- ΙΔΟΥ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ!

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΣ ΣΤΟΥΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΠΑΠΙΚΟΥΣ)

Πάγια εἶναι ἡ ἐκκλησιολογικὴ θέση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς (παπικῆς) Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ταυτίζεται ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι σαφὴς ἡ δήλωση (ὁδηγία) τοῦ Καρδιναλίου William Levada, Προέδρου τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴ διδασκαλία περὶ τὴν Πίστιν (Prefetto della Congregazione per la dottrina della fede) ποὺ ἀπηχεῖ ἀνάλογη διακήρυξη τοῦ τότε Καρδιναλίου Γιόζεφ Ράτσινκερ καὶ σήμερα τέως Πάπα Βενεδίκτου 16ου. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Πάπας Βενέδικτος ἔτεινε νὰ ἐπαναφέρει τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ στὴν πρὸ τῆς Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ Β´ περίοδο, σημειολογικὰ τουλάχιστον, πρᾶγμα ποὺ δυσχέραινε τοὺς οἰκουμενιστὲς θεολόγους στὶς συζητήσεις τους γιὰ τὴν Ἕνωση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἡ «Ὁδηγία» περιλαμβάνει πέντε ἐρωτήσεις καὶ ἰσάριθμες ἀπαντήσεις. Οἱ δύο ἐρωτήσεις ἀφοροῦν κυρίως τὸν Προτεσταντικὸ κόσμο. Στὸ σημερινό μου ἄρθρο θὰ περιοριστῶ στὶς τρεῖς ἄλλες ἐρωτήσεις ποὺ ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τοὺς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη Ὀρθοδόξους. Ἡ μέθοδος ποὺ ἀκολουθῶ εἶναι ἡ ἑξῆς: πρῶτα καταγράφεται τὸ Ἐρώτημα, ἀκολουθεῖ ἡ ἀπάντηση ποὺ δίνει ὁ Καρδινάλιος W. Levada καὶ ἔπειτα στὸ ἴδιο ἐρώτημα ἡ ἀπάντηση ποὺ δίδω ὁ ὑπογραφόμενος ὡς Ὀρθόδοξος Θεολόγος. Τὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο θεολογικῶν θέσεων εὔκολα θὰ διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης. Τὸ ὄνομα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι Η ΑΛΗΘΕΙΑ.Πρῶτο ἘρώτημαΠῶς πρέπει νὰ νοηθεῖ ἡ διακήρυξη, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «ὑφίσταται» (subsistit) στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία;Ἡ ἀπάντηση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ «ΟΔΗΓΙΑ»: Ὁ Χριστὸς ἵδρυσε πάνω στὴ γῆ μία καὶ μόνη Ἐκκλησία... Εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική... Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἱδρύθηκε καὶ ὀργανώθηκε μέσα στὸν κόσμο ὡς κοινωνία «ὑφίσταται» (subsistit) μέσα στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία κυβερνᾶ ὁ Διάδοχος τοῦ Πέτρου καὶ οἱ Ἐπίσκοποι ἐν κοινωνίᾳ μὲ αὐτόν... Ὁ πάπας τῆς Ρώμης δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ κορυφαῖος ἐπίσκοπος τῆς Ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας, ὁ Πατριάρχης τῆς Δύσης, ἀλλὰ ὁ ἀρχηγὸς τῆς οἰκουμενικῆς ἐκκλησίας. Τὸ σῶμα τῶν ἐπισκόπων δὲν ἔχει ἐξουσία ἂν δὲν βρίσκεται σὲ ἑνότητα μὲ τὸν Ρωμαῖο Ποντίφηκα, διάδοχο τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ ἀκέραια τὴν ἰσχὺ τοῦ πρωτείου του ἐπὶ πάντων εἴτε ποιμένων εἴτε πιστῶν. «Ὑφίσταται» σημαίνει ὅτι ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ καθόρισε ὁ Κύριος γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του διατηροῦνται μέσα στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία σὲ μία αἰώνια ἱστορικὴ διάρκεια. Κατὰ τὴν Καθολικὴ διδασκαλία, ἐνῶ μπορεῖ ὀρθῶς νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι παροῦσα καὶ ἐνεργεῖ καὶ στὶς ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ ἐκκλησιαστικὲς Κοινότητες, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ἀκόμη σὲ πλήρη κοινωνία μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, χάρη στὰ στοιχεῖα ἁγιασμοῦ καὶ ἀλήθειας ποὺ ὑπάρχουν σὲ αὐτές, ἀντίθετα ἡ ἔκφραση «ὑφίσταται» (subsistit) μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, γιατὶ ἀναφέρεται ἀκριβῶς στὸ γνώρισμα τῆς ἑνότητας ποὺ ὁμολογοῦμε στὰ σύμβολα τῆς πίστεως (Πιστεύω εἰς μίαν…). Καὶ αὐτὴ ἡ «μία» Ἐκκλησία ὑφίσταται στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία.

Ἀντίστοιχη ἀπάντηση ποὺ δίδει ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος: Ὁ Χριστὸς ἵδρυσε πάνω στὴ γῆ μία καὶ μόνη Ἐκκλησία... Εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. «Πιστεύω εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν...». Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἱδρύθηκε καὶ ὀργανώθηκε μέσα στὸν κόσμο ὡς κοινωνία πνευματικὴ τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ λογικὰ πλάσματά του «εἶναι» (est) ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ διοικεῖται σύμφωνα μὲ τὸ ἀρχαῖο ἀποστολικὸ συνοδικὸ σύστημα, καὶ τῆς ὁποίας ὁρατὴ ἀνώτατη ἐξουσία καὶ αὐθεντία εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἐνῶ τηροῦνται τὰ «πρεσβεῖα τιμῆς» μεταξὺ τῶν Πατριαρχῶν καὶ Ἀρχηγῶν τῶν Αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν. Ἂν δεχθοῦμε πὼς ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου, καὶ ἔχει γι᾽ αὐτὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο ποὺ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴ διαδοχὴ τοῦ Πέτρου, τί θὰ ποῦμε π.χ. γιὰ πάπες αἱρετικούς, ὅπως ὁ πάπας Ὀνώριος Α΄ (625-638) ποὺ καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἐπικυρώθηκε ἡ κατάκριση αὐτὴ στὴ Δύση ἀπὸ τὸν πάπα Λέοντα Β΄; «Εἶναι» (est) σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ταυτίζεται «κατ᾽ ἄκραν ἀκρίβειαν» μὲ τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατὶ αὐτὴ καὶ μόνον αὐτὴ διατήρησε ἀναλλοίωτα ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μέχρι σήμερα ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ καθόρισε ὁ Κύριος γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του. Μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει σωτηρία. Ἐνῶ «extra ecclesiam nulla salus» (= ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει σωτηρία), «extra ecclesiam nullus salvatur» (= ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία κανένας δὲν σώζεται), κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ καὶ τοῦ Ὠριγένη ἀντίστοιχα. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας («Εἰς μίαν…») διασφαλίζεται, ὅταν ὅλοι εἴμαστε ἕνα, ὅταν «δειχθῶμεν μίαν πίστιν ἔχοντες». Ἡ ἐσωτερικὴ αὐτὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐκδηλώνεται καὶ ἐξωτερικὰ ὡς ἑνότητα στὴν πίστη, στὴ λατρεία καὶ στὴ διοίκηση, μὲ τὴν ἔννοια τῆς δογματικῆς ἑνότητας, τῆς λειτουργικῆς καὶ διοικητικῆς ἑνότητας, χωρὶς νὰ παραβλάπτεται, ὅπως μᾶς δίδασκε ὁ δογματολόγος Ἰ. Καρμίρης, ἡ ἑνότητα αὐτὴ οὔτε ἀπὸ τὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία λόγῳ αἱρέσεως ἢ σχίσματος διαφόρων θρησκευτικῶν κοινοτήτων οὔτε ἀπὸ τὶς μικρὲς λειτουργικὲς διαφορὲς οὔτε ἀπὸ ἐξωτερικὲς μορφὲς διοίκησης. Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἀπορρίπτεται μὲν ἡ προτεσταντικὴ «θεωρία τῶν κλάδων» (branch theory), ἀλλὰ εἶναι ἀποδεκτὴ ἡ ὕπαρξη στοιχείων ἀληθείας καὶ ἁγιότητας (elementa veritatis atque sanctitatis) στὶς ἀποσχισμένες ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες καὶ ἐκκλησιαστικὲς Κοινότητες. Μὲ βάση αὐτὲς τὶς παραδοχές, οἱ Ὀρθόδοξοι στὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους δὲν ἐφαρμόζουν πάντοτε τὴν ἀκρίβεια ἀλλά, συμπεριφορά, ποὺ στὴ θεολογικὴ γλῶσσα καλεῖται Οἰκονομία. Συμπερασματικά, ἡ ἔκφραση «εἶναι» (est) ἀποδίδεται δογματικὰ καὶ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατὶ ἀναφέρεται ἀκριβῶς στὸ γνώρισμα τῆς ἑνότητας ποὺ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως («Πιστεύω εἰς μίαν…»). Καὶ αὐτὴ ἡ «Μία» Ἐκκλησία εἶναι χωρὶς καμμία ἐπιφύλαξη ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη. (Σπουδαῖες μελέτες γύρω ἀπὸ τὴν Οἰκονομία στὴν Ἐκκλησία εἶναι οἱ ἐργασίες τοῦ Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτου, Ἡ οἰκονομία κατὰ τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1949 καὶ Ἱερωνύμου Κοτσώνη, Προβλήματα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας, Ἀθῆναι, 1957).

Δεύτερο Ἐρώτημα: Γιατί χρησιμοποιεῖται ἡ ἔκφραση «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑφίσταται μέσα στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία» καὶ ὄχι ἁπλὰ ἡ ἔκφραση «εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία»;

Ἡ ἀπάντηση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ «ΟΔΗΓΙΑ»: Ἡ χρήση τῆς ἔκφρασης «ὑφίσταται μέσα στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία» (subsistit in Ecclesia Catholica), ποὺ δεικνύει τὴν πλήρη ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, δὲν ἀλλάζει τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως ἡ χρήση αὐτῆς τῆς ἔκφρασης βρίσκει τὴν πραγματική της αἰτιολογία στὸ γεγονὸς ὅτι ἐκφράζει σαφέστερα ὅτι ἔξω ἀπὸ τὶς ὁρατὲς δομὲς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, συναντῶνται πολλὰ στοιχεῖα ἁγιότητας καὶ ἀλήθειας, τὰ ὁποῖα χάρη στὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὠθοῦν πρὸς τὴν Καθολικὴ ἑνότητα. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἴδιες αὐτὲς χωρισμένες Ἐκκλησίες καὶ Κοινότητες, ἂν καὶ πιστεύουμε ὅτι ἔχουν ἐλλείψεις, δὲν στεροῦνται καθόλου σημασίας καὶ βαρύτητας. Πράγματι, τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀρνεῖται νὰ τὶς χρησιμοποιήσει ὡς ὄργανα σωτηρίας, τῶν ὁποίων ἡ ἀξία προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πληρότητα τῆς χάριτος καὶ τῆς ἀλήθειας, ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει ἐμπιστευθεῖ στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία.

Ἡ ἀντίστοιχη ἀπάντηση ποὺ δίδει ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος: Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν κάνει χρήση τῆς ἔκφρασης «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑφίσταται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», ἀλλά, ἔχοντας τὴν αὐτοσυνειδησία ὅτι ὀντολογικὰ εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ταυτίζει ἀπόλυτα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Οἱ ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας ἄλλες Ἐκκλησίες, ὅπως ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, καὶ χριστιανικὲς Κοινότητες, ἔχουν σοβαρὰ μειονεκτήματα καὶ ἐλλείψεις, τὰ δὲ στοιχεῖα ἁγιότητας καὶ ἀλήθειας ποὺ κατέχουν ἔχουν ἀξία καὶ βαρύτητα μόνον στὸ βαθμὸ καὶ ἐφόσον ὠθοῦν τοὺς ἑτεροδόξους, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ προσεγγίσουν καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὴν Ὀρθοδοξία.

Τρίτο Ἐρώτημα: Γιατί ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος ἀποδίδει τὸ ὄνομα «Ἐκκλησίες» στὶς Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες (Ὀρθόδοξες) ποὺ εἶναι χωρισμένες ἀπὸ τὴν πλήρη κοινωνία μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία;

Ἡ ἀπάντηση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ «ΟΔΗΓΙΑ»: «... Οἱ Ἐκκλησίες αὐτές, ἂν καὶ χωρισμένες, ἔχουν πραγματικὰ Μυστήρια καὶ κυρίως, χάρη στὴν Ἀποστολικὴ διαδοχή, τὴν Ἱερωσύνη καὶ τὴν Εὐχαριστία, διὰ μέσου τῶν ὁποίων παραμένουν ἀκόμη ἑνωμένες μαζί μας μὲ στενότατους δεσμούς, δικαιοῦνται νὰ λέγονται “ἐπὶ μέρους τοπικὲς Ἐκκλησίες” καὶ ἀποκαλοῦνται Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες μὲ τὶς ἐπὶ μέρους τοπικὲς Καθολικὲς Ἐκκλησίες. Στὶς ἐπὶ μέρους αὐτὲς (Ὀρθόδοξες) Ἐκκλησίες μὲ τὴν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας τοῦ Κυρίου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ οἰκοδομεῖται καὶ αὐξάνει. Ὅμως, ἐπειδὴ ἡ κοινωνία μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ὁρατὸς Ἀρχηγὸς εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ Διάδοχος τοῦ Πέτρου, δὲν εἶναι ἕνα κάποιο ἐξωτερικὸ συμπλήρωμα στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ μία ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς συστατικὲς ἀρχές, ἡ κατάσταση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας χαίρουν οἱ σεβάσμιες αὐτὲς Κοινότητες, παρουσιάζει ἕνα μειονέκτημα (ἔλλειμμα).

Ἀντίστοιχη ἀπάντηση ποὺ δίδει ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος: Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἀποσχισμένη ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λόγῳ τῶν δογματικῶν παρεκκλίσεων ἀπὸ τὴν ἀρχαία κοινὴ παράδοση τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας κυρίως μὲ τὴν εἰσαγωγὴ στὸ Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως τοῦ filioque, καὶ μὲ τὴν ἀνακήρυξη σὲ δόγμα πίστεως τῆς ἀντίληψης περὶ τοῦ παγκοσμίου πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καὶ τοῦ «ἀλαθήτου» τοῦ Πάπα. Στὴν ἴδια ὅμως ἐκκλησία τῆς ἀποδίδεται, λόγῳ ἀκριβῶς τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ ἐλλείμματος, ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «κατ᾽ ἄκραν οἰκονομίαν» καὶ καταχρηστικῶς τὸ ὄνομα «Ἐκκλησία». Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις καὶ μὲ αὐτὴν τὴν φιλάνθρωπη καὶ νηπτικὴ ἀγάπη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀρνεῖται τὸν ἀδελφικὸ διάλογο ἀλήθειας μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία καὶ δὲν σταματάει νὰ δέεται ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἐν ἀληθείᾳ καὶ ὀρθοδοξίᾳ ἑνώσεως.

[Νὰ σημειώσω ὅτι γιὰ τὴν κατανόηση αὐτῶν τῶν ἐκκλησιολογικῶν ζητημάτων

ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς

ἀξιόλογο εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου Κάλλιστου Ware

μὲ τὸν τίτλο: Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (ἐκδόσεις Ἀκρίτας)]

ΑΝΤΩΝΗΣ ΙΑΚ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ

Δρ. Φιλ. καὶ Θεολόγος