- Ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξις τοῦ ἀνθρώπου

(†) μοναχοῦ Κωνσταντίνου (Καβαρνοῦ), καθηγητοῦ πανεπιστημίου

Πολὺς λόγος γίνεται γιὰ τὴν θεωρία τῆς ἐξελίξεως τοῦ Δαρβίνου, γιὰ τὴν βιολογικὴ ἐξέλιξι τῶν ὄντων. Σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία αὐτὴ τὰ ὄντα, κατὰ ἀναπόδραστη νομοτέλεια, ἐξελίσσονται ἀπὸ τὴν κατώτερη μορφὴ σὲ μορφὲς ἀνώτερες. Ἡ θεωρία αὐτὴ δὲν ἐπιβεβαιώθηκε. Παραμένει σὲ ὡραῖα σχήματα καὶ ζωγραφιὲς στὰ βιβλία, ἐνῷ στὰ μουσεῖα δὲν βρίσκεται οὔτε μία σειρὰ ἀπολιθωμάτων ποὺ νὰ τὴν ἐπιβεβαιώνῃ.

Ἐνῷ ὅμως ἡ ὑποχρεωτικὴ βιολογικὴ ἐξέλιξι δὲν ἰσχύει, ὑπάρχει ἡ δυνατότης γιὰ μία πνευματικὴ ἐξέλιξι τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἐνεργεῖται σ᾽ αὐτὸν ὄχι μονομοτελειακῶς ἀλλὰ οἰκειοθελῶς.

1. Ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διδάσκει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἀνυψωθῇ σὲ ἀνώτερο ἐπίπεδο. Αὐτὸ ὁ Κύριος τὸ λέει «ἀναγέννησιν» (Ἰω. 3,3-5). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι πρέπει νὰ νεκρωθῇ ὁ «παλαιὸς ἄνθρωπος» ποὺ φέρουμε μέσα μας, γιὰ νὰ γεννηθῇ ὁ «καινὸς ἄνθρωπος» (῾Ρωμ. 6,6-8. Ἐφ. 4,22-24. Κολ. 3,9-10). Ὁ Χριστὸς ζητεῖ νὰ εἴμαστε «τέλειοι» ὅπως ὁ οὐράνιος πατέρας μας (Ματθ. 5,48), καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι τὰ διάφορα χαρίσματα ποὺ λειτουργοῦν στὴν Ἐκκλησία ἔχουν σκοπὸ νὰ ἀνυψώσουν τὸν πιστὸ «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4,11-13).

Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ ἅγ. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ ὁ ὅσ. Νικήτας Στηθᾶτος, μιλοῦν γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου» σὲ «νέον ἄνθρωπον», γιὰ τὴν «καλὴν ἀλλοίωσιν» καὶ «μεταβολήν». Ὁ ἀπ. Παῦλος λέει ἐπίσης· «Μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν» (῾Ρωμ. 12,2).

Ἡ διδασκαλία ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πρέπει νὰ μεταβληθῇ ἐσωτερικά, πνευματικά, προϋποθέτει ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη φύσις (τὸ ἦθος, ὁ χαρακτήρας, οἱ συνήθειες, οἱ διαθέσεις, οἱ λογισμοί, τὰ αἰσθήματα, οἱ ἐπιθυμίες, οἱ πόθοι) μπορεῖ νὰ μεταβληθῇ ἀπὸ μία κατώτερη σὲ μία ἀνώτερη κατάστασι. Αὐτὸ βεβαιώνουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

2. Ἡ πνευματικὴ κατάστασις ἑνὸς ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ ἀλλάξῃ

Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέει σὲ μία ἀπὸ τὶς Πνευματικὲς ὁμιλίες του· «Ἡ φύσις τῶν ἀλόγων ζῴων εἶνε δύο εἰδῶν, τὰ ὁποῖα μένουν ἀναλλοίωτα· π.χ. τὰ φίδια, ὅλα τὰ φίδια, ἔχουν φύσι δηλητηριώδη· ὁ λύκος, ὅλοι οἱ λύκοι, εἶνε ἁρπακτικοί. Ἐνῷ τὸ ἀρνί, ὅλα τὰ ἀρνιά, εἶνε ἄδολα· τὸ περιστέρι, ὅλα τὰ περιστέρια, εἶνε ἥμερα. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν εἶνε ἔτσι· ἄλλος ἄνθρωπος ἁρπάζει καὶ ἄλλος ἁρπάζεται, ἄλλος μένει πιστὸς στὴ γυναῖκα του καὶ ἄλλος μοιχεύει, ἄλλος κλέβει τὸν πλησίον του καὶ ἄλλος τὸν ἐλεεῖ. Ἑπομένως ἡ ἀνθρώπινη φύσις εἶνε τρεπτή, ἱκανὴ νὰ μεταβάλλεται. Μπορεῖ νὰ ἀποκλίνῃ ἄλλοτε πρὸς τὸ καλὸ καὶ ἄλλοτε πρὸς τὸ κακό, μπορεῖ νὰ λαμβάνῃ καὶ τὰ δύο, καὶ τὴ θεία χάρι καὶ τὴν ἀντίθετη σατανικὴ δύναμι, ἀλλ᾽ ὄχι ἀναγκαστικά» (Ὁμιλίαι πνευματικαί, ΙΕ΄, Βόλος 1954, σ. 94).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέει, ὅτι «ἡ ἀνθρωπίνη φύσις μπορεῖ νὰ μεταβάλλεται καὶ εἶνε προσαρμοσμένη γιὰ μεταβολές» (Gregorii Nysseni, Opera asketica, ἔκδ. Werner Jaeger, Leiden, p. 213). Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ σύγχρονοι μεταξύ τους ἅγιοι ἀναφέρονται στὴν σπουδαία σχέσι ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ δυνατότης μὲ τὸ θέμα τῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἅγιος Μακάριος λέει· «Ἐκεῖνος ποὺ ἐπιστρέφει στὸ Χριστὸ καὶ θέλει νὰ εἶνε ἀληθινὰ κοντά του, θὰ πρέπῃ νὰ προχωρῇ μὲ τὴ διάθεσι νὰ ἀλλάξῃ ἀπὸ τὴν προηγούμενη κατάστασι καὶ τὸν τρόπο ζωῆς του, νὰ γίνῃ ἕνας νέος ἄνθρωπος ποὺ δὲν θὰ φέρῃ ἐπάνω του τίποτα ἀπὸ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, “εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα” (Β΄ Κορ. 5,17). Γι᾽ αὐτὸ ἦλθε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἀλλάξῃ καὶ ν᾽ ἀνανεώσῃ καὶ ν᾽ ἀναπλάσῃ τὴν ψυχή, ἡ ὁποία διὰ τῆς παραβάσεως καταστράφηκε ἀπὸ τὰ πάθη» (Ὁμιλίαι πνευματικαί, ΜΔ΄, Βόλος 1954, σ. 199). Καὶ σὲ τί συνίσταται ἡ καλὴ αὐτὴ ἀλλαγή; «Συνίσταται σὲ ἕνα νέο νοῦ, μία νέα ψυχή, νέα μάτια, νέα αὐτιά, νέα πνευματικὴ γλῶσσα. Γενικά, ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ νὰ κάνῃ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν σ᾽ αὐτὸν νέους ἀνθρώπους» (ἔ.ἀ.).

Τὸ ἴδιο ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει, ὅτι ἡ ἱκανότης ποὺ ἔχει ἡ ἀνθρώπινη φύσις νὰ μεταβάλλεται τὴν κάνει ἱκανὴ νὰ πηγαίνῃ πάντοτε πρὸς κάτι τὸ καλύτερο. Πρέπει λοιπὸν ἕνας ἄνθρωπος νὰ προσπαθῇ συνεχῶς νὰ ἀλλάζῃ τὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν μεταμορφώνῃ «“ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν”, πάντοτε τελειοποιούμενος καὶ μὴ φθάνοντας ποτέ τὸ ὅριο τῆς τελειότητος. Διότι πραγματικὰ τελειότης εἶνε τὸ νὰ μὴν παύῃ κανεὶς νὰ αὐξάνῃ σὲ ὅ,τι εἶνε καλύτερο, οὔτε νὰ περιορίζῃ τὴν τελειοποίησι βάζοντας κάποιο ὅριο» (ἔ.ἀ. σσ. 213-214).

Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος λέει· «Ἡ φύσις ὅπως καὶ ἡ συνήθεια τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τρεπτή. Μόνο ἡ θεία φύσις εἶνε ἄτρεπτη καὶ ἀναλλοίωτη. Ὁ Χριστιανὸς λοιπὸν ποὺ ἑνώνεται μὲ τὴν θεία φύσι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ παίρνει τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τρέπεται μὲ τὴ δύναμί της καὶ ἀλλοιώνεται καὶ κατὰ τὴ φύσι καὶ κατὰ τὴ συνήθεια πρὸς τὸ θεϊκώτερο, καὶ γίνεται θεὸς κατὰ χάριν, ὅμοιος μ᾽ ἐκεῖνον ποὺ προξένησε τὴν ἀλλοίωσι, δηλαδὴ τὸ Χριστό, τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης…, ὁ δὲ Χριστὸς τοῦ χαρίζει τὴν ἀλλοίωσι καὶ τὸν κάνει θεὸ κατὰ χάριν». Αὐτὴ ἡ εὐλογημένη μεταβολὴ κατορθώνεται διὰ τῆς συνεργίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς ἐπιφέρει τὴν ἀλλαγὴ αὐτὴ ὡς δῶρο στὸν ἄνθρωπο ποὺ ὑποτάσσει τὸν ἑαυτό του εἰλικρινὰ σ᾽ ἐκεῖνον. «Ὅποιος Χριστιανὸς δὲν ἔζησε αὐτὴ τὴν καλὴ ἀλλοίωσι, ἂς μὴ κατηγορῇ τὴ φύσι του ἀλλὰ τὴν προαίρεσί του, ποὺ δὲν θέλησε νὰ παραδοθῇ στὸ Χριστὸ ὁλοψύχως» (Ὁσ. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Τὰ εὑρισκόμενα Ἅπαντα, Σύρος 1886, σ. 113).

Τὸ νὰ ὑποτάσσῃ κάποιος τὸν ἑαυτό του στὸ Χριστὸ ὁλοψύχως σημαίνει, νὰ τηρῇ πιστὰ τὶς ἐντολές του, ὑποβάλλοντας πάντοτε τὸν ἑαυτό του σὲ ἀμείωτη ἄσκησι ψυχῆς καὶ σώματος. Αὐτὸ θὰ ἀναπτυχθῇ ἐκτενέστερα.

3. Ἡ πνευματικὴ ἄνοδος

Ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξι τοῦ ἀνθρώπου εἶνε μιὰ πορεία «ἀναβάσεως» ὅπως τὴ λέει ὁ ὅσιος Νικήτας Στηθᾶτος. Ἕνας ἄνθρωπος ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν κατώτερη κατάστασι τῆς ψυχῆς του σὲ ἀνώτερες καταστάσεις. Ἡ πρώτη φάσι, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀρχίζει εἶνε ἡ κατάστασις «παρὰ φύσιν». Ἡ δευτέρα εἶνε ἡ κατάστασις «κατὰ φύσιν». Καὶ ἡ τρίτη καὶ ἀνωτάτη εἶνε ἡ κατάστασις «ὑπὲρ φύσιν». Αὐτὲς εἶνε πατερικὲς διακρίσεις καὶ ὀνομασίες. Τὶς δύο πρῶτες τὶς ἀναγνώρισαν καὶ οἱ κλασσικοὶ Ἕλληνες φιλόσοφοι, ἡ τρίτη εἶνε μία ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διάκρισις.

Ἀντίθετα μὲ τὴ θεωρία τῆς βιολογικῆς ἐξελίξεως, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπάρχει μία ἀνάπτυξι ἀπὸ τοὺς κατωτέρους στοὺς ἀνωτέρους ὀργανισμοὺς μὲ τὴν ἐπίδρασι διαφόρων ἐξωτερικῶν δυνάμεων, ἡ ὀρθόδοξος χριστιανικὴ διδασκαλία περὶ πνευματικῆς ἐξελίξεως τονίζει, ὅτι ἡ ἀνοδικὴ πορεία δὲν εἶνε καθόλου κάτι τὸ αὐτόματο, ἀποτέλεσμα τύχης ἢ ἐξωτερικῶν δυνάμεων, ἀλλὰ εἶνε ἀποτέλεσμα μιᾶς ἐλεύθερης προσωπικῆς ἐπιλογῆς καὶ συνειδητῆς πνευματικῆς προσπαθείας.

Ὅσοι διάλεξαν ν᾽ ἀκολουθήσουν τὴν ὁδὸ πρὸς τὰ ἄνω κ᾽ ἔχουν ἀρχίσει τὸν ἀγῶνα γιὰ νὰ τελειοποιήσουν τὸν ἔσω ἄνθρωπο, ὀνομάζονται ἀπὸ τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας «ἀρχάριοι». Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν προοδεύσει ἀλλ᾽ ἀκόμη δὲν τελειοποιήθηκαν λέγονται «μέσοι». Κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν φτάσει σὲ σχετικὴ τελειότητα λέγονται «τέλειοι».

Ὁ ἀπ. Πέτρος παραβάλλει τοὺς «ἀρχαρίους» μὲ τὰ νεογέννητα βρέφη καὶ λέει· «Ἀποθέμενοι οὖν πᾶσαν κακίαν καὶ πάντα δόλον καὶ ὑποκρίσεις καὶ φθόνους καὶ πάσας καταλαλιάς, ὡς ἀρτιγέννητα βρέφη τὸ λογικὸν καὶ ἄδολον γάλα ἐπιποθήσατε, ἵνα ἐν αὐτῷ αὐξηθῆτε» (Α΄ Πέτρ. 2,1-2).

Ὁ ἀπ. Παῦλος προτρέπει πιστοὺς αὐτοῦ τοῦ ἐπιπέδου νὰ προχωρήσουν πιὸ πάνω καὶ λέει· «Ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας…, ἀληθεύοντες δὲ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός» (Ἐφ. 4,14-15). Θέλει κάθε Χριστιανὸς νὰ φθάσῃ «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (ἔ.ἀ. 4,13).

(συνεχίζεται)

[μεταγλώττισις – προσαρμογή· «Χρ. Σπίθα»]