Βαράγγους, οι Ρωμιοί αποκαλούν τους Σκανδιναυούς που καταφτάνουν ομαδόν στην μεθόριο της Μαύρης Θάλασσας από τον 9ο αι μ.Χ. και μετά, εκ του ενδωνύμου vakingr ➡️ vikingr, ήτοι «χωριάτης, ή μέλος εκστρατείας», καταδρομέας, τρόπον τινά. Ως ρωμαίικο στρατιωτικό σώμα, οι Βάραγγοι, επίσης γνωστοί και ως Πελεκυφόροι (εκ του πέλεκυ, δηλαδή της ευμεγέθους τσεκούρας (<-- αρχ. σικουρίς), που έχουν μόνιμα κρεμασμένη στον δεξί τους ώμο), σχηματίζονται εσπευσμένα από τον Βασίλειο Β΄ τον Πορφυρογέννητο ως επικουρικό άγημα 6.000 πεζών φοιδεράτων (= αυτοδιοίκητοι ξένοι μισθοφόροι) από την Ρωσία του Κιέβου, για την καταστολή της ανταρσίας των Βάρδα Φωκά και Καλόκυρου Δελφινά. Με τα χρόνια όμως, οι πολεμιστές από τον Βορρά αποδεικνύουν την αξία τους, ενώ καθιερώνεται και η στρατολόγηση ανδρών από την χώρα προέλευσης των Ρώσων, δηλαδή την Σουηδία.
Γενικότερα, στο ρωμαίικο πεζικό σώμα των Βαράγγων, γίνονται δεκτοί όσοι από τους Σκανδιναβούς το επιθυμούν. Μεταξύ τους υπάρχουν και κάποιοι παράξενοι πολεμιστές, που μάχονται με το έθιμο των εν τη μάχει τρελών (μπερζέρκοι = αυτοί που μάχονται [ημί]γυμνοι [ή που φορούν μονάχα δορά αρκούδας], οι μανιασμένοι σαν θηρία, αρκούδες, λύκους και άλλα αρπακτικά ζώα, οι σαλεμένοι κατά την μάχη, όπως οι πολεμιστές που εφαρμόζουν επίθεση «αμόκ» στην Μαλαισία και την μαλαϊκή Ωκεανία, ή όπως οι πρωτο- Γερμανοί ιεροί μαχητές, οι Έρουλοι), που με την μανιασμένη τους επιμονή, εμψυχώνουν τους συντρόφους τους.
Αυτός ο ζωομορφισμός δεν είναι κάτι το σπάνιο στην Ιστορία της Ανθρωπότητας!
Ενδεικτικώς, υπήρξαν οι «Μυρμιδόνες», πεζικό στρατιωτικό σώμα στην υπηρεσία των Αιακιδών, όπως π.χ. οι κλασικοί οπλίτες και οι ελληνιστικοί φαλαγγίτες. Βάσει της Ιλιάδας κυρίως, όπως και βάσει του ονόματός τους (= μυρμηγκάνθρωποι) είναι δυνατή η ανασύνθεση των χαρακτηριστικών τους:
i. ομοιόμορφος εξοπλισμός,
ii. γρήγορη επέλαση, αν και φαινομενικά χαοτική, σαν την κίνηση των μυρμηγκιών,
iii. μανιασμένη, αλλά συντονισμένη πορεία, με τάση για κυκλωτικές κινήσεις, όπως επιτίθεται π.χ μιαν αγέλη λύκων, και
iv. αιφνιδιαστική συσπείρωση, με αλληλοκλείδωμα των ασπίδων, για εξίσου ορμητική κατά φάλαγγαν κρούση.
Κρατήρας Πρώιμης Υστεροελλαδικής IIIC, με Αχαιούς πολεμιστές,
που φέρουν ομοιόμορφο εξοπλισμό που περιλαμβάνει και περικεφαλαίες κερασφόρες
που μοιάζουν με αντίστοιχες των Σαρντάνα όπως αυτές απεικονίζονται από τους Αιγυπτίους της εποχής.
Ίσως η εν λόγω απεικόνιση να αντανακλά και την μορφή των θρυλικών Μυρμιδόνων,
που καταγράφεται στους Μύθους ότι χρησιμοποιούνται σε Αίγινα & Σαλαμίνα, και σε Φθία & Ελλάδα.
Εν τω μεταξύ, ακόμα και μετά από το 988, όταν η άρχουσα τάξη των Ρώσων εγχριστιανίζεται, με πρωτοβουλία του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Βολόντυμυρ (Володимеръ, σκανδιναυιστί: Βάλνταμαρ, ρωσιστί: Βλάντιμιρ), εγγονού της Αγίας Όλγας (ως χήρα του μεγάλου ηγεμόνα Игорь (Ίγκορ, σκανδιναυιστί: Ίνγκβαρ), και βασιλομήτωρ, η Όλγα βασίλεψε τις Ρωσίες για δύο δεκαετίες: 945-965, σκανδιναυιστί: Χέλγκα, βαπτισμένη: Ελένα), οι Ρώσοι θα εξακολουθούν να επιτίθενται εναντίον της Ρωμανίας, με υπέρτατο στόχο, την κατάληψη της Σταμπόλης, ή Μίκλαγκαρντ (Miklagård = Μεγάλη Πόλη, σκανδιναβιστί), ή Τσάργκραντ (= Βασιλεύουσα Πόλη, σλαυιστί). Η τελευταία επίθεση υλοποιείται από τον μέγα ηγεμόνα, Γιαροσλάβο τον Σοφό, το 1043, και είναι η τελευταία μονάχα επειδή, ύστερα από την εισβολή της κυμπτσάκ-τουρκικής φυλής των Κουμάνων, αποκόπτεται η πρόσβαση των Ρώσων στην Μαύρη Θάλασσα, με την εξαίρεση της ηγεμονίας του Τμουταρακαν, ενός ρωσικού θύλακα που θα επιβιώσει γύρω από την ελληνική πόλη Μάταρχα (μητρόπολη του φιλελευθέρου ελληνιστικού έθνους των Βοσπορανών, η αρχ. Ερμώνασσα), μέχρι την έλευση των σαρωτικών ορδών των Μογγόλων το 1223.
Ήδη όμως οι Ρώσοι πολεμιστές έχουν γίνει απαραίτητοι για την Ρωμανία, επειδή έχουν εγκαινιάσει και συνεχώς επανδρώνουν τους Βαραγγους, ως σώμα ξένων μισθοφόρων, επίλεκτο πια, αντίστοιχο με την «Λεγεώνα των Ξένων» στην σημ. Γαλλία, και τους Γκούρκας στην σημ. Βρετανία και την σημ. Ινδία. Οι βασιλείς αυτοκράτορες Ρωμαίων σύντομα θ'αρχίσουν να εμπιστεύονται την αφοσίωση και το μαχητικό φρόνημα των Βαράγγων. Έτσι, οι Βαράγγιοι θα καταστούν η κατεξοχήν αυτοκρατορική φρουρά, κατά το διάστημα 11ος - 12ος αι μ.Χ.
Πάντως, στην φρουρά των Βαράγγων προσλαμβάνονται άνδρες και από άλλα έθνη, όπως Δανοί, Κουλπίγγοι (ουραλόφωνοι, ενδεχομένως Βόθνιοι Φίννοι, ή ίσως Βότες και Ιζχόριοι από την Ιγκρία), αλλά και Αγγλοσάξονες πρόσφυγες, που δραπετεύουν από το μένος των Νορμαννών κατακτητών, ύστερα από το 1066, και εκτιμώνται δεόντως από τους Ρωμιούς για πάνω από τρεις αιώνες (324 χρόνια, 1080-1404), ως οι ανδρείοι Ιγγλινοί ή Ιγκλινοβάραγγοι, που πχ πρωτοστατούν στην απόκρουση των Ιταλονορμαννών και στην παγίωση της αυτοκρατορικής αυθεντίας κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118).
Ενδεικτικά αναφέρεται σε γαλλικό χρονικό, το Chronicon universale anonymi Laudunensis, ότι Αγγλοι προσφεύγουν μαζικά προς τη Ρωμανία, με οργανωμένη ομάδα προσφύγων να καταφτάνει στην Κωνσταντινούπολη ήδη απ'το 1075, με στόλο 235 πλοίων. Γύρω στους 4350 από αυτούς τους πρόσφυγες, παραμένουν στη Βασιλεύουσα μαζί με τις οικογένειές τους, ενώ η πλειονότητα των Αγγλοσαξώνων εγκαθίσταται τότε στην Δομαπία, έξι ημέρες πλεύσης απόσταση απ'την Κωνσταντινούπολη, όπου εγκαθιδρύουν μιαν «Νέα Αγγλία» / «Nova Anglia», η οποία πάντως πιθανότατα πρόκειται για την κατοπινή «Γοτθία» της Περατείας, στα πέριξ της Χερσώνος. Αυτή η Νέα Αγγλία στις χώρες των Γραικών, αναφέρεται και στο ισλανδικό έπος Játvarðar Saga.
Παράλληλα με τα ανδραγαθήματα των Άγγλων εμιγκρέδων, Βαράγγων ή μη, οι Βάραγγοι αναβαθμίζονται σ'επίλεκτη μονάδα, για να καταστούν τελικά, τιμητική -όσο και ουσιαστική- φρουρά φύλαξης του ιμπεράτορα των Ρωμαίων, μέχρι και κατά την διάρκεια της δυναστείας των Παλαιολόγων.
Το 1195, ο βασιλεύς αυτοκράτωρ Ρωμαίων Αλέξιος Γ΄ Άγγελος στέλνει απεσταλμένους στους ρηγάδες Κνουτ Καρλσσον της Σουηδίας, Κνουτ Στ΄ Ευσεβή της Δανίας και Σβέρρε της Νορβηγίας, ζητώντας από αυτούς περισσότερους Βαραγγους για την βασιλική φρουρά.
Η Sverris Saga (το Χρονικό του Σβέρρε) αναφέρει τα εξής: «Τον Ιούλιο εκείνου του έτους [1195] ένας άνδρας, ο Hreidarr, ύστερα από πολυετή απουσία στην Griikland [Ελλάδα] αφίχθη στην Νορβηγία και παρουσιάστηκε μπροστά στον ρήγα Sverre, μεταφέροντας άφθονο χρυσό, και χρυσογράμματη επιστολογραφία στα ελληνικά και τα νορβηγικά, και με μεγάλη σφραγίδα που ονομαζόταν Gullboluskra [Χρυσόβουλον] με σκοπό, την στρατολόγηση 1200 ανδρών για τις ανάγκες της Φρουράς. Το ίδιο έγινε και στην Δανία, όπου γι'αυτόν τον σκοπό πήγε o Petr Illska, και στην Σουηδία όπου πήγε ο Siguror «Grikkr» (= «Γραικός») Odsdsson. Και οι τρεις πέτυχαν στην αποστολή τους, επιστρέφοντας με 3.150 άνδρες στην Miklaagard, τον επόμενο Μάιο [1196]»
Μέχρι τώρα, γινόταν το αντίθετο. Δηλαδή οι Σκανδιναυοί ρηγάδες έστελναν αντιπροσωπείες και διπλωματικές αποστολές στην Ρωμανία, ενώ είχαν επισκεφτεί την Βασιλεύουσα Μίκλααγκαρντ και αυτοπροσώπως, όπως π.χ οι ρηγάδες Έρικ ο Πανάγαθος της Δανίας και Σιγκούρντ ο Σταυροφόρος της Νορβηγίας, κατά την διάρκεια της Α' Σταυροφορίας, επί βασιλείας Αλεξίου Α' Κομνηνού.
Βάραγγοι φρουροί με ρωμαίικη θωράκιση:
ο αριστερός φοράει ζάβα (= αλυσιδωτό θώρακα), ενώ ο δεξιός φοράει ζάβα και από πάνω κλιβάνι.
Εν τούτοις, και οι δύο φέρουν σκανδιναυικούς πέλεκεις & ασπίδες
Βάραγγοι φρουροί σκανδιναβικής ή σλαβικής προέλευσης, με ρωμαίικη θωράκιση:
ο αριστερός φοράει λωρίκι[ιον], ενώ ο δεξιός φοράει κλιβάνι[ον]
Η επάνδρωση βασιλικής φρουράς από ξένους πολεμιστές δεν είναι κάτι σπάνιο στην Ιστορία. Π.χ. στην Ρωσία, οι αλταϊκής προέλευσης Κοζάκοι είχαν αναλάβει και την φύλαξη του εκάστοτε τσάρου πασών των Ρωσιών γι'αρκετά χρόνια. Από τα πιο αρχαία καταγεγραμμένα παραδείγματα βασιλικής φρουράς συστηματικά επανδρωμένης από ξένους, αποτελεί η αντίστοιχη φρουρά στο Ηνωμένο Βασίλειο του αρχαίου Ισραήλ (Β' Βασιλειών - II Regnorum, 8:18), δύναμης 600 ανδρών, απαρτιζόμενη από «Αλλοφύλους», και συγκεκριμένα από Χερεθι και Φελεττι, δηλαδή από Κρήτες και Πελασγούς. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Δαυίδ, η φρουρά αυτή τελεί υπό την διοίκηση ενός Αιακίδα (= «μπεν Αία» στα κείμενα της Βίβλου, πολύ πιθανόν να πρόκειται για μέλος κλάδου από τον αρχαιότερο γνωστό ελληνικό οίκο). Ακόμα αναφέρεται ο Σαμαίας, γιος Ασα (= Άσιος?, Β' Βασιλειών - II Regnorum, 23:11) ο Αρουχαίος, όπως και ο Έλλης ο Φελωθι (= Πελασγός, Β' Βασιλειών - ΙI Regnorum, 23:24-39), ανάμεσα στους πολέμαρχους του Δαυίδ.
1000-930 π.Χ.
1050-1010 π.Χ.
λαός Ισραήλ,
στους χρόνους του άνακτος Σαούλ
Φιλισταίοι & Χερεθίτες
Αλλά και κατά την διάρκεια της βασιλείας του Σάλομον, του Σολομώντα του Δικαίου, δεν μειώνεται η επιρροή Αλλοφύλων (= απερίτμητοι ή μη, απόγονοι αποίκων από το Αιγαίο). Όταν ο Σολομών διορίζει δώδεκα άρχοντες, 12 «καθεσταμένους επί πάντα Ισραήλ χορηγείν τω βασιλεί και του οίκου αυτού», για να τον βοηθούν στην διοίκηση του Ισραήλ, τουλάχιστον ο ένας τους είναι αιγαιακής καταγωγής: ο Βακχα μπεν Αχιλιδ (= Βάκχας Αχιλλείδης, Γ' Βασιλειών - IΙI Regnorum, 4:7-19). Η φρουρά Χερεθι & Φελεττι θα παραμείνει υπό τις υπηρεσίες των απογόνων του Δαυίδ, προστατεύοντας για αιώνες την δυναστεία Δαυίδ, αρχικά στο Ηνωμένο Βασίλειο του Ισραήλ, και στη συνέχεια στο βασίλειο Ιούδα, τουλάχιστον μέχρι την εποχή της βασίλισσας Αθαλίας ή Γοθολίας (μέσα του 9ου αι π.Χ).
Βέβαια, και ο ίδιος ο Δαυίδ ξεκίνησε την καριέρα του ως μισθοφόρος (Α' Σαμουήλ - I Σαμουήλ, 21:10-15), πολέμαρχος εξακοσίων ανδρών στην υπηρεσία του Φιλισταίου «σερεν» (= τύραννος) της πόλης Γαθ, Αγχους μπεν Μααχα (= Άγχισης του Μαχάωνος), σαφώς και υπερασπίζοντας τα συμφέροντα του εργοδότη του, εις βάρος των ομοεθνών του. Έτσι ο Δαυίδ ανεβαίνει στην εκτίμηση των Φιλισταίων (<= Πελασγοί από την μτγ Ιωνία), τόσο ώστε του αποστέλλουν το βασιλικό στέμμα, τοποθετώντας τον να διεκδικεί την ηγεσία του λαού Ισραήλ (Β' Σαμουήλ - II Samuel, 2), ύστερα από την ατυχή για το Ισραήλ μάχη στο όρος Γκιλμπόα (1010 π.Χ), απ'όπου οι ηνωμένες και νικηφόρες δυνάμεις των Φιλισταίων τυράννων, αποχωρούν με το στέμμα και με το κεφάλι του βασιλιά του Ισραήλ, του εντίμου Σαούλ.
Το βασίλειο Ισραήλ στους χρόνους του Σαούλ (1050-1010 π.Χ.),
όταν ο Δαυίδ υπηρετεί τον τύραννο της Γαθ, Άγχιση, o οποίος
τον ενθαρρύνει να στήσει ανταγωνιστικό Νότιο Βασίλειο (1020-1002)!
~~~~
Αλλά και ο βασιλεύς Σαούλ έχει παλλακίδα με καταγωγή από το Αιγαίο
(παλλακή Ρεσφά, θυγατέρα Αία, Β' Βασιλειών - II Regnorum, 21:7-14)
~~~~
Με επίκεντρο την Ραφία, νότια της Γάζας, και μέχρι τα Ρινοκόκουρα (σημ. αλ Αρίς)
απεικονίζεται και ο λαός Χερεθίτες, ήτοι Κρήτες, ως συνιστώσα των Φιλισταίων. Ενώ αυτοί και οι υπόλοιποι Φιλισταίοι
θ'αρχίσουν βαθμιαία να χρησιμοποιούν χαναανίτικη λαλιά, ως κύρια γλώσσα τους, ενδεχομένως αποτελούν και τους
αγωγούς της διάδοσης της Αλφαβήτου από την Σημιτική Πολιτιστική Σφαίρα, στην μητρόπολή τους, μεγαλόνησο Κρήτη!
~~~~
Ως ξεχασμένη συνεισφορά της προς την Ανθρωπότητα, η αλληλεπίδραση των Κρητών με τους Χερεθίτες,
συμβάλλει στην οριστική εγκατάλειψη της Γραμμικής Β΄ (η χρήση αυτού του τρόπου γραφής είχε εξασθενήσει
ήδη με την πτώση της Ανακτορικής Οικονομίας, όπως υπονοεί η απουσία
αρχαιολογικών ευρημάτων, και όπως προδίδει η ανάπτυξη της επικής ποίησης!),
αυτού του τόσου ασύμβατου με την ελληνική γλώσσα τρόπου γραφής με 87 συλλαβικά σύμβολα,
για χάριν ενός εύχρηστου νεοπαγούς τρόπου γραφής με μόλις 22 σημεία, που έχει εφευρεθεί κάπου στην Χαναάν.
Πρόκειται για την αυτονόητη πια Αλφάβητον!
~~~~
Η αλλαγή πρέπει να έγινε κάποια στιγμή ανάμεσα στα τέλη του 13ου και στα τέλη του 11ου αι π.Χ,
όταν οι Φοίνικες αποδεδειγμένα έχουν καταργήσει το Θήτα και το Ξι, ενώ οι Έλληνες το διατηρούν..!
Εάν οι Έλληνες είχαν συνεχίσει την χρήση της Γραμμικής Β', θα είχαν τα προβλήματα των σύγχρονων Ιαπώνων,
που λόγω παράδοσης διατηρούν μέχρι τις μέρες μας συλλαβικό τρόπο γραφής,
αν και επίσης δεν ταίριαζε εξ αρχής με την λαλιά τους.
Κάπως έτσι ο Δαβίδ δημιουργεί και την παράδοξη σωματοφυλακή του, την «φρουρά Χερεθιτών & Πελεθιτών» που την διατηρεί και αργότερα, όταν θα έχει παραμείνει μοναδικός βασιλεύς του Ηνωμένου Βασιλείου (1002 – 970 π.Χ), και ενώ οι Φιλισταίοι της Πενταπόλεως παραμένουν σοβαρός αντίπαλος του Ισραήλ. Εν τούτοις, ο δαιμόνιος Δαυίδ καταφέρνει να κρατήσει τις ισορροπίες, όσο και την ενότητα του ετερογενούς βασιλείου του (το μωσαϊκό Ισραήλ, το νομαδικό Ιούδα, και το υπόστρωμα Χαναάν), πασχίζοντας παράλληλα να αντιστρέψει και την φήμη του ως εχθρού του Ισραήλ και του Θεού. Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και ο προπαγανδιστικός, αν και εντελώς αναληθής, προσδιορισμός του ως φυγάς που χάρισε την ζωή στον βασιλιά Σαούλ, αλλά και ως μονομάχος του Γολιάθ, ενός ακατανίκητου υπερμάχου των Φιλισταίων, κατά την διάρκεια πρώιμης μάχης του βασιλιά Σαούλ εναντίον τους. Στην πραγματικότητα, ο θηριώδης Γολιάθ φονεύτηκε από τον κατά τ'άλλα άσημο πολεμιστή Ελχαναν γιο Ιαήρ (Α' Χρονικών - 1 Chronicles, 20:5), επίσης γνωστό και ως Ελεαναν, «γιος Αριωργιμ, ο Βαιθλεεμίτης, πατάξας τον Γολιάθ τον Γεθθαίο» (Β' Βασιλειών - II Regnorum, 21:15-22).
David started his career as a mercenary (Α' Σαμουήλ - I Σαμουήλ, 21:10-15),
a warlord of 600 men in the service of the Philistine «seren» (<= tyrant) of Gath,
Akhis ben Maakah (which name can be like totally transliterated in a greek manner: Ankhises, son of Machaon!),
clearly as a champion of his employer against his own people. Thus, David earns the esteem of the Philistines (<= Pelasgians from Ionia),
and even is offered the crown (1010 B.C), as a usurping king of Israel (Β' Σαμουήλ - II Samuel, 2),
after the disastrous defeat of the Israelites at the battle of mount Gilboa, whence the victorious united forces of the Philistine tyrants
carry the severed head and crown of the previous king, the honourable Saul.
It is in this way, that David enters History. Even as a sole king (1002 – 970 B.C),
he keeps a guard of «Kherethim & Pelethim», actually Cretans & [european] Pelasgians, although the Philistines (asian Pelasgians)
remain strong and hostile against the United Kingdom of Israel. However, ingenious David manages to keep balances among the turmoil of the era,
as well as the unity of his eterogenous realm (mosaic Israel, nomadic Judah, canaanite substratum), also striving to reverse his nasty reputation as an enemy of Israel and of God. This sets the frame on which David is inaccurately being put up as a fugitive who presumably spared the life of king Saul, and also as the duellist of Goliath, a proverbially irresistible champion of the Philistines, killed during an early confrontation against the army of king Saul. Actually, truculent Goliath had been defeated by the truly humble warrior Elhanan ben Jair (Α' Χρονικών - 1 Chronicles, 20:5), also mentioned as Eleanan son of Ariorgim (Ελεαναν «γιος Αριωργιμ, ο Βαιθλεεμίτης, πατάξας τον Γολιάθ τον Γεθθαίο», Β' Βασιλειών - II Regnorum, 21:15-22).
So what we think of «holy king & prophet» David, is not so much his actual life and personality, than the overwhelmingly successful propaganda of an ex-mercenary, after he succeeded to become the king! Contrary to common belief, David is not the founding father of Israel (which is Moses, late 14th c), neither is he the first king of Israel (which is honourable Saul, 1050 - 1010 B.C), he is not the most brilliant (which is his son, Solomon the Just, 970 - 931 B.C). However, if David did conquer the entirety of the amoritic & aramean lands, all the way to the river Euphrates, that makes him the ruler of the most extensive israelite state ever, besides the khanate of the Khazars (7th - 13th c. A.D)!
Η καταιγιστική επίθεση πληροφορίας που εξαπέλυσε ο, τέως μισθοφόρος και νυν βασιλεύς, Δαυίδ, απέδωσε υπέρ του δέοντος. Αντιθέτως με ότι κοινώς πιστεύεται, ο Δαυίδ δεν αποτελεί τον πατέρα του ισραηλιτικού έθνους (που είναι ο θρυλικός Μωϋσής, τέλη 14ου αι), δεν αποτελεί τον πρώτο βασιλιά Ισραήλ (που αποτελεί ο έντιμος Σαούλ, 1050 - 1010 π.Χ), δεν αποτελεί τον πιο λαμπρό βασιλιά Ισραήλ (που είναι ο δίκαιος Σολομων, 970 - 931 π.Χ), και ούτε φυσικά αποτέλεσε ποτέ «προφητάνακτα». Πάντως, αν όντως κυρίευσε όλες τις αμοριτικες & αραμαϊκές χώρες μέχρι τον π. Ευφράτη, αποτελεί τον ηγεμόνα του ισραηλιτικού κράτους με την μέγιστη έκταση, αν βέβαια εξαιρεθεί το κραταιό, όσο και εξιουδαϊσμένο, χαγανάτο των Χαζάρων (7ος - 13ος αι μ.Χ.).
o βασιλιάς του Ισραήλ, Δαυίδ (1003-970 π.X), απεικονίζεται με σχεδόν ελληνιστική τεχνοτροπία
να φοράει αυτοκρατορική πορφύρα του 10ου αι μ.Χ, στο χειρόγραφο MS 139, το επονομαζόμενο και «ελληνικό Ψαλτήρι»,
το οποίο αποτελεί χαρακτηριστική ένδειξη για την αναβίωση του ελληνικού πολιτισμού που σημειώνεται κατά το 10ο αι μ.Χ
Από την Ρώμη χρησιμοποιούνται συχνά αλλοεθνείς πολεμιστές, ιδίως στο Ναυτικό. Είτε ως επικουρικοί, είτε ως μαχητές ειδικού σκοπού, επανδρώνουν ακόμα και ολόκληρα σώματα στρατού. Από αυτά τα σώματα, όσα είναι οργανωμένα με την μορφή λεγεώνας, αποκαλούνται «Άλλες (εξού και η αγγλική λέξη ally)», ενώ όσα διατηρούν τα δικά τους συστήματα ιεραρχίας & μάχης, αποκαλούνται «Φοιδεράτα (εξού και η αγγλική λέξη federate)».
Όμως, την αρχή για την σύσταση σωμάτων φύλαξης του αυτοκράτορα, επανδρωμένων με αλλοεθνείς μισθοφόρους, την κάνει ήδη ο Οκταβιανός Αύγουστος που υιοθετεί μονάδες Βαταυών φρουρών για την προσωπική του ασφάλεια, αν και αυτοί οι Βαταυοί Φρουροί επανδρώνονταν από εντός της αυτοκρατορίας Γερμανούς, απ'την επαρχία της Κάτω Γερμανίας/Germania Inferior provincia. Θα παραμείνουν ως αυτοκρατορική φρουρά έως την διακυβέρνηση του Γάλβα, το 69 μΧ, την «χρονιά των τεσσάρων αυτοκρατόρων».
Το 192, την «χρονιά των πέντε αυτοκρατόρων», με την επανίδρυση της φρουράς των Πραιτοριανών με Ιλλυριούς και Παννονούς, ο μη-ιταλικός αλλά καρχηδονιακός οίκος των Σεβήρων ανανεώνει την χρήση μη-ιθαγενών της Ιταλικής Χερσονήσου για την φύλαξίν των στη Ρώμη.
Όντως, η χρησιμοποίηση ξένης φρουράς για την φύλαξη ενός ηγεμόνα, διαχρονικά αντικατοπτρίζει την καχυποψία του ηγεμόνα, και την αποστασιοποίησή του από τους υπηκόους του.
Έτσι, και ύστερα από την αποτυχία της μεταρρύθμισης που επιχείρησε ο Διοκλητιανός με την Τετραρχία, οι ύστεροι Ιλλυριοί ιμπεράτορες στρατολογούν μαζικά Γότθους και Αλανούς, επανδρώνοντας με αυτούς τα αυτοκρατορικά τάγματα τακτικού στρατού, δηλαδή τις Σχολές, αλλά και σχηματίζοντας σώματα φύλαξης του αυτοκράτορα, όπως οι Οπτιμάτοι. Όμως οι Γότθοι & οι Σαρμάτες αμφισβητούν τα ιδεώδη και την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας. Σύντομα, η αυτοκρατορική εξουσία θα καταρρεύσει στην Δύση, ενώ την Ανατολή θα την σώσει ο ιμπεράτωρ Λέων Α΄ ο Μακέλης, επανδρώνοντας με Ισαύρους, και άλλους ντόπιους, νέα σώματα, όπως οι λευκοντυμένοι Εξκουβίτορες (μτγ. Εξκουβιτοι).
Με την βοήθεια των Ισαύρων, που αποτελούν τον πιο πολεμοχαρή ιθαγενή λαό της Ανατολίας, αλλά και των πολιτοφυλάκων των Δήμων, ο Λέων Α΄ο Δάξ θα εξαλείψει την επιρροή των Γότθων, των λοιπών Γερμανών, και των Σαρματών από τον στρατό. Γι’αυτό και θα ονομαστεί «Μακέλης», που θα πει Χασάπης στα βλάχικα (λατινικά). Με την αποσόβηση του κινδύνου, στο εξής θα προτιμάται η επάνδρωση των αυτοκρατορικών φρουρών από ιθαγενείς. Από τον Αρμένιο ιμπεράτορα Ηράκλειο και μετά θα καθιερωθεί η στρατολόγηση Αρμενίων, ενός λαού της μεθορίου, δηλαδή ούτε τελείως ιθαγενούς, ούτε τελείως εχθρικού.
σύγχρονη αναπαράσταση της λευκόχρυσης μονάδας των Αθανάτων
O επίσης Αρμένιος αυτοκράτωρ Ιωάννης Τσιμισκής θα αναβιώσει την φρουρά των Αθανάτων, η οποία επανδρώνεται με βάση την αριστοκρατική καταγωγή και όχι την εθνικότητα. Τρανό παράδειγμα Αθανάτου αποτελεί ο προσηλυτισμένος γιος του τελευταίου αμιρά της Κρήτης Αμπντούλ Αζίζ Κορεβί (ή Αβδελάς Κουρουπάς), ο Ανεμούν (ή Ανεμάς, γενάρχης της ομώνυμης οικογένειας Δυνατών), που σκοτώνεται κατά την διάρκεια της πολιορκίας του Δορύστολου (971), κατά την στιγμή που επιχειρεί να φονεύσει τον ίδιο τον Σβιατοσλάβο, τον μεγάλο ηγεμόνα (βέλικιυ κνυάζ) των Ρώσων του Κιέβου.
ο Ανεμάς, ενώ επιτίθεται στον Σβιατοσλάβο
Μόλις την προηγούμενη μέρα, ο Ανεμάς είχε σκοτώσει τον Ίκμορ, τον υπαρχηγό του μεγάλου ηγεμόνα. Ο Σβιατοσλάβος υπήρξε ο πανίσχυρος πολέμαρχος που έχοντας ήδη:
i. ταπεινώσει την αυτοκρατορία των Χαζάρων (965-66),
ii. υποτάξει τους Βούλγαρους του Βόλγα (966),
iii. αποκρούσει τους Πατσινάκες, και
iv. συντρίψει τους Βούλγαρους του Δούναβη (967-70),
v. απαιτούσε στη συνέχεια την άμεση παράδοση ολόκληρης της ευρωπαϊκής Ρωμανίας (970).
Πριν η εντυπωσιακή στρατιά του Σβιατοσλάβου εξαναγκαστεί σε ατιμωτική υποχώρηση, ο Ανεμάς τον τραυμάτισε σε ομηρική αναμέτρηση, αλλά ξεψύχησε τελικά ο ίδιος, προτού τον αποτελειώσει.
Λίγο νωρίτερα, κατά τον 9ο αι μ.Χ, και ενώ η Ρωμανία είχε απολέσει στις ατυχείς μάχες της Πλίσκας και της Βερσινικίας το -αμιγώς επανδρωμένο από Ρωμιούς- σώμα των Ικανάτων και παρέμενε τραγικά συρρικνωμένη, περικυκλωμένη από τους Σαρακηνούς, τους Φράγκους και τους Βούλγαρους, στην διάθεση του ιμπεράτορα τίθενται και οι Εταιρείες, σώματα ιππικού με ονομασία στο πρότυπο αντίστοιχων σωμάτων των Αρχαίων Μακεδόνων βασιλιάδων.
i. Σχολές,
ii. Νούμεροι ή Αριθμοί,
iii. Εξκουβίτορες ή Εξκούβιτοι,
iv. Ικανάτοι, ανασυσταθέντες
Στα χρόνια που ακολουθούν (όταν κυβερνούν οι εξής αυτοκρατορικές δυναστείες: Πορφυρογέννητοι ➡️ Δούκες ➡️ Κομνηνοί ➡️ Άγγελοι), και σε αντίθεση με τ'αυτοκρατορικά Τάγματα που κυρίως επανδρώνονται από ιθαγενείς Ρωμιούς, οι Εταιρίες, ως επίλεκτα σώματα της βασιλικής φρουράς, και όχι με πολύ διαφορετικό τρόπο από τα αντίστοιχα επίλεκτα σώματα τύπου γκουλαμ/γκιλμάν της Ασίας, θα είναι επανδρωμένες από πολεμιστές ποικίλης εθνικής προέλευσης, κυρίως προερχομένων από την Κεντρική Ασία, με την οποία η Ρωμανία διατηρεί στενή επικοινωνία μέσω της Χαζαρίας, με ανθρώπους όπως Χάζαροι, «Τούρκοι (= Μαγυάροι ➕ Ονογούροι)», Αλανοί (σημ. Οσσέτες), αλλά και Φαργάνοι, από την ομώνυμη κοιλάδα Φεργάνα.
Η ονομασία της εύφορης, όσο και οχυρής, Φεργάνας, το καμάρι της αρχαίας Σογδιανής χώρας, προέρχεται από την πανάρχαια αριοευρωπαϊκή ρίζα «*βεργ-» που αναφέρεται σε οτιδήποτε ταμπουρωμένο: Πέργη και Πέργαμος (από τις ανατόλιες λαλιές), Μπέργκαμο (από τις γαλατικές λαλιές), κοιλάδα Φεργκάνα (από τις ιρανικές λαλιές), αλλά και φρυκτωρία και πύργος (από τις ελλαδικές λαλιές), μπούρτζι (= «ναυτικό φρούριο», από την ισλαμική ορολογία), και μπουργκ (από τις γερμανικές λαλιές), εξού και βούργο & Εξώβουργο. Η ισλαμική ορολογία θα δανειστεί και τον όρο κασρ, εκ του αριοευρωπαϊκού κάστρο ⬅️ castrvm, εξού και π.χ Κασρ' Γιάννα αραβικά ⬅️ Καστρο Γιάννη γραικικά ⬅️ Castrvm Hennae λατινικά, η σημ. Έννα.
Από τον Ύστερο Μεσαίωνα και μετά, εμφανίζεται και ο όρος μπουρτζόβλαχος, που αναφέρεται στους ορεσίβιους (βουνίσιοι), αν και όχι απαραίτητα και Βλάχους, μαχητές, που καλούνταν να επανδρώσουν ναυτικά οχυρά, τα μπούρτζια, χωρίς να έχουν ιδέα από θάλασσα, πλοία και κολύμβηση. Όπως είναι λογικό λοιπόν, αυτοί οι αστοιχείωτοι υπερασπιστές των παραλίων φρουρίων, αποτελούσαν θέμα αρνητικού σχολιασμού από τους λεβέντες, δηλαδή τους θαλασσινούς πολεμιστές, οι οποίοι και θα δώσουν στον όρο μπουρτζόβλαχοι, την υποτιμητική του σημασία.
καβαλάρηδες Τάγματος, απ'τους χρόνους του Θεοφίλου,
λευκοντυμένοι όπως και οι Αθανάτοι του Ιωάννου Τσιμισκή, αργότερα
Πάντως, η πιο καπριτσιόζικη ιδέα για βασιλική φρουρά ανήκει στον Φρύγα ιμπεράτορα Θεόφιλο τον Σκληρό (829-42) που θα σχηματίσει εξωτική φρουρά από Αιθίοπες, μέσω του προσεταιρισμού σκιαχτερών μαύρων αιχμαλώτων από τις στρατιές του χαλιφάτου, ποικίλης εθνικότητος, Νούβιοι, Αβυσσυνοί και Ινδοί. Διασημότερο μέλος των Αιθιόπωνθ’αποτελέσει ο Στυλιανός Ζαούτζης ή Ζαουντζάς (= μαύρος, αρμενιστί), που όμως στη συνέχεια θα εξελιχτεί σε μικρό εταιρειάρχη, επικεφαλής Χάζαρων και Φαργάνων μισθοφόρων. Όταν θα καταστεί πεθερός του Λέοντος Στ΄ του Σοφού, ο Στυλιανός θα προβιβάζεται σε υψηλά αξιώματα, όπως πατρίκιος, μάγιστρος, αλλά και λογοθέτης του Δρόμου (κάτι σαν υπουργός Ταχυδρομείων, Αντικατασκοπείας και Συγκοινωνιών), πριν του απονεμηθεί το αξίωμα «βασιλεοπάτωρ», ως πατέρας της Ζωής Ζαουτζίνας και πεθερός του αυτοκράτορα (η πρώτη χρήση του όρου). Παράλληλα θα αποτελέσει και επιτυχημένο επιχειρηματία με επίκεντρο την Σαλονίκη. Στο τέλος της ζωής του, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Βασιλείου Β' Πορφυρογεννήτου, θα παραμένει τιμητικά πρωτοσπαθάριος και μέγας εταιρειάρχης.
~ τύποι βασιλικών φρουρών της Ρωμανίας, 9ος - 11ος αι ~
από καταγραφή παλατιανής τελετής, όπως περιγράφεται ότι συνέβη στις 31 Μαΐου 946
στο βιβλίο «περί βασιλείου τάξεως/de cerimoniis» του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογεννήτου:
πάνω αριστερά:
φρουρός του βασιλικού Μαγκλαβίου με κόκκινον σκαραμάγκιον (μσν χιτώνας) και περισκελίδες (παντελόνι),
πάνω δεξιά:
στράτωρ των Βασιλικών Ανθρώπων, αυτοκρατορικός ακόλουθος, με περίτεχνο σκαραμάγκιον, διακοσμημένο με λευκολέοντες, ίσως Αιθίοπας
κάτω αριστερά:
φρουρός της Μεγάλης Εταιρείας, σώμα μυρίων ανδρών (10.000), το πιο πιστό και εκλεκτό των Πορφυρογεννήτων, με πολυποίκιλτα σπαθιά και βαρύτιμα σκούτα (ασπίδες),
κάτω δεξιά:
Χάζαρος πολεμιστής της Μέσης Εταιρείας. Πολλοί από την Μέση και την Μεγάλη Εταιρεία είναι Χάζαροι (υπήκοοι των Χαζάρων χαγάνων, ανεξαρτήτως εθνικότητας) και
Φαργάνοι (και αυτοί ποικίλης προέλευσης, από την Κεντρική Ασία, μέσω της Χορασμίας, αν και η ονομασία προέρχεται από την κοιλάδα Φεργάνα της αρχ. Σογδιανής).
Εκτός από τους ξανθούς Βαράγγους και τους μαύρους Αιθίοπες της Ρωμανίας, αντίστοιχα παραδείγματα ξένων πεζών βασιλικών φρουρών, αποτελούν:
οι Τζαντάρ και οι Χασσα της ισλαμικής Ρωμανίας,
οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου,
αριστερά: γενίτσαρος, δεξιά: μποστανζής
από σχέδιο του 1820, του Louis Dupré,
οι Μποσταντζήδες (= Κηπουροί), που αφοσιώνονταν στην φύλαξη του Οθωμανού σουλτάνου (παρακλάδι των Γενίτσαρων, τους οποίους και θα αντικαταστήσουν στα καθήκοντα ανακτορικής φύλαξης, ύστερα από αυξανόμενα κρούσματα απείθειας και στάσης στους ορτάδες των Γενιτσάρων),
Στρέλτσοι από μικτό σύνταγμα, 1670
οι Στρέλτσοι του τσάρου πασών των Ρωσιών, και
οι Ελβετοί Φρουροί που ακόμα προστατεύουν τον εκάστοτε πάπα Ρώμης.
Τέλος, ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα βασιλικής φρουράς αποτελεί η Κιρκάσσια Τιμητική Φρουρά, επανδρωμένη από απογόνους προσφύγων από τον Βόρειο Καύκασο, που από τις αρχές του 20ου αι μ.Χ, προστατεύει την βασιλική δυναστεία της Ιορδανίας, κλάδο των Χασεμιτών:
Τσερκέζοι Φρουροί