- Μιὰ ζωὴ θυσιαστικῆς ἀγάπης - Ἡ ζωὴ καὶ οἱ διδαχὲς τοῦ π. Ἰουστίνου Πάρβου ( ΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ)

Οἱ τελευταίες ἡμέρες καὶ ἡ κοίμησίς του Στὰ τέλη Μαρτίου τοῦ 2013 ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζωνται τὰ πρῶτα σημάδια τῆς ἀσθένειάς του· αἰσθανόταν μεγάλη κόπωσι, δὲν ἔτρωγε καὶ ἔκανε ἐμετούς. Παρ᾿ὅλη ὅμως τὴν δύσκολη σωματική του κατάστασι, συνέχιζε νὰ δέχεται προσκυνητὰς μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ καὶ νὰ συμμετέχῃ στὶς βραδινὲς ἀκολουθίες. Ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης ὑπομονῆς καὶ καρτερίας καὶ ποτέ δὲν ἔλεγε ὅτι πονάει οὔτε παραπονιόταν γιὰ τοὺς φρικτοὺς πόνους ποὺ εἶχε. Ὅταν τὸν ρωτοῦσαν ποῦ πονάει, πάντα ἀπαντοῦσε· Πουθενά! Τελικά, μετὰ ἀπὸ πολλὲς πιέσεις, δέχθηκε νὰ μεταφερθῇ στὸ νοσοκομεῖο τῆς Cluj Napoca, ὅπου καὶ διεγνώσθη ὅτι πάσχει ἀπὸ καρκίνο τοῦ στομάχου. Ἦταν ἀνάγκη νὰ χειρουργηθῇ καί, ἐπειδὴ τὸ μοναστήρι του ἀπεῖχε 154 μίλια (248 χλμ.), πέρασε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ ἑώρτασε τὸ Πάσχα στὸ μοναστήρι Ciel ποὺἦταν ἐκεῖ κοντά. Στὴν ἀκολουθία ἡ φωνή του ἦταν ἀσθενικὴ ἀλλὰ γεμάτη ἀγάπη. Ὅλοι ἦταν συγκινημένοι, καθὼς καταλάβαιναν ὅτι θὰ ἦταν τὸ τελευταῖο Πάσχα ποὺ ἑώρταζαν μαζί. Στὸ τέλος, ἐξαντλημένος στὴν καρέκλα του, φαινόταν θλιμμένος, καὶ ὅταν τὸν ρώτησαν τὸ λόγο τῆς θλίψεώς του ἀπάντησε· Στενοχωριέμαι ποὺ βρίσκομαι μακριὰ ἀπὸ τὰ πνευματικά μου τέκνα ποὺ εἶνε στὸ μοναστήρι Petru Voda. Παρ᾽ὅλα αὐτὰ ἤλπιζαν, ὅτι ὁ Κύριος θὰ τοῦ χάριζε κι ἄλλα χρόνια πάνω στὴ γῆ καὶ γι᾿ αὐτὸ προσεύχονταν θερμὰ μὲ συνεχεῖς ἀγρυπνίες, παρακλήσεις καὶ τελοῦσαν τὸ ἱερὸ εὐχέλαιο γιὰ τὸν ἀγαπημένο ποιμένα τους. Ἕνα πνευματικό του τέκνο, γνωστὸς χειρουργός, θυμᾶται ὅτι ὁ γέροντας Ἰουστῖνος, ὅταν ἀναφερόταν στὰ χρόνια τῆς φυλακίσεώς του, πάντα ἔλεγε μὲ πολλὴ θλῖψι καὶ πόνο, ὅτι δὲν κρίθηκε ἄξιος γιὰ τὸ μαρτύριο ὅπως πολλοὶ συναιχμάλωτοί του. Γιὰ τὸν πατέρα Ἰουστῖνο δὲν ὑπῆρχε μεγαλύτερη εὐλογία ἀπὸ τὸ νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστι. Καὶὁ Κύριος εἰσάκουσε τὴν προσευχή του καὶ τοῦ δόθηκε ὁ σταυρὸς τῆς ἀσθένειας καὶ τοῦ πόνου, ὁ ὁποῖος κατέστρεψε τὸ ἤδη βασανισμένο –ἀπὸ τὰ 16 χρόνια φυλακίσεως– σῶμα του. Παρὰ ταῦτα συνέχιζε νὰ δέχεται τοὺς προσκυνητὰς μὲ τὴν προθυμία ἑνὸς νέου, κρύβοντας κάθε ἴχνος κοπώσεως, γιὰ νὰ μὴν αἰσθανθοῦν ὅτι τὸν ἐπιβαρύνουν.

Ἕνας τεράστιος καρκινικὸς ὄγκος κατέτρωγε ὅλο του τὸ στομάχι καὶ ἐμπόδιζε κάθε ὑγρὴ ἢ στερεὴ μορφὴ τροφῆς νὰ περάσῃ. Ὁ ἴδιος γνώριζε ὅτι δὲν εἶνε ἰάσιμος ὁ καρκίνος, ἀκόμα καὶ ἂν γινόταν μιὰ ἐπέμβασι, ἀλλὰ συμφώνησε νὰ χειρουργηθῇ, ὥστε ἔτσι νὰ παρατείνῃ τὴ ζωή του γιὰ λίγους μόνο μῆνες, χάριν τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Ὅταν τοῦ ἀναφέραμε γιὰ τοὺς κινδύνους μιᾶς ἀναισθησίας στὴν ἡλικία του ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀνάρρωσί του, ἔλεγε χαριτολογώντας· «Μὴν ἀνησυχεῖτε. Ἀρκεῖ τὸ νυστέρι τοῦ χειρουργοῦ νὰ μὴν εἶνε σκουριασμένο. Ἐξ ἄλλου δὲν θὰ πεθάνω τώρα. Ἔχω 150 μοναχὲς καὶ 80 μοναχοὺς ποὺ μὲ περιμένουν στὸ μοναστήρι μου».

Ἔτσι χειρουργήθηκε. Ἡ ἐπούλωσι τῶν τομῶν ἦταν πολὺ δύσκολη. Παρουσίασε λοίμωξι, ἡ ὁποία ἀπαιτοῦσε ἐπὶ πλέον ἐπεμβάσεις. Ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μπορῇ νὰ προσεύχεται μὲ καθαρὸ νοῦ, δὲν δεχόταν ἰσχυρὰ ἀναλγητικὰ γιὰ τοὺς φοβεροὺς πόνους ποὺ εἶχε.

Ἀφοῦ πῆρε ἐξιτήριο καὶ ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι, χρειάστηκε νὰ γίνῃ ἀκόμη μιὰ ἐπέμβασι, ἐπειδὴ ἡ πληγή του δὲν ἐπουλωνόταν ἐξ αἰτίας τῆς λοιμώξεως. Ἔτσι τὸ κελλί του μετατράπηκε σὲ ἕνα μικρὸ χειρουργεῖο, ὅπου πνευματικά του παιδιά, γιατροὶ καὶ νοσοκόμοι, μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν χειρούργησαν μὲ ἁπλῆ τοπικὴ ἀναισθησία!

Ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος γνώριζε πλέον ὅτι εἶνε ἐγγὺς ὁ θάνατός του, καὶ ἔτσι ζήτησε νὰ μεταφερθῇ στὸ μοναστήρι του στὸ Paltin. Στὶς 21 Μαΐου λοιπὸν ἐπιστρέφει στὸν τόπο ὅπου εἶχε ζήσει τὰ τρία τελευταῖα του χρόνια μὲ τὴ φροντίδα τῶν μοναζουσῶν.

Ἡ ἀδελφὴ Φωτεινὴ μᾶς διηγεῖται· Ἐπέζησε μετὰ τὴν ἐγχείρησι, ἀλλ᾽ αὐτὸ ποὺ ἐπακολούθησε ἦταν ἕνας μήνας φοβεροῦ πόνου μὲ διασωλήνωσι, σῆψι, λοίμωξι, παροχὴ ὀξυγόνου· τὸ σῶμα του δὲν ἤθελε νὰ ἐπουλωθῇ. Ἡ γερόντισσα, γιατρὸς ἡ ἴδια, μαζὶ μὲ ἄλλους δύο πατέρες ποὺ τὸν φρόντιζαν, πέρασαν ἐφιαλτικὲς στιγμές, γιατὶ τὰ ὄργανα τοῦ πατρὸς Ἰουστίνου τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο νεκρώνονταν. Τὸ στομάχι, ἡ καρδιά, τὸ ἔντερο, οἱ πνεύμονες, ὅλα τὰ ὄργανά του εἶχαν ἐπηρεασθῆ. Ἀλλὰ ἡ εὐγένεια τῆς καρδιᾶς του καὶ ἡ διακριτικότητά του ἐξέπληξαν ὅλους ὅσους ἦταν γύρω του. Ὑπέφερε ἐν σιωπῇ! Κάτι ἀκόμα ὅμως, ποὺ ἔκανε τοὺς γιατρούς, τοὺς νοσηλευτὰς καὶ τοὺς πιστοὺς νὰ θαυμάσουν, ἦταν ὅτι, ἐν ὅσῳ ἦταν ἄρρωστος, ἀκόμη καὶ στὸ νοσοκομεῖο, τὸ σῶμα του εὐωδίαζε. Ἐπὶ πλέον ἐξέχεε μύρο.

Στὶς 22 Μαΐου 2013 πάνω ἀπὸ 200 ἱερεῖς καὶ διάκονοι καὶ ἑκατοντάδες πιστοὶ ἦρθαν στὸ μοναστήρι ἀπ᾿ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς Ῥουμανίας, νὰ προσευχηθοῦν γιὰ τὴν ἀποκατάστασι τῆς ὑγείας τοῦ γέροντος Ἰουστίνου. Ἐτέλεσαν τὸν ἁγιασμό, τὸ μυστήριο τοῦ ἱεροῦ εὐχελαίου —τὸ ὁποῖο καὶ τελοῦσαν μετὰ καθημερινά— καὶ ὁ π. Ἰουστῖνος παρακολουθοῦσε ἀπὸ τὸ κελλί του, ὅπου καὶ χρίσθηκε. Ἅγια λείψανα μεταφέρθηκαν στὸ κελλί του. Ὅσοι τὸν εἶδαν ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες παρατήρησαν, ὅτι ὁ γέροντας Ἰουστῖνος ἦταν ἀπορροφημένος ὁλόκληρος στὴν προσευχή. Ἀκόμη κι ὅταν κοιμόταν, τὰ χείλη του πρόφεραν τὴ μονολόγιστη εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό». Ὁ πόνος «γυάλιζε» τὴν ψυχή του ἑτοιμάζοντάς την πρὸς τὴν τελειότητα. Ὁ «πρίγκιππας τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν, ἑτοιμαζόταν γιὰ τὴν ἀναχώρησί του ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή. Ὥρισε νέο ἡγούμενο στὴ μονὴ καί, ἕτοιμος πλέον νὰ φύγῃ, σταμάτησε νὰ λαμβάνῃ τροφὴ καὶ νὰ μιλάῃ. Σύντομα ἔπεσε σὲ κῶμα.

Στὶς 16 Ἰουνίου τοῦ 2013, ἡμέρα μνήμης τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰουστῖνος Πάρβου, ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀγαπημένους γέροντες τῆς Ῥουμανίας, σὲ ἡλικία 94 χρονῶν, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ. Μετὰ ἀπὸ ἕξι ὁλόκληρες ἑβδομάδες τρομεροῦ πόνου, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο. Τὸ σῶμα του ἄρχισε νὰ ἀναδύῃ εὐωδιαστὸ μύρο καὶ κατὰ τὶς τέσσερις ἡμέρες μέχρι τὴν κηδεία του παρέμεινε ζεστὸ καὶ μαλακό, χωρὶς νὰ παρουσιάσῃ νεκρικὴ ἀκαμψία (παρότι πέθανε ἀπὸ καρκίνο). Πάνω ἀπὸ ἑκατὸ χιλιάδες ἄνθρωποι ἦρθαν νὰ προσκυνήσουν τὸ σκήνωμά του καὶ περίπου 20.000 παρακολούθησαν τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία μὲ τὴν ἀστυνομία νὰ κρατᾷ χιλιάδες ἀκόμα πιστοὺς ἔξω στοὺς δρόμους γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Ἐπίσης ὁ βασιλικός, ποὺ εἶχε ὁ π. Ἰουστῖνος γιὰ νὰ ἁγιάζῃ τοὺς πιστούς, ἄνθισε θαυματουργικὰ κατὰ τὴν ἀγρυπνία πρὶν τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του.

Γιατί ὅμως τόσες χιλιάδες πιστοὶ ἀπ᾿ὅλα τὰ κοινωνικὰ στρώματα τῆς Ῥουμανίας ἦρθαν νὰ πάρουν γιὰ τελευταία φορὰ τὴν εὐλογία ἑνὸς 94χρονου γέροντα; Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ τοὺς ἔφερε στὸ μοναστήρι, ὅπου τὸ σκήνωμά του γιὰ τρεῖς ἡμέρες βρισκόταν στὸ μέσον τῆς ἐκκλησίας; Ἦταν ἡ ζωὴ καὶ ὁ λόγος τοῦ γέροντος Ἰουστίνου ποὺ ἔλεγε· «Ἡ ζωή μου εἶνε συνυφασμένη μὲ τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων». Ἀγκάλιαζε καὶ παρηγοροῦσε κάθε ψυχὴ μὲ τὰ τρυφερὰ μάτια του, τὸ εἰρηνικὸ βλέμμα καὶ τὴ γνήσια ἀγάπη του. Ἁπαλὰ παρηγοροῦσε κάθε ψυχὴ ποὺ ὑπέφερε, δείχνοντάς της πῶς ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ στὴ ζωή της. Εἶχε ἀδιάκριτη ἀγάπη γιὰ τὸν καθένα ξεχωριστά.

Ἔζησε μιὰ ζωὴ μαρτυρίου κάτω ἀπὸ τὸ ἀθεϊστικὸ καθεστὼς τοῦ κομμουνισμοῦ. Ὅλα αὐτὰ τὸν κατέταξαν στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους τῶν κομμουνιστικῶν φυλακῶν. Μὲ πολὺ πόνο καὶ κόπο ἀγωνίστηκε νὰ διασώσῃ καὶ νὰ συντηρήσῃ ἕνα ὁλόκληρο ἔθνος ποὺ ὑπέφερε κάτω ἀπὸ τὸ δαιμονικὸ ζυγὸ τοῦ κομμουνισμοῦ μὲ μοναδικὰ ὅπλα τὴν ἀγάπη καὶ τὴν συγχώρησι.

Στὸ τέλος τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας ὅπου χοροστάτησαν τρεῖς ἀρχιερεῖς καὶ πάνω ἀπὸ 200 ἱερεῖς καὶ διάκονοι, ἀκούστηκε τὸ«Χριστὸς ἀνέστη».

Τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα μετὰ τὴν κοίμησί του ἔρρεε μύρο ἀπὸ τὸ χέρι του, ποὺ ἦταν σὲ στάσι εὐλογίας σὲ ἕνα πορτραῖτο του. Αὐτὸ παρηγόρησε πολὺ τὰ πνευματικά του τέκνα καὶ τοὺς ἐπιβεβαίωσε ὅτι βρίσκεται κοντά τους.

Ὁ γέροντας Ἰουστῖνος, ἀκολουθώντας τὰ βήματα τῶν ἄλλων συγχρόνων του γερόντων, ὅπως τοῦ π. Παϊσίου Olaru, ἔζησε μιὰ ζωὴ προσφέροντας ἀγάπη, παρηγοριά, καταφύγιο καὶ πνευματικὴ τροφὴ σὲ ὅλους τοὺς πονεμένους συνανθρώπους του. Ὑπέφερε μαζί τους, ἀναζητώντας συνεχῶς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μέσα του ἀλλὰ καὶ μέσα σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ συναντοῦσε. Ποτέ δὲν ἐπιζητοῦσε τὴ δική του ἱκανοποίησι, ἀλλὰ θυσίαζε τὸ «ἐγώ» του, τὸ θέλημά του, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ συνανθρώπου του, τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἔλεγε, ὅτι ὁ καθένας κατεργάζεται τὴν σωτηρία του διὰ μέσου τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅταν ζῇ γιὰ τὸν πλησίον του.

Ἀμέτρητα εἶνε τὰ θαύματα ποὺ ἔχουν γίνει μετὰ ἀπὸ προσευχὴ στὸν π. Ἰουστῖνο· θεραπεῖες καρκίνου, διαφόρων ἀσθενειῶν, τεκνογονία καὶ θεραπεία δαιμονισμένων.

Μέσα ἀπὸ τὸ προσωπικό του παράδειγμα καὶ τὸν λόγο του, ὁ γέροντας Ἰουστῖνος προσπάθησε ἀκούραστα νὰ ἀνάψῃ στὴν ψυχὴ τοῦ κάθε πιστοῦ, τὸ φῶς ποὺ ἔλαβε ὁ καθένας μὲ τὸ βάπτισμά του, καλώντας τους νὰ ἔχουν ἑνότητα, μετάνοια, ὑπακοὴ καὶ προσευχή. Αὐτὸ τὸ κάλεσμα ἰσχύει καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς σήμερα καὶ θὰ πραγματοποιηθῇ, ἂν ὁ καθένας μας σηκώσῃ ἀγόγγυστα, ὑπομονητικὰ καὶ δοξολογικὰ τὸν σταυρὸ ποὺ ἐναπέθεσε ὁ Θεὸς στοὺς ὤμους μας. Ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰουστῖνος· Ἂς ἐνδυθοῦμε τὴν ταπείνωσι τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν γλυκύτητα τοῦ Ἐσταυρωμένου.

Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχή του. Ἀμήν.

[ἀπὸ τὸ περιοδικὸOrthodox Word,

τ. 292/Σεπτ.-Ὀκτ. 2013,

μετάφρασις ἱ. μονὴ Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Α' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Β' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Γ' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Δ' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Ε' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ