- ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΣΑ

Στὴν πόλη ποὺ μεγάλωσα κανένας δὲ μὲ ξέρει.Θὰ σὲ ρωτήσουν –Ποιά εἶν᾽ αὐτή; ὁ λόγος ἂν τὸ φέρη.Στὴν πόλη ὅπου σπούδασα αὐτὰ τὰ δέκα χρόνιακανένας δὲν μοῦ ἔδειξε ἀγάπη καὶ συμπόνια.Ἄσημη μέσ᾽ στοὺς εὔπορους, φτώχεια τὸ μερτικό μου,οὔτε στιγμὴ δὲν πρόβαλα ἐγὼ τὸν ἑαυτὸ μου.Στὶς παραδόσεις ἔγραφα τὸ κείμενο μὲ βία,νὰ τὸ διαβάσω ὕστερα. Μοῦ λείπαν τὰ βιβλία.Στὶς παρελάσεις στὴ γραμμὴ σχεδὸν στὰ τελευταῖα˙γερὴ στὰ μαθηματικά, λίαν καλῶς στ᾽ ἀρχαῖα.Τὴ νύχτα τὰ μαθήματα μὲ λάμπα μελετοῦσακι ἀπ᾽ τὴν ἀγροτικὴ ζωὴ νὰ φύγω προσπαθοῦσα.Μιὰ σάκκα σὰν μαθήτρια ποθοῦσα μὲ μανία,

μὰ πάντα παραμάσχαλα τετράδια καὶ βιβλία.

Γιὰ δύο τριαντάφυλλα τὶς φίλες βοηθοῦσα•

κι ἂν μοῦ τὰ χάριζε καμμιά, θὰ τὴν εὐγνωμονοῦσα.

Γιὰ τὸ ψωμὶ καὶ τὴν ἐλιά, τὴ ρέγκα, τὴ θρεψίνη

εἶχα στοὺς δύο μου γονεῖς πολλὴ εὐγνωμοσύνη.

Τὰ καλοκαὶρια τὰ καυτὰ στὴν τσάπα καὶ στὸ θέρος

ἦταν γιὰ μένα θέρετρο κ᾽ ἰδανικό μου μέρος.

πὸ μικρὴ μὲ τοῦ καπνοῦ τὶς τόσες ἀγρυπνίες,

ὁλονυχτίες στὴ δουλειά, Θεοῦ δοξολογίες.

Μὰ μέσα ἐκεῖ τρεφότανε ὄνειρα καὶ ἐλπίδες

γιὰ μιὰ καλύτερη ζωή, ζεστὲς ἡλίου ἀχτίδες.

Τῆς νιότης τὸ χρυσόνειρο μὲ κόπους τὸ κεντοῦσα

καὶ τῆς παιδείας τὰ σκαλιὰ γερὰ τὰ περπατοῦσα.

Καὶ ὅλο καὶ γιγάντωνε τὸ παιδικὸ γινὰτι

γιὰ νὰ σπουδάσω, ν᾽ ἀνεβῶ, νὰ γίνω ἕνα κάτι.

Μεγάλωσα καὶ σπούδασα μέχρι τὸ δασκαλίκι•

γιὰ περαιτέρω ὄνειρα δὲν ἔφτανε τὸ νοίκι.

Μ᾽ αὐτὸ ποὺ πάντα ἔψαχνα ἀργότερα τὸ βρῆκα•

μοῦ πίκρανε τὰ σπλάχνα μου, μὰ μοῦ ᾽φερε τὴ γλύκα.

τανε γεύση ἡ πιὸ γλυκειὰ ποὺ μόνο ὁ Κύριος δίνει

καὶ στροβιλίζομαι ἔκτοτε μέσ᾽ στοῦ Θεοῦ τὴ δίνη.

Κάνε, Θεέ μου, νὰ σὲ βρῶ, θερμοπαρακαλοῦσα

κι ὅλα τὰ ἄλλα μ᾽ ὄνειρα σκύβαλα θεωροῦσα.

Θεέ μου, ὅ,τι ζήτησα, μοῦ ᾽δωσες παραπάνω.

Θεέ μου παντοδύναμε, ἐγὼ γιὰ σὲ τί κάνω;

Σ᾽ εὐχαριστῶ, σ᾽ εὐγνωμονῶ μερόνυχτα μὲ πάθος

τὸ ἄπειρό σου ἔλεος, τὸ ἄμετρό σου βάθος.

Στὰ τελευταῖα τὰ σκαλιὰ τοῦ βίου μου σὰν φτάσω•

ἅπλωσέ μου τὸ χέρι σου, τὸ δρόμο μου μὴ χάσω.

Δέξαι με, Παντοδύναμε, καὶ υἱοθέτησέ με

καὶ σὰν τὸν Ἄσωτο υἱὸ κ᾽ ἐμένα φρόντισέ με.

Κ. Δόλια

Ἰούνιος 2001 Ἅγ. Βαρθολομαῖος