- Οἱ καθολικοὶ χριστιανοὶ κατακτητὲς τῶν ὀρθοδόξων Δωδεκανησίων

τοῦ καθηγουμένου τῆς ἱ. μ. Δοχειαρίου ἀρχιμ. Γρηγορίου

Μάρτιος μήνας γιὰ τὸν ἀληθινὸ Ἕλληνα καὶ ὀρθόδοξο χριστιανὸ εἶναι ὄμορφος, εἶναι λαμπρός. Ὅπως ὁ χειμώνας σιγὰ - σιγὰ ἀρχίζει νὰ ὑποχωρῆ καὶ ἀφήνει νὰ φανοῦν τὰ πρῶτα λουλούδια τῆς ἀνοίξεως καὶ τὰ γλυκοκελαηδήματα τῶν πουλιῶν, ἔτσι καὶ στὸν χῶρο τῆς πίστεως ἀποκαλύπτεται ἡ ἀρχαία βουλὴ τοῦ Θεοῦ νὰ σώση τὸν παραπεσόντα ἄνθρωπο. Βουλὴ ποὺ μᾶς τὴν πολυτραγούδησαν οἱ δίκαιοι καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης• ἀρχαία καὶ κεκρυμμένη καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Ἡ γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ βάνει σὲ μιὰ σειρὰ τὰ πράγματα τῆς σωτηρίας μας.Ἀλλὰ καὶ ὡς Ἕλληνες ὁ μήνας αὐτὸς μᾶς ἔδωσε πολλὲς χαρές. Οἱ πρόγονοί μας ἀπέρριψαν τὴν δειλία καὶ τὸν φόβο καὶ μὲ γεραρὰ φωνὴ φώναξαν στὸν κατακτητή: «Ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει στοὺς Ἕλληνες καὶ ὄχι στοὺς Ἀγαρηνούς».Καὶ ἄλλη ὅμως χαρὰ μᾶς ἔδωσε ὁ εὐλογημένος Μάρτιος• στὶς 7 Μαρτίου τὴν ἕνωση τῆς Δωδεκανήσου μὲ τὴν μητέρα Ἑλλάδα, γεγονὸς ποὺ γιορτάζεται κάθε χρόνο, δυστυχῶς μόνον τοπικὰ καὶ ὄχι πανελλαδικά. Ὁ ἕνας κατακτητὴς ἦταν ἄθεος, ὀπαδὸς τοῦ Ἰσλάμ, τοῦ μεγαλύτερου πολέμιου τῆς ἀνατολικῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ ἄλλος ἤτανε χριστιανός, ἀλλὰ ἑτερόδοξος, μισέλληνας, φθονερός, ζηλότυπος. Πῆγα τὸ 1955 στὴν Πάτμο καὶ ἦταν ἀκόμη οἱ πληγὲς νωπές, τὰ τραύματα ἀνοικτά, οἱ λόγχες ζεστές. Λόγχευσαν τὸν λαὸ αὐτὸν καὶ ἐθνικὰ καὶ θρησκευτικά. Καὶ ὅταν ὁ κατακτητὴς σοῦ λογχεύει τὴν πίστη, τότε τὰ πράγματα εἶναι ἀκόμη δυσκολώτερα. Ἀπαγορεύει ὁ χριστιανὸς κατακτητὴς στοὺς ὀρθοδόξους νὰ ἐπιτελοῦν γάμους, χειροτονίες, νὰ διδάσκωνται ἑλληνικὰ στὰ σχολεῖα• καὶ δυστυχῶς τὰ πιεστικὰ μηχανήματα στὸν λαὸ τὰ δούλευαν ρασοφόροι.Γι᾽ αὐτό, θά ᾽ρθω πολὺ κοντὰ στὴν καρδιὰ μιᾶς μοναχῆς, ποὺ μοῦ διηγεῖτο πῶς οἱ καθολικὲς καλογριές, ποὺ ἦταν ὑπεύθυνες στὸ ὀρφανοτροφεῖο θηλέων τῆς Ρόδου, φέρθηκαν στὰ ἑλληνικὰ βρέφη καὶ παιδιά, ὅταν πλησίαζε ὁ καιρὸς νὰ παραδοθῆ τὸ ἵδρυμα σὲ ὀρθόδοξες Ἑλληνίδες μοναχές. Τὸ κλιμάκιο ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴν μονὴ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Πάτμου γιὰ τὴν Ρόδο εἶχε μέσα καὶ τὴν ἀδελφὴ Θέκλα. Δὲν ἐγνώριζε πολλὰ ἰατρικά, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ παρασταθῆ μάννα φιλόστοργος στὰ ἐγκαταλελειμμένα Ἑλληνόπουλα. Σήκωσε τόσο πόνο ἡ καρδιά της, ποὺ στὰ ἔσχατά της ἔλεγε:–Ἀπὸ καρδιὰ θὰ πάω, γιατὶ σ᾽ αὐτὸ τὸ ἵδρυμα πέρασα πολλὲς λαχτάρες, ποὺ νοῦς ἀνθρώπου δὲν χωρεῖ. Ἡ καρδιά μου εἶναι τραυματισμένη, εἶναι πληγωμένη• δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξη πολύ. Κρατᾶ μέσα της σκηνὲς ζωντανὲς ἀπανθρωπιᾶς καὶ ἐγκληματικότητας. Καὶ αὐτὰ ἀπὸ ρασοφόρες μοναχές, καλοφορεμένες καὶ εὐγενεῖς εὐρωπαῖες.

Εὐθὺς ὡς εἰσῆλθα στὸ βρεφοκομεῖο, βρῆκα τὰ βρέφη ἀφυδατωμένα, γιατὶ τοὺς στεροῦσαν τὸ νερό. Ἕνα βρέφος τὸ βρῆκα νὰ τὸ ἔχουν διαμελίσει τὰ σκυλιά, γιατὶ τὸ εἶχαν ἀφήσει ὅλη τὴν νύχτα ἔξω. Ἀλλοῦ τὸ κεφάλι, ἀλλοῦ τὰ πόδια καὶ ἀλλοῦ ὁ κορμός. Ἄλλο βρῆκα πυρέσσον. Οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν τὴν αἰτία τοῦ πυρετοῦ. Κι ὅπως τοῦ χάιδευα τὸ κεφαλάκι, βρῆκα πὼς τοῦ εἶχαν μπήξει στὸ κρανίο ἕνα καρφί! Ἄθελά μου ψέλλισα τὸν στίχο τοῦ ψαλμοῦ: «Μακάριος ὃς ἐδαφιοῖ, Ἰταλία, τὰ τέκνα σου ἐπὶ τῆς πέτρας».

Κάθε μέρα εἶχα δύο καὶ τρεῖς μέχρι καὶ τέσσερις θανάτους βρεφῶν. Οἱ ταξιτζῆδες ποὺ πέρναγαν μπροστὰ ἀπὸ τὸ ὀρφανοτροφεῖο, ὅταν ἔβλεπαν βρέφος νεκρό, δὲν μᾶς βάζαν μέσα• τὸ εἶχαν σὲ κακὸ νὰ μεταφέρουν νεκρὸ παιδί. Κι ἐγὼ σκέφθηκα νὰ κάνω μιὰ ἀπάτη: Δὲν ἔβαζα τὸ νεκρὸ παιδὶ σὲ κιβώτιο, εἴτε χάρτινο εἴτε ξύλινο, ἀλλὰ τὸ ἐνέδυα σὰν πριγκηπόπουλο, τὸ κρατοῦσα στὴν ἀγκαλιά μου καὶ τὸ χόρευα, γιὰ νὰ τὸ πάω δῆθεν στὸ σπίτι τοῦ ζευγαριοῦ ποὺ θὰ τὸ υἱοθετοῦσε. Μόνον ἔτσι σταματοῦσαν οἱ ταξιτζῆδες νὰ μᾶς βάλουν μέσα στὸ ὄχημά τους καὶ νὰ μᾶς μεταφέρουν στὸ κοιμητήριο. Καὶ πάλι ἐδῶ γινόταν μιὰ μικρὴ πονηρία. Ἄλλοτε τοὺς ἔλεγα νὰ σταματήσουν δύο στάσεις πρὶν καὶ ἄλλοτε δύο μετὰ τὸ κοιμητήριο, γιὰ νὰ μπορέσω ἀνυποψίαστα νὰ προσεγγίσω τὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὁ σκληρὸς κοιμητηριάρης μὲ ἀπόπαιρνε: «Τί ἔφερες πάλι αὐτοῦ; βρέφος νὰ ἐνταφιάσης; Δὲν τὰ βάνεις σ᾽ ἕνα κάρο τοῦ Δήμου ὅλα μαζί, γιὰ νὰ μὴ πηγαινοέρχεσαι δύο καὶ τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα;». Ἤτανε καὶ αὐτὸς ὁ λόγος μιὰ λόγχη ποὺ τρυποῦσε τὴν πονεμένη μου καρδιά.

Ἐλᾶτε στὴν θέση μου• τρεῖς ἕως τέσσερις φορὲς τὴν ἡμέρα νὰ χορεύω πεθαμένα βρέφη, γιὰ νὰ ξεγελῶ τὴν φάρα τῶν ταξιτζήδων. Μερικὰ κοιμόντουσαν τόσο γαλήνια, ποὺ καὶ ἐγὼ ποὺ τὰ κρατοῦσα στὸ χέρι, ἀμφισβητοῦσα τὴν αἰώνια κοίμησή τους. Ἔλα, ἀδελφέ μου, ἐσὺ στὴν θέση μου, νὰ μαζεύης μέλη βρέφους διαμελισμένου ἀπὸ τὰ σκυλιά. Ἔλα νὰ δῆς τὶς ρωγμὲς ποὺ ἄφησαν στὴν καρδιά μου αὐτὲς οἱ πικρὲς ἀναμνήσεις. Καὶ πές μου πόσο μπορῶ νὰ ἀντέξω τὶς ἐνθυμήσεις τοῦ παρελθόντος, ποὺ γιὰ μένα εἶναι πάντοτε παρόν.

Μάννα Παναγιά, ποῦ νὰ βρῶ ἀντοχὲς κάθε μέρα νὰ χορεύω στὴν ἀγκαλιά μου πεθαμένα βρέφη; Τί νὰ τοὺς ἔλεγα: «Νταχτιρντὶ τοῦ λέγανε καὶ μοῦ τὸ παντρεύανε» ἢ «Νταχτιρντὶ καὶ στὸ κοιμητήρι θὰ σὲ ἐνταφιάσω»;

Πόσα τέτοια παιδιὰ κούνησα στὴν ποδιά μου... Ἀλλὰ ἦταν νεκρὰ καὶ ὄχι ζωντανά. Πόσα γλυκοφίλησα καὶ τά ᾽φαγε τὸ χῶμα. Καὶ ὅλα αὐτὰ κληρονομιὰ ἀπὸ μεγαλόσχημες μοναχὲς μὲ ροζάριο στὴν μέση καὶ σταυρὸ στὸ στῆθος καὶ Χριστὸ πουθενά. Πόσο ἀγῶνα κάναμε νὰ στρώση αὐτὴ ἡ δουλειὰ μέσα στὸ ἵδρυμα. Ἐγὼ ἀγωνιζόμουνα στὰ βρέφη καὶ ἡ Γερόντισσα μὲ τὶς ἄλλες ἀδελφὲς στὰ παιδιά.

Ἔτσι ὅπως τὰ διηγεῖτο, κάποια στιγμὴ λίγο τρόμαξε καὶ ἀνεκόπηκε ἡ ζωή της γιὰ τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ.

Ἂς τὰ ἀκούσουν αὐτὰ αὐτοὶ ποὺ συσφίγγουν τὰ χέρια μὲ τοὺς ἑτερόδοξους καθολικοὺς καὶ προτεστάντες. Ἂς τὰ ἐνωτισθοῦνε αὐτοὶ ποὺ ἐγκωμιάζουν αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός. Καὶ αὐτοὶ ποὺ φέρουν τὸ ράσο στὴν Δυτικὴ «Ἐκκλησία» ἂς κρύψουν τὸ πρόσωπό τους ἀνάμεσα στὶς δύο παλάμες. Ἡ ντροπὴ εἶναι ἀρετή• ἡ ξεδιαντροπιὰ εἶναι δαιμονικὴ κατάσταση. Μόνον αὐτὸς ποὺ ἦρθε σὲ ἐπαφὴ ἀληθινὴ μὲ τὸν ψεύτικο χριστιανισμὸ τῆς Δύσης, τὴν ἐπίπλαστη ἀγάπη, μπορεῖ νὰ ἐννοήση πόσο δύσκολο εἶναι νὰ γεφυρωθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι λαοὶ μὲ τὴν ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία. Γι᾽ αὐτό, ἂς μείνουν οἱ Φράγκοι σκληροὶ καὶ φονευτές, κι ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, πονεμένοι καὶ τραυματισμένοι ἀπὸ τὰ πεπυρωμένα βέλη τῆς «ἁγίας ἕδρας». Παλιὲς ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος, ποὺ σηματοδοτοῦν τοῦ μέλλοντος τοὺς δρόμους γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς ὀρθόδοξους τῆς Ἀνατολῆς.

Ἀφυδατωμένα τὰ παιδιά, πεινασμένα καὶ ταλαιπωρημένα, ἀλλὰ καὶ ἐπαναστατημένα ἀπὸ τὰ ὑπεκκαύματα τῶν καθολικῶν καλογραιῶν: «Οἱ Ἑλληνίδες μοναχὲς εἶναι ἄπλυτες, κακοφορεμένες, σκληρές, ἄστοργες, ἄτεγκτες». Κι ἔτσι, μέσα στὴν ταλαιπωρία τους δέχονταν οἱ Ἑλληνίδες μοναχὲς καὶ τὴν ἀποστροφὴ τῶν παιδιῶν ἀπὸ τὶς κατηγορίες τῶν κακόγλωσσων καλογριῶν τῆς Δύσης. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ γέρων Ἀμφιλόχιος, γιὰ νὰ προλάβη ἐπαναστάσεις καὶ δυσμενεῖς καταστάσεις, συνιστοῦσε στὶς μοναχές του, παρὰ τὴν φτώχεια τους καὶ παρὰ τὴν ἀρχαία τάξη, νὰ εἶναι καλοντυμένες, φρεσκοπλυμένες καὶ γλυκομίλητες ὅσο δὲν μπορεῖ νὰ χωρέση ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Καί, δόξα τῷ Θεῷ, λειτούργησε τὸ ἵδρυμα αὐτὸ ὑποδειγματικά, ὄχι μόνον γιὰ τὰ νησιὰ τῆς Δωδεκανήσου, ἀλλὰ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, καὶ καταισχύνθησαν οἱ μοναχὲς τῆς Δυτικῆς «Ἐκκλησίας».

Παρὰ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, ἔρχονται στὸν νοῦ μου ὅλα αὐτὰ καὶ ὡς Ἕλληνας ψελλίζω: «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν ὀρθοδόξων ποὺ ἀνέστησε τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν τέφρα».

Ἂς μᾶς βοηθήση καὶ τώρα ἡ Παναγία, ποὺ ἐλευθερώτρια τὴν ὠνόμασαν, νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὸν οἰκονομικὸ ζυγό, γιὰ νὰ δοῦμε τοὺς Ἕλληνες χαρούμενους, εὐτυχισμένους καὶ σιγουρεμένους γιὰ τὸ αὔριο.

Ἀμήν.