- Ἕνα συγκλονιστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ Ἀπομνημονεύματα ἑνός πραγματικοῦ Ἕλληνα
Τότε, ἐκεῖ ποὺ καθόμουν εἰς τὸ περιβόλι μου καὶ ἔτρωγα ψωμί, πονώντας ἀπὸ τὶς πληγές, ὅπου ἔλαβα εἰς τὸν ἀγώνα καὶ περισσότερο πονώντας διὰ τὶς μέσα πληγὲς ὅπου δέχομαι διὰ τὰ σημερινὰ δεινὰ τῆς Πατρίδος, ἦλθαν δύο ἐπιτήδειοι, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, μισομαθεῖς καὶ ἄθρησκοι, καὶ μοῦ ξηγῶνται ἔτσι· «Πουλᾶς Ἑλλάδα, Μακρυγιάννη». Ἐγώ, στὴν ἄθλιαν κατάστασίν μου, τοὺς λέγω· «Ἀδελφοί, μὲ ἀδικεῖτε. Ἑλλάδα δὲν πουλάω, νοικοκυραῖγοι μου. Τέτοιον ἀγαθὸν πολυτίμητον δὲν ἔχω εἰς τὴν πραμάτειάν μου. Μὰ καὶ νὰ τό ’χα, δὲν τό ᾽δινα κανενός. Κι ἂν πουλιέται Ἑλλάδα, δὲν ἀγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τὸν κόσμον ἐσεῖς, λογιώτατοι, νὰ μὴ θέλη νὰ ἀγοράση κάτι τέτοιο». Ἔφυγαν αὐτοί. Κ᾽ ἔκατσα σὲ μίαν πέτραν μόνος καὶ ἔκλαιγα. Μισὸς ἄνθρωπος καταστάθηκα ἀπὸ τὸ ντουφέκι τοῦ Τούρκου, τσακίστηκα εἰς τὶς περιστάσεις τοῦ ἀγώνα καὶ κυνηγιέμαι καὶ σήμερον. Κυνηγιῶνται καὶ ἄλλοι ἀγωνιστὲς πολὺ καλύτεροί μου, διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ τελευταῖος καὶ ὁ χειρότερος. Καὶ οἱ πιὸ καλύτεροι ὅλων ἀφανίστηκαν. Αὐτοὶ ποὺ θυσίασαν ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν, γιὰ νὰ εἰπωθῆ ἐλεύτερη ἡ Ἑλλάδα, κ᾽ ἐχάθηκαν φαμελιὲς ὁλωσδιόλου, εἶπαν νὰ ζητήσουν ἕνα ἀποδειχτικὸν ποὺ νὰ λέγη ὅτι ἔτρεξαν κι αὐτοὶ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Πατρίδος καὶ Τοῦρκο δὲν ἄφηκαν ἀντουφέκιγο. Πῆγε νὰ᾽ νεργήση ἡ Κυβέρνηση, καὶ βγῆκαν κάτι τσασίτες καὶ σπιγοῦνοι, ποὺ δουλεύουν μῖσος καὶ ἰδιοτέλεια, καὶ εἶπαν «ὄχι», καὶ εἶπαν καὶ βρισιὲς παλιὲς διὰ τοὺς ἀγωνιστές, γιὰ νὰ μὴν πάρουν τὸ ἀποδειχτικόν, ἕνα χαρτὶ ποὺ δὲν κάνει τίποτες γρόσια. Πατρίδα, νὰ θυμᾶσαι ἐσὺ αὐτοὺς ὅπου, διὰ τὴν τιμὴν καὶ τὴν λευτερίαν σου, δὲν λογάριασαν θάνατο καὶ βάσανα. Κι ἂν ἐσὺ τοὺς λησμονήσης, θὰ τοὺς θυμηθοῦν οἱ πέτρες καὶ τὰ χώματα, ὅπου ἔχυσαν αἵματα καὶ δάκρυα. Θεέ, συχώρεσε τοὺς παντίδους, ποὺ θέλουν νὰ μᾶς πάρουν τὸν ἀγέρα ποὺ ἀναπνέομεν καὶ τὴν τιμὴν ποὺ μὲ ντουφέκι καὶ γιαταγάνι πήραμε. Ἐμεῖς τὸ χρέος, τὸ κατὰ δύναμιν, ἐπράξαμεν. Καὶ αὐτοὶ βγῆκαν σήμερον νὰ προκόψουν τὴν Πατρίδα. Μᾶς γέμισαν φατρία καὶ διχόνοιαν. Καὶ τὴν Πατρίδα δὲν τὴν θέλουν μητέρα κοινή· ἀμορόζα (=ἀγαπητικιά) εἰς τὰ κρεβάτια τους τὴν θέλουν. Γι᾽ αὐτὸ περνοῦν κ᾽ ἐρεθίζουν τὸν κόσμον μὲ τέχνες καὶ καμώματα.
Καὶ καζαντίσαν αὐτοὶ πουγγιὰ καὶ ἀγαθά, καὶ ἀφήκαν τοὺς ἀγωνιστές, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ εἰς τὴν ἄκρην. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀνθρώπινοι λύκοι, ποὺ φέραν δυστυχήματα καὶ κίντυνον εἰς τὸν τόπον. Ἂς ὄψωνται.
Τότε ποὺ ἡ Τουρκιὰ ἐκατέβαινε ἀπὸ τὰ ντερβένια καὶ ὀλίγοι ἔτρεχαν μὲ ὀλίγα ντουφέκια, μὲ τριχιὲς δεμένα, νὰ πολεμήσουν, θέλοντας λευτερίαν ἢ θάνατον, οἱ φρόνιμοι ἀσφάλιζαν τὶς φαμελιές τους εἰς τὰ νησιὰ κι αὐτοὶ τρέχαν εἰς ρεματιὲς καὶ βουνά, μὴ βλέποντας ποτὲ Τούρκου πρόσωπον. Κι ὅταν ἀκοῦγαν τὰ ντισμπάρκα τῶν Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους τὴν Πατρίδα καὶ κυνηγοῦν τοὺς ἀγωνιστές.
Ἐγίναμε θηρία ποὺ θέλουν κριγιάτα (=κρέατα) ἀνθρωπινὰ νὰ χορτάσουν. Καὶ χωρίζουν τὸν κόσμον σὲ πατριῶτες καὶ ἀντιπατριῶτες. Αὐτοὶ γίναν οἱ σημαντικοὶ τῆς Πατρίδος καὶ οἱ ἄλλοι νὰ χαθοῦν. Δὲν ξηγιῶνται γλυκότερα νὰ φυλάξωμεν Πατρίδα καὶ νὰ δοῦμεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δὲν φτειάχνεται χωρὶς οὗλοι νὰ θυσιάσουν ἀρετὴν καὶ πατριωτισμόν· καὶ χωρὶς νὰ πάψη ἡ μέσα, ἡ δική μας τυραγνία.
Καὶ βγῆκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνῆτες, Ἕλληνες, σπορὰ τῆς ἑβραιουργιᾶς, ποὺ εἶπαν νὰ μᾶς σβήσουν τὴν Ἁγία Πίστι, τὴν Ὀρθοδοξία, διότι ἡ Φραγκιὰ δὲν μᾶς θέλει μὲ τέτοιο ντύμα Ὀρθόδοξον.
Καὶ ἐκάθησα καὶ ἔκλαιγα διὰ τὰ νέα παθήματα. Καὶ ἐπῆγα πάλιν εἰς τοὺς φίλους μου τοὺς Ἁγίους. Ἄναψα τὰ καντήλια καὶ ἐλιβάνισα λιβάνιν καλὸν ἁγιορείτικον. Καὶ σκουπίζοντας τὰ δάκρυά μου τοὺς εἶπα· «Δὲν βλέπετε ποὺ θέλουν νὰ κάμουν τὴν Ἑλλάδα παλιόψαθα; Βοηθῆστε, διότι μᾶς παίρνουν, αὐτοὶ οἱ μισοέλληνες καὶ ἄθρησκοι, ὅ,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικὸν ἔχομεν. Φραγκεμένους μᾶς θέλουν τὰ τσογλάνια τοῦ τρισκατάρατου τοῦ Πάπα. Μὴν ἀφήσετε, Ἅγιοί μου, αὐτὰ τὰ γκιντὶ πουλημένα κριγιάτα τῆς τυραγνίας νὰ μασκαρέψουν καὶ νὰ ἀφανίσουν τοὺς Ἕλληνες, κάνοντας περισσότερα κακὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ καταδέχθηκεν ὁ Τοῦρκος ὡς τίμιος ἐχθρός μας».
Ἕνας δικός μου ἀγωνιστὴς μοῦ ἔφερε καὶ μοῦ διάβασεν ἕνα παλαιὸν χαρτί, ποὺ ἔγραψεν ὁ κοντομερίτης μου Ἅγιος παπᾶς, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τὸν ἐκρέμασαν εἰς ἕνα δέντρον Τοῦρκοι καὶ Ἑβραῖοι, διότι ἔτρεχεν ὁ εὐλογημένος παντοῦ καὶ ἐδίδασκεν Ἑλλάδα, Ὀρθοδοξία καὶ Γράμματα.
Ἔγραφεν ὁ μακάριος ἐκεῖνος ὅτι· «Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίση, νὰ φονεύση τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγάλη, ἔχω χρέος σὰν χριστιανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ νὰ ὑβρίση τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγία μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω».
Τὸ χαρτὶ τοῦ πατέρα Κοσμᾶ ἔβαλα καὶ μοῦ τὸ ἐκαθαρόγραψαν. Καὶ τὸ ἐκράτησα ὡς Ἅγιον Φυλαχτόν, ποὺ λέγει μεγάλην ἀλήθειαν. Θὰ πῶ νὰ μοῦ γράψουν καλλιγραφικὰ καὶ τὸν ἄλλον ἀθάνατον λόγον του, «τὸν Πάπαν νὰ καταρᾶσθε ὡς αἴτιον». Θέλω νὰ τὸ βλέπω κοντὰ στὰ᾽ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ἀνάξιοι λέγουν ὅτι, ἂν τὰ φτειάξουμε μὲ τὸν δικέρατον Πάπαν, θὰ ὀλιγοστέψουν οἱ κίντυνοι, τὰ βάσανα καὶ ἡ φτώχεια μας, τρομάρα τους.
Καὶ εἶπαν οἱ ἄθρησκοι ποὺ ἐβάλαμεν εἰς τὸν σβέρκο μας νὰ μὴ μανθάνουν τὰ παιδιά μας Χριστὸν καὶ Παναγίαν, διότι θὰ μᾶς παρεξηγήσουν οἱ ἰσχυροί. Καὶ βγῆκαν ἀκόμη νὰ᾽ποτάξουν τὴν Ἐκκλησίαν, διότι ἔχει πολλὴν δύναμη καὶ τὴν φοβοῦνται. Καὶ εἶπαν λόγια ἄπρεπα διὰ τοὺς παπᾶδες.
Ἐμεῖς, μὲ σκιάν μας τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπολεμήσαμεν ὁλοῦθε, σὲ κάστρα, σὲ ντερβένια, σὲ μπογάζια καὶ σὲ ταμπούργια. Καὶ αὐτὸς ὁ Σταυρὸς μᾶς ἔσωσε. Μᾶς ἔδωσε τὴν νίκη καὶ ἔχασε (=ὡδήγησε σὲ ἧττα) τὸν ἄπιστον Τοῦρκον. Τόση μικρότητα στὸν Σταυρό, τὸν σωτήρα μας!
Καὶ βρίζουν οἱ πουλημένοι εἰς τοὺς ξένους καὶ τοὺς παπᾶδες μας, τοὺς ζυγίζουν ἄναντρους καὶ ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τοὺς παπᾶδες τοὺς εἴχαμε μαζὶ εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ δυστυχίαν. Ὄχι μόνον διὰ νὰ βλογᾶνε τὰ ὅπλα τὰ ἱερά, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μὲ ντουφέκι καὶ γιαταγάνι, πολεμώντας σὰν λεοντάρια.
Ντροπή, Ἕλληνες!
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης