- Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΩΣ ΜΙΜΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ (Α' ΜΕΡΟΣ)

τοῦ σεβ. μητροπολίτου Γόρτυνος κ. Ἰερεμία

Κατὰ πρῶτον ἐκφράζω τὴν εὐχαριστία μου στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἑορδαίας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟ, διότι, μεταξὺ τῶν ἄλλων τετιμημένων Ἱεραρχῶν, ἐκάλεσε καὶ τὴν ταπεινότητά μου νὰ ὁμιλήσω στὸ πνευματικὸ αὐτὸ συμπόσιο, ἀφιερωμένο στὸν κοινὸ ἡμῶν πνευματικὸ πατέρα καὶ διδάσκαλο, μακαριστὸ Μητροπολίτη Φλωρίνης πατέρα Αὐγουστῖνο. Λυπᾶμαι ὅμως, γιατὶ τὸ θέμα τὸ ὁποῖο μοῦ ἀνετέθη νὰ ἀναπτύξω εἶναι βαθὺ καὶ εὐρύ, ὁ δὲ χρόνος ἑκάστου ὁμιλητοῦ εἶναι περιορισμένος, καὶ δὲν θὰ μπορέσω λοιπὸν νὰ ἀναπτύξω ἐπαρκῶς τὸ θέμα, ὅπως θὰ ἤθελα.1. Τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μου εἶναι: «Ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος ὡς μιμητὴς τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης». Εἰσέρχομαι κατ᾽ εὐθεῖαν στὸ θέμα λόγῳ στενότητος τοῦ χρόνου. Ἡ ἐμφάνιση τῶν προφητῶν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι πολὺ παλαιά. Κατὰ τὸν 11ο αἰ. π.Χ. (ἐποχὴ τοῦ Σαμουήλ) ἔχουμε χωρίο κατὰ τὸ ὁποῖο βλέπουμε τοὺς προφῆτες νὰ εἶναι ὁμαδικὰ συγκεντρωμένοι. Ἀλλὰ ἐὰν κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ προφῆτες εἶναι ὁμαδικὰ συγκεντρωμένοι, θὰ πρέπει τὴν ἐμφάνιση μεμονωμένων προφητῶν νὰ τὴν ἀποδώσουμε πολὺ παλαιότερα, ὥστε νὰ ὑπάρξει χρόνος, κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ μεμονωμένοι προφῆτες συγκεντρώθηκαν καὶ συγκρότησαν ὁμάδες. Γι᾽ αὐτὸ καὶ εἶπα ὅτι ἡ ἐμφάνιση τῶν προφητῶν εἶναι πολὺ παλαιά. Εἶναι σημαντικὸ γιὰ τὸ θέμα μας νὰ γνωρίσουμε τὴν αἰτία ἐμφανίσεως τῶν προφητῶν. Τὴν ἀναφέρω μὲ λίγα λόγια: Ἡ καθαρὴ θρησκεία τοῦ Γιαχβέ, ὅπως τὴν παρέλαβε ὁ Μωυσῆς στὸ ὄρος Σινᾶ, ὅταν οἱ Ἰσραηλῖτες εἰσῆλθαν στὴν γῆ Χαναάν, κατέπεσε, διότι αὐτοὶ τὴν ἀνέμειξαν μὲ χαναανιτικὰ στοιχεῖα καὶ λάτρευαν τὸν Γιαχβὲ κατὰ τὸν τρόπο λατρείας τῶν χαναανιτικῶν θεῶν. Ἔτσι ἔχουμε μία, λεγομένη ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτές, «λαϊκὴ θρησκεία», ποὺ περιεῖχε στοιχεῖα καὶ ἀπὸ τὴν μωσαϊκὴ θρησκεία καὶ ἀπὸ τὸ χαναανιτικὸ πάνθεο. Τὸ σοβαρὸ αὐτὸ γεγονός προκάλεσε τὴν ἀντίδραση τῶν ζηλωτῶν Ἰσραηλιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν τὴν μωσαϊκὴ θρησκεία ἁγνὴ καὶ καθαρή, ἀνέπαφη ἀπὸ ξένα στοιχεῖα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ προφῆτες. Ἐδῶ ἔχουμε τὴν ἐμφάνιση τῶν προφητῶν.

Οἱ προφῆτες λοιπόν, κατὰ τὴν προέλευσή τους, εἶναι οἱ ἀντιδρῶντες κατὰ τῆς ἀλλοιώσεως τῆς καθαρῆς θρησκείας, τῆς θρησκείας τῶν πατέρων καὶ δρῶντες ὑπὲρ τῆς ἐπαναφορᾶς της στὴν ὑψηλή της κορυφή, ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως τὴν παρέδωσε ὁ Θεὸς στὸ Σινᾶ. Αὐτὸς εἶναι ὅλος ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος, τοῦ ὁποίου τὴν μνήμη ἤρθαμε ἀπόψε ἐδῶ στὴν ἕδρα δράσεώς του νὰ τιμήσουμε.

Ὁ ἐπίσκοπος πατὴρ Αὐγουστῖνος εἶχε ἐκ τῶν πατέρων αὐτοῦ τὴν ψυχή του ζυμωμένη μὲ τὸ πνεῦμα τῆς καθαρῆς θρησκείας, ὅπως αὐτὴ τὴν δίδει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν βίωσαν καὶ δίδαξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες• καὶ ὡς γνήσιος λοιπὸν προφήτης ἐπαναστατοῦσε, διεμαρτύρετο καὶ φώναζε, ὅταν ἔβλεπε ἀλλοίωση τοῦ πνεύματος τῆς θρησκείας τῶν πατέρων, ὄχι μόνον κατὰ τὴν οὐσία της ἀλλοίωση, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἐκδήλωση, γιὰ τὰ κοντομάνικα τῶν γυναικῶν, ἐπὶ παραδείγματι, τοὺς θερινοὺς μῆνες στοὺς τόπους τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ.

2. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸν τὸν γενικὸ χαρακτηρισμὸ τοῦ πατρός Αὐγουστίνου ὡς προφήτου ἔρχομαι σὲ εἰδικώτερες πτυχὲς τοῦ θέματος, παρουσιάζοντας τὸν Σεβασμιώτατο Γέροντα ὡς πιστὸ μιμητὴ τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κατὰ πρῶτον θέλω νὰ κάνω μία διαλεύκανση τοῦ ὅρου «προφήτης». Μᾶλλον ἔχουμε λανθασμένη ἀντίληψη περὶ τῆς σημασίας τῆς λέξεως προφήτης. Οἱ πολλοὶ νομίζουν ὅτι οἱ προφῆτες λέγονται ἔτσι ἐπειδὴ προλέγουν τὰ μέλλοντα. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ κυρία ἔννοια τῆς λέξεως προφήτης. Ἡ πρόθεση «πρὸ» ἐδῶ δὲν ἔχει τὴν σημασία τοῦ «προηγουμένως» (λέγω κάτι ἐκ τῶν προτέρων), ἀλλὰ ἔχει τὴν σημασία τοῦ «ἀντί». Ὁμιλῶ («φημὶ») ἀντὶ κάποιου ἄλλου, ἀντὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ προφήτης λοιπόν, κατὰ τὴν πρώτη σημασία τῆς λέξεως, εἶναι τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ στὶς μᾶζες τῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι αὐτὸς ποὺ προλέγει τὰ μέλλοντα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ κύρια ὀνομασία τῶν προφητῶν εἶναι «ναμπί» ἀπὸ ρῆμα «ναμπού», ποὺ σημαίνει λέγω, ὁμιλῶ. Ὡς ἔχων ὅμως τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ προφήτης προλέγει καὶ τὰ μέλλοντα, γι᾽ αὐτὸ ἔχει καὶ δεύτερη ὀνομασία• λέγεται καὶ «ρωέ», ἀπὸ ρῆμα «ραά», ποὺ σημαίνει βλέπω. Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ προφῆτες λέγονται «ὁρῶντες» (βλ. Α´ Βασ. 9,9)• εἶναι οἱ βλέποντες.

Ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος εἶναι προφήτης μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «ναμπί», γιατὶ δαπάνησε ὁλόκληρο τὸν βίο του, ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία, στὴν ἐξαγγελία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου Σαβαώθ. Καὶ γραπτῶς καὶ προφορικῶς ἐκήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὸν τὸν ἐλάμβανε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλὰ θέλω νὰ ἀποδείξω τώρα ὅτι ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος ἦταν προφήτης καὶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «ρωέ», τὴν ἔννοια τοῦ βλέποντος. Ναί, ἦταν «βλέπων»! Δὲν ἔβλεπε ὁράματα, ὅπως ἰσχυρίζονταν ὅτι ἔβλεπαν οἱ ψευδοπροφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ ἦταν «βλέπων» μὲ τὴν ἄλλη, τὴν θεολογικὴ καὶ τὴν πατερικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. Μ᾽ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος ἔβλεπε τὸ κακὸ τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του, ἔβλεπε ἀπὸ τί πάσχει αὐτὴ καί, σὰν φωτισμένος ποὺ ἦταν, πρόσφερε ὡς φάρμακο θεραπείας της τὴν μετάνοια. Σ᾽ αὐτὸ ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος ἦταν πολὺ καλὸς μαθητὴς τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι ὡς αἰτία τοῦ κοινωνικοῦ κακοῦ τῆς ἐποχῆς τους θεωροῦσαν τὴν ἁμαρτία, τὴν ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Θεό (βλ. Ἠσ. κεφ. 1). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὡς διόρθωση τῶν πραγμάτων κήρυτταν τὴν ἐπιστροφὴ στὸν Θεό, κήρυτταν τὴν μετάνοια. Μάλιστα οἱ προφῆτες, καὶ ἰδιαίτερα ὁ προφήτης Ἰερεμίας, κήρυτταν μετάνοια μὲ τὸ δυνατὸ ρῆμα «σούμπ», τὸ ὁποῖο σημαίνει ὁλοκάρδια ἐπιστροφὴ στὸν Θεό. Ἔτσι καὶ ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος συχνὰ στὰ κηρύγματά του ἔλεγε γιὰ στροφὴ στὸν Θεό, γιὰ «ἑκατὸν ὀγδόντα μοιρῶν» στροφή! Αὐτὸ τὸ «ἑκατὸν ὀγδόντα μοιρῶν» στροφὴ εἶναι τὸ ρῆμα «σοὺμπ» τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

3. Οἱ προφῆτες, πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τὴν κλήση τους στὸ προφητικὸ ἀξίωμα, εἶχαν γλυκαθεῖ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐθέλγοντο καὶ ἐτρέφοντο ἀπὸ αὐτόν, καὶ ἤθελαν νὰ τὸν κηρύξουν στὴν κοινωνία, γιὰ νὰ κάνουν καὶ ἄλλους μετόχους τῆς δικῆς τους χαρᾶς. Ἀναφερόμενος ὁ προφήτης Ἰερεμίας στὴν εὐφροσύνη ποὺ ἔνιωθε ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, λέγει κάπου, ἀποτεινόμενος στὸν Θεό: «Οἱ λόγοι Σου μοῦ εἶναι τροφή, οἱ λόγοι Σου μοῦ προξενοῦν χαρά» (15,16). Μέρα δὲ μὲ τὴν ἡμέρα οἱ προφῆτες γοητεύονταν δυνατώτερα ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιθυμοῦσαν περισσότερο νὰ τὸν κηρύξουν στὴν κοινωνία. Ἐνῶ εὑρίσκοντο σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση τοὺς ἐρχόταν ἡ κλήση ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ προφητικό τους ἔργο. Ἡ κλήση γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων τοὺς ἦταν γλυκειά, γιατὶ θὰ ἔκαναν αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦσαν, νὰ φυτέψουν δηλαδὴ τὸν δικό τους ὄμορφο πνευματικὸ κόσμο στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ προφήτης Ἰερεμίας ἀναφερόμενος σὲ ἕνα προχωρημένο στάδιο τοῦ προφητικοῦ του βίου σ᾽ αὐτὴν τὴν ὥρα τῆς κλήσεως, λέγει γι᾽ αὐτήν: «μὲ μάγεψες, Θεέ μου, κι ἄφησα τὸν ἑαυτό μου νὰ μαγευθεῖ» (20,7)!

Ἀλλὰ στὴν κοινωνία ἐρχόμενοι οἱ προφῆτες νὰ κηρύξουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀντιμετώπιζαν ἕναν ἄκρως ἀντίθετο κόσμο πρὸς τὸν ἰδικόν τους. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔθελγε αὐτούς, ἦταν ἀντικείμενο χλευασμοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ σύγκρουση αὐτὴ τῶν δύο κόσμων, τοῦ δικοῦ τους πνευματικοῦ κόσμου καὶ τῶν χλευαστῶν τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔφερε στοὺς προφῆτες μία κρίση, ἡ ὁποία ἐξηγεῖται φυσικὰ καὶ ψυχολογικά. Τὴν κρίση αὐτὴ τὴν ἐκφράζει περισσότερο ἀπὸ ὅλους στὴν νεαρά του ἡλικία ὁ προφήτης Ἰερεμίας. Αὐτός, συνεπαρμένος ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀφ᾽ ἑνὸς καὶ ἀντιμετωπίζοντας τὴν διαφθορὰ τῆς κοινωνίας ἀφ᾽ ἑτέρου, συγκλονίζεται καὶ πάσχει μία κρίση, ὅπως τὴν εἶπα. Λέγει ὁ προφήτης σὲ ἕνα του μονόλογο: «Ἡ καρδιά μου σπαράσσεται μέσα μου• ὅλα τὰ κόκκαλά μου τρέμουν. Εἶμαι σὰν ἕνας μεθυσμένος, ἀπὸ τὸ κρασὶ κυριευμένος πρὸ τοῦ Θεοῦ, πρὸ τῶν ἁγίων Του λόγων… Ἡ χώρα εἶναι γεμάτη ἀπὸ μοιχούς, προσπάθειά τους εἶναι τὸ κακὸ καὶ δύναμή τους ἡ κακία» (23,9-10).

Ἐρχόμαστε τώρα στὸν ὑμνούμενο ἐκκλησιαστικὸν ἄνδρα, τὸν ἐπίσκοπο πατέρα Αὐγουστῖνο. Ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος δὲν ἐξῆλθε ἐπιπόλαια στὸ κήρυγμα μὲ τὸ ἐφόδιο μόνο τοῦ πτυχίου τοῦ θεολόγου. Μετὰ ἀπὸ τὴν λήψη τοῦ πτυχίου ἔθρεψε πολὺ τὴν ψυχή του μὲ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ σὲ περισυλλογὴ στὸν ἡσυχαστικὸ τόπο τῆς πατρίδος του. Μελέτησε τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ πολλὰ ἄλλα θεολογικὰ βιβλία. Ὅλα αὐτὰ τὸν ἔτρεφαν πνευματικὰ καὶ τοῦ δημιούργησαν μέσα του ἕναν ὄμορφο πνευματικὸ κόσμο καὶ τὸν σφοδρὸ πόθο νὰ τὸν μεταδώσει μὲ τὸ κήρυγμα στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Σ᾽ αὐτὴν τὴν κατάστασή του εὑρισκόμενος δέχτηκε τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ μακαριστοῦ ἐπισκόπου Μητροπολίτου Ἀκαρνανίας κυροῦ Ἱεροθέου. Στὰ κηρύγματά του ὅμως ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος πάσχει καὶ εἶναι φανερὴ ἡ κρίση ποὺ διέρχεται• ἐκφράζει δὲ τὴν κρίση αὐτὴ μὲ ἔντονες φωνές, ποὺ στοὺς ἄγευστους ἀπὸ τὰ προφητικὰ κείμενα προκαλοῦν τὴν ἀπορία. Παρατηρεῖται καὶ σ᾽ αὐτὸν τὸ φαινόμενο ποὺ δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ τοῦ προφήτου ἀπὸ τὴν σύγκρουση τῶν δύο κόσμων, ποὺ εἴπαμε παραπάνω, τοῦ δικοῦ του πνευματικοῦ κόσμου καὶ τῆς διαφθορᾶς τῆς κοινωνίας. Πολλοὶ Ἱεροκήρυκες, οἱ ὁποῖοι ἐκφέρουν τὸ κήρυγμά τους ἔτσι ψυχρὰ καὶ ἄκαρδα καὶ δὲν ἔχουν μελετήσει τοὺς προφῆτες, δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ φαινόμενο αὐτὸ τῆς ἐκρήξεως τῆς ψυχῆς τοῦ θρυλικοῦ Καντιώτη κατὰ τὸ κήρυγμα, στοὺς δὲ κοσμικοὺς τὸ φαινόμενο αὐτὸ θεωρεῖται καὶ ὡς ἐκνευρισμὸς καὶ ὡς ἐκφράζον ταραγμένο ψυχικὸ κόσμο. Τὰ ἴδια θὰ ἔλεγαν αὐτοὶ οἱ χλευαστές, ἂν ἄκουγαν καὶ τὸν θεόπνευστο Ἀμὼς καὶ τὸν θεοφόρο Ἠσαΐα.

(Ὁμιλία εἰς Φλώρινα τὴν 24η Αὐγούστου εἰς Ἑσπερίδα ἀφιερωμένη στὴν

σεπτὴ μνήμη τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης πατρὸς Αὐγουστίνου)