- «Tώρα πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Xριστός!»

Συνέλαβαν κάποιον ἀντάρτη ἀπὸ τὰ βουνά. Δεμένο τὸν ἔσερναν μέσα στὴν πόλη τῆς Κοζάνης καὶ τὸν ἔρριξαν στὴ φυλακή.

Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, πῆγε στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ τὸν δῇ. Αὐτὸς ἦταν ἐχθρός του· πολλὲς φορὲς εἶχε προσπαθήσει νὰ τὸν σκοτώσῃ, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερε…

Οἱ ὑπεύθυνοι τῶν φυλακῶν δὲν τὸν ἄφηναν νὰ περάσῃ καὶ τοῦ εἶπαν·

–πάτερ Αὐγουστῖνε, αὐτὸν ἔρχεσαι νὰ δῆς; Τοῦ φέρνεις καὶ φαγητό; Ὄχι φαγητό, ἀλλὰ δηλητήριο νὰ τοῦ δώσῃς.

Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε·

–Ὅπως ἐρχόμουν σ᾽ἐσᾶς καὶ ἔφερνα φαγητὸ στὴ φυλακή(*) καὶ ὄχι δηλητήριο, τὸ ἴδιο θὰ κάνω καὶ σ᾽ αὐτὸν τὸν φυλακισμένο.

Τὸν ἄφησαν τότε νὰ περάσῃ. Ὅταν ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ τὸν εἶδε, ὁ φυλακισμένος ἔκλαψε –ἦταν σὲ ἀθλία κατάστασι– καὶ εἶπε·

–πάτερ Aὐγουστῖνε, ἐσὺ ἦρθες νὰ μὲ δῇς; Oὔτε ἡ γυναίκα μου οὔτε τὰ παιδιά μου οὔτε κανένας δὲν ἐνδιαφέρεται πλέον γιὰ μένα… Tώρα πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Xριστός!

――――――――――――――――――――

(*) Ὅλοι οἱ φυλακισμένοι κατὰ τὴ Γερμανικὴ κατοχή, ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, συντηροῦνταν ἀπὸ τὰ συσσίτια ποὺ ἔκανε ὁ π. Αὐγουστῖνος στὴν Κοζάνη, ποὺ ἔφτασαν ἡμερησίως μέχρι 8.000 καὶ πλέον πιάτα.