- Μαρτυρία (Α' ΜΕΡΟΣ)

τοῦ ἀρχιμ. Γρηγορίου

καθηγουμένου τῆς ἱ. μονῆς Δοχειαρίου Ἁγ. Ὄρους

Μοῦ ζήτησαν νὰ καταθέσω μαρτυρία γιὰ τὸν μακαριστὸ ἱερομόναχο Σάββα τὸν Κύπριο. Πρόβαλα δισταγμούς, ὄχι ἐπειδὴ ἀμφισβητῶ τὴν χαρισματικὴ ζωὴ καὶ ἀγωνιστικὴ πορεία του, ἀλλὰ γιατὶ φοβᾶμαι μήπως ἀδικήσω τὸν Ὅσιο, ἀφοῦ τυγχάνω μικρὸς τὸν νοῦν καὶ δὲν διαθέτω πνευματικὰ αἰσθητήρια. Ὑπέκυψα, ὅμως, στὴν ἐπιμονὴ καὶ ἐρεύξομαι λόγον ἀγαθὸν ὑπὲρ τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Σάββα τοῦ Σταυροβουνιώτου καὶ Ἁγιοταφίτου. Κάποτε ταξιδεύαμε μαζὶ ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ γιὰ τὴν Πάτμο. Τὸ πλοῖο στὴν κυριολεξία θηριομάχησε μὲ τὰ κύματα δεκατέσσερις ὧρες. Περὶ τὶς 3 τὴν νύχτα λιμενιστήκαμε στὴν σκάλα τοῦ νησιοῦ, σχεδὸν λιπόθυμοι ἀπὸ τὴν ναυτία, γιατὶ ὄχι καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τῆς μεγάλης τρικυμίας. Τὸ Ἰκάριο πέλαγος εἶναι μιὰ θάλασσα πού, ἂν δὲν τὴν ἔχης ταξιδέψει μὲ φουρτούνα, δὲν ἔχεις καταλάβει τὶ σημαίνει «ἐγγίσαμε τὰς πύλας τοῦ ᾍδου». Τὸ πρῶτο καταφύγιο ἤτανε τὸ ἱερὸ σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως. Μοῦ λέγει ὁ π. Σάββας: –Ἐσύ, σὰν πιὸ γνώριμος, ζήτα τὸ κλειδὶ τοῦ σπηλαίου νὰ προσκυνήσουμε. Γνώριζα ποῦ φυλάσσεται καὶ ἄνοιξα, γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὸν Θεολόγο στὸν τόπο τῆς θείας του ὀπτασίας. Μοῦ λέγει ὁ Ὅσιος: –Νὰ διαβάσουμε ἀκολουθία· σχεδὸν ξημερώνει. Παρὰ τὸ τρέμουλο τῆς ταλαιπωρίας, συγκατένευσα. Ἀρχίσαμε τὸ μεσονυκτικὸ καὶ τὸν ὄρθρο. Στὰ μισὰ τοῦ ὄρθρου μὲ παρεκάλεσε νὰ βρῶ πρόσφορο νὰ λειτουργήση. Εἶπα καθ᾽ ἑαυτόν: «Ἀδαμάντινος εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος;». Λειτουργήσαμε. Στὸ τέλος μοῦ λέγει:

–Νὰ διαβάσουμε καὶ τὶς ὧρες;

–Νά ᾽ναι εὐλογημένο, π. Σάββα –ἀλλὰ τοῦ τὸ εἶπα πειραγμένος. Ἂν ἐσὺ εἶσαι ἀπὸ σμιρίγλι, ἐγὼ εἶμαι χωμάτινος. Ἀλλά, ἀφοῦ ἔτσι ἀναπαύεσαι, ἂς διαβάσουμε καὶ τὶς ὧρες.

Μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψη ἀνέβηκε στὴν Μονὴ τοῦ Θεολόγου, ὑπέβαλε τὰ σέβη του στὸν ἡγούμενο καὶ πατριαρχικὸ ἔξαρχο, καὶ κατέβηκε στὸν γέροντα Ἀμφιλόχιο. Τοῦ ἔκανε βαθειὰ μετάνοια. Ὁ Γέροντας τὸν ρώτησε ἂν εἶναι ἱερεύς. Δειλὰ-δειλὰ τοῦ εἶπε τὴν ἰδιότητά του.

–Τότε, πάτερ Σάββα, γιατί μοῦ κάνεις ἐδαφιαία μετάνοια; Σοῦ εἴπανε ὅτι ἐδῶ ποὺ θὰ ἔλθης θὰ δῆς κάποιον Ἅγιο; Λάθος σοῦ εἴπανε· εἶμαι ἁμαρτωλός.

Ὁ π. Σάββας ἔκτοτε, ὁσάκις πήγαινε νὰ πάρη τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα, πάντα ἔκανε βαθειὰ μετάνοια.

Τὸν φιλοξένησε στὸ Κάθισμα τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ, τὸ λεγόμενο Κουβάρι. Ἤθελε νὰ λειτουργῆ κάθε μέρα. Ἔπρεπε νὰ ἐξοικονομήσουμε πρόσφορο, ἀσφαλῶς καὶ ψάλτη, γιὰ νὰ λειτουργῆ στὰ γύρω Καθίσματα (Ἅγιος Γεώργιος, Ἁγία Παρασκευὴ στὸν κάβο, Ἅγιος Χριστόδουλος στὸν Σταυρό). Οἱ συνθῆκες γιὰ καθημερινὴ θεία Λειτουργία ἦταν δύσκολες, ἀλλὰ ὁ π. Σάββας εἶχε πάντα τὸν νοῦ του ἐστραμμένο στὸ ἅγιο Θυσιαστήριο. Τοῦ ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ περάση μέρα χωρὶς Λειτουργιά.

Ἔλεγε πολὺ λίγα λόγια. Ἀποτραβιόταν στὴν μόνωση καὶ στὸ κομποσχοίνι. Ἕνα βράδυ μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε ὅτι ἔφυγε ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ ποτέ δὲν ἔπαυσε νὰ ἐνθυμῆται καὶ νὰ ἀγαπᾶ τὴν μητέρα του, γιατὶ αὐτὴ τὸν ἀνέθρεψε ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του χρεώστη στὴν μάννα του καὶ γι᾽ αὐτὸ πάντοτε τὴν μνημόνευε.

–Ἐγώ, παιδί μου Μανώλη, –μοῦ εἶπε– ὑπηρέτησα δεκαπέντε χρόνια στὸν Γολγοθὰ καὶ λειτουργοῦσα κάθε μέρα. Τελειώνοντας τὴν θεία Λειτουργία, ἔσκυβα κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ἔβαζα τὸ πρόσωπό μου μέσα στὴν ὀπὴ τῆς πέτρας, στὴν ὁποία στήθηκε ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου καὶ ἔλεγα: «Μνήσθητι τῆς μητρός μου...». Ὅταν τέλεσα τὴν θεία Λειτουργία γιὰ τελευταία φορὰ στὸν Γολγοθά, πάλι μνημόνευσα τὴν μάννα μου μέσα στὴν ὀπὴ τῆς πέτρας καὶ ἄκουσα ἀπὸ μέσα τὴν φωνή της: «Σ᾽ εὐχαριστῶ, παιδί μου». Αὐτὸ τὸ ἔχω διηγηθῆ πολλὲς φορὲς καὶ δὲν ἔχω κανένα λόγο μέσα μου νὰ τὸ ἀμφισβητῶ· τὸ κρατῶ ὡς γεγονός.

Ἔτυχα καὶ σὲ μιὰ ἄλλη καλογερικὴ σκηνή. Ὁ μοναχὸς Νικηφόρος, Καλύμνιος τὴν καταγωγή, ἀγαποῦσε καὶ τὸ ψάρεμα καὶ τὰ ψάρια. Μετὰ τὴν ἀπόδειπνο προσευχή, ἔκανε πρόταση στὸν δόκιμο Ἠλία νὰ ρίξουν τὴν σαγήνη στὴν θάλασσα. Ἔφερε ἀντιρρήσεις ὁ δόκιμος: «Ἡ πονεμένη μου μέση δὲν μοῦ ἐπιτρέπει οὔτε νὰ ρίχνω δίχτυα οὔτε νὰ τὰ ἀνασύρω ἀπὸ τὴν θάλασσα». Ἀλήθεια, τὰ σπάγγινα δίχτυα ρουφοῦσαν νερὸ καὶ γίνονταν ἀσήκωτα. Ὁ ἀδελφὸς δὲν σταμάτησε τὴν μουρμούρα τὴν καλύμνικη: «Ἒ ψό, κάθε μέρα θὰ τρῶμε ὄσπρια καὶ μακαρόνια;». Ὁ δόκιμος, βλέποντας τὴν ἐπιμονὴ τοῦ μοναχοῦ ἀδελφοῦ, εἶπε: «Νά ᾽ναι εὐλογημένο· πᾶμε. Πάω νὰ ἀνάψω τὸ φανάρι καὶ ἔρχομαι». Ὁ π. Νικηφόρος ὅμως δὲν σταμάτησε τὸ μοιρολόι τοῦ ψαρέματος. Ἀνάμεσα στοὺς διαλεγόμενους στεκόταν ὁ π. Σάββας σιωπηρὸς μὲ τὸ κομποσχοίνι του. Ὅταν εἶδε τὴν ἐπιμονὴ τοῦ μοναχοῦ, τὸν πλησίασε καὶ ἐπιτακτικὰ τοῦ εἶπε:

–Ἐφόσον ὁ δόκιμος σοῦ εἶπε «Εὐλόγησον» καὶ ἐσὺ ἐξακολουθεῖς νὰ ἐπιμένης καὶ νὰ μουρμουρᾶς, δαιμόνιον ἔχεις.

Καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ κελλί του. Ἀλλὰ καὶ ἐγὼ φοβισμέμος πῆγα στὸ κρεβάτι μου καὶ κουκουλώθηκα μέχρι τὰ μπούνια μὲ χίλιους φόβους ὅτι ἀπόψε ὁ δαίμονας ἐπισκέφθηκε τὸν ἀδελφό. Μετὰ ἀπὸ χρόνια συνάντησα τὸν μοναχὸ αὐτὸν σὲ ἕνα Κάθισμα στὸ νησὶ τῆς Καλύμνου. Τὸν ρώτησα:

–Γιατί, πατέρα, ἔφυγες ἀπὸ τὸ Κουβάρι;

–Γιατὶ εἶδα τὸν δαίμονα νὰ κάθεται στοὺς ὤμους μου καὶ δὲν ἤμουν σὲ θέση νὰ τὸν διώξω!