Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης,
τοιχογραφία του Πρωτάτου Καρυών,
δια χειρός κυρ Μανουήλ Πανσελήνου, 13ος αι
Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων, φονεύοντας δράκοντα
(ίσως αλληγορία για τον φόνο τοπικού τυράννου
στα Ευχάιτα ή την Αμάσεια), ανδραγάθημα που
τον ώθησε στο να καταταγεί στις λεγεώνες.
Κατά την διάρκεια της Ρωμανίας, θεωρήθηκε ως έξοχη ιδέα να απεικονίζονται και να τιμώνται μαζί οι Άγιοι Θεόδωροι, για λόγους κοινωνικής εξισορρόπισης, όντας ο ένας στρατηγός, ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης από την Ευχάνεια, κώμη του Ελενοπόντου, ενώ ο άλλος απλός νεοσύλλεκτος, ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων (από το λατινικό tiro = νεοσύλλεκτος) από τα Ευχάιτα, πολίχνη κοντά στην Αμάσεια, την πρωτεύουσα του Ελενοπόντου!
~ η εξέλιξη των Ρωμαίων οπλιτών, απ'την Δημοκρατία της Ρώμης, μέχρι τους Πορφυρογέννητους αυτοκράτορες ~
Ρωμ[α]ιοι κατάφρακτοι
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~ κλιβανάριοι ή κλιβανοφόροι ~
καβαλάρηδες από ειδική μονάδα καταφράκτων,
ήτοι βαριά θωρακισμένου αυτοκρατορικού ιππικού:
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η «αιχμή του δόρατος» για τις ρωμέικες Ένοπλες Δυνάμεις είναι οι κατάφρακτοι ιππείς, οι οποίοι φέρουν βαρύ οπλισμό, συμφώνως με το παλιό σελευκίδειο/παρθικό σύστημα «εν αλυσιδωτοίς», κατάλληλα εξοπλισμένοι για την αντιμετώπιση του αντιπάλου δέοντος, ήτοι των πολεμιστών του Ιρανικού Κόσμου. Από τις πρώτες και πλέον επίλεκτες μονάδες καταφράκτων ιππέων, είναι οι περίφημες Σχολές. Οι καβαλάρηδες που επανδρώνουν τις Σχολές, ονομάζονται Σχολάριοι, και ξεχωρίζουν από άλλους πολεμιστές, με εμφανή διακριτικά τους ν'αποτελούν τα περίτεχνα «σχολαρίκια ενώτια», έκφραση που θα εξελιχτεί σε «σκουλαρίκια», αντικαθιστώντας εν καιρώ την χρήση της λέξης «ενώτια», όχι παραδόξως, αφού για αιώνες τα σκουλαρίκια θα παραμείνουν unisex.
Οι έφιπποι κατάφρακτοι συνήθως τάσσονται στο πεδίο της μάχης σε 8 στίχους η κάθε μονάδα, από τους οποίους οι πρώτοι 4 φέρουν κοντάριον, ενώ οι επόμενοι χρησιμοποιούν τόξο, τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση της μάχης. Παρατάσσονται κατά κανόνα σε σχηματισμό σφήνας, ενός τραπεζίου με στενή μικρή βάση, στο κέντρο της ρωμέικης παράταξης.
Παγία αποστολή τους στο πεδίον της μάχης είναι, με την επέλαση τους, να προκαλέσουν συντριπτικό πλήγμα στις αντίπαλες γραμμές, δημιουργώντας τους κενό, απ' όπου διεισδύουν στη συνέχεια οι υπόλοιπες μονάδες, ώστε να διασπαστεί και, ει δυνατόν, να συντριβεί το εχθρικό στράτευμα. Οι μεγάλες στρατιές, τα φοσσάτα ή φουσάτα, διαιρούνται σε αυτόνομες διοικήσεις τα μέρη (εξού και οι μτγ μεραρχίες), για μεγαλύτερη ευελιξία κατά την διάρκεια μιας επιχείρησης.
καβαλάρηδες Τάγματος, απ'τους χρόνους του Θεοφίλου,
λευκοντυμένοι όπως και οι Αθανάτοι του Ιωάννου Τσιμισκή, αργότερα
Από τους καβαλάρηδες χρησιμοποιείται η πάλα, η κυρτή ιππική σπάθα που σχετίζεται με την περσική cαμψήρα, και που από τον 11ο αι κι εξής, αντικαθιστά την ρωμαϊκού τύπου ίσια σπάθα. Ίσια ήταν και τα ονομαστά δαμασκηνά σπαθιά των ακριτών όπως καταγράφονται στην επική παράδοση (9ος-10ος αι).
Όμως η χρήση της πάλας εξαπλώνεται ραγδαία σε όλους τους αντίπαλους στρατούς της Μέσης Ανατολής. Αποκαλείται «σαΐφ (<-- ξίφος)» από τους Άραβες και «κιλίτζ» από τους Τούρκους.
Άγιοι σε τοιχογραφία στην Μανασσία, μοναστήρι που έχτισε ο Στέφανος Λαζάρεβιτς, με εξοπλισμό που ίσως και να παραπέμπει σε Σέρβους πολεμιστές του 15ου αι. Το σπαθί του ενός προσομοιάζει με πάλα!
Η πάλα, που χρησιμοποιείται από ρωμέικα σώματα ιππικού, όπως τους τσανάριους και τους χονσάριους ή χοσσάριους (μονάδες που παραδοσιακά επανδρώνονται από τον ευρωπαϊκό τομέα της Ρωμανίας, και δη από το ιδιαιτέρως φιλελληνικό σλαυικό έθνος των Σέρβων), μεταλαμπαδεύεται και στον εξοπλισμό των ουσσάρων (που για αιώνες θ'αποτελέσει το κυριότερο σώμα των στρατών στην Ουγγαρία (896-1526), αργότερα και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως το βασίλειο της Πολωνίας (960-1385), η διεθνική ηγεμονία του οίκου Γιαγγελον (1385-1572), και η Κοινοπολιτεία Λιθουανίας και Πολωνίας (1569-1795)).
οπλισμός στους στρατούς της Ρωμιοσύνης, των Ρωσιών, και του Λεβάντε
βογιάροι/βοϊλάδες/βολιάδες/μπολυάροι/μπόιλα:
φεουδαλικής μορφής αριστοκράτες καβαλάρηδες,
από τον σλαβικό τομέα της Ορθοδόξου Οικουμένης, με επιρροές από την στέππα (Ούννοι, Άβαροι, Χάζαροι, [πρωτο]Βούλγαροι, Μαγιάροι/Ούγγροι (και λοιποί Ουράλιοι), Πατσινάκες/Πετσενέγοι/Πολοφτσοι, Ούζοι, Κουμάνοι, Τάταροι), από Σκανδιναυία (Γότθοι, Σβέαρ/Σουηδοί), και από τα έθνη του Καυκάσου
παραλλαγές περσικών σπαθιών:
ως σαμψήρα, shamshir, scimitar, sabre,
η χρήση της ιρανικής σπάθας θα γενικευτεί στον Ισλαμικό Κόσμο,
αλλά και στην Ευρώπη, ως σάμπλα, η ουγγρική szablya, η πολωνική szabla,
αλλά και η ναυτική coutelas/cutlass με την λατινογενή ονομασία
O εθνικός ήρωας της Μπέλαρους/Belarus,
Κωνσταντίν Ιβάνοβιτς Οστρόζσκυ, με ματζούκι/σκήπτρο και με σάμπλα.
Ρουθηνός (--> πρωτο Λευκορώσος) αξιωματούχος του μεγάλου δουκάτου της Λιθουανίας ο Οστρόζσκυ, και μέγας αταμάνος του λιθουανικού στρατού (1497-1530), με τον οποίο και θα καταστεί κυρίαρχος των ρωσικών πεδιάδων
Βέβαια, και ίσια εξέλιξη του δαμασκηνού σπαθιού θα επιβιώσει στην Ρωμιοτουρκία, αλλά και στις φυλές του Καυκάσου, με την παραλλαγή τύπου «σασχβα/σασχκα".
σχολάριοι με κασίδια κράνη, 4ος-6ος αι
Αυτήν την εποχή, το κράνος αποκαλείται κασίδιον ή κασίδα, που στις εκστρατείες συνήθως ..βρωμάει, εξού και κασίδα = βρώμικο κεφάλι, κατ'επέκταση: κασίδα/κασιδιά = βρωμιά, και κασιδιάρης = βρωμιάρης. Πάντως, αρχική ετυμολογία του όρου είναι το νεολατινικό casse = θήκη (εκ του οποίου και τα ελληνικά: κασέρι (= ενθηκωμένο τυρί, όπως και το ρωμαϊκό CASEVS και το γερμανικό Käse), αλλά και κασιμάτι (= οχυρωμένη θέση κανονιού, θάλαμος πυροβόλου), όλα με αρχική προέλευση το λατινικό CAPSΑ (--> κάψουλα & καψίδιο), και με νεώτερες εκδοχές το γαλλικό caisse και το αγγλικό case!).
ρωμέικη ιππική περικεφαλαία, κασίδα, συνήθης τύπος του 4ου αι μ.Χ,
που προσιδιάζει με αντίστοιχο εξοπλισμό από μεταγενέστερες εποχές,
και συγκεκριμένα από το διάστημα 12ος - 16ος αι,
όπως τα ακόλουθα λείψανα ρωμέικων κρανών
Το περίκλειστο ιππικό κράνος συνήθως αποτελείται από κάμποσα μεταλλικά ελάσματα, καρφωμένα μαζί, χωρίς επιρρίνιο, αν και από τον 12ο αιώνα κι εξής, μπορεί να διαθέτει και επιρρίνιο, πτυσσόμενο πια, όπως ακόμα και μεταλλικό γείσο, αμφότερα συμφώνως με τις ιππικές περικεφαλαίες της πρώιμης Ρωμανίας (4ος - 6ος αι). Από αυτό το κασίδι, κρέμεται αλυσιδωτό ή φολιδωτό καταυχένιο, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει και αλυσιδωτό κάλυμμα για ολόκληρο το πρόσωπο, με οπές για τα μάτια μόνο.
ζαβή θωράκιση
από την Καρτλί/Γεωργία
και την ευρύτερη Καυκασία,
ως σετ με χειρόκτια (αλυσιδωτά γάντια),
συμπαγή περιβραχιόνια, ιππική ασπίδα, και ευθύ σπαθί
πολεμιστής με περιβραχιόνια, με κλιβανωτό θώρακα (αν και με συνήθη για την εποχή πλακίδια, αντί για οριζόντιες λάμες, την πιο προφανή εξέλιξη της Λαμινάτας), και κράνος με έντονο γείσο
Οι άρτια εξοπλισμένοι μαχητές, φέρουν το κλιβάνιον (εξ ου κλιβανάριοι ή κλιβανοφόροι), έναν σχετικά ενισχυμένο θώρακα, αποτελούμενο από μεταλλικές πλάκες ραμμένες τόσο μεταξύ τους, όσο και με δερμάτινες οριζόντιες λωρίδες. Το κλιβάνιον κατά κανόνα έχει και κρεμάσματα, ήτοι μεταλλικές ή δερμάτινες πτέρυγες για την προστασία των βραχιονων (= μπράτσα) και της οσφύος (= μέση). Επιπλέον, κάτω από το δαπανηρό κλιβάνιον φοριέται, ενίοτε ζάβα (= αλυσιδωτός θώρακας), συνηθέστερα δε καββάδιον, που είναι χιτώνιο από δέρμα ή παραγεμισμένο ύφασμα σε καπιτονέ ραφή. Αποκλειστικά από καββάδι αποτελούνται οι θωρακίσεις των ελαφρά οπλισμένων στρατιωτικών σωμάτων. Πάντως δεν περιφρονείται και η χρήση των άλλων μορφών ρωμέικου θώρακα: το λωρίκιον (= φολιδωτός θώρακας) και η ζάβα (= αλυσιδωτός), με ή χωρίς την προσθήκη καββαδίου.
Χαροπαλεύοντας στα μαρμαρένια Αλώνια
Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας, ενδεδυμένος με θώρακα από ζάβα (εξέλιξη της LORICA · HAMATA),
παλεύει στα μαρμαρένια Αλώνια, με τον Χάρο που φέρει λωρίκιο θώρακα (εξέλιξη της LORICA · SQVAMATA).
Σύγχρονη απεικόνιση από πίνακα του Δ. Σκουρτέλη
Τοιχογραφία από ναό στην Κύπρο.
Απεικονίζοντας τον προδοτικό ασπασμό του Ιησού Χριστού από τον Ιούδα,
η τοιχογραφία εκθέτει και τους τέσσερις ρωμέικους τύπους θωράκισης, παρουσιάζοντας από αριστερά προς τα δεξιά:
i. κλιβάνιο (ως μακρινή εκδοχή της LORICA· SEGMETATA ή LAMINATA: αν στο δερμάτινο υπόστρωμα του θώρακα δεθούν οριζόντιες λάμες,
αντί για τα συνήθη για την εποχή πλακίδια, τότε έχουμε μια πιο προφανή εξέλιξη της Λαμινάτας,
όχι και τόσο δημοφιλή, που όμως θα μεταλαμπαδευτεί στον μεταγενέστερο θώρακα των ουσσάρων)
ii. καββάδιο, iii. λωρίκιο (εξέλιξη της LORICA· SQVAMATA), και iv. ζάβα (εξέλιξη της LORICA· HAMATA).
καββάδιο, κλιβάνιο, λωρίκιο
παρόμοια αντιπαραβολή θωρακίσεων από τοιχογραφία αγίων στον ναό του Αγίου Παντελεήμονος του Γκόρνο Νερέζι, έργο του 1164 με χορηγό τον Αλέξιο Άγγελο Κομνηνό, γιο του Κωνσταντίνου Αγγέλου και της Θεοδώρας Κομνηνής, κόρης του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού
κλιβάνιο, κλιβάνιο, λωρίκιο
ο Άγιος Νεστόριος με λωρίκιον θώρακα,
και ο Άγιος Μερκούριος με ζάβα
Οι πήχεις προστατεύονται με μεταλλικά χειρόκτια, τα χέρια με αλυσσιδωτά γάντια, ενώ οι κνήμες με κνημίδες και τα πόδια με αλυσσιδωτά υποδήματα. Συνήθη εξοπλισμό αποτελεί ακόμη το σκουτάριον (= ασπίδα), που είναι μικρό & στρογγυλό, ή συνηθέστερα αμυγδαλωτό, του παλαιού γοτθικού τύπου. Στην κορυφή της κασίδας (= κράνος), καθώς και στους ώμους, υπάρχουν τα τουφία, δηλαδή λοφία από τρίχες αλόγου. Τα άλογα επίσης φορούν διάφορα προστατευτικά, από μεταλλικά προστερνίδια και προμετωπίδια, έως πλήρη θωράκιση δερμάτινη ή και μεταλλική.
Κύριο επιθετικό όπλο είναι η λόγχη, επίσης γνωστή ως το κοντάριον ή κοντός (= δόρυ), ενώ στον κύριο ατομικό εξοπλισμό περιλαμβάνεται και το σπαθίον, καθώς και το παραμήριον. Όμως χρησιμοποιούνται και διάφορες εκδοχές ροπάλων ή κεφαλοθραυστών: το απελατίκι (με κεφαλή, στρογγυλή ή με καρφιά, με την αναπαράσταση του Αγίου Μάμα σύμφωνα με αναφορές), το ματζούκιον ή ματσούκιον (ρόπαλο), το σιδηροράβδιον ή τοπούζ και το βαρδούκιον. Ακόμα μαρτυρείται η χρήση σφενδόνης (σημ. σφεντόνα), σωληναρίου (πρόκειται για είδος εξειδικευμένου τόξου, με σχεδόν διπλάσιο βεληνεκές από το κανονικό τόξο), όπως και ειδών λόγχης για επίθεση μέσω ακοντισμού: το μεύναυλον(αναβίωση του ρωμαϊκού pilvm), και το μαρτζοβάρβουλον (εκ του ρωμαϊκού martiobarbvlvs).
Μερικές φορές χρησιμοποιείται και πολεμικό τσικούριον (= τσεκούρι, εκ του αρχαίου «σικουρίς»), το οποίο όμως για τους Βαραγγους αποτελεί βασικό εξοπλισμό. Η ευμεγέθης τσεκούρα, που έχουν μόνιμα κρεμασμένη στο δεξί τους ώμο οι Βαράγγοι, αποκαλείται και «ρομφαία» από τους λογίους, δηλαδή τους αντίστοιχους καθαρευουσιάνους συγγραφείς της εποχής (π.χ ο Μιχαήλ Ψελλός). Όμως, η ρομφαία είναι κάτι διαφορετικό, που επίσης βρίσκεται ακόμα σε χρήση.
Ως όρος, η ρομφαία αρχικά αναφέρονταν σε ιδιόρρυθμο συνδυασμό ξίφους με λόγχη, ως παραδοσιακό όπλο των Αρχαίων Θρακών. Κατά τους πρώτους αιώνες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η ρομφαία αυτή θα παραμείνει δημοφιλής κυρίως από επίλεκτες ιππικές δυνάμεις στην περιοχή πρωτευούσης (Κωνσταντινούπολη & Νικομήδεια, Θράκη & Βιθυνία).
Σταδιακά όμως ρομφαία θ'αρχίσει ν'αποκαλείται κάθε αγχέμαχο όπλο με διπλή χειρολαβή. Έτσι, κατά την διάρκεια της αναβίωσης της Ρωμανίας (800 - 1200), αναφέρεται εκ νέου η ρομφαία, αν και αυτήν την εποχή πρόκειται για διαφορετικό όπλο, ωστική σπάθη χειριζόμενη και με τα δυό χέρια, σε χρήση από ειδικές μονάδες πεζικού. Δηλαδή ρομφαία αποκαλείται πλέον τύπος μεγάλου σπαθιού, αλαμανικό, τύπου «Κόναν ο Βάρβαρος», με πλατιά αμφίκοπη λάμα και διπλή λαβή.
Η χρήση του τόξου θα παραμείνει πάντα σχετικά περιορισμένη, αν και το σύνθετο τόξο θα δουλευτεί πολύ από τους νομάδες που ως ιπποτοξότες επανδρώνουν κατά καιρούς μονάδες του αυτοκρατορικό ιππικού, όπως οι Εταιρείες. Όμως, από τον 12ο αι κι εξής, συστηματοποιείται και η χρήση της τζάγρας ή αρμπαλέτας, δηλαδή της βελτιωμένης εκδοχής αρχαίων όπλων όπως η χειροβαλλίστρα, ο γαστραφέτης, αλλά κυρίως το κυνηγετικό τοξίδιον από την Ρωμαϊκή Εποχή. Ο Νικηφόρος Φωκάς αναφέρει στο Στρατηγικόν του και την χειρομαγγάνα, είδος φορητού μαγγάνου/τριμπουσέτου!
εκουέστριοι σαγιτάριοι/ιπποτοξότες του 6ου αι
καταπέλτης
μάγγανον/μαγγανικόν/mangonel/trebuchet
Υπήρχαν πολλών ειδών όπλα και τεχνικές για την άλωση οχυρών θέσεων, όπως:
σκορπιοί,
μαγγανικά/μαγγονέλια/τρεμπουσέτα (κινεζική εφεύρεση που αφίχθη στην Ρωμανία μαζί με τον αναβολέα των Χιονιτών, από τους Αβάρους εισβολείς),
καταχυσίματα (επίθεση με λάδια και άλλα ζεματιστά υγρά, αν και το ίδιο εφαρμόζονταν και από τους αμυνόμενους),
δηλητηριάσεις πηγών, και
αναφλεκτικά όπλα (με αποκορύφωμα το υγρόν πυρ).
Όμως ακόμα και ύστερα από την σταδιακή υιοθέτηση πυροβόλων όπλων, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος πολιορκίας θα παραμείνει η υπονόμευση. Για την αποτελεσματικότητα αυτών των υπογείων καταδρομών, και καταστροφών οχυρώσεων, μας βεβαιώνει και ο Νικηφόρος Ουρανός σε στρατηγικό πόνημα που συνέγραψε τον 10ο & 11ο αι, "τα Τακτικά".
Εξειδικευμένα σώματα υπονομευτών, γνωστοί και ως μιναδόροι και λαγουμιτζήδες από τον Μεσαίωνα και μετά, θ'αποτελέσουν το καμάρι των πιο πετυχημένων κατακτητικών στρατιών, από την Ελληνιστική / Πρώιμη Ρωμαϊκή Εποχή (3ος αι π.Χ), μέχρι και την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (18ος αι).
παιχνιδάκια απλωμένα στην άμμο: Αχαιοί επιτίθενται σε Τρώες, μπροστά από μιαν Τροία χτισμένη από ..άμμο, ενώ η Ωραία Ελένη παρατηρεί την μάχη καθήμενη επί του Δούρειου Ίππου. Στο πέρασμα των αιώνων, ο θρύλος της Ωραίας Ελένης ενέπνευσε τις Τέχνες, αν και όχι πάντα σε ρεαλιστική επαφή με τα πραγματικά γεγονότα του Τρωικού Πολέμου.