Ο βαcιλεύς αυτοκράτωρ Ρωμανός Β' Πορφυρογέννητος ([945] 959 - 963) εντρυφά στις χαρές της ζωής, προτιμώντας ν'αφήνει την διοίκηση της Ρωμανίας στους ευνούχους παρακοιμωμένους Βασίλειο Λακαπηνό και Ιωσήφ Βρίγγα, και την διεξαγωγή των πολέμων στους Καππαδόκες αδελφούς Λέοντα και Νικηφόρο Φωκά, ο έχων «την αρχήν απάσης Ανατολής».
Έτσι, όντας δομέστικος των Σχολών της Ανατολής ήδη από το Σωτήριον Έτος 950, ο Νικηφόρος Φωκάς βρίσκει την ευκαιρία και τον χρόνο, και μεταρρυθμίζει τα φοσσάτα της Ρωμανίας (φουσάτο = στρατός του Βυζαντίου), ετοιμάζοντας την αντεπίθεση της Αυτοκρατορίας προς όλα τα μέτωπα, δίνοντας έμφαση τόσο στο βαριά θωρακισμένο ιππικό των καταφράκτων, όσο και σε εξειδικευμένες μονάδες, όπως π.χ οι μεναυλάτοι, εξειδικευμένοι κοντάτοι, κονταράτοι πεζοί για την απόκρουση μονάδων ιππικού.
Ρωμιός κατάφρακτος ιππεύς του 10ου αι, με λωρίκιο θώρακα
~ κλιβανάριοι ή κλιβανοφόροι ~
καβαλάρηδες από ειδική μονάδα καταφράκτων,
ήτοι βαριά θωρακισμένου αυτοκρατορικού ιππικού:
Όμως, ο άξιος και ενάρετος Νικηφόρος μένει στην Ιστορία (Το Πολεμικό μας Ναυτικό τον έκανε και φρεγάτα!), κυρίως επειδή τσάκισε το αποσχιστικό αμιράτο της Κρήτης, από το οποίο απειλούνταν τότε η κυριαρχία της Αυτοκρατορίας μας στο Αιγαίο. Με ορμητήρια σε στρατηγικά νησιά όπως η Αίγινα (απ΄όπου συντονίζεται η λεηλασία του Αργοσαρωνικού), η Νάξος (όπου ιδρύουν την Απεράθου ή Απείραθον), και η Πάρος (απ΄όπου συντονίζεται η λεηλασία του κεντρικού Αιγαίου), Κρήτες καταδρομείς διαγούμισαν συστηματικά (824-961 μ.Χ), ό,τι είχαν αφήσει άθικτο στον Ελλαδικό χώρο οι Αβαροσλάβοι επιδρομείς κατά το διάστημα 600~800 μ.Χ.
Ο Νικηφόρος Φωκάς καταλύει το ναυτικό αμιράτο του Χάντακος (αλ-Χαντάκ) το 961, κατακτώντας την βάση ισχύος του, δηλαδή την Μεγαλόνησον Κρήτη. Στη συνέχεια, το 962 υποτάσσει και το σιιτικό αμιράτο του Χαλεπιού, που αποτελεί δυτικό κλάδο της δυναστείας των Χαμδανιδών στην Συρία, καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα του καυχησιάρη αμιρά Σαΐφ αλ-Ντάβλα, Χαλέπιον (Αλέπο, η ελληνιστική Βέροια).
στιγμιότυπο μάχης Ρωμιών εναντίον Σαρακηνών
Περίλυπος για την αιματηρή κατάληψη της Κρήτης, ο Νικηφόρος σκέφτηκε έναν λιγότερο επώδυνο τρόπο προσεταιρισμού των λαών, με το κράτος των Χαμδανιδών να παραμένει διακριτό, αλλά και να καθίσταται δορυφόρος της αυτοκρατορίας, όπως π.χ υπήρξαν οι «εθνάρχες» των ελληνιστικών βασιλείων, οι «πελάτες» της δημοκρατικής Ρώμης, οι «φοιδεράτοι» της αυτοκρατορικής Ρώμης, και οι «..εταίροι» της παρούσας Γερμαν€υρώπης.
Ένα έτος μετά, και συγκεκριμένα ύστερα από τον άκαιρο - και ύποπτο! - θάνατο του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ το 963, η εξουσία περνάει στα χέρια της χήρας του, της αυγούστας Θεοφανούς (πανέμορφη Ρωμιά, γεννημένη στην Λακωνία ως Αναστασώ, θυγατέρα του φτωχού κάπελα Κρατερού), η οποία τώρα παντρεύεται τον κουμπάρο της, ως νονό παιδιού της, τον ισχυρότερο και δημοφιλέστερο στρατηγό της εποχής, δηλαδή τον θριαμβευτή της Κρήτης, Νικηφόρο Φωκά.
ο Νικηφόρος Β', ως βαcιλεύς αυτοκράτωρ,
κρατώντας πρόδρομη εκδοχή σπαθιού τύπου πάλα
Σύμφωνα με αραβικές πηγές της εποχής, ο Φωκάς σφάζει 40.000 ψυχές κατά την άλωση του Χάντακα (το σημ. Ηράκλειο) το 961.
Στη συνέχεια όμως, ο Νικηφόρος επιχειρεί να εξουδετερώσει την απειλή που εξακολουθεί να αποτελεί ο λαός του νησιού, με ειρηνικά μέσα. Συγκεκριμένα, στέλνει στην Μεγαλόνησο αρμοδίους φίλους του, όπως π.χ:
τον Όσιο Νίκωνα τον «Μετανοείτε» (με έντονο ιεραποστολικό έργο εντός της Ρωμανίας: στην Κρήτη, την Εύβοια, και την Λακωνία),
τον Άγιο Αθανάσιο [τον Αθωνίτη, ήτοι τον ιδρυτή του αρχαιοτέρου υπάρχοντος μοναστηριού στο Άγιον Όρος, την Μεγίστη Λαύρα],
ίσως και άλλους ιεραποστόλους, ξεχασμένους πια. Στόχος τους, η επιθυμία του αυτοκράτορα για αναίμακτο προσηλυτισμό των Μουσουλμάνων Κρητικών.
ο μεσαιωνικός Χάνταξ
η έκταση του αρχικού Χάντακος,
εντός των αστεροειδών οχυρώσεων
της βενετσιάνικης Candia από τα τέλη του16ου αι
Εν καιρώ, θ' ακολουθήσουν και άλλοι ακόμα «απόστολοι της Ορθής Πίστεως», όπως ο γηγενής Άγιος κυρ Ιωάννης Ξένος, ο οποίος και θα διαπρέψει μια γενιά αργότερα, αν και θα μείνει δια βίου στην Μεγαλόνησο, σε αντίθεση με τους Μικρασιάτες φίλους του Φωκά, οι οποίοι θ'αναχωρήσουν συντόμως από την Κρήτη, για την ανάληψη άλλων αποστολών, ο Άγιος Αθανάσιος στον Άθω, εν πολλοίς άνδρο των Εθνικών ακόμα, και ο Όσιος Νίκων στην Λακωνία, όπου θα εξαπολύσει επιχείρηση ταυτόχρονης εξάλειψης των Εθνικών Ελλήνων, των Ρωμανιοτών Ιουδαίων, των Ροντνοβέρων Σθλάβων, όλων των μη-Χριστιανών γενικότερα.
Ο ζήλος του Νίκωνος, του οσίου φίλου του Νικηφόρου Β', σίγουρα υπερβαίνει τις επιταγές του καλογέρου-αυτοκράτορα. Αυτό φαίνεται από την συμπεριφορά του Οσίου Νίκωνα ύστερα από το θάνατο του Νικηφόρου Β' Φωκά το 969, π.χ. στην Πελοπόννησο, όπου θα «αποβιώσει» ο έφορος των εθνικών γαιών & δούκας των Ελλήνων, Αντίοχος, όταν μαζί με τον στρατηγό Γρηγόριο, θ'αρνηθούν να διακόψουν αθλητικούς αγώνες, την ημέρα των εγκαινίων καθεδρικού χριστιανικού ναού στην πόλη Λακεδαιμονία, που οργανώνει ο Όσιος Νίκων. Άλλος Ρωμιός αξιωματούχος που επίσης ταξινομείται τότε, ως εχθρός του Νίκωνα, είναι ο Ιωάννης Άρατος, που επιχειρεί να προστατεύσει τους Ιουδαίους της Λακεδαιμονίας από το αυτοδίκαιο μένος του οσίου. Από εκείνη την κόντρα, σώζεται το παροιμιώδες: «Άρατε κατάρατε».
Εν τω μεταξύ, στην Κρήτη, όταν κάποια στιγμή θα διαπιστωθεί η σχετική αποτυχία (ή η αργοπορία) των ιεραποστολών, οργανώνεται ο εκτενέστερος αποικισμός που πραγματοποιήθηκε ποτέ στο νησί. Συγκεκριμένα, η Μεγαλόνησος εποικίζεται μαζικά με Χριστιανούς απ' όλες της άκρες της Αυτοκρατορίας: «Ρωμαίοι, Αρμένιοι, και σύγκλυδες» σύμφωνα με τον Λέοντα τον Διάκονο. Ο Φωκάς «ενοίκισε τὴν νῆσον με «φατρίες» Ρωμαίων, Αρμενίων και συγκλύδων ἀνδρῶν» ~Ιστορία Λέοντος Διακόνου, 2.8. «Ὁ Νικηφόρος καὶ τὴν νῆσον ἐξημερώσας ἅπασαν, Ἀρμενίων τε καὶ Ῥωμαίων καὶ συγκλύδων ἀνδρῶν φατρίας ἐνοικισάμενος». «Ρωμαίοι» (Έλληνες & Βλάχοι), Αρμένιοι, Σύροι (Γαβάλαδες, Μουσούροι, Πανούσσηδες και άλλοι οίκοι), Καππαδόκες, Βούλγαροι, «Χρωβάτες»/Κροάτες, «Αρμπαρίτες»/Τόσκηδες, «Ίβηρες» (Καρτβέλοι &Κόλχοι) μεταξύ άλλων, συρρέουν στην Κρήτη, όπου συνδιαμορφώνουν με τους έως τώρα ιθαγενείς, το σύγχρονο πληθυσμό του νησιού, τσι Κρητίκαρους. Π.χ. τα κρητικά χωριά Λούλος και Γέργερη, προέρχονται από ομώνυμες πολίχνες της Καππαδοκίας. Λόγω και του καππαδοκικού στοιχείου, είναι πολύ πιθανόν ο αποικισμός ν' αποτελεί εντολή του ίδιου του Νικηφόρου Β', ακόμα και αν υλοποιείται εντός της δεκαετίας του 970.
Σλαυογενή τοπωνύμια στην Κρήτη:
Βάλτο
Βουλγάρω
Βούργαρο
Γαβρανοῦ
Γαράζο
Ζαγουριάνοι
Λαγκές
Μοῦντρος
Πλεμενιανά
Ῥοδοβάνι
Σκλαβοδοχώρι
Σκλαβοδιάκου
Σκλάβοι
Σκλαβοπούλα
Σφηνάρι
Τοπόλια
Χαρβάτα
Χουδέται
Βέβαια υφίσταται εθνική συνέχεια των Κρητικών, τόσο με τον διαχρονικό Ελληνισμό, όσο και με τις μινωικές τους ρίζες, δεσμός που προδίδεται π.χ από τοπωνύμια όπως:
Σούγια [<-- Συία] <-- Σ{ου}ία (συς = γουρούνι),
Αράδαινα [<-- Αραδήν] <-- Αραδάν,
Κάντανος <-- Καντανία,
Σκλαβοπούλα <-- Δουλόπολις,
Ρέθυμνο <-- Ρίθυμνα,
Ιεράπετρα <-- Ιεράπυτνα <-- Πύτνα (= λόφος) ή Κύρβα,
Σητεία <-- 'Ητις ή Ητεία!
Η Ρωμανία του Νικηφόρου Β' (963-69) αντιμετωπίζει με σχετική επιτυχία και την Βουλγαρία, ναι μεν διπλωματικό της «τέκνον», μα και συγχρόνως και γεωπολιτικός ανταγωνιστής.
Επίσης, ψυχραίνονται οι σχέσεις της Ρωμανίας με την Γερμανία. Με τον αέρα του νικητή, ο νέος Ρωμιός αυτοκράτορας καυχιέται στον εριστικό και ανθέλληνα Λιουτπράνδο, τον Λομβαρδό πρεσβευτή του κατά τι ισχυροτέρου Γερμανού ομολόγου του, του Όθωνα της Σαξονίας ([936] 962-973), ότι «navigatio mihi est», ήτοι «η ναυσιπλοΐα μου ανήκει». Τελικά, η μπλόφα έχει αίσιο τέλος το 972, με τον γάμο του διαδόχου Όθωνος [ο μελλοντικός ιμπεράτωρ Όθων Β΄ ([962] 973-983), του σαξονικού οίκου των Λιουντολφιγκς], και της Θεοφανούς, κόρης του Κωνσταντίνου Σκληρού και της Σοφίας Φώκαινας, ανηψιάς του Νικηφόρου Φωκά, και εξ αγχιστείας ανηψιάς του επόμενου αυτοκράτορα, του Ιωάννου Τσιμισκή.
Μαγκιές επιφυλάσσει ο Νικηφόρος Β' και για την Αραβία. Σ'επιστολή του προς τον χαλίφη της Αραπιάς, αλ-Μουτι των Αββασιδών, τον Ιούλιο του 964, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Γιατί θα οδηγήσω τον στρατό μου στην Βαγδάτη και θα την κατακάψω.
Τα τείχη της θα ρίξω, και τα παιδιά της, αιχμάλωτα θα πάρω. Από εκεί θα πάω στη Σιράζ και την Ράυυ (αι αρχ. Ράγαι),
γι' αυτό ενημερώστε το Χωρασάν (Αριάνα: η ανατολική εσχατιά του Ιράν, σημ. Αφγανιστάν & Τατζικιστάν),
για τις προθέσεις μου. Η Μέκκα θα γίνει δική μου, αιωνίως. Θα χτυπήσω και νότια, κυριεύοντας την Υεμένη,
και βόρεια, φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ. Θα κατακτήσω Ανατολή και Δύση,
και θα προάγω την Αληθή Πίστη και τον Σταυρό παντού»
Πέραν από διπλωματικές μεγαλοστομίες του, ο Νικηφόρος όντως πιέζει τους Χαμδανίδες αμιράδες υφισταμένους του, και το 965 καταργεί οριστικά τ'ακριτικά τους ορμητήρια, τα έως προσφάτως παρασιτικά αμιράτα της Ταρσού, της Μελιτηνής, και της Γερμανικείας. Επίσης μέχρι το 969 θα έχει προσαρτήσει και την ακριβή Αντιόχεια, ως εξαιρετικό λάφυρο, αν και μπαταρισμένη εδώ και αιώνες από το τακτικό άγγιγμα του Εγκελάδου.
Ενώ ο κύριος κορμός του αυτοκρατορικού στρατού δραστηριοποιείται νικηφόρα στην ευρύτερη Συρία, ο Φωκάς θα στείλει στο Κίαβον (Κίεβο, σημ. Κίιφ) τον Καλοκύρη από την Χερσώνα, καλώντας τον μεγάλο ηγεμόνα (βέλικιυ κνυάζ) των Ρως, Σβιατοσλάβο, για να συμβάλλει στην οριστική υποταγή της Βουλγαρίας του τσάρου Μπόρις/Βόρη Β'. Όμως, ο Σβιατοσλάβος, δεινός πολέμαρχος που ήδη έχει τσακίσει Βούλγαρους του π. Βόλγα, Χάζαρους, και Πατσινάκες (Πετσενέγοι), σύντομα θα διεκδικήσει αλαζονικά και την κυριότητα της Βουλγαρίας, αλλά και της ευρωπαϊκής Ρωμανίας, γενικότερα.
Ο βασιλεύς αυτοκράτωρ Νικηφόρος Β' κερδίζει χρόνο, προσεγγίζοντας με επιτυχία μεγάλη μερίδα της βουλγαρικής αριστοκρατίας. Όμως, έχει ήδη μαζέψει θανάσιμους εχθρούς στο ανακτορικό περιβάλλον, κυρίως την ίδια του την σύζυγο, την αυτοκρατόρισσα Θεοφανώ. Έτσι θα δολοφονηθεί το 969, από τον Αρμένιο ανηψιό του, και εραστή της βασιλομήτορος Θεοφανούς, τον Ιωάννη Τσιμισκή ή Τζιμισχή από τον οίκο Κουρκούα.
Προς τιμήν τους πάντως, και οι δυο σφετεριστές της πορφύρας, και σύζυγοι της Θεοφανούς, θα σεβαστούν τα πορφυρογέννητα τέκνα της από τον Ρωμανό Β', ήτοι τον Βασίλειο Β' ([958]976-1025) και τον Κωνσταντίνο Η' ([960]976-1028).
Περήφανοι απόγονοι του οίκου των Φωκάδων είναι οι Φωκάδες των Παξών και γενικά του Ιονίου, οι Καλλέργηδες και οι Καβαλιεράκηδες της Κρήτης, oι Calergi της Βενετίας και της Αυστρίας, και οι Νακφούρ (εκ του «Νικηφόρος») του Λιβάνου και της ευρύτερης Συρίας. Ο οίκος των Φωκάδων ήταν ήδη πολυμελής & πανίσχυρος την εποχή του «καλογέρου-αυτοκράτορα» Νικηφόρου Β΄. Όμως, είναι ιδιαιτέρως αμφίβολο το ν'άφησε απογόνους ο ίδιος ο Νικηφόρος Β΄, αφού ο μοναχογιός του, Βάρδας, πέθανε νέος.
Τότε οι Φωκάδες κυριαρχούσαν στην Ανατολία με επίκεντρο την Καππαδοκία (όπου το όνομα «Καππαδοκία» δεν αποτελεί εθνωνύμιο όπως πχ το "Λευκοσύροι", αλλά ξεκίνησε ως ονομασία σατραπείας, δηλαδή διοικητικής περιφέρειας της Περσικής Αυτοκρατορίας: είτε με περσική ετυμολογία Χασπαντουγια ⬅️Χουβ-🐴Άσπα-Νταχγιου = *Καλλιππία, είτε χιττιτική/χεττιτική/χετταϊκή/χάττεια/κάτεια/κήτεια: ΚάτταΠέδα🏞️ = [Κάτω Πεδίο] *Κάτω Χώρα). Η Καππαδοκία έβριθε οικογενειών που θα εξελιχτούν σε οίκους Δυνατών, τόσο ιθαγενείς οίκοι όπως οι Φωκάδες, οι Δαλασσηνοί, και οι Μαλεΐνοι, όσο και αρμένικοι, όπως οι Κουρκούες (Γκουργκάν, με απώτερη ~μάλλον μη-πραγματική~ καταγωγή από το ιρανικό έθνος των Υρκανών) και οι Μαμικονιάν (με απώτερη, μη-πραγματική καταγωγή από τους Κινέζους, αλλά μάλλον πιο υπαρκτή ιαννική καταγωγή!).
Άλλωστε, από πολλά χρόνια πίσω, η Καππαδοκία ανήκε στην σφαίρα επιρροής του αρμενικού έθνους. Πάντως, παρόλο που παρέμεναν πεισματικά αγκιστρωμένοι στην διαφορετικότητά τους, εν τούτοις και οι Αρμένιοι (και τα μικρότερα έθνη που υιοθετούσαν τα αρμενικά ήθη, όπως οι Καππαδόκες, οι Ίσαυροι, και οι Κίλικες), διατηρούσαν γέφυρες προσέγγισης και συγχρωτισμού με τους υπολοίπους Ρωμιούς, αφού άλλωστε συχνά κυβερνούσαν ολόκληρη την Ρωμανία!
Μόλις ανακηρυχτεί βασιλεύς αυτοκράτωρ το 963, ο Νικηφόρος Β' θα εκχωρήσει την αυθεντία επί των μοναστικών κοινοτήτων του όρους Άθως στον καλό του φίλο, Αθανάσιο τον εκ Τραπεζούντος. Πρόκειται για τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, γεννημένο Αβραάμ, ήδη καταξιωμένο ως ιεραπόστολο σε Κρήτη, και με μελλοντικό έργο σε Εύβοια και Λακωνία.
Ο Αθανάσιος είχε ήδη αποστασιοποιηθεί απηυδισμένος από την μοναστική πολιτεία της Βιθυνίας (στα όρη Κύμινας και Όλυμπος), και επί χρόνια προσπαθούσε να περάσει ο δικός του μοναστικός τρόπος στην ούτως ή άλλως αραιακατοικημένη χερσόνησο. Οπότε με βασιλική αρωγή πια, χτίζει την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας στην θέση της αρχαίας πόλεως Ακρόθωσιν το 963, βελτιώνοντας έτσι όπως νομίζει αυτός, και αναβαθμίζοντας, την έως τώρα ασήμαντη μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους, διοικώντας άπαντες στην χερσόνησο του Άθω, ως γενικός πατέρας, Πρώτος αββάς, εξού και το κατοπινό «Πρωτάτον» στις Καρυές.
Βέβαια η αναβάθμιση του Άθω ως Άγιον Όρος, δεν γίνεται χωρίς προβλήματα. Η ανέγερση της Μεγίστης Λαύρας και άλλων τριών μοναστηριών, εισάγει καινοτομίες με πρότυπο την Μονή Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως, που όμως αποδεικνύονται ανεπιθύμητες για το αγιορείτικο κατεστημένο που με μπροστάρη τον Παύλο τον Ξηροποταμηνό, προτιμά αναχωρητισμό πρωτόλειο. Είναι που ο ήδη υπάρχων Μοναχισμός του Άθω περιορίζεται σε συγκεκριμένα αρχαϊκά πρότυπα Αναχωρητισμού και Ερημητισµού. Έτσι, δημιουργείται κλίμα διχοστασίας, και αναπτύσσονται φιλονικίες, τις οποίες θα επιχειρήσει να αμβλύνει ο φονιάς του Νικηφόρου, κι επόμενος αυτοκράτορας, ο Ιωάννης Τσιμισκής (969 - 976), που στέλνει στο Άγιον Όρος τον ηγούµενο της σταμπολίτικης Μονής Στουδίου Ευθύμιο. Ο Ευθύµιος επαναφέρει την ευταξία στον Άθω το 972, εκδίδοντας και το Ά Τυπικόν, γνωστό έως σήμερα ως Τράγος.
Τ' άλλα τρία μοναστήρια που ιδρύονται με την άδεια της Μεγίστης Λαύρας είναι:
η Μονή Βατοπεδίου (χτισμένη σε πεδιάδα βάτων), που ιδρύουν οι Αθανάσιος, Αντώνιος, και Νικόλαος από την Αδριανούπολη, μαθητές του Αγίου Αθανασίου
η Μονή των Ιβήρων, που ιδρύουν οι Τορνίκιοι, επιφανής ιβηρικός οίκος (δηλαδή γεωργιανικός), που διαπρέπει και στην Ρωμανία,
η Μονή των Αμαλφηνών, που ιδρύουν οκτώ Ιταλοί Βενεδικτίνοι καλόγεροι, από το δουκάτο της Αμάλφιδος, δραστήρια ναυτική δημοκρατία και πιστή υφισταμένη της Ρωμανίας στην Ιταλία (839 - 1073 [1137]).