- ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΥ ΣΤΟΝ ΣΩΧΟ

Στὶς 7 Σεπτεμβρίου, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς πανηγύρεως τοῦ ἱ. ἡσυχαστηρίου τῆς Παναγίας τῆς Θεοσκεπάστου Σωχοῦ, ποὺ εἶνε μετόχι τῆς ἱ. μονῆς Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους, ἐξῆλθε ἡ εἰκόνα τῆς Γοργοϋπηκόου τῆς κυριάρχου μονῆς καὶ ἐτέθη σὲ ἑβδομαδιαῖο προσκύνημα στὸ ἀνωτέρω μετόχι τῆς Θεοσκεπάστου. Κατὰ τὴν ἄφιξι τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος στὴν κωμόπολι τοῦ Σωχοῦ τὴν ὑπεδέχθη πλῆθος πιστῶν Χριστιανῶν καὶ ὁ ἡγούμενος τῆς ἱ. μονῆς Δοχειαρίου ἀρχιμ. Γρηγόριος ἀπηύθυνε πρὸς αὐτοὺς τὴν ἀκόλουθη προσλαλιά.

Τὸ πατρικό μου σπίτι ἦταν πάντοτε νοτισμένο ἀπ᾽ τὴν τσέρπη τοῦ νοτιᾶ καὶ πάντα ταξίδευε μὲ τοῦ βοριᾶ τὰ κύματα.

Σὰν ἤμουνα παιδί, τὰ παιγνίδια μου ἤτανε στὴν ἀμμουδιὰ τῆς θάλασσας. Δὲν εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ παιδικὰ παιγνίδια σὰν κι αὐτὰ ποὺ εἶναι γεμᾶτα τὰ σημερινὰ μαγαζιά. Τὰ παιγνίδια μου ἦταν σπιτάκια στὴν ἄμμο τῆς θάλασσας. Ἕνα ἀπ᾽ τὰ πιὸ ἀγαπητά μου παιγνίδια, ἢ μᾶλλον ὁ πασατέμπος μου, ἦταν νὰ ρίχνω πέτρες στὴν θάλασσα καὶ νὰ παρακολουθῶ μὲ εὐχαρίστηση τὸν κύκλο ποὺ σημείωνε ἡ δίνη τῆς πέτρας στὰ γαλανὰ νερὰ τοῦ Ἀρχιπελάγους. Σιγὰ - σιγὰ ὅμως κατάλαβα πὼς αὐτὸ δὲν ἦταν τίποτα, μέσα σὲ κλάσματα δευτερολέπτου χανόταν καὶ ἡ πέτρα καὶ ὁ κύκλος τῆς δίνης.

Ὅλα αὐτὰ μοῦ ἦρθαν στὸν νοῦ αὐτὲς τὶς μέρες καὶ ἀναρωτήθηκα μήπως αὐτὸ ποὺ κάνω αὐτὴν τὴν ὥρα εἶναι μιὰ πέτρα ποὺ ρίχνω στὴν θάλασσα, ἀρεστὴ ἐνασχόληση τῶν μικρῶν παιδιῶν. Μήπως καὶ ἡ διδασκαλία κάθε κήρυκα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στὴν ἐποχή μας εἶναι μιὰ πέτρα ποὺ πέφτει στὴν θάλασσα. Μήπως ὅλη ἡ προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας γιὰ βοήθεια τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἕνα παιδικὸ παιγνίδι στὴν ἀκρογιαλιά.

Ἔτσι μὲ ἕνα ἐσωτερικὸ ἄλγος βλέπω καὶ τὸ γεγονὸς τοῦ ἐρχομοῦ τῆς Παναγίας σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο, ποὺ ἑκὼν - ἄκων ἔγινε καὶ δικός μου τόπος. «Λές», ἀναλογίσθηκα, «νὰ εἶμαι ἀκόμη μικρὸ παιδὶ καὶ πετάω πετρίτσες στὴν θάλασσα; Μήπως εἶμαι ἀκόμη παιγνιδιάρης; Πόσοι ἀπ᾽ τοὺς συντοπίτες μου αὐτὴν τὴν ὥρα βλέπουν, σκέπτονται πόσο μεγάλο εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς ἐπίσκεψης τῆς Παναγίας στὶς παρυφὲς τοῦ Βερτίσκου; Μήπως τὸ καλωσόρισμα τῆς Παναγίας περιορίζεται μόνον σὲ ἕναν ἀσπασμὸ τῆς Εἰκόνας Της, κάνοντας ἕνα σταυρό –καὶ ἂν εἶναι καὶ σταυρός– καὶ δὲν συνέχει ἡ παρουσία Της τὴν καρδιά τους, δὲν γεμίζει τὸ εἶναι τους καὶ δὲν τοὺς ὁδηγεῖ στὰ λιβάδια τῆς Ἐκκλησίας; Πόσοι ἀπ᾽ τοὺς προσκυνητὲς διασταυρώνουν τὰ μάτια τους μὲ τὰ μάτια τῆς Παναγίας; Πόσοι μέσα σ᾽ αὐτὰ τὰ μάτια τῆς Παναγίας βλέπουν τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρώπησης, βλέπουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν ἀγάπη τῆς Παναγίας γιὰ τὸ ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία γένος μας; Πόσοι Τὴν βλέπουν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας τους, καταφυγὴ καὶ δύναμη;».

Μὲ ἔπνιξαν τὰ «μήπως» καὶ ἔβαλα τὸ πρόσωπό μου μέσα στὶς δυὸ παλάμες μου καὶ εἶπα κατ᾽ ἐμαυτόν· «Νὰ συνεχίσω ἢ νὰ μὴ συνεχίσω;». Τώρα εἶμαι γέρος, δὲν γίνεται νὰ ἐξακολουθῶ νὰ παίζω. Καὶ ὁ Κύριος ἔσπειρε τὸν λόγο Του, ἀλλὰ πουθενὰ δὲν φαίνεται νὰ ἔπεσε στὴν θάλασσα. Ἔστω καὶ γιὰ λίγο φάνηκε ἡ σπορά. Περιμένω ἀπάντηση ἀπ᾽ τὴν Παναγία. Ὅ,τι θὰ μοῦ πῆ, ἂν ζῶ, θὰ σᾶς τὸ πῶ τοῦ χρόνου.