Αντιθέτως με ό,τι κοινώς νομίζεται, η Ομοφυλοφιλία δεν υπήρξε παντελώς κατακριτέα, τον Μεσαίωνα. Ήταν «ήξεις αφίξεις ου...», όπως και κατά την διάρκεια της Αρχαιότητας άλλωστε, όπου ακόμα και πριν από την ευρύτερη εδραίωση της Ομοφυλοφιλίας κατά την διάρκεια της Κλασικής Εποχής (510-323[400] πΧ), καταγράφεται ενίοτε και σκανδαλοθηρικά και η προγενέστερη ύπαρξή της, πχ τόσο στο έργο της ποιήτριας απ'την Λέσβο που εξυμνείται μέχρι σήμερα, όσο πχ και στα φολκλόρ έθιμα μυήσεως των νεανιών στις περιοχές των Ετεοκρητών (όρος Δίκτυ, και πόλεις Πραισός και Δρήρος).
από τούτους εδώ τους οπλίτες του Βοσπορανού Βασιλείου με τις κορινθιακές περικεφαλαίες, σ'επιτάφιον στήλη του τρίτου τετάρτου του 4ου αι πΧ, που έχει βρεθεί στην χερσόνησον Ταμάv, μέχρι τα ζεύγη των φαλαγγών της Θηβαϊκής Ηγεμονίας (378-362 πΧ. Εξού και Ιερός, ο Λόχος όπου γαλουχήθηκε και ο Φίλιππος Β' των Μακεδόνων, από Πελοπίδα και Παμμένη), μέχρι τους Γιαννίτσαρους, ή μέχρι και τα Τάγματα Εφόδου/ Sturmabteilung/ SA του Έρνστ Ρεμ και τους οψίμους λάτρεις του Stahlhelm, ο υπέρμετρος μιλιταρισμός, ο αντρίκειος, αναγκαστικώς καταλήγει πρωτίστως σε κουλτούρα βιασμών, αλλά και σ'έτερο επίπεδο, οδηγεί και στην εδραίωση της αντρικής ομοφυλοφιλίας.
Έτσι και κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, υπέρ των Αγίων Σεργίου & Βάκχου, του Κυρίου δεηθώμεν, με περικαλλείς ναούς σε Σταμπόλη και Κάιρο, και ο νοών νοείτω!
με μανιάκες (= περιδέραια -διακριτικά βαθμού
για τους αξιωματικούς του Ρωμαϊκού Ιππικού),
ιππεύοντες, όπως και κραδαίνοντας βάνδον
με τον Σταυρό της Αναστάσεως
οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος,
Χριστιανοί καβαλάρηδες, 17ος αι
Τέμπλαροι ιππεύοντας κατά ζυγόν: φημισμένο ζέυγος Ναϊτών Ιπποτών
η ιστορία των οποίων λειτούργησε ως στρατολογικός μύθος του Τάγματός τους
Η ομοφυλοφιλία, και μάλιστα με τον προσδιορισμό "σοδομισμός", υπήρξε μιαν από τις πολλές κατηγορίες εις βάρος των Ναϊτών Ιπποτών, των Τέμπλαρων, κατά την διάρκεια της δίωξής τους, λόγω της κακοβουλίας και της απληστίας του ρήγα των Φράγκων, Φιλίππου Δ'.
αναχρονιστική απεικόνιση των δυο ισχυρών ανδρών
της Α' Τριανδρίας,
των Πομπηίου και -πανηδονιστού- Ιουλίου Καίσαρος,
ως ζεύγος αλφά και βητά, από αναγεννησιακή τοιχογραφία του 1414 στο Δημόσιο Παλάτσο της πόλης-κράτους Σιένα
Το αυτό ισχύει και για τον Κόσμο του Ισλάμ, βέβαια. Σχετικώς με την ετυμολογία της ελληνικής & τουρκικής λέξης "κωλομπαράς": Είναι ελληνογενής, από τους Νεώτερους Χρόνους.
Η δήθεν ιρανική ετυμολογία είναι μάλλον άκυρη: γουλαμ + παρέ = αγοράκι + κομμάτια (= παρέ, κομμάτι = παρά, εξού και ο "παράς" ως νόμισμα/υποδιαίρεση για το Γρόσι <-- Denario Grosso).
O "γουλαμ/γουλουμ/γκουλαμ (= νεαρός άντρας, με αμφίσημη γοητεία, προσδιορισμένη και από την ισλαμική παράδοση, είτε ως υπηρέτης, είτε ως πολεμιστής)" είναι μια λέξη που προ πολλού είχε λάβει αμφιλεγόμενη, αλλά οπωσδήποτε και ζόρικη έννοια, γι'αυτό και ως "γουλαμ/γιλμαν (ghulam/ghilman)" νοούνται επίλεκτες έφιππες φρουρές, σε αποτελεσματική χρήση απ'άκρη σ'άκρη στα κράτη του ασιατικού τομέα του Ισλαμικού Κόσμου, ήδη από τον 9ο αι μ.Χ.
Έτσι, το γκουλάμ έχει διττή έννοια, εξίσου συγκεχυμένη, όσο περίπου ο αγγλικός όρος yeoman, και ο ελληνικός όρος παλληκάριον/παλικάρι (= νεαρός άντρας μαχητής, είτε ως γενναίος έφηβος, είτε ως άπειρος νεοσύλλεκτος, όπως βεβαιώνει και ο ιμπεράτωρ Λέων Στ' Σοφός στα Τακτικά του, όταν εφιστά την προσοχή στους στρατηγούς/αναγνώστες του, σχετικά με τον χειρισμό αμάχων μονάδων, όπως αποσκευές & παλληκάρια), αλλά και ο ρωμιοτουρκικός όρος λεβέντ (λεβέντες = μάχιμοι θαλασσινοί (πεζοναύτες, τρόπον τινά), που ενώ κυρίως θαλασσοδέρνονται, όταν απαιτείται από τις περιστάσεις, πολεμούν κιόλας: οι γενναίοι του Λεβάντε, όπου Λεβάντες αποτελεί την αόριστη ονομασία της θαλάσσιας περιοχής ανατολικά της Ελλάδας, δηλ. πρόκειται ακριβώς για την "Αερία" των Ελληνικών Μύθων).