Πατέρα σὰν τὸν ἄσωτοστὰ πόδια Σου προσπίπτω•τὴν σωτηρία μου, Ἀγαθέ,στὸ ἔλεός σου ρίπτω.Δὲν εἶμαι ἄξιος ἐγὼΠατέρα νὰ σὲ λέγω,μὰ ἐπειδή ᾽σαι εὔσπλαχνοςσ᾽ ἐσένα καταφεύγω.Καὶ ποῦ ἀλλοῦ, Πατέρα μου,ὁ ἄθλιος νὰ γυρίσω;ποῦ νά ᾽βρω ἄλλη ἀγκαλιά,δάκρυα πικρὰ νὰ χύσω;Ὅπου κι ἂν πῆγα ὁ φτωχός,
ἀνάπαυσι καμμία•
κι αὐτὸ ποὺ θεωροῦν χαρά,
βρώμα καὶ δυσωδία…
Μόνον ἐσύ, Πατέρα μου,
ἔχεις θερμὴν ἀγκάλη•
γι᾽ αὐτὸ καὶ ξαναγύρισα
σ᾽ Ἐσέ, Σωτῆρα, πάλι.
«Ἥμαρτον ἥμαρτον, Θεέ»,
ὁ ἄσωτος φωνάζω•
ἐλπίζοντας, Φιλάνθρωπε,
στὸ ἔλεος πλησιάζω…
Δέξου με σὰν τὸν ἄσωτο,
ντῦσε με τὴν στολή Σου,
δός μου τὸ δακτυλίδι Σου
καὶ κάνε με παιδί Σου.
Ἀξίωσε, Πανάγαθε,
καὶ τ᾽ ἄλλα τὰ παιδιά σου
νὰ ξαναβροῦν τὸ δρόμο Σου,
νὰ ᾽ρθοῦν πάλι κοντά Σου.
Νὰ ἀπολαύσουν καὶ αὐτὰ
τῆς θείας εὐσπλαχνίας
καὶ κληρονόμοι νὰ γενοῦν
Οὐράνιας Βασιλείας.
ἀρχιμ. ΜΑΞΙΜΟΣ Δ. ΚΑΡΑΒΑΣ
καθηγούμενος τῆς ἱ. μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς
Μηλοχωρίου Ἑορδαίας (Πτολεμαΐδος)
1-9-1996
[ἀπὸ τὴν συλλογή του ΥΜΝΟΙ &
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ἀθήνα 2013, σ. 45]