Ο Ισαάκιος Κομνηνός καταφτάνει φέτος στην Κύπρο, αφού τον εξαγόρασε ο θείος του, αντιβασιλεύς Ανδρόνικος Κομνηνός, από τους Τεμπλάρους/Ναΐτες Ιππότες, στους οποίους τον είχαν παραδώσει οι ανυπότακτοι Αρμένιοι όταν τον έπιασαν όμηρο στην Κιλικία. Όμως ο Ανδρόνικος εξαντλεί την ελεημοσύνη του στον ανηψιό του, γιατί ήδη έχει αρχίσει να ξεδιπλώνει την σκληρότητά του. Όταν ανταρσία εναντίον του οδηγείται σε αποτυχία, από τους στασιασθέντες άρχοντες, ο Ανδρόνικος Άγγελος και οι γιοι του καταφεύγουν στο βασίλειον της Ιερουσαλήμ, ενώ παραδόξως ακόμα και αυτοκρατορικές περιοχές όπως οι πόλεις Νίκαια και Προύσα υποθάλπουν αντιφρονούντες που σπεύδουν να προστατευτούν από την βαναυσότητα του κυριάρχου στην Κωνσταντινούπολη. Απτόητος ο 65χρονος Ανδρόνικος Κομνηνός προωθεί την ενθρόνισή του, ενώ εκτελεί τον πρωτοσέβαστο Αλέξιο, στραγγαλίζει την Μαρία της Αντιόχειας, για να φονεύσει μετά από δυο μήνες και τον αυτοκράτορα Αλέξιο Β΄. Συγκεκριμένα, ο εταιριάρχης Κωνσταντίνος Τρίψυχος, ο Θεόδωρος Δαδιβρηνός και ο Στέφανος Αγιοχριστοφορίτης, στραγγαλίζουν τον Αλέξιο Β΄ με χορδή τόξου, για να μη χυθεί το βασιλικό αίμα του.
Αντί για σφυρί και δρεπάνι,
ο δημαγωγός Ανδρόνικος Κομνηνός εμφανίζεται με πυργοκορώνιον σκήπτρον και δρεπάνι
Ο Ανδρόνικος παντρεύει τον νόθο γιο του Μανουήλ Α΄, Αλέξιο, με την Ειρήνη, νόθα κόρη του από την σχέση του με την Θεοδώρα Καλουσινή Κομνηνή, ανηψιά του Μανουήλ Α΄ και σύζυγο του βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Βαλδουΐνου Γ΄ του Ανδεγαυικού (από τον φραγκικό οίκο d’Anjou (κομητεία της Ανδεγαυίας), από τον οποίο έχει προέλθει και ο βασιλικός οίκος Πλανταζενετ της Αγγλίας (Πλανταγενέτες, 1154-1485), και που όμως δεν έχει καμία σχέση με τον κλάδο του φραγκικού βασιλικού οίκου των Καπέτων που αναλαμβάνει το Ανζού ως δουκάτο από το 1246).
Ο Σέρβος μεγάλος ζουπάνος Στέφανος Νεμάνια, από καιρό αναγνωρισθείς ως σεβαστοκράτωρ για την ρωμαϊκή διπλωματία, καθίσταται πλέον ανεξάρτητος άρχοντας της Ρασκίας, ενώ ο προστάτης του, ο Ούγγρος βασιλιάς, Μπέλος Γ΄, ελέγχει πλέον μεγάλες πόλεις της Ρωμανίας, όπως το Βελιγράδι, το Μπρανίτσεβο, την Ναϊσσό και την Σόφια.
Με την συνθήκη της Κωνσταντίας (Constance), ο αυτοκράτωρ των Γερμανών (ή Νεμιτζοί), Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσσα, αναγνωρίζει την οντότητα της Λομβαρδικής Λίγκας, ενός συνασπισμού πόλεων στην βόρεια Ιταλία, που απολαμβάνει την παπική ευλογία. Έχει προηγηθεί ήττα του αυτοκρατορικού στρατού στο Λενιάνο (Legnano) το 1176, που ανάγκασε τον Φρειδερίκο να συνθηκολογήσει με τους Ιταλούς επαναστάτες, που και τότε στηρίζονταν από τον πάπα, αλλά και από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό. Ο Φρειδερίκος θα προσπαθεί μάταια για όλη του την ζωή να εξασφαλίσει εξουσία επί της Εκκλησίας. Πρότυπό του, αποτελεί ο απολυταρχισμός του ιμπεράτορα Ιουστινιανού Α΄.
Πάντως η τελευταία αυτοκρατορική κτήση στην Ιταλία, ελπιδοφόρα -αν και ακριβή!- επένδυση του εκλιπόντος Μανουήλ Κομνηνού, η πόλη-κράτος της Αγκώνας υποτάσσεται φέτος άδοξα στην Αγία Έδρα, προσχωρώντας στα κράτη του Πατριμονίου [του Πέτρου].
Στην Ασία, ένας Κούρδος πολέμαρχος, αρχικά στην υπηρεσία του οίκου των Ζεγκιδών, ο Αν Ναζίρ Σαλαχαντίν Γιουσούφ Ιμπν Αγιουμπ, γνωστότερος ως Σαλαδίνος, εκ της Αιγύπτου ορμώμενος, ξεκινά την προσάρτηση όλων των ισλαμικών χωρών, μέχρι και την κοιλάδα του Τίγρη (χώρα Μασρικ = Ανατολή, δηλαδή η ευρύτερη Συρία & Μεσοποταμία). Αρχικά, ο αταμπεγκ (= πατριάρχης) Ζεγκί Ιμανταντίν απλά υπήρξε ο κυβερνήτης της Μοσούλης, για λογαριασμό του σουλτάνου των Σελτζούκων του Χαμαντάν (της Περσίας). Με τον καιρό όμως, ύψωσε το δικό του μπαϊράκι, απλώνοντας την κυριαρχία του στην Εγγύς Ανατολή, κατακτώντας και την κομητεία της Εδέσσης από τους Λατίνους (1143), προκαλώντας την Β΄ σταυροφορία (1147-49). Στη συνέχεια, ένας από τους γιούς του, ο Μαχμούντ Νουρεντίν, ενοποίησε όλη την ισλαμική Συρία, ενώ έστειλε και τον Κούρδο στρατηγό του, Σιρκούχ, να κυριεύσει το Μισίρι (δηλαδή την Αίγυπτο, το 1169).
Όμως ο Σιρκούχ απεβίωσε σύντομα, αφήνοντας την διοίκηση της στρατιάς του, αλλά και της Αιγύπτου, στον ανηψιό του, Σαλαδίνο. Στη συνέχεια, ο Σαλαδίνος, όχι μόνο στασιάζει στην Αίγυπτο, αλλά επιστρέφει στη Συρία, μετά από τον θάνατο του Μαχμούντ Νουρεντίν ιμπν Ζεγκί (1174), και τελικά επιβάλλεται στις περισσότερες κτήσεις του οίκου των Ζεγκιδών.