- Χρεωμένοι ὣς τὸ λαιμό…

«Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων ἐπεδήμησε δι᾽ ἑαυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως· Ἀλληλούια» (Ἀκάθ. ὕμν. Χ οἶκ.)

Τὸ ἱστορικό του εἶνε γνωστό. Ὅταν τὸ 626 ἡ Κωνσταντινούπολις βρέθηκε σὲ δύσκολη θέσι, οἱ Χριστιανοὶ μὲ τὸν πατριάρχη καὶ τὸν κλῆρο ἔκλαψαν, παρακάλεσαν τὸ Θεό, καὶ ἡ Παναγία ἔκανε τὸ θαῦμα· τὴ νύχτα φύσηξε ἄνεμος, συνέτριψε τὰ πλοιάρια τῶν βαρβάρων ποὺ τὴν πολιορκοῦσαν καὶ ἡ Πόλις σώθηκε. Ὅλοι τότε ἔτρεξαν στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν κ᾽ ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ εἶπαν τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο.

Κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἀρκεῖ ν᾽ ἀκοῦμε ἁπλῶς τὰ ὡραῖα αὐτὰ λόγια, θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐξηγήσουμε ἕναν ἀπὸ τοὺς εἰκοσιτέσσερις οἴκους - στροφές, τὸν εἰκοστὸ δεύτερο. Σᾶς τὸν διαβάζω· «Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων ἐπεδήμησε δι᾽ ἑαυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως· Ἀλληλούια» (Ἀκάθ. ὕμν. Χ οἶκ.).

* * *

Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ λόγια αὐτά, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψιν, ἀδελφοί μου, ὅτι κάθε ἄνθρωπος, φτωχὸς ἢ πλούσιος, σὲ παλάτι ἢ σὲ καλύβα, εἶνε ἁμαρτωλός. Σὰν τὸ παπί, ποὺ μόλις γεννηθῇ πέφτει στὸ νερό, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ζῇ μέσ᾽ στὴν ἁμαρτία. Ἁμαρτάνει, παραβαίνει τὸ νόμο - τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἁμαρτάνει τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα· στὸ σπίτι, στὸ δρόμο, στὰ σπίτια, στὰ δικαστήρια, στὰ ἀνάκτορα, παντοῦ. Ἀπ᾽ τὰ μικρὰ παιδιὰ μέχρι τὸ γέρο μὲ τ᾽ ἄσπρα μαλλιά, ὅλοι εἶνε βουτηγμένοι στὴν ἁμαρτία, στὴν ἀσέβεια, στὴν πλάνη.

Ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ κάθε τρόπο. Πρῶτα - πρῶτα μὲ τὸ κορμί, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ ἀφιερώνῃ στὸ Θεὸ ὅπως ἀνάβει ἕνα κερί. Ξέρεις ποιά εἶνε ἡ καλύτερη λαμπάδα; Τὸ σῶμα, τὸ κορμάκι σου. Κι ὅπως εἶνε ἁμαρτία νὰ πᾷς μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μιὰ λαμπάδα ποὺ καπνίζει –προτιμότερο τὸ κεράκι ἀπὸ μελίσσι–, ἔτσι κ᾽ ἕνα σῶμα ποὺ εἶνε στὴν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας. Τί ἁμαρτήματα κάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ σῶμα; Μὲ τὰ μάτια, ἀντὶ νὰ βλέπῃ τὴ δημιουργία καὶ νὰ δοξάζῃ τὸ Θεό, χαζεύει ἐκεῖνα ποὺ δὲν πρέπει. Τὰ αὐτιὰ τὰ τεντώνει ν᾽ ἀκούσουν ὄχι τὰ θεῖα λόγια ἀλλὰ τὰ αἰσχρὰ κι ἀκατονόμαστα. Τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ἀντὶ νὰ ἐργάζωνται καὶ νὰ βαδίζουν στὸ ἀγαθό, ὑπηρετοῦν τὸν διάβολο. Καὶ ἡ γλῶσσα, ἀντὶ νὰ λέῃ λόγια ἀγάπης καὶ ἀληθείας, γίνεται πριόνι ποὺ κόβει, σκορπιὸς ποὺ κεντᾷ, πυροβόλο ποὺ θερίζει· μὲ τὸ ψέμα, τὴν κατάκρισι, τὴν αἰσχρολογία, τοὺς ὅρκους, τὶς ὕβρεις καὶ –τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα– τὶς βλασφημίες τῶν θείων ἁμαρτάνει· χειρότερη ἀπ᾽ τὴν ὀχιά, λὲς καὶ λύσσαξε, δαγκώνει τὸ χέρι τοῦ Εὐεργέτου. Ἀλλὰ δὲν ἁμαρτάνει μόνο μὲ τὸ κορμὶ ὁ ἄνθρωπος· ἁμαρτάνει καὶ μὲ τὴ διάνοια, μὲ τὸ λογισμό. Οἱ πονηρὲς σκέψεις εἶνε κι αὐτὲς ἁμαρτία.

Κάθε φορὰ ποὺ κάνεις μιὰ ἁμαρτία, ἕνα ἀόρατο χέρι τὴ σημειώνει. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες εἶνε γραμμένες στὰ βιβλία τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἁμαρτία εἶνε χρέος, χρέος ποὺ ὁλοένα αὐξάνει. Ἂν κοντὰ στὶς ἁμαρτίες τῆς παιδικῆς ἡλικίας βάλῃς τὶς ἁμαρτίες τῆς νεανικῆς ἡλικίας καὶ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἐτῶν τῆς ζωῆς σου, θὰ δῇς ἕνα χρέος τεράστιο. Εἶσαι χρεώστης «μυρίων ταλάντων» ὅπως λέει ὁ Κύριος (Ματθ. 18,24).

Ὅποιος χρωστάει κ᾽ εἶνε φιλότιμος, ἔχει ἀγωνία μέχρι νὰ ἐξοφλήσῃ τὸ χρέος. Πῶς λοιπὸν μπορεῖς νὰ σβήσῃς τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν; Μόνος σου; Μόνος του δὲν μπορεῖ κανείς νὰ τὸ σβήσῃ, ὅση ἄσκησι κι ἂν κάνῃ. Ἂν ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ σωθῇ μόνος του, δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ ἔρθῃ στὸν κόσμο ὁ Χριστός.

Εἴμαστε ὅλοι χρεῶστες – ὁ Θεὸς ξέρει ποιός ἔχει τὸ μεγαλύτερο χρέος. Καὶ μέχρι στιγμῆς δὲν ἔχουμε κάνει καμμιά προσπάθεια νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰν ἕναν ἐγκληματία καταδικασμένο εἰς θάνατον. Ἀλλ᾽ ἐνῷ περιμένει στὸ κελλὶ νὰ τὸν πάρουν γιὰ ἐκτέλεσι, οἱ δικοί του φροντίζουν, πλησιάζουν τὰ ἀνάκτορα καὶ ὁ βασιλιᾶς τοῦ ἀπονέμει χάρι, ἐκδίδεται γι᾽ αὐτὸν διάταγμα χάριτος! Κάτι τέτοιο συνέβη καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ἔτσι λέει ἐδῶ ὁ οἶκος ποὺ ἐξηγοῦμε· ὅτι τὸ χρέος μας, ποὺ ἦταν γραμμένο στὰ χαρτιὰ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἐξοφλήσῃ κανένας, οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἄγγελος οὔτε ἅγιος οὔτε πατριάρχης, ἐξωφλήθηκε! Πῶς; Τὸ πῆρε ὁ Χριστὸς καὶ πάνω στὸ σταυρὸ τὸ ἔκανε κομμάτια μὲ τὰ χέρια του· «Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων»· ὅταν ὁ Θεὸς θέλησε νὰ μᾶς δώσῃ χάρι, νὰ συγχωρήσῃ τὰ παλαιά μας ἁμαρτήματα, κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ, πῆρε τὸ χειρόγραφο τοῦ καθενός μας, τὸ ἔσχισε, καὶ γι᾽ αὐτὸ «ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως· Ἀλληλούια».

* * *

Ἀδελφοί μου, ἐὰν προσέξουμε τὴν στροφὴ αὐτὴ τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου, θὰ αἰσθανθοῦμε ὅτι ἡ ἁμαρτία, μικρὴ ἢ μεγάλη, εἶνε τρομερὸ κακὸ κι ὅτι ὁ καθένας μας πρέπει νὰ ἀπέχῃ ἀπὸ αὐτήν· εἴτε ψέμα εἶνε, εἴτε συκοφαντία, εἴτε βλαστήμια, εἴτε πορνεία, εἴτε μοιχεία, ὁποιαδήποτε ἁμαρτία. Ὁ πραγματικὸς Χριστιανὸς περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα φοβᾶται αὐτήν. Ὅπως φεύγεις μακριὰ ἀπὸ τὸ φίδι, ἔτσι νὰ φεύγῃς ἀπ᾽ τὴν ἁμαρτία, λέει ἡ Γραφή· «Ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως φεῦγε ἀπὸ ἁμαρτίας» (Σ. Σειρ. 21,2).

Ἂν ὅμως κάποιος πέσῃ καὶ διαπράξῃ τὸ ἄλφα ἢ βῆτα ἁμάρτημα, ἂς μὴν ἀπελπισθῇ. Εἶνε βέβαια μεγάλο καὶ τρομερὸ τὸ κακό, χειρότερο ἀπὸ τὸν καρκίνο γιὰ τὸν ὁποῖο ὅλοι εὐχόμεθα νὰ βρεθῇ φάρμακο. Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ γιὰ τὴν ἁμαρτία ὑπάρχει φάρμακο. Οἱ ἐπιστήμονες στύβουν τὸ μυαλό τους νὰ βροῦν τὸ φάρμακο κατὰ τοῦ καρκίνου· τὸ φάρμακο ὅμως ποὺ ἐξαλείφει τὴν ἁμαρτία βρέθηκε· εἶνε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Μεγάλη ἡ δύναμίς του. Μιὰ σταλαγματιὰ ἂν πέσῃ ἐπάνω στὴν ἁμαρτία, μιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἁμαρτία φονεύεται, ἐξαλείφεται. Ὅποιος τὸ κατάλαβε, ὅποιος τὸ πιστεύει, ἂς τρέξῃ.

Τί χρειάζεται, ἀδέρφια μου, γιὰ νὰ πάρῃ κάποιος τὸ φάρμακο ποὺ θεραπεύει τὴν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας; Χρειάζονται δάκρυα μετανοίας. Γι᾽ αὐτὸ γυρίζοντας ἀπόψε στὸ σπίτι πάρε ἕνα χαρτὶ καὶ γράψε τὰ ἁμαρτήματά σου, σημείωσε τὰ χρέη σου.

Κάποτε σ᾽ ἕνα ἀντίσκηνο ἐκστρατείας ἕνας στρατιώτης, προτοῦ νὰ πέσῃ τὴ νύχτα γιὰ ὕπνο, θυμήθηκε τὸ σπίτι του. Ἦταν φτωχὸ παιδὶ κι ἀναλογιζόταν ὅτι τὸ σπίτι του ἔχει πολλὰ χρέη. Πῆρε ἕνα χαρτί, σημείωσε ὅλα τὰ χρέη τους, κι ἀπὸ κάτω ἔγραψε· «Ἀλλοίμονο, τώρα ἐγὼ εἶμαι στρατιώτης, ποιός θὰ ἐξοφλήσῃ τὰ χρέη αὐτά;». Κουρασμένος ὅπως ἦταν ἀποκοιμήθηκε. Ἐκείνη ὅμως τὴ νύχτα πέρασε ἀπὸ ᾽κεῖ ὁ βασιλιᾶς. Εἶδε τὸ χαρτί, τὸ διάβασε, καὶ συγκινήθηκε. Παίρνει λοιπὸν τὸ μολύβι καὶ γράφει ἀπὸ κάτω· «Εἶνε πληρωμένα, τὰ ἐξώφλησε ὁ βασιλεύς». Τὸ πρωὶ τοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι τί συνέβη, εἶδε τὴ βασιλικὴ ὑπογραφὴ καὶ ἡ χαρά του ἦταν ἀπερίγραπτη.

Κ᾽ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός, ἀδελφοί μου, πέφτω στὰ πόδια σας καὶ σᾶς παρακαλῶ ἀπόψε. Γυρίστε στὸ σπίτι μὲ συναίσθησι, ἀφῆστε τὰ γέλια καὶ τοὺς καγχασμούς. Ἔρχονται σοβαρὰ γεγονότα, ἔρχεται θύελλα ποὺ θὰ σαρώσῃ τὴ γῆ. Γιατὶ ὁ διάβολος εἶνε τοκογλύφος. Σοῦ δίνει κάτι, καὶ σὲ χρεώνει. Ἕνα σοῦ δίνει, δέκα - δεκαπέντε σὲ χρεώνει. Ὅταν λοιπὸν γυρίσετε στὸ σπίτι, καθίστε ἀπόψε μὲ ἡσυχία, θυμηθῆτε τ᾽ ἁμαρτήματά σας ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία μέχρι σήμερα, πάρτε μιὰ κόλλα λευκὴ καὶ σημειῶστε τα ὅλα. Μὴν ἀφήσετε τὴν ἀπελπισία νὰ σᾶς ἐμποδίσῃ. Ὁ διάβολος δὲν θέλει νὰ φτάσουμε στὴ μετάνοια καὶ μᾶς ἀπελπίζει. Ἀλλ᾽ ἐμεῖς νὰ ξέρουμε, ὅτι «τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ… καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω. 1,7).

Γράψτε λοιπὸν τὰ ἁμαρτήματά σας ὅλα, καὶ μετὰ πηγαίνετε νὰ βρῆτε τὸν πνευματικὸ πατέρα. Ἡ ἐξομολογήσις εἶνε μέγα μυστήριο. Περνάει σὰν σφουγγάρι, τὰ σβήνει ὅλα, ὁ μαῦρος πίνακας γίνεται ἄσπρος, καὶ χαίρουν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι! Νὰ ποῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας τὸ «Ἥμαρτον», τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε» (Λουκ. 15,21· 23,42)! Κι ὅταν λάβουμε τὴν ἄφεσι, τότε κ᾽ ἐμεῖς θὰ αἰσθανθοῦμε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος· Χριστέ, ἤμουν μεγάλος ἁμαρτωλός, χρεωμένος μέχρι τὸ κεφάλι, ἀλλὰ ἦρθες στὸν κόσμο, σταυρώθηκες, καὶ μὲ τὰ χέρια σου ἔσχισες τὸ χειρόγραφο. Ἂς ἔχῃ δόξα τὸ ὄνομά σου!

Αὐτὲς τὶς ἅγιες μέρες ἂς ζητήσουμε μὲ ἀληθινὴ μετάνοια τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς εἶνε μαζὶ μὲ ὅλους μας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Μαρίνης Ἡλιουπόλεως - Ἀθηνῶν τὴν 29-3-1963)

Ας εὐχαριστήσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸν Κύριο, διότι μᾶς ἀξιώνει γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ν᾽ ἀκούσουμε τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο. Εἶνε ἕνα ποιητικὸ ἀριστούργημα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑμνεῖ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ δι᾽ αὐτῆς τὸν Υἱόν της, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.