- Ἡ προτίμησι

«Πίστει Μωυσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν» (Ἑβρ. 11,24-25)

Ἡ πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν λέγεται καὶ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅλοι οἱ ἱεροκήρυκες θὰ μιλήσουν γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Νὰ μιλήσουμε κ᾽ ἐμεῖς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία;

Μωυσῆς εἶνε ὄνομα ὄχι ἑλληνικὸ ἀλλὰ ἑβραϊκό. Σημαίνει «αὐτὸς ποὺ σώθηκε ἀπὸ τὰ νερά». Γιατί; Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἕνας τύραννος φαραὼ εἶχε βγάλει διαταγή, ὅλα τὰ ἀρσενικὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων νὰ σκοτώνωνται –γενοκτονία δηλαδή–, καὶ ἦταν ὑπεύθυνοι ἡ μαμμή, ἡ μάνα καὶ ὁ πατέρας. Ἡ Ἑβραία μητέρα του τὸν ἔρριξε στὸ ποτάμι ὄχι βέβαια γιὰ νὰ τὸν θανατώσῃ, ὅπως κάνουν σήμερα οἱ γυναῖκες μὲ τὶς ἐκτρώσεις, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν σώσῃ. Καὶ ἐπέπλεε στὰ ἀβαθῆ νερὰ τοῦ Νείλου, ἐκεῖ στὶς καλαμιὲς μέσα σ᾽ἕνα πανεράκι, τὸ χαριτωμένο αὐτὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ ὠνομάστηκε Μωυσῆς.

Σώθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὰ νερά. Πῶς σώθηκε; Ἡ θυγατέρα τοῦ φαραὼ ἔκανε τὸν περίπατό της μὲ ἁμάξι στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ. Εἶδε νὰ ἐπιπλέῃ τὸ πανεράκι μὲ τὸ παιδί, τὸ πῆρε, τὸ ἔφερε στὰ ἀνάκτορα τοῦ πατέρα της καὶ τὸ υἱοθέτησε. Ἐκεῖ ἀνατράφηκε μὲ ὅλα τὰ πλούτη, τὶς ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις ποὺ ἔχουν τὰ παλάτια. Ἡ πριγκίπισσα τὸ ἐμπιστεύθηκε σὲ σοφοὺς δασκάλους. Καὶ εἶχε ἡ Αἴγυπτος τότε σπουδαίους ἀστρονόμους, μαθηματικούς, φυσικοὺς καὶ ἄλλους μεγάλους ἐπιστήμονες, ποὺ κατασκεύαζαν μεγάλα τεχνικὰ ἔργα –ἀπόδειξις οἱ γνωστὲς πυραμίδες. Ἐκπαιδεύτηκε λοιπὸν τὸ παιδὶ αὐτὸ μὲ ὅλη τὴ σοφία τῶν Αἰγυπτίων, μὲ σκοπὸ νὰ γίνῃ μιὰ μέρα διάδοχος τοῦ φαραώ. Ἀνοιγόταν μπροστά του μέλλον λαμπρό.

Ἔμαθε ὅμως τὴ γενιά του, τὴν ἱστορία του, ἀπὸ ποῦ κατάγεται, ποιοί εἶνε οἱ πρόγονοί του. Κι ὅταν μεγάλωσε, μιὰ μέρα ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὰ παλάτια! Κλαίει ὁ φαραώ, κλαίει ἡ πριγκίπισσα, κλαῖνε οἱ πάντες, διότι ὁ χαριτωμένος αὐτὸς νέος χάθηκε. Ποῦ πῆγε, τί ἔκανε;

Ρωτᾶτε τί ἔκανε; Ἔκανε κάτι ποὺ δὲν κάνουμε ἐμεῖς. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς προβάλλεται σήμερα ὡς παράδειγμα. Πῆρε ζυγαριὰ καὶ ζύγισε. Ἀπ᾽ τὴ μιὰ μεριὰ ἔβαλε τὰ παλάτια, τοὺς θησαυρούς, τὰ βιβλία τῶν σοφῶν, τὶς πυραμίδες, τὰ στέμματα, τὰ σπαθιά, τὶς ἀνέσεις, τὶς διασκεδάσεις, τὰ τραγούδια, τὶς γυναῖκες, ὅ,τι ἑλκυστικὸ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἀλλὰ ἡ ζυγαριὰ ἔκλινε πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, ποὺ ἦταν βαρύτερο. Ποιό εἶνε τὸ βαρύτερο; Τὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος καὶ τὸ εἶπα στὴν ἀρχή· «Πίστει Μωυσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν» (Ἑβρ. 11,24-25). Αὐτὰ ποὺ λέμε στὴν ἐκκλησία ἔχουν ὅλα νόημα, ἀλλὰ εἶνε «χοντρὸ νόμισμα» καὶ χρειάζεται νὰ τὰ κάνῃ κανεὶς λιανὰ γιὰ νὰ τὰ καταλάβῃ ὁ λαός μας.

Λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος, ὅτι ὁ Μωυσῆς τὰ ζύγισε ὅλα, καὶ εἶδε ὅτι παραπάνω ἀπὸ αὐτά, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἀλλὰ κι ἀπὸ τὴ Γῆ ὁλόκληρη, τὰ ἀστέρια καὶ τοὺς Ὠρίωνες, πιὸ βαρὺ εἶνε – ποιό; Ἡ πίστις! αὐτὴ βαραίνει παραπάνω. Καὶ ὁ Μωυσῆς εἶδε ὅτι μέσ᾽ στὰ παλάτια κινδυνεύει νὰ χάσῃ τὴν πίστι του καὶ νὰ γίνῃ εἰδωλολάτρης, νὰ λατρεύῃ τὶς μοῦμιες μέσ᾽ στὶς πυραμίδες, τὰ φίδια, τὰ κρεμμύδια καὶ τὰ σκόρδα – γιατὶ αὐτὰ εἶχαν ἐκεῖ γιὰ θεούς· καὶ προτίμησε νὰ μείνῃ πιστὸς στὸ Θεὸ τῶν πατέρων του, νὰ πιστεύῃ σὰν τὴ μάνα καὶ τὴ γιαγιά του, ὅπως οἱ πρόγονοί του. Γι᾽ αὐτὸ ἔγινε ἄφαντος. Βάδισε χιλιόμετρα, ἔφυγε μακριά, πῆγε κ᾽ἔγινε – τί· τσοπάνης, νὰ βόσκῃ ἀρνιὰ καὶ νὰ παίζῃ φλογέρα. Ναί· χίλιες φορὲς τσοπάνης μὲ τὴν πίστι στὸ Θεό, παρὰ βασιλιᾶς ποὺ νὰ μὴν πιστεύῃ στὸν Κύριο. Αὐτὸ τὸ δίδαγμα παίρνουμε σήμερα. Ἔχει μεγαλεῖο ἡ πίστις μας· παραπάνω ἀπὸ ὅλα εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος πίστις.

Πόσα χρόνια ἔζησε ἔτσι; Σαράντα χρόνια. Καὶ ὕστερα τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἀνέδειξε ἡγέτη καὶ ἀπελευθέρωσε τὸ λαό του ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ φαραώ.

* * *

Τέτοιο παράδειγμα, ἀδελφοί μου, μᾶς παρουσιάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας· παράδειγμα ἡρωικῆς ἀποφάσεως. Ἀνάλογα παραδείγματα ἔχει καὶ ἡ ἱστορία τοῦ μικροῦ ἀλλὰ ἐνδόξου ἔθνους μας. Ἡ ἐθνικὴ ἑορτὴ τῆς 25ης Μαρτίου μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία ν᾽ἀνοίξουμε τὴν ἱστορία μας, νὰ διαβάσουμε καὶ νὰ κλάψουμε. Μόνο ὅποιος εἶνε πέτρα δὲν θὰ συγκινηθῇ διαβάζοντας τὸ βίο τοῦ Καραϊσκάκη, τοῦ Κολοκοτρώνη, ὅλων ἐκείνων ποὺ θυσίασαν τὰ πάντα γιὰ νὰ ζοῦμε ἐμεῖς ἐλεύθεροι. Πῶς ἔφτασε ἡ λευτεριὰ σ᾽ἐμᾶς; δὲν ἔφτασε ἕτοιμη στὸ πιάτο, ἀλλὰ μέσ᾽ ἀπὸ κόπους, δάκρυα καὶ αἵματα. Ἂν ἔχουμε σήμερα ἐκκλησιὲς καὶ κάνουμε γιορτὲς καὶ κυματίζῃ στὴν Ἀκρόπολι ἑλληνικὴ σημαία, ἂς εἶνε αἰωνία ἡ μνήμη ὅλων ἐκείνων ποὺ στὰ βουνά, τὰ λαγκάδια καὶ τὶς θάλασσες ἔδωσαν τὸ παρὼν στὸ προσκλητήριο· ἔτσι ζῇ σήμερα ἡ πατρίδα καὶ πρὸ παντὸς ἡ πίστι ἡ ὀρθόδοξος.

Γιά διαβάστε π.χ. γιὰ τὸν Ἀθανάσιο Διᾶκο. Ἦταν λεβέντης ῾Ρουμελιώτης μὲ πνοή. Καὶ μᾶς διδάσκει κάτι παρόμοιο μὲ τὸ Μωυσῆ. Στάθηκε καὶ πολέμησε στὰ στενά, καὶ τὸν ἔπιασαν οἱ Τοῦρκοι. Θαύμασαν τὸ ἀνάστημα, τὴν ὀμορφιά, τὴν παλληκαριά του. –Ἀλλάζεις τὴν πίστι σου; τοῦ λέει ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης· πασᾶς θὰ γίνῃς, θὰ σοῦ δώσουμε τὸ πασσαλίκι, θὰ ἐξουσιάζῃς ὅλη τὴ῾Ρούμελη. –Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, λέει, Γραικὸς θὰ πεθάνω!… Καὶ προτίμησε νὰ τὸν σουβλίσουν, τὴν ὥρα ποὺ ἄνθιζε ἡ γῆ τὴν ἄνοιξι… Δὲν εἶνε παραμύθια αὐτά, εἶνε γεγονότα.

Ὁ διάβολος ἔρχεται σὲ ὅλους καὶ μᾶς φέρνει τὸ δίλημμα. Κ᾽ἐμεῖς, «τράμπα - τραμπαλίζομαι», δὲν παίρνουμε ἡρωικὲς ἀποφάσεις. Στὸ φτωχαδάκι προτείνει νὰ πάῃ στὴ χάβρα τῶν Ἑβραίων, νὰ γίνῃ ἰεχωβίτης, καὶ τοῦ τάζει δολλάρια μὲ τσὲκ ἀπ᾽ τὸ Σικάγο. Στὴ φτωχὴ κόρη, ποὺ πάνω στὴ βελόνα «βγάζει τὰ μάτια της», τῆς προτείνει νὰ γίνῃ μεγάλη κυρία κάνοντας ἀβαρία στὶς ἀρχές της. Πάει στὸν ἄλλο καὶ τοῦ λέει· –Θέλεις νὰ γίνῃς πλούσιος; προσκύνησέ με… Πάει καὶ στὸν ἄλλο, τὸν παπᾶ, καὶ τοῦ λέει· –Θέ᾽ς νὰ γίνῃς δεσπότης, μητροπολίτης, πατριάρχης; προσκύνα τὸν διάβολο μέσα στὶς στοές…

Ναί, ἔτσι παίζει ὁ διάβολος τὶς ψυχές. Ἀλλ᾽ ἐμεῖς ὄχι! Ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ ἑορτάζουμε, ν᾽ ἀνανεώσουμε τὴν ἀπόφασί μας νὰ ζήσουμε καὶ νὰ πεθάνουμε ὀρθόδοξοι. Νὰ βάλουμε ζυγαριά. Προτιμότερο φτωχὸς μὲ τὸ Χριστὸ παρὰ ἑκατομμυριοῦχος μὲ τὸ διάβολο. Προτιμότερο φτωχιὰ κόρη καὶ νά ᾽χῃς τὴν τιμή σου παρὰ κυρία ὑπουργοῦ μὲ ἀτιμία. Προτιμότερο φτωχὸς μὲ τὴν Ὀρθοδοξία παρὰ ἰεχωβίτης μὲ τὸ διάβολο. Προτιμότερο –ἐγὼ τοὐλάχιστον προτιμῶ– νὰ εἶμαι ἕνας παπᾶς, ἕνας καλόγερος, νὰ κρατάω ἕνα κομποσχοίνι καὶ νὰ λέω «Κύριε, ἐλέησον», παρὰ νὰ γίνω πατριάρχης μὲ τὸ διάβολο.

Ὄχι, ἀδελφοί μου, δὲν θὰ πουλήσουμε τὴν Ὀρθοδοξία. Κι ἂν ἀκόμα μᾶς στρώσουν τὴ γῆ μὲ διαμάντια καὶ χρυσάφι, ἐμεῖς γεννηθήκαμε ὀρθόδοξοι, θὰ πεθάνουμε ὀρθόδοξοι. «Αὕτη ἡ πίστις τῶν ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν πατέρων, αὕτη ἡ πίστις» (Συνοδ. Ὀρθοδ.) ἔσωσε τὸν κόσμο. Ὁ Θεὸς δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων καὶ ὅλων τῶν ἡρώων, τῶν ὁποίων τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα, ἂς σώσῃ καὶ σκέπῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ

Ἁγ. Μαρίνης Ἡλιουπόλεως - Ἀθηνῶν τὴν 22-3-1964 τὸ πρωί.

Μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 95α΄ τῆς σειρᾶς

«ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

Ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ τῆς πλέξῃ ὕμνο ἐπάξιο! Γιατὶ τί εἶνε Ὀρθοδοξία; Εἶνε ἡ βάτος ἡ καιομένη καὶ μὴ καταφλεγομένη, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ποὺ ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας, εἶνε τὸ «ἄφραστον θαῦμα» (καν. Μ. Σαββ.), κάτι ποὺ δὲν ἐκφράζεται μὰ τὸ ζῇ καὶ τὸ αἰσθάνεται κανείς. Μπορεῖ νὰ εἶσαι καθηγητὴς θεολογίας, δεσπότης, πατριάρχης, νὰ ἔχῃς κάνει τὸ κεφάλι σου ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ θεολογίας, μὰ δὲν τὴ νιώθεις τὴν Ὀρθοδοξία ὅπως τὴ νιώθει ἕνας ἁπλὸς Χριστιανὸς ποὺ πιστεύει βαθειὰ στὸ ὀρθόδοξο δόγμα. Ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Θεό, γιατὶ ἐν τῷ ἀπείρῳ ἐλέει του ἐξέλεξε αὐτὴ τὴ μικρὴ γωνιά, πού ᾽νε βράχια καὶ πέτρες, νὰ εἶνε τρία πράγματα· φύλακας, κήρυκας καὶ μάρτυρας τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι᾽ αὐτὸ ἐμεῖς τώρα ἔχουμε χρέος νὰ φανοῦμε ἄξιοι τῶν προγόνων μας. Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα ὑψώνει τὰ τιμημένα λάβαρα, προβάλλει τὶς ἱερὲς εἰκόνες τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἁγίων καὶ ἐπικαλεῖται τὴ βοήθειά τους. Προβάλλει ἀκόμα μπροστά μας τοὺς ἥρωες τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, οἱ ὁποῖοι διὰ λόγου, διὰ θαυμάτων καὶ δι᾽ αἵματος μαρτυρίου βεβαίωσαν τὴν πίστι. Μεταξὺ δὲ τῶν ὀνομάτων ποὺ ἀνήκουν στὸν κόσμο τῆς παλαιᾶς διαθήκης ὁ ἀπόστολος μνημονεύει στὴν ἀρχὴ τὸ Μωυσῆ. Τὸν προβάλλει γιὰ νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Σὲ τί νὰ τὸν μιμηθοῦμε; Σὲ μιὰ ἡρωική του ἀπόφασι. Τί ἔκανε ὁ Μωυσῆς; * * *