Με τον θάνατο του βασιλέα αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού τον θρόνο αναλαμβάνει ο 11χρονος γιος του, ο Αλέξιος Β΄, υπό την κηδεμονία 12μελούς συμβουλίου μ' επικεφαλής τον οικουμενικό πατριάρχη Θεοδόσιο Βοραδειώτη. Όμως ο πατριάρχης παραμερίζεται από την μητέρα του μικρού, 2η σύζυγο του Μανουήλ, αλλά και την «ομορφότερη γυναίκα της εποχής της», την Μαρία του Πουατιέ (κόρη της Κωνσταντίας de Hauteville, Νορμαννής ηγεμόνισσας της Αντιοχείας, από τον 1ο σύζυγό της, τον ατυχή Φράγκο σεβαλιέ, ήτοι Γάλλο ιππότη, τον Ραϊμόνδο de Poitiers) η οποία αναλαμβάνει την εξουσία με την στήριξη του θετού ανηψιού, αλλά και εραστή της, του πρωτοσεβάστου & πρωτοβεστιαρίου Αλεξίου Κομνηνού, με την αρωγή δυνάμεων από Ιταλούς και Γεωργιανούς, αλλά και με την αγάπη του λαού της Κ/πόλεως, αρχικά τουλάχιστον.
Αξίζει να σημειωθεί ότι χάριν αυτής της όμορφης Φραγκο-Ιταλο-Νορμαννής πριγκηποπούλας Μαρίας, ο Μανουήλ είχε ψυχρανθεί με τον οκκιτανικό οίκο Φρεντελον που όριζε τα κομιτάτα, δηλαδή τις κομητείες της Τουλούζης (στην Γαλλία) και της Τριπόλεως (στον Λεβάντε), με επιρροή στο σύνολο των Χριστιανών βαρώνων του Λεβάντε, δηλαδή των απογόνων των «Λατίνων αρχόντων» που συμμετείχαν στις δύο πρώτες σταυροφορίες.
Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ είχε προϋπάρξει σύζυγος αλλοδόξου ξένης, και συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 1146-59 υπήρξε νυμφευμένος με την Ειρήνη, Γερμανίδα τω έθνος, γεννημένη Μπέρθα, αδελφή του Βαυαρού άρχοντα Γεμπχάρδου Γ', κόμητος του Σούλτσμπαχ, αλλά και αδελφή της Γερτρούδης, συζύγου του ιμπεράτορα της Γερμανίας, Κορράδου Γ' των Χοενστάουφεν (1138–52).
Το 1160, ενάμισι έτος ύστερα από τον θάνατο της αυτοκρατόρισσας Ειρήνης, αποστέλλεται πρεσβεία από την Κωνσταντινούπολη στους λατινοκρατούμενους Αγίους Τόπους (Outremer ή Λεβάντες) για να επιλέξει κάποια από τις λεβαντίνες αριστοκράτισσες ως νέα σύζυγο για τον χηρεύσαντα αυτοκράτορα. Η διπλωματική αποστολή αποτελούνταν απ' τον Ιωάννη Κοντοστέφανο, τον δραγομάνο Θεοφύλακτο και τον ακόλουθο της φρουράς των Βαράγγων, Βασίλη Καματερό. Ύστερα από σχετική περιοδεία στον Λεβάντε, οι πρέσβεις προτίμησαν την Μαρία ως ομορφότερη, αν και από το ήδη υποτελές νορμαννικό πριγκηπάτο της Αντιοχείας, παρά την κατά τι λιγότερο όμορφη, αλλά με πολύ πιο μεγάλη επιρροή, Μελισάνθη, κόρη του κόμητα της Τριπόλεως, Ραϊμόνδου Β΄, και ανεψιά της βασίλισσας της Ιερουσαλήμ, Μελισάνθης λε Μπουργκ.
Ουσιαστική αιτία της πραγματικά κακής αυτής επιλογής αποτελεί μάλλον η υπερπροσπάθεια της μητέρας της Μαρίας, της Κωνσταντίας ντε Χωτβίλ, έκπτωτης ηγεμόνισσας που ορθώς υπολόγισε στη στήριξη του μελλοντικού γαμπρού της, για ν’ανακτήσει την εξουσία στο πριγκηπάτο της Αντιοχείας. Παρόλο που το άστοχο αυτό συνοικέσιο είχε προκαλέσει τότε την οργή των λεβαντίνων αρχόντων, με τον κόμητα Ραϊμόνδο Β΄ να εξαπολύει, ως αντίποινα, επίθεση εναντίον της Κύπρου, εν τούτοις η Μαρία της Αντιοχείας συνοδεύτηκε έως την Κ/πολη από τον Αλέξιο Βρυέννιο Κομνηνό (γιος της Άννας Κομνηνής και του Νικηφόρου Βρυέννιου του Νεώτερου) και τον έπαρχο της Κ/πόλεως, Ιωάννη Καματερό, και παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Μανουήλ σε μεγαλοπρεπή τελετή, χοροστατούντων 3 Ρωμιών πατριαρχών (1161).
Κατά την πρώτη αποστολή προς τις πριγκιποπούλες του Λεβάντε, την διερευνητική (1160-61), στο επιτελείο του άρχοντα Κοντοστεφάνου περιλαμβάνεται και ο Κωνσταντίνος Μανασσής, που θα μείνει αργότερα γνωστός κυρίως για το πόνημά του, «Σύνοψις Χρονική». Αποτελεί χρονογράφημα έμμετρο, σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Πρόκειται για ιστορική καταγραφή από δημιουργίας Κόσμου, έως το 1078, ένα εγχείρημα αξιοσημείωτα δημοφιλές, παρά την στενή ιστορική αντίληψη του συγγραφέα, και την γενικότερα περιορισμένη σημασία του έργου, όντας απαύγασμα προσωπικού σχολιασμού του Μανασσή για συγκεκριμένα ιστορικά στιγμιότυπα. Όμως, όπως και ολόκληρη η οικογένεια των Κοντοστεφάνων, έτσι και ο υφιστάμενός της, ο Μανασσής αποτελεί προστατευόμενο της Ειρήνης Διπλοσυναδινής, συζύγου του σεβαστοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού, πιστού αδελφού του αυτοκράτορα Μανουήλ.
Μαζί με τους μεικτού [χριστιανικού] δόγματος γάμους, ο Μανουήλ έχει εδραιώσει και την εισαγωγή δυτικοτρόπων αθλημάτων όπως:
η τζόστρα ή κονταρομαχία ή ξυλοκονταρία, έφιππος μονομαχία μεταξύ δύο κονταράτων ιππέων
ο τορνεμές, μαζικότερη σύρραξη κονταράτων καβαλάρηδων, προς τέρψιν του κοινού
Για τζόστρες και τορνεμέδες/τορναμέντα, το φιλοθέαμον κοινό μεταβαίνει είτε στον Ιππόδρομο, είτε σε πιο φαρδύ γήπεδο, το Τζυκανιστήριον/Τζυγανιστήρι, όπου εδώ και οκτακόσια χρόνια παρακολουθούσε παρελάσεις, λιτανείες, και τζυκάνιον/τζουγάνι/έφιππο πόλο (περσικό άθλημα). Άλλα αθλήματα που ίσως διεξάγονται εκεί, είναι η ελαιοπάλη (ελληνορωμαϊκή πάλη με λαδωμένους πεχλιβανήδες = πρωταθλητές, συμφώνως με ιρανική ορολογία από την εποχή των Αρσακιδών. Γιατί επίσης πρόκειται για περσικό άθλημα, αν και με απώτερη προέλευση από τον Αθλητισμό της Αρχαιότητας μέσα από τους θεσμούς των ελλην[ιστ]ικών πόλεων του Ιρανικού Κόσμου τις οποίες κυβερνούσαν για αιώνες οι φιλέλληνες Αρσακίδες: 239 πΧ - 224 μΧ), μα ενδεχομένως και όσα ξεχασμένα αθλήματα καταγράφεται ότι διεξάγονται πχ στο αρχοντάτο -και λίαν συντόμως φραγκικό ρηγάτο- της Κύπρου, και συγκεκριμένα:
η κλωτσάτα/κλοτσάτα (πολεμική τέχνη με ..κλωτσιές, προφανώς)
το Διτζίμιν (Ρίψη ογκολίθου)
η Ιππασία,
το Κηρύττιν,
το Παίξιμον του Μαχαιριού,
το Παίξιμον του Δρεπανιού,
το Πάλληωμα (Τζούντο;),
ο Πάτσος Κλώτσος (Τάι Μποξ;),
το Ρίψιμον Πέτρας (Σφαιροβολία, Σφυροβολία;),
η Συντροόλα Σαΐτα (Σκοποβολή με τζάγρα;),
το Τρέξιμον,
τα Τριάππηδκια (Τριπλούν Άλμα).
το χρυσέρυθρον οικόσημο
των Φρέντελον / Fredelon κομήτων της οκκιτανικής Τουλούζης και της συριακής Τριπόλεως
Αντιθέτως με ό,τι νομίζεται, ανέπτυξε και η Ρωμανία οικόσημα, όπως τα δυτικοευρωπαϊκά Coat-of-Arms, με Heraldry, και με Blazon, ήτοι η τυποποιημένη περιγραφή των οικοσήμων αυτών. Μάλιστα η Εραλδική αποτύπωση των αριστοκρατικών οίκων εμφανίζεται πολύ συγκεκριμένα κατά την διάρκεια του 12ου αι, ανάμεσα στην Πρώτη και την Τρίτη Σταυροφορία, και ακριβώς λόγω της επαφής των βασιλέων και των βαρώνων τους με τους Κομνηνούς αυτοκράτορες και την οικογενειακή τους ευνοιοκρατία (με το ευρύτερο φαγανό σόι των Κομνηνών ν'αποτελεί έναν αστερισμό από π.χ Δούκες, Αγγέλους, Δαλασσηνούς, Βρυέννιους, Δοκειανούς, Μελισσηνούς, Παλαιολόγους, Αργυρούς, Βοτανειάτες, Μπαγρατιόνι, Ανζού/Σαντωτάν, Πουατιέ/Ραμνουλφίδες, και Άλταβιλλα/Χωτβίλ).
το ερυθρόχρυσον οικόσημο
του Μπάλιαν/Balian d' Ibelin (έζησε 1143-1193†)
το οικόσημο του θρακιώτικου οίκου των Βρανάδων, που αποτελείται από την πορφυρή παντιέρα, περιστοιχίζουσα το έμβλημα της Άννας της Φράγκας, δηλαδή το οικόσημο των Καπέτων, των Βαλουά (που μειώνουν τα κρινάκια σε τρία), και των Βουρβώνων (που επαναφέρουν τα πολλά κρινάκια, μα μεταβάλλουν και το χρώμα πεδίου, ήτοι το φόντο, από μπλε σε λευκό) και εθνόσημο των Γάλλων πριν από την Γαλλική Επανάσταση. Συμφώνως των εραλδικών κανόνων, η εν λόγω σύνθεση οικοσήμου σημαίνει ότι ο Βρανάς διεκδικεί το κύρος των Καπέτων μέσω του γάμου του με την Αγνή/Άννα: inescutcheon of pretence, representing his claim to the Capets' lineage by right of marriage to empress Agnes/Anna.
Στο Λεβάντε, ο ρήγας της Ιερουσαλήμ, Βαλδουίνος Δ' ο Λεπρός, παντρεύει φέτος (1180) την αδελφή του, Σίβυλλα, με τον Γουίδο (Γκυ), αδελφό του κοννοσταύλου (--> constable) Αμαλαρίχου (Αμορύ), εκ του φραγκικού οίκου Λουζινιάν. Όπως ο γάμος της Νορμαννής πριγκηποπούλας Μαρίας με τον αυτοκράτορα Μανουήλ θ'αποσταθεροποιήσει την αίγλη της Ρωμιοσύνης ανά τους Αγίους Τόπους, έτσι και αυτό το συνοικέσιο, της βασίλισσας Σίβυλλας με τον Γκυ ντε Λουζινιάν θ'αποδειχτεί ολέθριο για την μακροημέρευση της ισχύος των Λεβαντίνων Χριστιανών στην ευρύτερη περιοχή. Από το 1177, η Σίβυλλα είναι χήρα του κόμητος Ιόππης και Ασκαλώνος, Γουλιάλμου Λογγασπάθα (Γουλιέλμος ο ΜακρυΣπάθης, εκ του Μομφερρατικού οίκου ντ' Αλεράμιτσι, με κάμποσα αδέλφια του να ευημερούν ως αξιωματούχοι της Ρωμανίας, στην Κωνσταντινούπολη), και κηδεμόνας του νεογέννητου παιδιού τους, Βαλδουΐνου Ε' του Μομφερρατικού, τον οποίο και θα καταστήσει συμβασιλέα του ο Λεπρός το 1183, όταν θα γίνει αισθητή η φαυλότητα του Γουίδου των Λουζινιάν. Ο οποίος Λουζινιάν θα προκαλέσει καταστροφική γεωπολιτική αποσταθεροποίηση των Ιεροσολύμων όταν όντως θ'αναλάβει την βασιλεία (1186-1190). Το φημισμένο Outremer, ήτοι ο Λατινικός Λεβάντες, θα συντριβεί το 1187, από την ολοκληρωτική σύγκρουση του μωρού Λουζινιάν και του γενοκτόνου Ραϊνάλδου (Ρεϊνάλδος του Σατιγιόν / Renaud de Châtillon, πρώην πρίγκηπας της Αντιοχείας και νυν κύρις της Υπεριορδανίας/Oultrejordain), με τον ικανό Κούρδο ηγέτη της ισλαμικής Εγγύς Ανατολής, Σαλαδίνο.
Η Σίβυλλα ([1185]1186-1190†), κόρη της Αγνής ντε Κουρτεναί και του βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Αμορύ ντ'Ανζού / Αμαλαρίχου του Ανδεγαυικού (1163-1174†),
και θετή κόρη της Β' συζύγου του Αμορύ, Μαρίας Κομνηνής, και του Μπάλιαν της Ίμπελιν. Εκτός από αυτήν θα βασιλέψουν και τ'αδέλφια της, Ισαβέλλα (1190-1205†), και Βαλδουϊνος Δ' ο Λεπρός (1174-1185†), και ο γιος της από τον μακαρίτη τον πρώτο της άντρα, Γουλιάλμο Μακρυσπάθα τον Μομφερρρατικό, ο Βαλδουϊνος Ε' ([1183]1185-1186†). Παιδί της Κομνηνής πάντως, μονάχα η Ισαβέλλα.
Αμορύ ντ'Ανζού, μπαμπάς
Σιβύλλης, Ισαβέλλας, και Βαλδουΐνου Δ'
Από την ήττα αυτή δεν θα συνέλθει ποτέ η Χριστιανοσύνη του Λεβάντε, και πάλι εξαιτίας του Γουίδου των Λουζινιάνων, αφού στη συνέχεια αυτός ο ολετήρας θα πρωτοστατήσει και στην παγίωση της άφρονος διχόνοιας μεταξύ των αρχηγών της Τρίτης Σταυροφορίας (1189-1192: Αγγλία των Φράγκων Ανδεγαυών/Ανζού (συγγενών του εκλιπόντος βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμορύ ντ'Ανζού και των παιδιών του), Γαλλία των Καπέτων, Γερμανία των Στάουφερ, Σικελία των Άλταβιλα/Χωτβίλ), συμμετέχοντας περαιτέρω και στην συνωμοσία που το 1192 δολοφονεί τον εκλεγέντα βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Κορράδο τον Μομφερρατικό (1192†. de jure βασιλιάς από το 1190), αδελφό του ΜακρυΣπάθα, νικητή της μάχης του Καμερίνου (1179: δηλαδή ήρωας της τελευταίας αυτοκρατορικής παρουσίας στην Ιταλία), και διορισμένο καίσαρα από τον Ισαάκη Β' Άγγελο για τις κατοπινές υπηρεσίες του προς την Αυτοκρατορία.
Αφού θα έχει σμπαραλιάσει έτσι την κυριαρχία των Λατίνων επί των Αγίων Τόπων, κ'έχοντας ανταμειφθεί ήδη με μπόλικα φράγκα, αργύρια ποικίλης υπονόμευσης και προδοσίας, και από τον Φράγκο ρήγα της Ιγγλιτέρρας, και από τον ορκισμένο εχθρό αυτού, τον ρήγα της Φραγκίας, ο τιποτένιος Γκυ ντε Λουζινιάν θα βρεθεί με τ'απαραίτητο κεφάλαιο για ν'αγοράσει απερίσπαστος το αρχοντάτο της Κύπρου από τους Τέμπλαρους Ιππότες το 1192, το οποίο και κληρονομεί τελικά το 1194 ο αδελφός του, πρώην κοννόσταυλος του ρηγάτου της Ιερουσαλήμ, Αμαλάριχος / Αμορύ ντε Λουζινιάν, που θα ιδρύσει την δυναστεία που θα κυβερνήσει το φραγκογραικικό βασίλειο της Κύπρου (1192-1489).