Στην φετινή χρονιά, ανάγεται η ίδρυση της Στορα Κοππαρμπεργκ, σουηδικής εταιρίας μεταλλουργίας και εξόρυξης χαλκού, με συνεχή λειτουργία μέχρι τον 21ο αι.
Ο αμιράλης του λαού της Γένουας, Μπενεντέττο Ζακκαρία, διορίζεται αυθέντης της Φώκαιας, από την ελληνική αυτοκρατορία της Ρωμανίας. Τα έτη 1304-06, επεκτείνει την εξουσία του και στην Χίο (ορμητήριο Μουσουλμάνων κουρσάρων), Θάσο (ορμητήριο Ελλήνων πειρατών), Σάμο και Κω. Θα τον διαδεχτεί ο αδελφός του, Μανουήλ (1307) κι αυτόν θα τον διαδεχτεί ο γιος του Μπενεντέττου και μιας γόνου του οίκου των Παλαιολόγων, ο Μπενεντέττο Β΄ Ζακκαρία Παλεολόγκο (1309-14). Πάντως, παρόλο που η ηγεμονία του οίκου Ζακκαρία στην περιοχή θα διαρκέσει ελάχιστα (1275-1329), οι Ζακκαρία θα μετοικήσουν στο πριγκιπάτο της Αχαΐας, όπου θα τους δοθεί ως φέουδο, η βαρωνία της Χαλανδρίτσας. Έτσι, απόγονοι τους θα δραστηριοποιηθούν και στην Νεώτερη Ελλάδα, με πιο ονομαστούς τους Ζαχαριάδες, που θα δράσουν ως αρματωλοί στον Μοριά του 18ου αι.
Κατόπιν μεσολαβήσεως του ρήγα της Αγγλίας, Εδουάρδου Α' , ελευθερώνεται ο ρήγας της Σικελίας (Νάπολη), ο Σαρλ Β' ντ' Ανζού (Κάρολος Β' Ανδεγαυικός), που κρατείται από το 1284. Σύμφωνα μ' έναν από τους όρους αυτής της συμφωνίας, και παρόλο που οι εχθροπραξίες ανάμεσα σε Φράγκους και Αραγονέζους θα συνεχιστούν δριμείς για πολλά χρόνια ακόμη, αναγνωρίζεται η ύπαρξη δύο διακριτών «ρηγάτων της Σικελίας», της αραγονέζικης Τρινακρίας με έδρα το Παλέρμο, και της φράγκικης Νάπολης, με έδρα στην ομώνυμη πόλη.
Πεθαίνει ο άρχοντας Ερτουγρούλ, και στην ηγεσία της ογουζικής φυλής Σογούτ τον διαδέχεται ο γιος του, Ουθμαν (αραβικό όνομα) ή Αταμαν (τουρκικός τίτλος που αναφέρεται ως εκδοχή του ονόματος από τον Παχυμέρη). Προς τιμή του άρχοντα Ουθμάν, ή Οσμάν περσιστί (ήτοι στα φαρσί), οι Σογουτλάρ, δηλαδή τα μέλη της ανάμικτης ομάδας των Τούρκων που κυβερνάει, θα ονομαστούν Οσμανλάρ (ήτοι Οθωμανοί). Με την βοήθεια των δραστήριων γιων του, Αλαεντίν και Ορχάν, αυτός ο Καρά Οσμάν Σαγίτ Γαζής (1281~1326), θα μετατρέψει τον ολιγάριθμο ορτά (= ορδή, στρατιά από νομάδες ιππείς) του πατέρα του σε κράτος, θα συντρίψει τον αυτοκρατορικό στρατό των Παλαιολόγων, στην μάχη του Βαφέως (1302), ενώ εν καιρώ θ’ αποποιηθεί και την κυριαρχία των Σελτζούκων σουλτάνων, αν και δεν θ' αψηφήσει ποτέ την κηδεμονία του Ιλ Χανάτου.
Αντιθέτως με ότι διδάσκεται σήμερα, ο Καρά Οσμάν Σαγίτ Γαζή μπέης (1281~1324) δεν υπήρξε φανατικός υπέρμαχος του Ισλάμ, ενώ ως χειρότερο εχθρό του θεωρούσε τον ομοεθνή γείτονά του, τον γαζή-εμίρη του Γερμιγιάν (ή Γκερμιγιάν), Γιακούμπ (Ιάκωβος, 1299-1320), και όχι τόσο τους Ρωμιούς γείτονές του, τους στραμμένους προς την Δύση Παλαιολόγους, ή τον Μογγόλο αφέντη του, τον Εμίρ Τσομπάν του Ιλ Χανάτου.
Eκτός από τον αρχικό ογούζικο ορντά (ορδή) δυναμικού 400 ιπποτοξοτών, δηλαδή τους Σογουτλάρ, προς το κλείσιμο του αιώνα ο Οθωμανικός οίκος απορροφά και τρεις επιπλέονορτάδες, ισλαμικής, αλλά και μικτής τουρκορωμέικης, ταυτότητας:
i. Εσκεντερρούμ («οι Ρωμιοί του Εσκέντερ», ήτοι «...του Αλεξάνδρου»), ορτάς με δράση βορείως από τ' οσμανλίδικο πυρήνα της φυλής Σογούτ,
ii. Εσκί Σεχίρ (= Παλαιόπολη, το τουρκικό όνομα του Δορυλαίου), ορτάς με δράση ανατολικώς από τ' οσμανλίδικο πυρήνα των Σογουτλάρ,
iii. Κονυαλί (εξ Ικονίου, από Κόνυα, την ένδοξη έδρα τόσο του ρωμέικου Θέματος των Ανατολικών, όσο και του σελτζούκικου σουλτανάτου της Ρωμανίας), ορτάς με δράση νοτίως από τ' οσμανλίδικο πυρήνα των Σογουτλάρ. Πάντως, αυτήν την εποχή η Κόνυα αποτελεί έδρα του σουλτανάτου των Καραμανλήδων, οι οποίοι ισχυρίζονται ιστορική συνέχεια τόσο με τους Ρωμιούς, όσο και με τους Σελτζούκους, εν αντιθέσει με τα νεόκοπα κράτη γαζήδων που έστησαν οι Μογγόλοι του Ιλ Χανάτου, π.χ τα εμιράτα Ερέτνα, Τσαντάρ, Σαρουχάν, Γερμιγιάν και Οσμανλί.
Στην βασιλεία του Οσμάν έχει τις ρίζες του και ο κυριολεκτικά εμετικός οθωμανικός στόλος. Οικειοποιώντας Έλληνες της Προποντίδας (επίσης, Θάλασσα του Μαρμαρά), ο Οσμάν θ’αποκτήσει πλοία, με τα οποία θα κυριεύσει τα Πριγκηπονήσια (1308) και θα πραγματοποιήσει τις πρώτες αποβάσεις στην Θράκη (1321). Χαρακτηριστικό των Οθωμανών που φαίνεται παραστατικά στο Πολεμικό Ναυτικό τους, είναι η πλήρης περιφρόνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υποταγμένων χριστιανικών λαών. Από αναφορές Δυτικοευρωπαίων, φαίνεται καθαρά ότι τον οθωμανικό στόλο τον μυρίζαν από μίλια μακριά, λόγω της περιφρόνησης για την βασική υγιεινή των αλυσοδεμένων κωπηλατών τους. Μερικοί κουβάδες με θαλασσινό νερό για τον καθαρισμό των λυμάτων στον χώρο των κωπηλατών, θεωρούνταν περιττοί. Η τακτική αυτή, σε συνδυασμό με την γενικότερη κακομεταχείριση, θα ρημάξουν αργότερα τον πληθυσμό των νησιών και των παραλίων, λόγω της υψηλής θνησιμότητας των Χριστιανών ναυτών, την οποία και θ’αντιπαρέρχεται ο εκάστοτε αρχιναύαρχος των Οθωμανών (καπτάν πασάς) μέσω απανωτών στρατολογήσεων που θα διεξάγει βιαίως, για να επανδρώνει τα κάτεργά του (κατιργα, kadirga).
η εδαφική εξέλιξη της Ρωμανίας μέχρι το 1341, με γεωπολιτικό ζενίθ στο Σωτήριον Έτος 1282.
η γαλέα/galera του Αλή Πασά/Alli Bascia, 1571
Όμως ναυτική υπεροχή είχαν αποκτήσει κατά καιρούς και άλλοι Μουσουλμάνοι ηγεμόνες που λυμαίνονταν τις χώρες της Ρωμανίας. Η κρίσιμη καινοτομία του κράτους των Οθωμανών, η οποία και θα το κάνει να ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα τουρκικά εμιράτα, είναι ο εκλεκτικός προσεταιρισμός δυσαρεστημένων και φιλόδοξων, αλλά και εξακριβωμένα άξιων Ρωμιών αριστοκρατών. Ο οίκος των Οσμανλάρ θα προσεταιριστεί Ρωμιούς Δυνατούς, στους οποίους και θα εμπιστευτεί καθήκοντα ζωτικά για την επιβίωση, την λειτουργία και την επέκταση του οθωμανικού κράτους. Όπως κατά την Εποχή των Μύθων, ο Κάδμος είχε βασιστεί σε πέντε αυτόχθονες Σπαρτούς (Εχίων, Ουδαίος, Πέλωρ, Υπερήνωρ & Χθόνιος) για να εδραιωθεί στη Θήβα και την Ελλάδα, έτσι και ο οθωμανικός οίκος στο ξεκίνημά του βασίζεται σε Ρωμιούς άρχοντες όπως ο Μιχάλης Κοντός (ο Κιοσέ Μιχάλ μπέη, διοικητής Βηλεκώματος/Μπίλετσικ, που συμβάλλει στην εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας στην ασιατική Ρωμανία), ο Μάρκος (Μάλκοζ, Σέρβος με τους απογόνους του να γίνονται παραδοσιακοί αρχηγοί στους ακιντζήδες), ο Νικηφόρος Ουρανός (ο Γαζή Εβρενόζ μπέη, που με ορμητήριο τα Γιαννιτσά, θα εξαπλώσει την οθωμανική κυριαρχία στα Βαλκάνια), όπως και ο Τουραχάνης/Τουραχάν (ο οποίος θα σαρώσει επανειλημμένως τη νότια Ελλάδα, και θα γεμίσει τον Μοριά με πυραμίδες από κρανία, κάμποσες φορές κατά το πρώτο μισό του 15ου αι), και τους εξισλαμισθέντες οίκους που αυτοί θα ιδρύσουν. Μέλη αυτών των οικογενειών, θα διακριθούν κυρίως στη διοίκηση σωμάτων του Ιππικού, αρχικά των Ακιντζήδων, ελαφρών ιπποτοξοτών που επανδρώνονται από γνήσιους Τούρκους, αργότερα των Σπαχήδων, που επανδρώνονται από Ρωμιούς, και μάχονται όπως οι Σχολάριοι, οι Χονσάριοι και άλλες μονάδες του ύστερου ρωμαϊκού ιππικού (ρωμέικη καβαλαρία).
Στο φετινό έτος ανάγεται η γέννηση του Μουσουλμάνου άρχοντος Νικηφόρου Ουρανού με την θρυλική, αν και απίθανη, μακροβιότητα των 129 ετών (1288-1417!), ο οποίος αναφέρεται ως γιος Ρωμιού εξωμότη που βοήθησε στην δημιουργία του εμιράτου του Καρασι. Ως Γαζί Εβρενόζ μπέης, αρχικά θα υπηρετήσει το Καρασί, ένα μετριοπαθές εμιράτο που ελέγχει πόλεις όπως η Πέργαμος (➡️Μπεργάμα), η Μαγνησία (➡️Μανίσα), και το Παλαιόκαστρο (➡️Μπαλικεσίρ, επίσης γνωστό και ως Καρεσί). Ύστερα από την κατάληψη του Καρασί από τ' Οσμανλί εμιράτο (1345), ο Εβρενόζ θα προσχωρήσει στους Οθωμανούς, και θα ηγηθεί των δυνάμεών τους σ' επανειλημμένες επιχειρήσεις εναντίον των Χριστιανών Ρωμιών. Η κατάκτηση της Ρούμελης (⬅️Ρουμ Ιλί = χώρα των Ρωμιών), δηλαδή των Βαλκανίων, θα επιτευχθεί κατά το 2ο μισό του 14ου αι από μέλη του οίκου του Εβρενόζ, τους Εβρενόζογλου, που κατά κάποιο παράδοξο τρόπο θ' αντιγράψουν τον επιφανή πρόγονό τους, τον Νικηφόρο Ουρανό, που ως δομέστικος των Σχολών της Δύσης είχε κατατροπώσει την ανερχόμενη Βουλγαρία των Κομητόπουλων, όταν αυτή διεκδικούσε την κυριότητα της ευρωπαϊκής Ρωμανίας, επί των ημερών του λαμπρού αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του Πορφυρογέννητου.
Οι έρμες οι Ρωμανίες, Παλαιολόγων τε, και Μεγαλοκομνηνών, ανεξάρτητες μεν, αλλά στριμωγμένες στις παρυφές της Μογγολικής απεραντοσύνης.
Ο Μεγάλος Χαν των Μογγόλων, Κουμπλάι, παραιτείται φέτος των τριακονταετών προσπαθειών του για προσάρτηση της περιοχής της Ινδοκίνας, όπου του αντιστέκονται σθεναρά τα βασίλεια Τσάμπα και Αννάμ (η χώρα Ντάι Βιέτ ή Ντάι Ναμ, το σημ. Βιετνάμ) της ιθαγενούς δυναστείας Τραν.