Η κόρη του βασιλέα αυτοκράτορα Ρωμαίων, Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λάσκαρι, η Μαρία Λασκαρίνα, νυμφεύεται τον δεσποτόπουλο Νικηφόρο (Α΄) Άγγελο, διάδοχο στο δεσποτάτο της [ευρωπαϊκής] Ρωμανίας (Ήπειρος). Πάντως, ο γηραιός δεσπότης της Ρωμανίας (της Ηπείρου), ο Μιχαήλ Β' Άγγελος Δούκας Κομνηνός, γίνεται έξαλλος επειδή δεσμεύεται με την παράδοση εδαφών στην Ρωμανία της Νίκαιας, περιλαμβανομένων και των πόλεων Δυρράχιο και Σέρβια. Έτσι, αρχίζει διαβουλεύσεις με τον ρήγα της Σικελίας, Μανφρέδο, αποφασισμένος να βρει πόρους και συμμάχους εναντίον της επικυρίαρχης Ρωμανίας του Λάσκαρη, με στόχο την ανάκτηση των κεντρικών Βαλκανίων, μαζί με την λαμπρή πρώην έδρα του δεσποτάτου, την συμβασιλεύουσα Σαλονίκη.
Αλλά και ο τσάρος & αυτοκράτωρ (Λαντζαυρα = Μακριά Αυλή, στην Βουλγαρία του οίκου Ασάν) Μιχαήλ Β΄Ασέν (1246-57), βασισμένος σε παρεξήγηση, εισβάλλει εκ νέου στην Ρωμανία του Λάσκαρη, κι επιτίθεται με σφοδρότητα στην Σαλονίκη. Όμως αποκρούεται από τον στρατηγό Μιχαήλ Κομνηνό Παλαιολόγο. Στη συνέχεια, όμως, ο βασιλεύς αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρις, ανησυχώντας για την έπαρση του Παλαιολόγου, αλλά και για την απήχηση του στον στρατό, τον ανακαλεί και τον φυλακίζει.
Ο Μιχαήλ Β΄Ασάν έχει γίνει τσάρος & αυτοκράτωρ Βλάχων και Βουλγάρων, ύστερα από τον θάνατο του ετεροθαλούς αδελφού του, του κατά τι μεγαλύτερου Κάλιμαν Ασέν Α'. Όμως, η Βουλγαρία, ήδη υποταγμένη στην Μπλε Ορδή των Μογγόλων, έχει παρακμάσει ραγδαία, ενώ επί της βασιλείας του Μιχαήλ Ασέν (1246-56), συνεχίζει να χάνει κτήσεις κι επιρροή. Συγκεκριμένα, η [ασιατική] Ρωμανία των Δουκών Λασκάρεων έχει αποσπάσει εδάφη στην Θράκη και το Αιμιμόντο (η σημ. νότιος Βουλγαρία), οι πρώην υποτελείς από τα δεσποτάτα της [ευρωπαϊκής] Ρωμανίας είχαν αποσπάσει εδάφη στην Μακεδονία, την Ήπειρο και την Αλβανία (τα οποία όμως τώρα ελέγχει απευθείας ο νέος επικυρίαρχος των δεσποτάτων, δηλαδή η [ασιατική] Ρωμανία), ενώ η Ουγγαρία έχει αποσπάσει την περιοχή του Βελιγραδίου και του Μπρανίτσεβου (περιοχή που οι Ούγγροι οργανώνουν ως το "βανάτο του Βελιγραδίου ή της Μάτσζβας"), όπως και την Ολτενία (η πέραν του π. Δούναβη "Μικρή Βλαχία", την οποία οι Ούγγροι οργανώνουν ως το "βανάτο του Σεβεριν").
Πάντως, ο τσάρος Μιχαήλ Β΄Ασάν κάνει ό,τι μπορεί ώστε να επιβιώσει η χώρα του, έχοντας κατά περιόδους ως συμβούλους διακυβέρνησης τους εξής:
i. την μητέρα του, Ειρήνη Δούκαινα Κομνηνή,
ii. τον κουνιάδο του, σεβαστοκράτορα Πέτρο,
iii. τον Ρώσο πεθερό του, Ρόστισλαβ Μιχαήλοβιτς του οίκου Τσέρνιγκοφ, "μπαν" στην Μάτσζβα, ήτοι το βανάτο του Βελιγραδίου, για λογαριασμό της Ουγγαρίας.
Ο Ρόστισλαβ μεσολαβεί φέτος για την λήξη της διαρκούς ρωμιοβουλγαρικής διαμάχης. Όμως, η αύξηση της γενικότερης παρακμής, αλλά και της ουγγρικής και ρωμέικης επιρροής, θα σταθούν αφορμές για το πραξικόπημα που θα εκτελέσει τον Μιχαήλ Β΄ και θα ενθρονίσει τον ξάδελφό του, Κάλιμαν Ασέν Β' (1256-57).
Ξεσπά σφοδρός διετής πόλεμος ανάμεσα στους Φράγκους άρχοντες της Ελλάδας, λόγω της περιπλοκότητας κατά την διαδικασία διαδοχής των βαρώνων στην τριαρχία της Εύβοιας (i. Κάρυστος, ii. Νεγρεπόντε (Χαλκίδα), iii. Ωρεοί). Η μία παράταξη συνασπίζεται πίσω από το κύρος του Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίν, πρίγκηπα της Αχαΐας, ενώ η αντίπαλη ομάδα συνασπίζεται πίσω από την ισχύ του Γκυ ντε λα Ρος, μέγα κύρη των Αθηνών. Όμως, "ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται": Κατά την διάρκεια των συγκρούσεων, αυξάνεται η επιρροή των Βενετών στην Εύβοια, το “μήλον της Έριδος” του πολέμου.
ο πτερωτός λέων του Αγίου Μάρκου με κλειστό το ευαγγέλιο,
δηλαδή σε καιρό Ειρήνης για τους Βενετσιάνους,
σε πετρόγλυφη αναπαράσταση που έχει βρεθεί στην Εύβοια
Εν τω μεταξύ, με αφορμή την αποπομπή των Βενετσιάνων από την Τύρο, ξεσπάει και ο πρώτος Βενετο– Γενουατικός Πόλεμος (1256-70). Θα ονομαστεί και Πόλεμος του Αγίου Σάββα, από την Λαύρα του Σάββα του Ηγιασμένου, ονομαστό μοναστήρι σε οχυρωμένη θέση στην Παλαιστίνη, που κρατούν οι Γενοβέζοι, αλλά που σύντομα θα καταστρέψει πιζανο-βενετσιάνικη σύμπραξη. Ο πόλεμος αυτός θα διχάσει την Χριστιανοσύνη του Λεβάντε, αλλά και τα ιπποτικά Τάγματα, με τους Τεμπλάρους ή Ναΐτες Ιππότες να στηρίζουν τους Βενετσιάνους, και τους Ιωαννίτες να στηρίζουν τους Γενοβέζους.
Ο μέγας ηγεμών (βέλικιυ κνυάζ) του Βλάντιμιρ της ρωσικής χώρας Σουζντάλ, Αλέξανδρος Νέφσκι, αποκρούει εκ νέου Σουηδούς καταδρομείς, που έχουν εισβάλλει στην χώρα των Φίννων, όπου οι συστατικές φυλές των Σουηδών, οι Σβέαρ και οι Γκέτερ (= Γότθοι), αναμειγνύονται εδώ και αιώνες με το ουραλικό υπόστρωμα των ιθαγενών.
Ο πυρήνας του νέου κράτους που στήνει ο σπουδαίος αυτός Μογγόλος είναι τα λιβάδια της Ατροπατηνής/Αζερμπαϊτζάν, κατάλληλα για την τροφοδοσία του ιππικού του. Έδρα του θα επιλέξει ο Χιουλαγκιού την πόλη Μάραγα, που η Νεστοριανή Χριστιανή μητέρα του, η Κεραΐτισσα Τουρκάλα Σοργαγτανί Μπεχί την έχει ήδη αναδείξει σε μητρόπολη των ομοδόξων της. Στην ίδια πόλη ο σύμβουλος του Χιουλαγκιού, ο Πέρσης πολυμαθής Ναζιραλντίν Τουσί (πχ αστρονόμος, ιατρός, αρχιτέκτων, φιλόσοφος, και θεολόγος) ιδρύει αστρονομικό παρατηρητήριο, που θα εξελιχτεί σε Σχολή Αστρονομίας, ένα πανεπιστήμιο που θα καταστεί τόσο φημισμένο, που θα ελκύει ακόμα και Έλληνες φοιτητές, όπως πχ ο Γρηγόριος Χωνιάτης. Πρότυπο του πανεπιστημίου αυτού αποτελεί αντίστοιχο ίδρυμα που λειτούργησε στην μητρόπολη του Χωρασάν επί Αββασιδών και Σελτσουκιδών, Μαρβ (<-- Αντιόχεια Μαργιανή), με επιφανέστερο καθηγητή τον Ρωμιό σοφό αλ-Χαζινί.
Ως αφέντης και της ισλαμικής Ρωμανίας, ο Άρχων Χιουλαγκιού διορίζει ως αντιπρόσωπο της μογγολικής αρχής στο πάλαι ποτέ σουλτανάτο της Ρωμανίας, τον Μουϊναλντίν Σουλεϊμάν τον Παγώνη (1256-77), τέως βεζύρη του ηττημένου Σελτζούκου σουλτάνου Κάυ Χοσρόη (Καϊχοσρού) Β'.
Πάντως, την ταραγμένη αυτήν εποχή εμφανίζεται στην περιοχή της Γαλατίας και ο Κάραμαν Νουραντίν (1256-61), ο πρώτος άρχοντας (μπέης) από τον τουρκικό οίκο των Κάραμαν Ογκιουλαρί. Αν και διαρκώς θα υπονομεύει την κυριαρχία του μογγολικού Ιλ Χανάτου στην Ανατολία, εν τούτοις κατά τα επόμενα χρόνια, η εξουσία του οίκου των Καραμανλί θα επεκταθεί σε μεγάλο μέρος της περιοχής, κι έως την Καππαδοκία, η οποία στο εξής θα μείνει γνωστή και ως Καραμανία. Με την ραγδαία παρακμή του σουλτανάτου των Σελτζούκων, που έχει επέλθει λόγω της αέναης διχόνοιας των μελών της δυναστείας των Σελτσουκιδών, αλλά και λόγω της ανατρεπτικής κυριαρχίας του Ιλ Χανάτου, οι Καραμάνογλου θα θεωρούν εαυτούς ως φυσικούς συνεχιστές των σουλτάνων των Ρωμιών, μεταφέροντας την έδρα τους στην Κόνυα (το 1322. Είναι το Ικόνιο, η ένδοξη πρωτεύουσα, τόσο του ρωμέικου Θέματος των Ανατολικών, όσο και του σελτζούκικου σουλτανάτου της Ρωμανίας. Η μεταφορά της πρωτευούσης των Καραμανλήδων στην Κόνυα υλοποιήθηκε στα πλαίσια του ισχυρισμού της εν λόγω δυναστείας για ιστορική συνέχεια τόσο με τους Ρωμιούς, όσο και με τους Σελτζούκους, εν αντιθέσει με τα νεόκοπα κράτη γαζήδων που στήνουν οι Μογγόλοι του Ιλ Χανάτου, π.χ τα εμιράτα Ερέτνα, Τζαντάρ, Σαρουχάν, Γερμιγιάν και Οσμανλί).
Όμως, στα πλαίσια ομογενοποίησης των υπηκόων του, ο οίκος Καραμάν δεν θα ενδιαφέρεται τόσο για τον εξισλαμισμό των Ρωμιών, όσο για τον εκτουρκισμό τους. Έτσι, ύστερα από δελεαστική πολιτική αφομοίωσης, δημιουργούνται οι Καραμανλήδες, οι τουρκόφωνοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί υπήκοοι των Καραμάν Ογλού. Η πολιτιστική περιοχή όπου θα έχει επιρροή ο οίκος Κάραμαν, άρα και επίδραση η πολιτική τους, είναι η ζώνη του χορού χαλάϊ.
Υποδεχόμενος νέες ενισχύσεις από ορδές ιπποτοξοτών, ο αδελφός του μεγάλου χάνου Μέγκε, Χιουλαγκιού Χαν, εδραιώνει την κυριαρχία των Μογγόλων στην Εγγύς Ανατολή, θεμελιώνοντας το ακαταμάχητο Χουλαγκού Ουλούς ή Ιλ Χανάτο. Μεταξύ άλλων, ο άρχοντας Χιουλαγκιού κατακτά εδάφη που έχουν παραμείνει ανυπότακτα στην περιοχή, όπως οι χώρες του νοτίου Ιράν, π.χ. το Λουριστάν, ενώ σχεδόν εξαλείφει τους πανίσχυρους Ασσασσίνους του Αλαμούτ της Περσίας, προϊσταμένους των αντίστοιχων φανατικών Ισμαηλιτών Μουσουλμάνων της Συρίας.
ιππέας του Ιλ Χανάτου
το μπαϊράκι του οίκου των Καραμαν,
προφανώς εντός της λογικής για προσεταιρισμό των πιστών όλων των θρησκειών της Βίβλου,
από τον Καταλανικό Άτλαντα του 1375
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τα μέσα του 16ου αι (το αποκορύφωμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) στην κεντρική Ανατολία, δεν θα έχουν απομείνει Χριστιανοί Ρωμιοί, παρά τουρκόφωνοι Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι. Οι ελληνόφωνοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί που θα βρεθούν να κατοικούν στην Καραμανία (Καππαδοκία) το 1922, θα είναι απόγονοι Ποντίων μεταναστών. Βέβαια λόγω απομόνωσης, η λαλιά τους θ’απαρτίζεται από επτά διακριτές διαλέκτους, διαμορφωμένες αλλιώτικα απ’ότι στον Πόντο. Και οι Καραμανλήδες (= τουρκόφωνοι Χριστιανοί ιθαγενείς) και οι “Καππαδόκες” Πόντιοι θα καταφύγουν στην Ελλάδα με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών (1923), σε αντίθεση με τους διάφορους ελληνόφωνους Μουσουλμάνους, που δυστυχώς θα παραμείνουν στην σύγχρονη Τουρκία (όπως οι Τουρκοπόντιοι, οι Τουρκοκρητικοί/Κιριτλίδες, οι Τουρκογιαννιώτες και οι Βαλαάδες).