονομασία μεταφράζεται ως το Μαύρο Φρούριο του Όπιου) και με ιδρυτές τους Σαχιπατά Ογκιουλαρί, γιους του μεγάλου βεζύρη του ρωμέικου σουλτανάτου Φαχραλντίν Αλή, γνωστοτερου ως Σαχίμπ Ατά (= "αφέντης μπαμπάς", 1277-88). Ιδρύεται το 1275, και προσαρτάται από το Γερμιγιάν το 1341.
Ερσέφ, στην Πισιδία
Χαμίτ (1316-), στην Πισιδία με έδρα το Εγκριτιρ <-- Ακρωτήρι, του οίκου Χαμίτ.
Τεκκέ (1327-1423) επίσης κλάδου του οίκου των Χαμίτ Ογκιουλαρί,
Καρασί: Ιδρύεται από τον οίκο Σαρουχαν πέραν από την μεθόριο του καταρρέοντος σουλτανάτου την δεκαετία του 1270, στις κοιλάδες των π. Έρμου και Μαιάνδρου με διαδοχικές έδρες την Μπεργάμα <-- Πέργαμος, την Μανίσα <--Μαγνησία, και το Μπαλικεσίρ <-- Παλαιόκαστρον (επίσης γνωστό και ως Καρεσί). Το Καρασί είναι το πρώτο γαζί-εμιράτο που θα προσαρτηθεί από τους Οθωμανούς. Στη συνέχεια όμως, ο κυβερνών οίκος των Σαρουχάν, όσο και ο ιθαγενής ρωμέηκος οίκος των Ουρανών, θα υπηρετήσουν πειθήνια το νέο σουλτανάτο που θα προκύψει, αυτό των Οσμανλιδών.
Αϊντίν: ο οίκος Αηντόν Ογκιουλαρί στην κλασική Ιωνία, κοιλάδα π. Έρμου: με έδρα αρχικώς το Αϊντίνι <-- Τράλλεις, ύστερα το Μπιργί <-- Πυργί, μετά την Εφές <-- Έφεσος, και την τέλος την Ισμίρ <--Σμύρνη
Οσμανλί ή Σογούτ – αρχικά στο βορειοανατολικό άκρο του Θέματος του Οψικίου (ανάμεσα στις αρχ. χώρες Αββρετηνή & Φρυγία Επίκτητο) –ογούζικος ορτάς (= ορδή, στρατιά ιπποτοξοτών από την στέπα), δύναμης 400 ανδρών, που έχοντας εγκατασταθεί βαθιά εντός της ρωμέικης επικράτειας, ήδη από τα τέλη του 13ου αι, στην υπηρεσία των Σαρουχάν του Καρεσί εμιράτου, ανεξαρτοποιείται το 1288, αφού πρώτα απορροφά και τρεις επιπλέον ορτάδες μερικώς ιθαγενούς προέλευσης:
i. Εσκεντερρούμ ("οι Ρωμιοί του Εσκέντερ", ήτοι "...του Αλεξάνδρου"), ορτάς με δράση βορείως από τ' οσμανλίδικο πυρήνα της φυλής Σογούτ,
ii. Εσκί Σεχίρ (= Παλαιόπολη, το τουρκικό όνομα του Δορυλαίου), ορτάς με δράση ανατολικώς από τ' οσμανλίδικο πυρήνα των Σογουτλάρ,
iii. Κονυαλί (εξ Ικονίου, από Κόνυα, την ένδοξη έδρα του Θέματος των Ανατολικών, και του σουλτανάτου της Ρωμανίας), ορτάς με δράση νοτίως από τ' οσμανλίδικο πυρήνα των Σογουτλάρ.
Ερέτνα: οϊγουρικος οίκος στην Καππαδοκία με ιδρυτή τον ιδρυτή τον Ουιγούρ Τούρκο πολέμαρχο, Αλααντίν Ερέτνα, (1340-1381 [έως το 1399 (οπότε και προσαρτάται από τους Ακ Κογιουνλού), με άλλη δυναστεία]. Ο Αλλααντίν Ερέτνα υπήρξε υφιστάμενος του Μογγόλου αρμοστή της Ανατολίας Ντεμίρ Τας, στη συνέχεια συνεπής αξιωματούχος του μογγολικού Ιλ Χανάτου, και όταν αυτό εκλείπει το 1335, γίνεται συνεργάτης του επιγόνου Τζομπάν και των γιων του για λίγα χρόνια ακόμα.
το έμβλημα της Σεβάστειας, από άτλα του 1375
έδρες των Ερέτνα:
Σίβας (<-- Σεβάστεια),
Καϊσερί (<--Καισάρεια),
Τοκάτ (<-- Ευδοκία, Ευδοκειάς, Δόκεια), και
Αμάσυα (<-- Αμάσεια, η αρχαία έδρα του Πόντου, πριν μεταφερθεί στην Σινώπη, από τον Μιθραδάτη Στ’ του Ευπάτωρος)
το έμβλημα των Μαγυάρων & της Ουγγαρίας
Αντιθέτως με την μογγολική προέλαση στις ισλαμικές Χορασμία, Χωρασάν, Περσία, Ανατολία, και τις χριστιανικές Βλάντιμιρ-Σουζντάλ, Νόβγκοροντ, Γαλικία και Βολυνία, Βουλγαρία κλπ, στην αδελφή Ουγγαρία, ο βασιλιάς Μπέλος Δ΄ αποκρούει με επιτυχία τους Μογγόλους της Μπλε Ορδής που επιχειρούν να επαναλάβουν την κατάκτηση της χώρας, έχοντας μεριμνήσει για το κτίσιμο πυκνού δικτύου οχυρωματικών έργων.
το ρηγάτο της Ουγγαρίας
Στην Αίγυπτο, οι Μαμελούκοι αναβιώνουν τύποις το χαλιφάτο των Αββασιδών, για να εδραιώσουν το κύρος τους στην Γη της Υποταγής (Μπιλάντ αλ Ισλάμ), ένα καθεστώς που θα ανατραπεί με την υποταγή της Αιγύπτου (Μισίρι) στους Οθωμανούς το 1517, όταν ο Σελίμ Α΄ ο Βάναυσος (Γιαβούζ), ο σουλτάνος των Οθωμανών, θα παραμερίσει τον οίκο των Αββασιδών και θα υιοθετήσει για την δυναστεία του και τον τίτλο του χαλίφη, δηλαδή του θρησκευτικού ηγέτη των (Σουνιτών) Μουσουλμάνων.
Ο ρήγας της Αγγλίας, Ερρίκος Γ΄, ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων από τους βαρώνους της επικράτειάς του, όταν αποκαθιστά πλήρως τις εξουσίες του με παπική βούλα. Εν τούτοις, ο Ερρίκος Γ΄ επιβάλλει την θέληση του, ελέω Θεού, δηλαδή με την στήριξη του πάπα Αλεξάνδρου Δ΄, ενώ ο βασικός ηγέτης των βαρώνων, ο Φραγκο- Nορμαννός Σιμων Ε΄ του Μονφόρ, 6ος κόμης του Λέστερ / Leicester, εγκαταλείπει απογοητευμένος την χώρα.
Πεθαίνει ο πάπας Αλέξανδρος Δ΄, ένας ακόμα ορκισμένος εχθρός του αυτοκρατορικού οίκου των Χοενστάουφεν. Στην θέση του εκλέγεται ο Jacques Pantalιon, ως Ουρβανός Δ΄, ο πρώτος Φράγκος πάπας. Για να εναντιωθεί και αυτός στους απογόνους του «αντιχρίστου» Φρειδερίκου Β΄, ο Ουρβανός Δ΄ επιλέγει έναν δραστήριο ηγεμόνα για νέο «αθλητή του Χριστού», «υπέρμαχο της Πίστως», και ικανό αντίπαλο εναντίον των Γιβελίνων. Είναι ο πιστός, αλλά υπερβολικά φιλόδοξος, Κάρολος ο Ανδεγαυικός (ο Σαρλ ντ'Ανζού που θα προκαλέσει την σύντομη μα καταστροφική για την Χριστιανοσύνη Ανδεγαυική ώθηση προς Ανατολάς: [1266] 1271-1281 [1368].), ο δυναμικός αδελφός του ευσεβεστάτου ρήγα της Φραγκίας, Λουδοβίκου Ζ΄ του Αγίου.
Ιταλός μοναχός, μέλος του Τάγματος των Φραγκισκανών, καταξιωμένος ύστερα από σπουδές σε Νάπολη, Κολωνία και Παρίσι, ο Θωμάς Ακινάτης (1225-74) διορίζεται φέτος «αυλικός διδάσκαλος», στην Αγία Έδρα του πάπα Ουρβανού Δ'.
Η πρωτοτυπία του Θωμά Ακινάτου για το ευρωπαϊκό κατεστημένο, έγγυται στο ότι αντιμετωπίζει την Θεολογία ως επιστήμη, φιλοσοφικά, και όχι ως την αλήθεια του Θεού, δογματικά, όπως συνέβαινε από την εποχή του Αγίου Αυγουστίνου. Σύμφωνα με τον Ακινάτη, ο θεολογικός στοχασμός μπορεί να φτάσει σε αλήθειες, μη-αυταπόδειχτες στις Γραφές, χάριν στην αριστοτελική Λογική, αν και ξεκινώντας πάντα -βέβαια- από τα δεδομένα της Θείας Αποκάλυψης, τα οποία γίνονται αποδεκτά αξιωματικά, μέσω της Πίστης. Ο Ακινάτης θεωρεί ότι ο Ορθός Λόγος (Common Sense) και η Πίστη δεν δύνανται να αντιφάσκουν, γιατί έχουν κοινή καταγωγή, προέλευση θεία. Όμως έτσι, και σε αντίθεση με την αυτόνομη θεώρηση της Φιλοσοφίας από τον Αβερρόη, ο Ακινάτης δεν αποδέχεται την αυτοτέλεια της κοσμικής Διανόησης. Αυτή η σύλληψη του Θωμά Ακινάτου, γνωστή ως Θωμισμός, υποστηρίζει την εξατομικευμένη νοητική πράξη και κατά συνέπεια την ατομική αθανασία. Έτσι έρχεται σε αντίθεση με τον Αβερόη, που πίστευε ότι η δυνατή Γνώση είναι ουσία μοναδική, όσο και κοινή για όλους τους ανθρώπους (ανεξαρτήτως θρησκεύματος, φυλής, αίματος, και τριβαλικού ψέματος). Θεμελιακή, επίσης, είναι η θεωρία του Ακινάτη για την ουσιαστική ενότητα της Ύλης, συνυφασμένη με την ιδέα της εξατομίκευσης. Γι'αυτό και τα δημιουργημένα όντα τα θεωρεί συνθέσεις Ύλης και Μορφής. Π.χ. οι άγγελοι είναι όντα με μορφή, αλλά δίχως ύλη! Το όλον έργο του Θωμά Ακινάτη, τον καθιστά εκφραστή του Σχολαστικισμού, ενός συγκερασμού του Χριστιανισμού με ιδέες του Αριστοτέλους, που επικρατεί στην Θεολογία της Δύσεως κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα.