- Ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξις τοῦ ἀνθρώπου

(†) μοναχοῦ Κωνσταντίνου (Καβαρνοῦ), καθηγητοῦ πανεπιστημίου

Γ΄

5. Ἀποφασιστικὴ ἐκλογή, πίστις καὶ παραδείγματα

Γιὰ νὰ γίνῃ ἡ ἀρχικὴ ἐκλογὴ καὶ γιὰ ν᾽ ἀρχίσῃ καὶ νὰ εὐοδωθῇ ἡ πορεία τῆς πνευματικῆς ἀνόδου, χρειάζεται πίστις. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ κατανοηθῇ ἐκ τῶν προτέρων ὡς ἀληθινὸ καὶ νὰ γίνῃ ὁλοψύχως ἀποδεκτό. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἀπ. Παῦλος ἀπὸ τὶς τρεῖς μεγάλες χριστιανικὲς ἀρετὲς θέτει πρώτη τὴν πίστι, καὶ σ᾽ ὅλη τὴν Κ. Διαθήκη ὑπάρχουν πολὺ περισσότερες ἀναφορὲς γιὰ τὴν πίστι παρὰ γιὰ τὶς ὑπόλοιπες ἀρετές.

Οἱ πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τονίζουν τὴ θεμελιώδη σπουδαιότητα τῆς πίστεως.

Ὁ ἅγ. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος λέει· «Πρέπει δίχως ἄλλο ὅλοι μας νὰ θεμελιώσουμε πρῶτα καλὰ καὶ ἀσάλευτα στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας τὸ θεμέλιο τῆς πίστεως, ἔπειτα νὰ χτίσουμε τὴν ἐσωτερικὴ εὐσέβεια καὶ νὰ τὴν ὑψώσουμε σὰν τεῖχος στερεὸ μὲ τὰ διάφορα εἴδη τῆς ἀρετῆς. Κ᾽ ἔτσι, ἀφοῦ τειχισθῇ ἡ ψυχὴ ἀπ᾽ ὅλα τὰ μέρη…, τότε νὰ βάλουμε καὶ τὴ σκεπὴ τῆς οἰκοδομῆς ποὺ εἶνε ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ κατασκευάσουμε ὁλόκληρο καὶ τέλειο τὸν οἶκο τοῦ Πνεύματος» (ἔ.ἀ. σ. 444).

Ὁ ὅσ. Νικήτας Στηθᾶτος συμφωνεῖ λέγοντας· «Ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἀρετὲς προηγεῖται ἡ ἐνδόμυχη πίστι (ἡ πίστι μέσα στὴν ψυχή)» (Φιλοκαλία, τ. 3, Ἀθῆναι 1960, σ. 279).

Ἡ πίστι, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες ἀρετὲς ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτήν, δὲν εἶνε κάτι τὸ στάσιμο. Ἐπιδέχεται αὔξησι, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔχει διάφορες βαθμῖδες. Αὐτὸ εἶνε φανερὸ στὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Χριστὸς ταλανίζει συχνὰ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν λίγη πίστι (βλ. Ματθ. 6,30· 8,26· 16,8), ἐνῷ ἀντιθέτως ἐπαινεῖ πρόσωπα ποὺ δείχνουν μεγάλη πίστι. Ἔτσι γιὰ τὸν ῾Ρωμαῖο ἑκατόνταρχο, ποὺ τὸν παρακάλεσε νὰ θεραπεύσῃ τὸν παράλυτο δοῦλο του, λέει· «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Ματθ. 8,5-10).

Καὶ ὁ ἀπ. Ἰάκωβος λέει· «Ἐκ τῶν ἔργων ἡ πίστις ἐτελειώθη» (Ἰακ. 2,22)· ἡ πίστις ἐπιδέχεται αὔξησι καὶ τελειοποίησι. Αὐξάνεται κυρίως κατὰ τὴ συναναστροφὴ μὲ ἀνθρώπους «τῷ πνεύματι ζέοντας» (῾Ρωμ. 12,11) καὶ ὑπὸ τὴν εἰδικὴ καθοδήγησι ἑνὸς σοφοῦ καὶ ἐμπείρου πνευματικοῦ πατρός.

Τέτοια πρόσωπα ἦταν πάντοτε λίγα. Στὴν πνευματικῶς στεῖρα ἐποχή μας σπανίζουν ἰδιαιτέρως. Κυρίως βρίσκονται στὸ Ἅγιο Ὄρος. Εἶνε δύσκολο νὰ τοὺς βρῇς. Χρειάζεται νὰ ψάξῃ κανεὶς καὶ νὰ ταξιδέψῃ.

Ἕνα ἔξοχο παράδειγμα πρὸς μίμησιν γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ποθεῖ τὴν πνευματική του ἄνοδο παρέχει ὁ βίος τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὸν μαθητή του ἅγ. Ἀθανάσιο τὸν Μέγα. Ἐκεῖ λέει τὰ ἑξῆς.

Ὅταν ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἄρχισε νὰ ζῇ μὲ πνευματικὴ ἄσκησι, ἐπισκεπτόταν τὸν ἕνα μετὰ τὸν ἄλλο, σὲ διαφόρους τόπους, ἄνδρες φημισμένους γιὰ τὴν ἀρετή τους. Ἀπὸ τὶς συναντήσεις αὐτὲς διδάχθηκε πολλὰ παρατηρώντας τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ χαρακτῆρος τους. Λέει ὁ Μ. Ἀθανάσιος συνοψίζοντας·

«Ὑποτασσόταν μὲ συνέπεια σὲ ἄνδρες σπουδαίους (προχωρημένους στὴν ἀρετή), ποὺ τοὺς ἐπισκεπτόταν, καὶ μάθαινε ἀκριβῶς σὲ ποιό σημεῖο ὁ καθένας τους τὸν ξεπερνοῦσε στὸ ζῆλο καὶ τὴν ἄσκησι. Παρατηροῦσε τὴν εὐγένεια τοῦ ἑνὸς καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ τοῦ ἄλλου. Πρόσεχε τὴν ἀοργησία κάποιου ἄλλου καὶ ἄλλου τὴ φιλανθρωπία. Παρατηροῦσε ἕναν ποὺ ἀσκοῦσε τὴ νῆψι (ἐσωτερικὴ προσοχή) καὶ ἄλλον καθὼς μελετοῦσε. Θαύμασε κάποιον γιὰ τὴν καρτερία του, ἕναν ἄλλο γιὰ τὴ νηστεία καὶ τὴ χαμαικοιτία του (ὅτι κοιμόταν στὸ ἔδαφος), κι ἀκόμη κάποιον ἄλλο γιὰ τὴ μακροθυμία του. Πρόσεχε καλὰ τὴν εὐσέβεια στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀγάπη μεταξύ τους. Πλουτισμένος ἔτσι ἐπέστρεφε στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, καὶ στὸ ἑξῆς ἀγωνιζόταν νὰ συνενώσῃ τὶς ἀρετὲς τοῦ καθενός. Καὶ φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία ν᾽ ἀποκτήσῃ τὶς ἀρετὲς ὅλων».

Ἔτσι ὁ ὑποδειγματικὸς χαρακτήρας καὶ οἱ τρόποι τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅπως περιγράφονται στὴν Καινὴ Διαθήκη, φαίνονταν ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ Μ. Ἀντωνίου ἐφαρμόζονται σὲ σημαντικὸ βαθμὸ καὶ ἀπὸ συγχρόνους ἀνθρώπους, κι αὐτὸ ξεσήκωνε τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἅμιλλα.

* * *

6. Ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου

Διὰ μέσου τῶν αἰώνων πολλοὶ ἀκολούθησαν, ὣς ἕνα σημεῖο, τὴν πορεία τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, εἴτε γιατὶ διάβασαν τὸν βίο του εἴτε γιατὶ ἀπὸ ἔνστικτο ζητοῦσαν κι αὐτοὶ ὅπως ἐκεῖνος καθοδήγησι καὶ ὠφέλεια. Ἀνάλογα μὲ τὸ ζῆλο ποὺ εἶχαν, βοηθήθηκαν στὴν πνευματική τους πορεία.

Κ᾽ ἐγὼ προσωπικὰ –[γράφει ὁ μακαριστὸς τώρα πλέον καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας στὴν Ἀμερικὴ καὶ στὸ τέλος τοῦ βίου του μοναχὸς π. Κωνσταντῖνος Καβαρνός]–, πρὶν διαβάσω τὸν βίο τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, ἐπιχείρησα κατὰ παρόμοιο τρόπο νὰ μάθω τὴν ὁδὸ τῆς πνευματικῆς προκοπῆς. Πῆγα κατ᾽ ἐπανάληψιν στὴν σπουδαία ὀρθόδοξη μοναστικὴ πολιτεία τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω ζητώντας νὰ βρῶ πατέρες προχωρημένους στὴν πνευματικὴ ζωή.

Ἀπὸ τὰ προσκυνήματά μου ἐκεῖ, καθὼς καὶ στὴν περίφημη ἱερὰ μονὴ τῆς Λογγοβάρδας (στὴ νῆσο Πάρο) –ἡ ὁποία ἕως τὸ 1980 ἦταν ὑπὸ τὴν διεύθυνσι τοῦ ὁσίου γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου (1884-1980)–, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν συναναστροφή μου μὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους ἐντὸς τοῦ «κόσμου», ὅπως τὸν Φώτη Κόντογλου, ἔμαθα πολλὰ γιὰ τὸ σκοπὸ καὶ τὸν τρόπο τοῦ πνευματικοῦ βίου.

Ὡς ἕνα παράδειγμα ἀναφέρω μία παρατήρησι τοῦ μοναχοῦ Γερμανοῦ τῆς ἱ. μονῆς Ἐσφιγμένου. Μὲ ρώτησε, ποιό εἶνε τὸ ἐπάγγελμά μου, καὶ ἀπήντησα «καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας». Ἐπ᾽ αὐτοῦ παρατήρησε· «Καλά, πολὺ καλά· νὰ καλλιεργῇς ὅμως τὴν πίστι καὶ τὴν εὐσέβεια. Χωρὶς τὴν πίστι καὶ τὴν εὐσέβεια ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἕνα σκέτο μηδενικό. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε· “Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν” (Ἰω. 15,5). Ἀκόμη, ὁ,τιδήποτε κάνεις, νὰ ἔχῃς στὸ νοῦ σου τὸν ὑπέρτατο σκοπό· ὁ ὑπέρτατος σκοπός μας, ὡς ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, εἶνε ἡ σωτηρία. Μὴν κάνῃς ποτέ κάτι ἀντίθετο πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτόν» (Ἀγκυροβολημένοι εἰς τὸν Θεόν, σ. 148).

Ἡ παρατήρησις αὐτὴ προξένησε στὸ νοῦ μου μιὰ ἀνεξίτηλη ἐντύπωσι. Μὲ παρακίνησε νὰ δώσω μεγαλύτερη προσοχὴ στὴν πίστι, ἡ ὁποία στὴν ἐποχή μας ἀγνοεῖται παντελῶς ἀπ᾽ ὅλους σχεδὸν τοὺς ἐπιστήμονες φιλοσόφους, καθὼς καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους ἐκπαιδευτικούς, συμπεριλαμβανομένων καὶ ὄχι λίγων ἀπὸ τοὺς ὀνομαζομένους θεολόγους. Σήμερα γίνεται πολὺ λόγος γιὰ τὴν ἀγάπη –«ἀγαπολογία»– μεταξὺ τῶν θεολόγων, κυρίως μεταξὺ τῶν «οἰκουμενιστῶν». Ὅμως γιὰ τὴν πίστι πολὺ σπανίως γίνεται λόγος. Σπανίως ἀκούει κανεὶς κάποιον νὰ μιλάῃ γιὰ τὴ θεμελιώδη σπουδαιότητα τῆς πίστεως στὴν πνευματικὴ ζωή. Ἐν τούτοις, χωρὶς χριστιανικὴ πίστι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ πραγματικὴ χριστιανικὴ ἀγάπη· ν᾽ ἀγαπᾷ δηλαδὴ κανεὶς μὲ ὅλη τὴν καρδιά του τὸ Θεό, καθὼς καὶ τὸν πλησίον του –συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν ἐχθρῶν του– ὅσο ἀγαπᾷ τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἀρετὴ τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς ἀγάπης ἀναπτύσσεται ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ πίστι. Ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ πίστι, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἀληθινὴ ἀγάπη.

Τί εἶνε ὅμως ἡ χριστιανικὴ πίστι καὶ πῶς ἀποκτᾶται; Ὁ ἀπ. Παῦλος ὁρίζει αὐτὴ τὴν πίστι ὡς «ἐλπιζομένων ὑπόστασιν, πραγμάτων ἔλεγχον οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. 11,1). Ἡ πίστι ἀφορᾷ σὲ πράγματα ἀόρατα, πνευματικά· τὸ Θεό, τὴν ψυχή, τὴν ἀρετή, τὴν ἀγαθότητα, τὴ μετὰ θάνατον ζωή. Εἶνε ὁ «ἔλεγχος» αὐτῶν μὲ τὴν ἔννοια ὅτι εἶνε ἡ ἐσωτερική, ἐνορατικὴ ἀντίληψις τῶν ἀληθειῶν στὶς ὁποῖες ἀναφέρονται. Γι᾽ αὐτὸ εἶνε ἀνάγκη νὰ στρέφῃ κανεὶς τὴν προσοχή του πρὸς τὰ μέσα, ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο στὸν πνευματικό. Ὁ Χριστὸς τονίζοντας αὐτὸ εἶπε· «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ· ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17,20-21).

Ἡ αὔξησι τῆς πίστεως μέσα μας ἀπαιτεῖ ἐπίσης νὰ ἀποβάλουμε τὴν οἴησι, νὰ γινώμαστε ταπεινοί. Ἡ διανοητικὴ ὑπερηφάνεια ἐμποδίζει τὴν πορεία μας πρὸς τὴν πνευματικὴ ἀντίληψι, μᾶς κάνει πνευματικὰ τυφλούς· ἐνῷ ἡ ταπεινοφροσύνη ἀνοίγει τὸ δρόμο τῆς πνευματικῆς ἀντιλήψεως. Γιατὶ ὅπως ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀπ. Ἰάκωβος «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Παρ. 3,34 = Ἰακ. 4,6. Α΄ Πέτρ. 5,5). Μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη γινόμαστε δέκτες τῆς θείας χάριτος, καὶ μὲ τὴν θεία χάρι ἡ πίστι μας αὐξάνει, τελειοποιεῖται.

Πρέπει ἐπίσης νὰ σημειωθῇ ὅτι ἡ πίστι αὐξάνει διὰ τῆς συναναστροφῆς μὲ πρόσωπα ποὺ ἔχουν μεγάλη πίστι. Συναναστροφὴ μὲ τέτοια πρόσωπα βοηθάει ὅσους εἶνε ἄπιστοι νὰ πιστέψουν καὶ ὅσους εἶνε ἀδύνατοι στὴν πίστι νὰ γίνουν δυνατοί.

[συνεχίζεται]