H αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β΄, δηλαδή του περίπλοκου τρόπου καταγραφής της ελληνικής διαλέκτου, η οποία χρησιμοποιούνταν ως κοινή γλώσσα στο αιγαιακό δίκτυο ανακτόρων κατά την Ύστερη Εποχή του Ορείχαλκου, αλλά και η μελέτη των βασιλικών αρχείων της ίδιας εποχής σε Αίγυπτο και Χετταία, αποκάλυψαν ότι το "Αχαιοί(ΑχαϊFοί (όπου F- = σύμφωνο Oυ-, όπως το αγγλικό W-), ή Ahhiyava, ή Akhaivassa ή Ekwesh)", υπήρξε ο αρχικός εθνικός προσδιορισμός για το σύνολο των ελληνοφώνων πληθυσμών.
Δηλαδή οι πρωτο-Έλληνες αυτοαποκαλούνταν "Αχαιοί" πριν ακόμα ονομαστούν "Έλληνες", πιθανότατα και πριν καν διασπαστούν από τους πρωτο-Φρύγες κάπου εκεί στην Θράκη, δηλαδή στην κοιτίδα του ελληνο-φρυγικού κλάδου της Αριοευρωπαϊκής Γλωσσικής Ομάδας. Στην συνέχεια, οι Φρύγες θα διαφοροποιηθούν από τους Αχαιούς, λόγω του στεριανού προσανατολισμού τους, ο οποίος και θα τους οδηγήσει μέχρι την Αρμενία, όπου θα διαμορφώσουν και το αρμενικό έθνος ως "Χαΐχου", ύστερα από ανάμειξη με τον λαό Ναϊρι, τους Ουραρτού των ασσυριακών πηγών, τους Αλαρόδιους των ελληνικών πηγών, ένα ιθαγενές υπόστρωμα συγγενικό με τους Χουρρίτες.
Οι Αχαιοί θα εξαπλωθούν σε όλο το Αιγαίο Πέλαγος, υπό την καθοδήγηση δυναμικών ηγετών, όπως π.χ τα μέλη του οίκου του Δευκαλίωνα. Έτσι θα διαδοθεί πρόσκαιρα και η χρήση του όρου "Αχαΐα", π.χ η Φθιώτιδα Αχαΐα, η Κρητική Αχαΐα, και η πόλη Αχαΐα της Ρόδου. Τον τίτλο του ηγέτη των "Αχαιών" ή "Παναχαιών (= "όλοι οι Αχαιοί")" θα τον υιοθετήσουν και οι μεγάλοι άνακτες του Άργους-Μυκηνών, οι Πελοπίδες Ατρεύς, Θυέστης, Αγαμέμνων, Αίγισθος, Ορέστης και Τισαμενός. Ο εγγονός του Αγαμέμνονα, ο μέγας άνακτας Τισαμενός, θα διατηρήσει τον τίτλο ακόμα και όταν μαχόμενος τους Δωριείς, θ'αναγκαστεί ν'απαγκιστρωθεί από την Αργολίδα -και την κατοπινή Κορινθία- και ν' αποσυρθεί στην Αιγιάλεια και την Αρκαδία (τέλη 12ου αι π.Χ). Στην συνέχεια, σιγά σιγά η χρήση του όρου "Αχαΐα" θα περιοριστεί στην συρρικνωμένη επικράτεια των Πελοπιδών/Ατρειδών, δηλαδή στην Αιγιάλεια.
Όμως, εξίσου βαθμιαία, οι ανά το Αιγαίο "Αχαιοί" θ'αρχίσουν να αυτοαποκαλούνται "Έλλανες" και "Έλληνες".
Κατά τον 8ο αι π.Χ, οι πόλεις της πελοποννησιακής Αχαΐας θα συνασπιστούν ιδρύοντας "φυλετική" αμφικτιονία, την Δωδεκάπολη ή Συμπολιτεία. Για ολόκληρη την Αρχαϊκή και Κλασική Εποχή αυτή η Συμπολιτεία θα παραμείνει σχετικά αδύναμη. Όμως από το 251 π.Χ, με την προσχώρηση της δωρικής πόλεως Σικυώνας, και την κυρίαρχη & μακιαβελική πολιτική του Σικυώνιου στρατηγού Άρατου (245-213 π.Χ), η Αχαϊκή Συμπολιτεία καθίσταται υπερδύναμη για τα ελλαδικά δεδομένα, ισορροπώντας επιδέξια μεταξύ ηγεμονικών δυνάμεων: Μακεδονικό Βασίλειο, Περγαμηνό Βασίλειο (μέσω της αντιζήλου Αιτωλικής Συμπολιτείας), και Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Στο αποκορύφωμά της, η Αχαϊκή Συμπολιτεία προσαρτά και την κάποτε αήττητη Σπάρτη (192 π.Χ).
280-146 π.Χ
Έτσι, κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του 2ου αι, η Αχαΐα ηγεμονεύει πια στον Ελλαδικό χώρο, αν και ελέω Ρώμης & Περγάμου. Μέσα από συνεχείς δολοπλοκίες, συρράξεις, και πολέμους με γειτονικά κράτη, αλλά και με σχεδόν σταθερή συμμαχία με την παντοκράτειρα Ρώμη, η Συμπολιτεία θα επικρατήσει σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, έως το συμβάν που θ'αποτελέσει αφορμή για την προσάρτησή της από την Ρωμαϊκή Δημοκρατία το 146 π.Χ, και την ίδρυση της "επαρχίας της Αχαΐας". Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 150 π.Χ, είχε ξεκινήσει διένεξη της Αχαΐας με την Αθήνα για την "προστασία" της αυτοκυβέρνητης πολιτείας του Ωρωπού, επί της μεθορίου της Αττικής με την Βοιωτία. Ενώ η Συμπολιτεία στηρίζει το αυτονομιστικό κίνημα των Ωρωπιέων, ξεσπά σκάνδαλο χρηματισμού των στρατηγών της Συμπολιτείας, από τον Ωρωπό, αλλά κυρίως τσακωμός τους για την μοιρασιά: Συγκεκριμένα, ο γηραιός και καταξιωμένος Καλλικράτης κατηγορεί για υπεξαίρεση τον Λακεδαιμόνιο συνάδελφό του, Μεναλκίδα! Ο Καλλικράτης πεθαίνει το 150, αλλά το 149/48, ο Μεναλκίδας και ο Αχαιός διάδοχος του Καλλικράτους, Διαίος, μεταβαίνουν στην Ρώμη επιζητώντας διαιτησία από την κοσμοκράτειρα Σύγκλητο. Ενώ αναμένεται το θέλημα της Ρώμης, κλιμακώνεται η ένταση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις της Συμπολιτείας, Βορράς (βόρειος Πελοπόννησος) vs Νότος (Λακωνία). Σεβόμενη την αρχή της, "διαίρει και βασίλευε", η Σύγκλητος διατάσσει την αυτονόμηση εκτεταμένων περιοχών από την εξουσία της Συμπολιτείας, π.χ. Λακωνία, Κορινθία και Αργολίδα!
Στην συνέχεια, ενώ οι ταραχές και η ανησυχία επιδεινώνονται, ρωμαϊκές και περγαμηνές δυνάμεις καταλύουν την Αχαϊκή Συμπολιτεία, με τον Ρωμαίο στρατηγό Μούμμιο ν'ανακοινώνει την "ελευθερία" των πόλεων του Νότου, στην πρωτεύουσα Κόρινθο, κατά την διάρκεια των Ισθμίων, το 146 π.Χ. Ο Ωρωπός τίθεται υπό την εποπτεία της Ερέτριας, αν και η Αθήνα αποζημιώνεται για την απώλειά της, με την κυριότητα κάποιων από τις [Βόρειες] Σποράδες Νήσους.
Κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο πολιτισμός των Ελλήνων παραμένει ζωντανός και στην προβίγγια Ακάεα/ επαρχία της Αχαΐας. Μάλιστα, εκτός από την τυπική διατήρηση θεσμών της Αχαϊκής Συμπολιτείας, αναβιώνει επιτέλους και η τσαλακωμένη περηφάνια των Λακώνων, στους οποίους περιλαμβάνονται και άλλοι Έλληνες που γειτνιάζουν με αυτούς, όπως Αρκάδες, αλλά και οι πρόγονοι των Τσακώνων. Αν και δεν υπάρχουν στοιχεία, ενδέχεται και η ύπαρξη στρατιωτικών μονάδων εκστρατείας αμιγώς ελληνικών, όπως π.χ. λεγεώνες συμμαχικού τύπου (LEGIA·ALAE), εκτός από απλές πολιτοφυλακές, που φυσικά και επίσης υπήρχαν. Ανάμεσα στα άλλα καπρίτσια του ιμπεράτορα Καρακάλλα, αναφέρεται και η δημιουργία κοόρτεων με τις ονομασίες Phalanx Macedonica και Phalanx Laconica et Pitanica. Όπως και οι Λούκιος Βέρος και Σεπτίμιος Σεβήρος, ο Καρακάλλας χρησιμοποιεί Λάκωνες στις εκστρατείες του εναντίον των Πάρθων. Ανεξαρτήτως από την λατινική τεχνική ορολογία, άνδρες σε μονάδες με πελοποννησιακή σύνθεση, μάλλον τις αποκαλούσαν όλες μόρες, κατά την λακεδαιμόνια κληρονομιά.
ταφόπλακα του Λάκωνα λεγεωναρίου Μάρκου Αυρηλίου Αλέξι (214/17 μ.Χ.),
με ελληνικό πίλο (ή κράνος με την μορφή πίλου), και θώρακα LORICA·LAMINATA
Ύστερα από την πεφωτισμένη βασιλεία του Μάρκου Αυρηλίου Αντωνίνου (161-180 μ.Χ.) και το χάος που ακολουθεί, όσοι προσπαθούν να επιδείξουν ότι αξίζουν παρά την ταπεινή τους καταγωγή, υιοθετούν κάποιο τμήμα από το όνομα του φιλοσόφου-ιμπεράτορος.
Ανάμεσα σε αυτούς θα είναι και οι περισσότεροι σφετεριστές αυτοκράτορες, μέχρι τους χρόνους του Διοκλητιανού και της Τετραρχίας του.
Άλλο παράδειγμα μη Ρωμαίου, αποτελεί ο Αυρήλιος Πωλίων, Αιγύπτιος ή Αιγυπτιώτης λεγεωνάριος της Legio II Adiutrix, που απαθανατίστηκε επειδή έχει διασωθεί επιστολή που έστειλε ενώ βρίσκονταν σταθμευμένος στην μεθόριο της Παννονίας.
Κατά το διάστημα 600~800 μ.Χ, θα καταρρεύσει η αυτοκρατορική εξουσία στην υπαρχία του Ιλλυρικού (σημ. Βαλκάνια, πλην Θράκης), εξαιτίας της καθόδου των Αβαροσλάβων. Σε αντίθεση με προηγούμενες εισβολές από τον Βορρά (Θράκες, Γαλάτες, Έρουλοι, Οστρογότθοι, και Βησιγότθοι), οι σλαβικές φυλές θα παραμείνουν στον Ελλαδικό χώρο, συμβάλλοντας στην ανομία της εποχής, αλλά συμμετέχοντας και στην Ρωμιοσύνη της επόμενης περιόδου, άρα και στον Νεότερο Ελληνισμό. Σλαβικές φυλές εισέρχονται τότε και στην Πελοπόννησο, όπου π.χ εγκαθίστανται οι Εζερίτες (εκ του οζερο = λίμνη, σλαυιστί), και οι Μηλιγγοί ή Μελιγοί, οι οποίοι θα ονομαστούν και Ζυγιώτες, εκ του "ζυγός", αφού οι Μελιγοί θ'αποτελέσουν και διακριτό ζυγό ή δρούγγο, κατά την διάρκεια του Ύστερου Μεσαίωνα.
Όταν σταδιακά ανακτώνται τα Βαλκάνια από τα φουσάτα (φωσσάτα) της Ειρήνης της Αθηναίας και του Νικηφόρου Γενικού, η χερσόνησος της Πελοποννήσου αρχικά εντάσσεται στο θέμα των Ελλαδικών, ενώ αργότερα θ'αποτελέσει διακριτό θέμα με το αρχαϊκό όνομα "Πελοπόννησος".
Εν τούτοις, η Πελοπόννησος (όπως ονομάστηκε κατά την διάρκεια της πρώιμης Αρχαιότητας η πανάρχαια Απία χώρα, προς τιμήν της δυναστείας των Πελοπιδών/Ατρειδών), ονομάζεται πλέον "Μορέας" ή "Μοριάς" λαϊκά, από τις αρχαίες μόρες, λακωνικής εκδοχής μονάδες φάλαγγας οπλιτών (στον ενικό μόρα, εκ της ίδιας ρίζας με την λέξη μόριον = τμήμα συνόλου), αντίστοιχες με τις τάξεις (εξού και οι μτγ ταξιαρχίες) των άλλων πόλεων-κρατών.
Οι μόρες αποτελούσαν τον κύριο κορμό του στρατού ξηράς των Λακεδαιμονίων, κατά την διάρκεια της Αρχαιότητας.
Οι βασιλικές σωματοφυλακές και άλλα ειδικά τμήματα υπήρξαν πολύ μικρότερα σε μέγεθος. Οπότε, το γόητρο της Σπάρτης περνούσε μέσα από τα ανδραγαθήματα των μόρων, όπως και η δόξα της Ρώμης περνούσε μέσα από την αποτελεσματικότητα των λεγεώνων.
Η κάθε μόρα της Αρχαίας Σπάρτης επανδρώνονταν τοπικά, όπως τα συντάγματα των Ζουλού, ή οι μεραρχίες της Νεώτερης Ελλάδας. Είχε αυτόνομη διοίκηση, και ήταν ιδιαζόντως αποτελεσματική κατά τον αχό της μάχης. Χωρίς να είναι σαφής ο ακριβής αριθμός τους, γνωστές είναι οι μόρες:
της Σπάρτας (η Α' μόρα, με τοτέμ: αρσενικό Γοργόνειον, κεφαλή ανδρός, στυλιζαρισμένη σε αποτροπαϊκή γκριμάτσα που θυμίζει Μαορί πολεμιστή. Πάντως το Γοργόνειον παραπέμπει και στην λατρεία της Χαλκιοίκου Αθηνάς),
των Αμυκλών (τοτέμ: πετεινός, ιερό ζώο του θεού Απόλλωνος),
των Γερονθρών (τοτέμ: σκορπιός, ιερό ζώο του θεού Άρη),
του Έλους (τοτέμ: ταύρος με ανάστροφα κέρατα),
της Σκιριτιδας (τοτέμ: γεράκι),
της Λιμνατίδας (τοτέμ: κύκνος, το ιερό ζώο των Λελέγων),
της Πύλου (τοτέμ: πάνθηρας, ιερό ζώο του θεού Διονύσου), και
της Στενυκλάρου (τοτέμ: κάπρος).
Η δόξα τους φαίνεται ότι παραμένει ζωντανή στην Πελοπόννησο, μέχρι και στις αρχές του Μεσαίωνα.
Εναλλακτική ετυμολογία για την νεότερη ονομασία της Πελοποννήσου, αναφέρεται σε "Μωρέα" ή "Μωριά", εκ του δέντρου μωριά ή μουριά, πηγή τροφής για τους μεταξοσκώληκες, άρα πολύτιμο για την Σηροτροφία, ακριβή βιομηχανία σε Κορινθία και Βοιωτία, όπου και ο Μωρόκαμπος, στα πέριξ της Θήβας.
Αξίζει ν'αναφερθεί και η μνεία του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογεννήτου, για κατοίκους της χερσονήσου:
i. σε "Γραικούς", αναφερόμενος σε Χριστιανούς Ρωμιούς που ταλαιπωρούνται από Σκλαβενίτες στην περιοχή της Πάτρας,
ii. αλλά σε "Έλληνες", αναφερόμενος σε μη-Χριστιανούς αυτόχθονες της Λακωνικής, σε αντιπαράθεση τόσο σε σχέση με τους υπολοίπους "Ρωμαίους", όσο και σε σχέση με τους "Σθλάβους" γείτονές τους, Μηλιγγούς και Εζερίτες.
Πάντως, ενώ η Πελοπόννησος αποκαλείται πια Μοριάς από τον Μεσαίωνα και μετά, αναβιώνει ως όρος για τοπική χρήση σε τμήμα του Μοριά, και η "Αχαΐα". Είναι το "πριγκηπάτο της Αχαΐας (1205-1432)", ήτοι το φεουδαλικό παράρτημα στην περιοχή, της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας.
Το πριγκηπάτο ιδρύεται από Φράγκους βαρώνους (= Γάλλοι άρχοντες), με έδρα την φιλική προς αυτούς, Ανδραβίδα (η αρχ. Ανδρηίς - Ανδραΐδα), ύστερα από την ολέθρια για την Ρωμιοσύνη Δ΄ Σταυροφορία. Πάντως, οι Φράγκοι κατακτητές αναγνωρίζουν το που ακριβώς βρίσκεται το πριγκιπάτο τους, ονομάζοντας το επίσημο ιστορικό αρχείο τους στην ελληνική γλώσσα, Χρονικό του Μορέως (με καταχωρήσεις από το 1099 έως το 1333), ενώ την Νομοθεσία που διέπει την επικράτειά τους, την αποκαλούν Ασσίζες της Ρωμανίας.
Όπως και σε άλλα μέρη της φραγκοκρατούμενης Ελλάδος, όπως π.χ σε Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Βοδονίτσα, και σε ορισμένα βενετσιάνικα νησιά, η διακυβέρνηση, όχι μόνο σέβεται την Ρωμιοσύνη των ιθαγενών, αλλά προσαρμόζεται εντός της, με φεουδάρχες να ομιλούν και την ελληνικήν της εποχής! Όπως και στο κατά τι μεταγενέστερο ρηγάτο τσι Κύπρου, με τον ελληνόφωνο ιστορικό της αυλής, Λεόντιο Μαχαιρά, και στην Αχαΐα εφαρμόζεται διγλωσσία ακόμα και σ'επίπεδο διοικήσεως, γραικικήν παράλληλα με φραγκικήν, με τους ντόπιους βαρώνους να καμαρώνουν γι'αυτό. Έτσι αρκετές τοποθεσίες του πριγκιπάτου, ακόμα και καινούργια φρούρια, αποκτούν διπλές ονομασίες, π.χ Beaufort/Λεύκτρον, Beauvoir/Ποντικός, Bucelet/Αράκλοβα, Clairmont/Χλεμούτσι, Clarentia/Γλαρέτζα, Mata Griffon/Άκοβα, κλπ.
θυρεός του πριγκηπάτου της Αχαΐας,
εμπνευσμένος από το σύνηθες έμβλημα της Ρωμανίας
Οι Βιλλεαρδουίνοι θα φροντίσουν να οχυρώσουν την επικράτειά τους με σπουδαία φρούρια:
το Χλεμούτσι (χτισμένο το 1220 από τον Γοδεφρείγο Βιλλεαρδουίνο ως Clairmont, για να προστατεύει την Clarentia (Γλαρέντζα), στην συνέχεια έγινε γνωστό και ως Χλεμούτσι ή Χλουμούτσι, αλλά και Κάστρο Τορνέζε, από τα «Τορνέσια/Τορνέζια» το νόμισμα του πριγκηπάτου που κόβονταν στο νομισματοκοπείο που σε καιρούς χαλεπούς μεταφέρονταν εκεί πάνω, από την Γλαρέντζα)
η Γλαρέντζα (ή Κλαρέντζα, από Clarentia, στην θέση της αρχ. Κυλλήνης, που λειτούργησε ως το επίνειο της πρωτευούσης Ανδραβίδας. Λέγεται ότι το αγγλικό αριστοκρατικό αξίωμα "duke of Clarence", ανύπαρκτο φέουδο γεωγραφικώς, που έχει απονεμηθεί τρεις φορές με βασιλική εντολή (1362-1368, 1412-1421, 1461-1892), προέρχεται από κάποιαν αγγλική ανάμειξη στον Μοριά, κατά τους χρόνους της ανδεγαυικής κυριαρχίας επί του πριγκιπάτου της Αχαΐας, την τεσσαρακονταετία 1271-1311)
Εκτός από τον άμεσο έλεγχο της Ανδραβίδας, ιδρύονται και δώδεκα βαρωνίες/αρχοντάτα, για να διαχειρίζονται αποτελεσματικότερα την εκμετάλλευση και την άμυνα του νέου κράτους, αλλά και την ενδεχόμενη εξάπλωση του πριγκιπάτου στον υπόλοιπο Μορεά:
η Άκοβα (Mata Griffon ή Mata Grifon ή Mata Cripson, στα πέριξ της Γορτυνίας: Βυζίκι & Βέρβιτσα) στην Αρκαδία - οίκος ντὲ Ροζήερες / ντε Ροσιέ / de Rosières, με πρώτο ηγεμόνα, τον Γιλτιάρη ντὲ Ροζιέργη. Πρόκειται για τον ίδιο οίκο των κατοπινών γκραν μπαρόν των Αθηνών, ντε λα Ρος
η Βελιγκοστή - οίκος ντὲ Μοῦς / Μόνη
η Βόστιτζα ή Βόστιτσα (αρχ. Αίγιο) - οίκος ντὲ Λέλε, που μετονομάστηκε σε ντὲ Τσερπηνὴ
τα Γρίτσενα, στους Λάκκους Μεσσηνίας - οίκος του μισίρ Λούκα
το Νίκλι - οίκος του μισίρ Γουλιάμου
το Γεράκι (<-- αρχ. Γέρονθρες) - οίκος ντὲ Νιβηλὲ
τα Καλάβρυτα - οίκος ντὲ Ντουρνᾶ
η Καλαμάτα - υπό την νομή του ηγεμονικού οίκου Βιλεαρδουίν
τα Σκούρτα, άλλως Καρύταινα (<-- η αρχ. Γόρτυνα) - οίκος ντὲ Μπρίερες
ο Passe-Avant/Πασσαβάς (αρχ. Λας) - οίκος ντὲ Νουηλὴ / ντε Νεϊγύ / de Neuilly
η Πάτρα - οίκος των Αλαμάννι
η Χαλανδρίτσα - οίκος ντὲ Τρεμουλᾶ / ντε Τρεμολέ / de Trémoïlle, Dremolay ή Trémolay, αργότερα υπό τον οίκο Ζακκαρία
«..Τέσσερα κάστρα αφέντη μας σε λείπουσιν ακόμη·/ το πρώτο ένι η Κόρινθος, το δεύτερο το Ανάπλιν (Ναύπλιο),
το τρίτον ένι η Μονοβασιά (Μονεμβασια), το τέταρτο το Άργος·/πολλά είν’ τα κάστρα δυνατά καλά σωταρχισμένα,
/Με πόλεμον ούχ ημπορείς ποτέ σου να τα επάρης..»
από το Χρονικόν του Μορέως
(μεσαιωνική εξιστόρηση του πριγκιπάτου της Αχαΐας)
Από την μάχη της Πελαγονίας (1259) και μετά, αποκαθίσταται η ελληνική κυριαρχία σε τμήμα του Μοριά, με επίκεντρο τον Μυστρά. Θα εξελιχτεί στο δεσποτάτο του Μορέως(1262-1460), που θα προσαρτήσει τρόπον τινά και το πριγκιπάτο της Αχαΐας το 1432, αν και αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει τύποις, ως δεσποτάτο υφιστάμενο του δεσποτάτου του Μορέως, μέχρι την οθωμανική κατάκτηση του 1460.
Οι φεουδαλικοί προϊστάμενοι του πριγκιπάτου της Αχαΐας, δηλαδή η Λατινική αυτοκρατορία, αλλά και το υποτελές σε αυτήν βασίλειο της Θεσσαλονίκης, παρακμάζουν πριν τελειώσει ο 13ος αι. Οπότε η Αχαΐα προσαρμόζεται στις γεωπολιτικές ισορροπίες, αναζητώντας προστασία απευθείας από το ρηγάτο της Φραγκίας (βασίλειο Γαλλίας), και με αμεσότερο εταίρο το μεγαλοκυράτο/δουκάτο των Αθηνών. Φεουδαρχικός οίκος των Αθηνών, ο οίκος Σαιν-Ομέρ, είναι που θα οχυρώσει τις περισσότερες θέσεις του πριγκιπάτου, όπως π.χ το Ναβαρίνο, Σανταμέρι, κλπ..
ο Μοριάς στις αρχές του 19ου αι