- Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος καὶ οἱ σιτοκλέφτες

Πράγματι, ὁ σιτοκλέφτης ποὺ ἔμεινε στὸ λάκκο καὶ ἄδειαζε τὴν ἀποθήκη, χωρὶς ν᾽ἀντιληφθῆ ἀπολύτως τίποτε ἀπὸ ὅσα ἔγιναν, ἐξακολουθοῦσε νὰ βγάζη ἐπάνω τὸ σιτάρι, ὁ δὲ ἅγιος Εὐθύμιος τὸ παραλάμβανε καὶ τὸ μετέφερε.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ὑπόγειο ἀρκετὸ σιτάρι καὶ ἤθελε νὰ ἀνέβη ἐπάνω, τοῦ εἶπε ψιθυριστὰ στ᾽ αὐτὶ ὁ Μέγας Εὐθύμιος·

–Θὰ φύγουμε καὶ θ᾽ἀφήσουμε ἐκεῖνα τὰ τυριά; καὶ συγχρόνως τοῦ ἔδειχνε μὲ τὸ δάχτυλο τὸ σημεῖο ποὺ βρίσκονταν.

Ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ φόβο του δὲν εἶχε ἀκόμη καταλάβει τί συνέβαινε καὶ τοῦ λέει·

–Ἀπὸ ποῦ τὸ ξέρεις ἐσὺ ὅτι ἔχει ἐκεῖ τυριά;

–Ἄκουσα, τοῦ λέει ὁ ἅγιος, πρὶν ἀπὸ λίγο τὸν ἐπίσκοπο νὰ τὸ λέη.

Ὁ σιτοκλέφτης ἔψαξε ἀμέσως καὶ βρῆκε τὰ τυριά. Πῆρε ὅσα νόμιζε ὅτι τοῦ χρειάζονται, τὰ ἔδωσε στὰ χέρια τοῦ βοηθοῦ του, τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, κ᾽ ἐκεῖνος τὰ στοίβαξε στὴν ἴδια γωνιὰ ποὺ ἦταν τὸ σιτάρι. Τέλος τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ χέρι καὶ τὸν τράβηξε πάνω.

Μόλις ὁ κλέφτης ἀντιλήφθηκε ποιός ἦταν ἐκεῖνος ποὺ τὸν τράβηξε πάνω καὶ τὸν βοηθοῦσε τόση ὥρα, ἄρχισε νὰ τρέμη, πάγωσε κυριολεκτικά, κυριεύτηκε ἀπὸ φόβο, ντροπὴ καὶ θαυμασμό· μέσα στὴν ψυχή του ἔνιωσε ὑπερβολικὴ συγκίνησι κ᾽ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἁγίου, ζητώντας του συγγνώμη.

Ὁ ἅγιος τὸν σήκωσε πάνω, τὸν χάιδεψε, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τοῦ εἶπε·

–Μή στενοχωριέσαι, παιδί μου, διότι τὰ πράγματα αὐτὰ εἶναι καὶ δικά σου καὶ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν πῆρες κάτι ἀπ᾽ αὐτά, ἀπ᾽ τὰ δικά σου πῆρες καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ξένα. Καὶ πάλι ὅταν ἔχης ἀνάγκη, ἔλα πάλι νὰ πάρης.

Ὁ σιτοκλέφτης παρηγορήθηκε μὲ τὰ λόγια του ἁγίου· ἔμεινε θαυμάζοντας τὴν ἀνεξικακία καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Ἄλλαξε ἐντελῶς ἀπὸ τότε ἡ ζωή του καὶ δὲν ἔπαυσε νὰ διηγῆται σὲ ὅλους τοὺς φίλους του τί συνέβη.

(«Τὸ ψέμα καὶ ἡ δολιότητα»,

ἔκδ. Ἑτοιμασία, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2007, σ. 75-77)

να βράδυ, ἐνῶ τὸ φεγγάρι ἦταν ὁλόγιομο κ᾽ ἔφεγγε μέσα στὸ σκοτάδι, ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας [σημ. πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιο Εὐθύμιο τὸν νέο τὸν ἐν Μαδύτῳ, βλ. Εὐεργετινὸ Β´, λη´, 6], μόλις εἶχε τελειώσει τοὺς μεσονυκτικοὺς ὕμνους στὸ ναὸ καί, ὅπως συνήθιζε, ἔκανε μία μικρὴ βόλτα στὰ παρεκκλήσια τῆς μονῆς, γιὰ ν᾽ ἀποτινάξη τὸν ὕπνο ἀπὸ τὰ βλέφαρά του καὶ νὰ συνεχίση ἔπειτα τὴν ἀγρυπνία του.

Ξαφνικά, μέσα στὴ γλυκειὰ ἠρεμία τῆς ἀστροφεγγιᾶς, βλέπει δύο ἄντρες νὰ κλέβουν τὸ σιτάρι τῆς μονῆς ἀπὸ τὶς ὑπόγειες ἀποθῆκες. Ὁ ἕνας ἔβγαζε ἀπὸ τὸ ὑπόγειο τὸ σιτάρι καὶ τὸ τοποθετοῦσε μέσα σὲ σακκιά, ἐνῶ ὁ ἄλλος τὰ ἔπαιρνε καὶ τὰ στοίβαζε σὲ μία γωνιά, ποὺ κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τὰ διακρίνη.

Μόλις ὅμως ὁ μεταφορέας ἐκεῖνος σιτοκλέφτης εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν ὅσιο νὰ ἔρχεται,ἔτρεξε νὰ φύγη κι ἄφησε τὸ σύντροφό του μέσα στὸ λάκκο χωρὶς βοηθό. Ὁ Μέγας Εὐθύμιος κατάλαβε τί συνέβαινε, πόνεσε τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ ποὺ βρίσκονταν σὲ τόση ἄθλια κατάστασι φτώχειας, ὥστε νὰ φτάνουν στὴ δολιότητα καὶ τὴν κλεψιά, καὶ πῆρε τὴν ἀπόφασι ν᾽ἀναπληρώση ἐκεῖνον ποὺ κρύφτηκε ἀπὸ φόβο.