- Ὁ μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος Καντιώτης καὶ ὁ Παπουλάκος (ΜΕΡΟΣ Α')

Εἰσήγησι σὲ συνέδριο

τοῦ ἀρχιμ. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ ΓΡΑΤΣΙΑ

ταπεινὸς μοναχὸς Χριστοφόρος ὁ Παπουλάκος συνήγειρε τὰ πλήθη στὴν ἐποχή του, ἑλκύει ὅμως ὄχι λίγους καὶ μετὰ τὸ ὁμολογιακὸ τέλος καὶ τὴν ὁσιακὴ κοίμησί του. Ἡ συνείδησι τοῦ πληρώματος μαρτυρεῖ γι᾽ αὐτόν, καὶ δὲν σφάλλει.Μεταξὺ ἐκείνων ποὺ συγκίνησε καὶ ἐνέπνευσε ἡ μορφὴ τοῦ Παπουλάκου εἶνε καὶ ὁ μακαριστὸς ἐπίσκοπος Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Ἂν ἀκούσῃ κανεὶς κηρύγματά του ἢ διαβάσῃ κείμενά του, τόσο κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἦταν πρεσβύτερος ὅσο καὶ ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος, διαπιστώνει ὅτι τὸν τιμοῦσε ἀνέκαθεν καὶ τὸν σεβόταν ἀνεπιφύλακτα. Ὅσα ἔχω τὴν τιμὴ νὰ σᾶς ἐκθέσω ἐν συνεχείᾳ τὰ ἀντλῶ ἀπὸ διάσπαρτες στὰ ἅπαντά του ἀναφορές, μὲ κεντρικὸ πυρῆνα ἕνα εἰδικὸ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Ὁ Παπουλάκος», («Χριστιανικὴ Σπίθα» φ. 137/Δεκ. 1952. Βλ. καὶ βιβλίο του Δύο ἀδελφὰ ῥεύματα, Ἀθῆναι 1989, σσ. 218-236), μεταφέροντας τὰ λόγια του ἀπὸ τὴν καθαρεύουσα στὴ σημερινὴ λαϊκὴ γλῶσσα.Ὅταν ὁ ἀείμνηστος δημοσιογράφος λογοτέχνης καὶ θεατρικὸς συγγραφέας Κωστῆς Μπαστιᾶς τὴν ἄνοιξι τοῦ 1951 προδημοσίευε τμηματικὰ τὸ πασίγνωστο σήμερα σχετικὸ ἔργο του στὴ «Βραδυνή», ὁ π. Αὐγουστῖνος, ποὺ ὑπηρετοῦσε στὴν ἐπαρχία καὶ βρισκόταν σὲ περιοδεία στὰ χωριὰ τῆς Καρύστου, εἶχε ἀναθέσει σὲ πνευματικό του παιδὶ στὴν Κύμη νὰ τοῦ ἀγοράζῃ τὰ φύλλα τῆς ἐφημερίδος, κι ὅταν ἐπέστρεφε ἐκεῖ παρακολουθοῦσε τὶς συνέχειες μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον.Εἶχε ἔτσι τὴν εὐκαιρία νὰ ἐγκύψῃ σὲ μελέτη γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Παπουλάκου, ποὺ ἀσκοῦσε στὴν ψυχή του ἰσχυρὴ ἕλξι. Ἡ καθαρὴ καὶ ἄδολη πίστι τοῦ Παπουλάκου, ἡ συνεπὴς μετάνοιά του, ἡ στερεὰ προσήλωσί του στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ εὐθύτητα καὶ ἡ παρρησία του, οἱ ἱδρῶτες καὶ κόποι γιὰ τὸ φωτισμὸ τοῦ γένους μας, οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ διωγμοί του ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, καὶ τέλος ἡ ἐκδημία του μαρτυροῦσαν ἕνα γνήσιο δοῦλο τοῦ Χριστοῦ καὶ τίμιο ἐργάτη τοῦ εὐαγγελίου. Ὁ Παπουλάκος (μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, τὸν Κοσμᾶ Φλαμιᾶτο καὶ μερικοὺς ἄλλους) ἔγινε γιὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο πρότυπο.

Ἀρθρογραφώντας ἐν συνεχείᾳ ὁ ἱερομόναχος Αὐγουστῖνος στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» τὸν προβάλλει ὡς ὑπόδειγμα γιὰ κάθε κληρικό, φωτεινὸ παράδειγμα ἀγρύπνου φύλακος τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ θὰ προέβαλλαν τὴν ἀντίρρησι «–Δὲν γνωρίζω γράμματα• τί μπορῶ ἐγὼ νὰ προσφέρω;» ἀπαντᾷ• –Μπορεῖς νὰ σώσῃς τὸ χωριό σου, τὴν ἐπαρχία σου, τὸ νομό σου, τὴν Ἑλλάδα ὅλη• ἀρκεῖ νὰ ἔχῃς πίστι, τὴν πίστι ἐκείνη ποὺ μετακινεῖ βουνά. Καὶ ὡς μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀποδείξεις τοῦ τί θαύματα κάνει ἡ πίστις, φέρνει τὸν Παπουλάκο.

Τὸν θεωρεῖ μία σπανία θρησκευτικὴ φυσιογνωμία τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος ποὺ ἀδικήθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς διανοουμένους. Ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς ὅπως οἱ ἱστορικοὶ Ἀναστάσιος Διομήδης Κυριακὸς καὶ Φιλάρετος Βαφείδης, [πολιτικοὶ ἱστορικοί, προσθέτουμε ἐμεῖς, ὅπως ὁ Σπῦρος Μαρκεζίνης,] λογοτέχνες ὅπως ὁ Μπάμπης Ἄννινος, ἔκριναν δυσμενῶς τὸν ἱερὸ ἄνδρα. Ἡ Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία τὸν χαρακτηρίζει ὡς ἀγύρτη [δὲν ἀποκλείεται νὰ τὸν συγχέῃ μὲ ἄλλο πρόσωπο, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν σύγκρισι τῶν ὁμωνύμων λημμάτων τῆς σύγχρονης Ἐγκυκλοπαιδείας Πάπυρος-Larousse-Britannica]. Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν ἄφησε ἀνυπεράσπιστο τὸν πιστὸ δοῦλο του. Ἑκατὸ σχεδὸν χρόνια μετὰ τὴν κοίμησί του (ποὺ ἔγινε τὸ 1861) ἀνέδειξε ἕνα ῥωμαλέο ὑπερασπιστή του• ὁ γνωστὸς συγγραφεὺς Κωστῆς Μπαστιᾶς δημοσίευσε τὸ 1951 μὲ τὴ μορφὴ ἠθογραφίας τὴ βιογραφία του μὲ τίτλο «Ὁ Παπουλάκος». Τὸ βιβλίο αὐτό, κατὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο, μοιάζει μὲ «ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου» (πρβλ. Λουκ. 7,37. Ἰω. 12,3)• τὸ ἄνοιγμά του διαχέει τὴν εὐωδία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἡ ἀνάγνωσίς του εἶνε ἐντρύφημα καρδίας.

Ὁ Παπουλάκος, παρατηρεῖ ὁ π. Αὐγουστῖνος, δὲν ἦταν ἀρχιεπίσκοπος, μητροπολίτης, διευθυντὴς Ἀποστολικῆς Διακονίας, καθηγητὴς θεολογικῆς σχολῆς, ἱεροκήρυκας, ἐφημέριος μεγάλης ἐνορίας• δὲν εἶχε πτυχία καὶ διπλώματα καὶ σπουδὲς στὸ ἐξωτερικό. Ἦταν ἕνας ἁπλὸς μοναχὸς μὲ ἐλάχιστες γραμματικὲς γνώσεις. Ἀλλ᾽ ὅ,τι ἔκανε γιὰ τὸ λαὸ καὶ τὴν ὀρθόδοξο πίστι, δὲν τὸ ἔκαναν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι τῆς ἐποχῆς του. Φαινόμενο, φωτεινὸ μετέωρο, ἀστέρι ποὺ σελάγισε στὸν οὐρανὸ τῆς Ἑλλάδος. Μὲ τὴν πίστι καὶ μόνο ἀναδείχθηκε νεώτερος ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ.

Πατρίδα καὶ καταγωγὴ

Γεννήθηκε στὰ Ἄρμπουνα, ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων, στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος. Ἄσημα κ᾽ ἐγκαταλελειμμένα χωριὰ τῆς πατρίδας μας, ἀναφωνεῖ ὁ π. Αὐγουστῖνος, πόσες μυστικὲς δυνάμεις κρύβετε μέσα στὰ στήθη τῶν κατοίκων σας! εἶστε οἱ ἀνεξάντλητες δεξαμενὲς τοῦ ἐθνικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ μεγαλείου τῆς φυλῆς μας. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Χρῆστος Παναγιωτόπουλος. Νέος ἀκόμη, εἶδε τὴν ἐπανάστασι τοῦ 1821. Ἐκείνης τῆς γενεᾶς ἦταν θρέμμα καὶ ἀνάστημα.

Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι, βαθειὰ συγκινημένος ἀπὸ τὴν αἱματηρὴ περιπέτεια τοῦ γένους καὶ πικραμένος ἀπὸ διάφορα προσωπικὰ καὶ οἰκογενειακά του ἐπεισόδια, ζήτησε τὴ γαλήνη καὶ ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς. Ἀποχαιρέτισε συγγενεῖς καὶ φίλους, ἀσπάσθηκε τὸν μοναχικὸ βίο παίρνοντας τὸ ὄνομα Χριστοφόρος, καὶ διάλεξε ἕνα τόπο γιὰ ἄσκησι στὶς πλαγιὲς τῶν Ἀροανίων. Γύρω του συγκεντρώθηκαν 2 - 3 μοναχοί, καὶ μὲ τὴ βοήθειά τους καθάρισε τὴν περιοχή, δημιούργησε κῆπο, φύτεψε δέντρα. Τὸ ὄνειρό του ἦταν νὰ χτίσῃ ἐκκλησία καὶ κελλιά, νὰ ἱδρύσῃ μοναχικὴ ἀδελφότητα καὶ νὰ ζήσῃ ἐρημικά. Ἀλλὰ οἱ βουλὲς τοῦ Κυρίου ἦταν ἄλλες• τὸν καλοῦσε σὲ ἀγῶνες καὶ μάχες γιὰ τὴν πίστι.

Μιὰ μέρα τὸν ἐπισκέφθηκε στὸ ἀσκηταριό του ὁ φλογερὸς κήρυκας καὶ ἱδρυτὴς τῆς Ἀδελφότητος τῶν Φιλορθοδόξων Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, διδάσκαλος καὶ ἱεροκήρυκας ἀπὸ τὴν Κεφαλονιά.

Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δεχόνταν πλήγματα ἀπὸ τὸ νεοσύστατο Ἑλληνικὸ κράτος, γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ ὁποίου αὐτὴ εἶχε πρωτοστατήσει. Τὸ ἐλευθερωθὲν κράτος, ἀντὶ γιὰ «εὐχαριστῶ», ὑποδούλωνε τώρα τὴν Ἐκκλησία. Ἄνθρωποι ἀλλόγλωσσοι καὶ ἀλλόδοξοι, ξένοι πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, περιστοίχισαν τὸν πρῶτο βασιλέα τῶν Ἑλλήνων τὸν Ὄθωνα καὶ δρώντας ἀπὸ τὰ παρασκήνια κυβερνοῦσαν τὴ χώρα. Οἱ τότε ἑλληνικὲς κυβερνήσεις ἦταν ἀνδρείκελα στὰ χέρια τῶν Βαυαρῶν συμβούλων τῶν ἀνακτόρων. Μὲ νόμους καὶ διατάγματα ζητοῦσαν νὰ ἀλλοιώσουν τὰ ἤθη τὰ ἔθιμα καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξος πίστις μυκτηριζόταν. Τὰ παιδιὰ τοῦ Λουθήρου καὶ τοῦ Καλβίνου εἶχαν βάλει στόχο τὴν Ἐκκλησία μας. Τὰ μοναστήρια διαλύονταν, οἱ μοναχοὶ ἐκδιώκονταν, οἱ μοναχὲς ἀναγκάζονταν νὰ παντρευτοῦν, τὰ ἱερὰ σκεύη ἔβγαιναν σὲ μειοδοτικὴ δημοπρασία, καντήλια καὶ εἰκόνες ῥίχνονταν κάτω ἀνευλαβῶς. Ὅσα δὲν τολμοῦσαν νὰ κάνουν οὔτε οἱ ὀθωμανοί, τὰ ἔκαναν οἱ ὑπάλληλοι τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους ἐκτελώντας διαταγὲς τῶν ξένων. Αὐτὴ ἦταν ἡ Βαυαροκρατία. Γιὰ ὅλα αὐτὰ θλῖψι ἁπλωνόταν στὸ πανελλήνιο.

Ἔκφρασι τοῦ πόνου καὶ φωνὴ ὀδύνης τοῦ λαοῦ γιὰ τὸ διωγμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας ἦταν τὸ προφορικὸ καὶ γραπτὸ κήρυγμα τοῦ Φλαμιάτου, ὁ ὁποῖος συνέτασσε καὶ ἕνα μικρὸ φυλλάδιο μὲ τίτλο «Ἡ φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας». Βλέποντας ὅτι οἱ ἐπίσκοποι, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλαχίστους, εἶχαν τρομοκρατηθῆ καὶ ἐκτελοῦσαν δουλικὰ ὅ,τι διέταζαν οἱ μυστικοσύμβουλοι τοῦ βασιλέως, στράφηκε στὸ λαὸ καὶ ἔλεγε• Ἐσεῖς, ἄντρες καὶ γυναῖκες βαπτισμένοι, εἶστε οἱ φρουροὶ τῆς μυστικῆς ἀμπέλου, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας• ἐσεῖς ἀναλαμβάνετε ἀπὸ σήμερα τὴν φύλαξί της• ὁ ἀγώνας ἀρχίζει!

Ἀλλὰ ὁ ἀγώνας αὐτὸς χρειαζόταν στελέχη. Καὶ ὁ Φλαμιᾶτος κατάλληλο γιὰ στέλεχος ἔκρινε τὸν μοναχὸ Χριστοφόρο. Ὁ Χριστοφόρος ἔπρεπε ν᾽ ἀφήσῃ τὸ ἀσκητήριο καὶ νὰ κατεβῇ στὸν ἀγῶνα. Γι᾽ αὐτὸ πῆγε καὶ τὸν βρῆκε ὁ Φλαμιᾶτος, καὶ τὶς λίγες μέρες ποὺ ἔμεινε στὴ σκήτη τοῦ περιέγραψε μὲ ζωηρὰ χρώματα τὴν κατάστασι τῆς ἐκκλησίας.

Ἀδελφὲ Χριστοφόρε –θὰ τοῦ εἶπε–, κεφαλὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ἔχουμε διδαχθῆ, εἶνε ὁ Χριστός. Ἀλλὰ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σήμερα κεφαλὴ δὲν εἶνε ὁ Χριστός• κεφαλή της ἔγινε τὸ κράτος, καὶ οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς ἔγιναν ὑπάλληλοι, καὶ ἐκτελοῦν τὰ θελήματα τοῦ κράτους ποὺ πολλὲς φορὲς εἶνε ἀντίθετα μ᾽ ἐκεῖνα ποὺ διέταξε ὁ Κύριος. Ὅσοι εἶνε πιστοὶ καὶ πονοῦν τὴ μητέρα Ἐκκλησία, ἂς μὴ σιωπήσουν• ἂς διαμαρτυρηθοῦν καὶ ἂς πέσουν ἀγωνιζόμενοι γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσι τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ κράτους. Εἶνε κι ὁ ἀγώνας αὐτὸς ἱερός, ἱερώτατος…

Στὸ σημεῖο αὐτό, ἀκούγοντας τὸν π. Αὐγουστῖνο νὰ βιογραφῇ τὸν Παπουλάκο καὶ τὸν Φλαμιᾶτο καὶ ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ἔμβλημα τῆς δικῆς του ἀγωνιστικῆς πορείας ἦταν τὸ γνωστὸ «Ζητοῦμεν ἐλευθέραν καὶ ζῶσαν Ἐκκλησίαν», τὸν βρίσκουμε νὰ ταυτίζεται ἀπόλυτα μὲ τὰ πρότυπά του.