- ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΕ, ΣΦΑΛΛΕΤΕ! (Β' ΜΕΡΟΣ)

νῷ παγκοσμίως τό σπίτι τοῦ παπισμοῦ κλονίζεται ἐπικίνδυνα λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τῆς αὐτοδικαιώσεως τῶν παπικῶν, τῆς ἀνηθικότητός τους, τῶν σκανδάλων παιδεραστίας, τῶν οἰκονομικῶν σκανδάλων, Ὑμεῖς, Παναγιώτατε Δέσποτα, στηρίζετε τόν παπισμό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τῆς ἐκκοσμικεύσεως καί τῆς θεοεγκαταλείψεως τῶν Παπικῶν εἶναι καί τά δύο ἑπόμενα : α) στίς 29-4-2012 στήν Αὐστρία στήν πόλη Hartberg ἔγινε παπική πασχαλινή παιδική «Λειτουργία» μέ κούνελο , καί β) παπικός «ἱερεύς» ντυμένος κλόουν. Σέ «φωτογραφία (πού κυκλοφορήθηκε ἐμφαίνεται) ντυμένος κλόουν ὁ Ρωμαιοκαθολικός “ἱερέας” Grzegorz Wita καί Καθηγητής τοῦ τμήματος Οἰκουμενικῆς Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σιλεσίας στό Κατοβίτσε (Katowicach) Πολωνίας. Ἡ φωτογραφία εἶναι ἀπό συνέδριο γιά τήν ἱεραποστολή στούς νέους». Μάλιστα στίς 19.12.2010 εἶχε πραγματοποιηθεῖ καί παπική λειτουργία, κατά τήν ὁποία οἱ συμμετέχοντες, ἀπό τόν «ἱερέα» μέχρι καί τόν τελευταῖο πιστό, ἦταν ντυμένοι σάν κλόουν, διακοσμώντας ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν ναό μέ μπαλόνια καί ἄλλα σύνεργα, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν οἱ κλόουν, γιά νά διασκεδάζουν τά μικρά παιδιά .

Ἔχουν, λοιπόν, «ἱερωσύνη» αὐτοί, πού ντύνονται σάν καρνάβαλοι; Ἔχουν ἰσχύ τά «μυστήριά» τους, ὅπως θέλουν νά μᾶς πείσουν οἱ οἰκουμενιστικοί κύκλοι; Μποροῦμε νά ταυτιστοῦμε μέ αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι μετατρέπουν τούς ναούς τους σέ θέατρα μέ χορῳδίες, τραγουδιστές, σκύλους καί τώρα καί κλόουν; Κατά τά ἄλλα, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὁμιλεῖτε περί τῆς μαρτυρίας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως στούς διαλόγους καί περί διατηρήσεως τῆς ἀμωμήτου πίστεως.

Ἀναγνωρίζετε, Παναγιώτατε Δέσποτα, καί τόν Προτεσταντισμό ὡς «Ἐκκλησία». Εἶναι, ὅμως, «ἐκκλησία» ἤ αἵρεση; Οἱ αἱρετικοί Λουθηροκαλβῖνοι ἤ Προτεστάντες ἤ Διαμαρτυρόμενοι ὀνομάζονται Χριστιανοί, ἀλλά εἰς μάτην περιφέρουν τό ὄνομα καί καυχῶνται ὅτι εἶναι Χριστιανοί, διότι δέν ἔχουν μέρος μέ τό Χριστό. Οἱ Διαμαρτυρόμενοι μόρφωση μόνο ἔχουν Χριστιανισμοῦ, τήν δέ δύναμή του ἀρνήθηκαν, διότι : α) Δέν παραδέχονται τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου, ἀλλά λένε οἱ κατάρατοι ὅτι Αὐτή, μετά τήν ἄφθορη καί ὑπερφυῆ σύλληψή της καί τόν ἀνερμήνευτο τόκο τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ συνεμίγη μέ τόν Ἰωσήφ, ἔτεκε ἀπό αὐτόν κι ἄλλα τέκνα, ὅπως οἱ μνημονευόμενοι στό ἱερό Εὐαγγέλιο ἀδελφοί τοῦ Κυρίου, στήν πραγματικότητα τέκνα τῆς θανούσης γυναικός τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ. β) Δέν ἀποδίδουν καμμία τιμή καί ὑπεροχή σέ Αὐτήν, ὡς πρός τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα πάνω ἀπό ὅλους καί ὅλες τούς ἁγίους, ἀλλά ἰσχυρίζονται οἱ μικροί ὅτι εἶναι κοινή γυναῖκα, δηλ. ὅπως μία ἀπό τίς γυναῖκες τοῦ κόσμου! γ) Δέν παραδέχονται ὅτι πρέπει νά παρακαλεῖται ἡ Θεοτόκος καί οἱ ὑπόλοιποι ἅγιοι γιά τήν σωτηρία καί βοήθεια τῶν ἀνθρώπων καί ὅτι θαυματουργεῖ ὁ Θεός διά τῶν ἁγίων! δ) Δέν προσκυνοῦν τίς ἅγιες εἰκόνες, τόν τίμιο Σταυρό, τό ἱερό Εὐαγγέλιο κτλ., δηλ. εἶναι νέοι εἰκονομάχοι. ε) Δέν προσεύχονται κατ’ ἀνατολάς, δέν κάνουν τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, οὔτε γονυκλισίες ἤ μετάνοιες κτλ. στ) Ἀπορρίπτουν ὡς ἄσκοπο τό νά μνημονεύομε καί νά δεόμεθα ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ζ) Παντελῶς ἀποδοκιμάζουν οἱ ἄφρονες τήν ἐξομολόγηση καί τόν κανόνα τοῦ πνευματικοῦ! η) Ἀποβάλλουν τή θεοπνευστία, τήν αὐθεντία καί τό ἀλάθητο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. θ) Δέ δογματίζουν τή μεταβολή, δηλ. ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ μέ τήν θεία ἐπίκληση τοῦ ἱερέως, ἀλλά ὅτι ἡ θεία μυσταγωγία γίνεται ἁπλῶς σέ ἀνάμνηση τοῦ μυστικοῦ Δείπνου! ι) Πιστεύουν στό διπλό ἀπόλυτο προορισμό, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο, ὁ Θεός, ἄλλους προορίζει γιά τήν αἰώνιο ζωή καί ἄλλους γιά τήν αἰώνια κόλαση. ια) Ἀπορρίπτουν τήν Ἱερά Παράδοση καί τούς ἁγίους Πατέρες καί θεωροῦν τήν Ἁγία Γραφή ὡς τή μοναδική πηγή Ἀποκαλύψεως (sola scriptura). ιβ) Ἀρνοῦνται τήν ὁρατή Ἐκκλησία καί πιστεύουν στήν ἀόρατη καί ἰδανική Ἐκκλησία. ιγ) Υἱοθετοῦν τήν αἵρεση τοῦ Filioque. ιδ) Ὑποστηρίζουν τήν αἱρετική διδασκαλία γιά τήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Χριστοῦ σωματικῶς, τή γνωστή ubiquitas. ιε) Ἀπορρίπτουν τήν Ἱεραρχία μέ τήν Ὀρθόδοξη ἔννοια καί τήν ἱερωσύνη ὡς μυστήριο. ιστ) Περιορίζουν τόν ἀριθμό τῶν μυστηρίων μόνο σέ δύο, τό βάπτισμα καί τή θεία Εὐχαριστία, στηριζόμενοι στούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ Χριστοῦ. ιζ) Ἀπορρίπτουν τήν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία. ιη) Θεωροῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν σώζεται, σώζεται μέ μόνη τή Χάρη τοῦ Θεοῦ (sola gratia) καί μέ μόνη τή πίστη (sola fide) καί ὅτι στήν παροῦσα ζωή ὁ πιστός εἶναι ταυτόχρονα δίκαιος καί ἁμαρτωλός (simul justus et peccator). ιθ) Τοποθετοῦν τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου στή μετά θάνατον ζωή. κ) Πρεσβεύουν ὅτι μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, τό κατ’εἰκόνα ἐξαχρειώθηκε, καταστράφηκε τελείως. κα) Κάθε προτεστάντης εἶναι αὐτός ἀπό μόνος του ἡ Ἐκκλησία, ἡ Παράδοση. Αὐτός κατέχει τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο. Κάθε προτεστάντης εἶναι κι ἕνας πάπας. Ἐνῷ δηλ. στόν Παπισμό ἔχουμε ἕνα Πάπα, στόν Προτεσταντισμό ἔχουμε πολλούς Πάπες. κβ) Ἐπιτρέπουν τήν ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν καί τήν χειροτονία ὁμοφυλοφίλων .

Τί μεγάλη διάσταση ὑπάρχει μεταξύ ἡμῶν καί τῶν διαμαρτυρομένων! Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε κοινό μεταξύ φωτός καί σκότους, μεταξύ Χριστοῦ καί Βελίαρ! Ὁ Θεός, λέει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, εἶναι παντοῦ, ὄχι ὅμως καί στήν καρδιά τοῦ ἀσεβοῦς. Αὐτοί, κατά τό γεγραμμένο, «ηὐλίσθησαν ἐν τόποις, οὗ οὐκ ἐπισκοπεῖται γνῶσις» , δηλ. δέν ἐπισκοπεῖ ὁ Κύριος. Μεταξύ ἡμῶν καί αὐτῶν εἶναι ἀδύνατο ποτέ νά γίνει ἕνωση. Ἡ διάσταση εἶναι τόση, ὅση μεταξύ Θεοῦ καί διαβόλου. Τόσο χωρισμένοι εἶναι οἱ Λουθηροκαλβῖνοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Ὅσοι ἀποδύονται στόν ἀγώνα τῆς ἑνώσεως ἐφορμοῦνται ἀπό ἰδιαίτερα αἴτια! Αὐτό εἶναι ἀναντίρρητο! Ὅταν ἀκούσουμε ὅτι ὁ διάβολος σωφρονίσθηκε καί ἑνώθηκε μέ τά ἀγγελικά τάγματα, τότε θά πιστεύσουμε ὅτι εἰλικρινῶς θά ἑνωθοῦν καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι μέ ἐμᾶς !

Ὡς φυσικός ἀπότοκος τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρέσεων ὡς «Ἐκκλησιῶν» ἐκ μέρους Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, ἀκολουθεῖ ἡ ἀναγνώριση ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος, τῆς ἱερωσύνης καί τῶν μυστηρίων τους.

Τά μυστήρια, ὅμως, τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀνυπόστατα, γιατί οἱ αἱρετικοί στεροῦνται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λόγῳ τῶν αἱρέσεων καί τῆς ἀποκοπῆς τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία. Κατά τόν νζ΄ ἱερό Κανόνα τῆς Καρθαγένης, τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν συντελοῦν στήν καταδίκη τους : «ἐν ἧ (τῇ μιᾷ ἐκκλησίᾳ) πάντα τά ἁγιάσματα σωτηριωδῶς αἰώνια καί ζωτικά περιλαμβάνονται ἅτινα τοῖς ἐπιμένουσιν ἐν τῇ αἱρέσει, μεγάλην τῆς καταδίκης τήν τιμωρίαν πορίζουσιν, ἵνα, ὅπερ ἦν αὐτοῖς ἐν τῇ ἀληθείᾳ πρός τήν αἰώνιον ζωήν ἀκολουθητέον φωτεινότερον, τοῦτο γένῃται αὐτοῖς ἐν τῇ πλάνῃ σκοτεινότερον καί πλέον καταδεδικασμένον˙ ὅπερ τινές ἔφυγον καί τῆς ἐκκλησίας τῆς καθολικῆς μητρός τά εὐθύτατα ἐπιγνόντες, πάντα ἐκεῖνα τά ἅγια μυστήρια φίλτρῳ τῆς ἀληθείας ἐπίστευσαν καί ὑπεδέξαντο».

Στούς αἱρετικούς δέν ὑφίσταται κἄν ἀληθές βάπτισμα ἤ χρῖσμα («ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω της καθολικῆς ἐκκλησίας˙ ἑνός ὄντος βαπτίσματος καί ἐν μόνη τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος˙… ὅθεν οὐ δύναται χρῖσμα τό παράπαν παρά τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι»). Ὁ λόγος εἶναι προφανής˙ «παρά δέ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν» καί «οὐ γάρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν˙ εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυσε καί Ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι˙ εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὧν, Πνεῦμα Ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τόν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνός ὄντος τοῦ Βαπτίσματος καί ἑνός ὄντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μιᾶς ἐκκλησίας ὑπό Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου ἀρχῆθεν λέγοντος τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης˙ καί διά τοῦτο τά ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα» . Ὁ Κανόνας αὐτός δέν ἀποτελεῖ κάτι τό καινοφανές στήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἀπήχηση τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου˙ «ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν˙ εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» . Κάθε ἄλλη θεώρηση θά ἀνέτρεπε αὐτή τήν ἐκκλησιολογική βάση . Γιατί, ἀπό τή μιά, ἄν μία εἶναι ἡ Καθολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἕνα εἶναι τό ἀληθές Βάπτισμα, πῶς μπορεῖ νά εἶναι ἀληθές τό Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ἀφοῦ αὐτοί δέν εἶναι μέσα στήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπεκόπηκαν ἀπό αὐτή διά τῆς αἱρέσεως; Ἀπό τήν ἄλλη, ἄν εἶναι ἀληθές τό Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, εἶναι ἀληθές καί τό Βάπτισμα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τότε, λοιπόν, δέν εἶναι ἕνα βάπτισμα, καθώς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος βοᾶ, ἀλλά δύο, τό ὁποῖο εἶναι ἀτοπώτατο.

Σχετικά μέ τήν χειροτονία καί τήν ἱερωσύνη τῶν αἱρετικῶν χαρακτηριστική εἶναι ἡ φράση τοῦ ξη΄ Κανόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «…τούς γάρ παρά τῶν τοιούτων (τῶν αἱρετικῶν) βαπτισθέντας, ἤ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικούς εἶναι δυνατόν». Ἑρμηνεύοντας ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν ἐν λόγω Κανόνα, λέει ὅτι αὐτοί, πού βαπτίσθηκαν ἤ χειροτονήθηκαν ἀπό αἱρετικούς, δέν μποροῦν καθόλου νά εἶναι Χριστιανοί μέ τό αἱρετικό αὐτό βάπτισμα ἤ καλύτερα μόλυσμα, οὔτε Ἱερεῖς καί Κληρικοί μέ τήν αἱρετική αὐτή χειροτονία. Γι’αὐτό αὐτοί ἀκινδύνως καί βαπτίζονται ἀπό τούς ὀρθοδόξους Ἱερεῖς καί χειροτονοῦνται ἀπό τούς ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους. Γι’αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος γράφοντας πρός τούς Νικοπολίτες, λέει ὅτι δέν θά συναριθμήσει ποτέ μαζί μέ τούς ἀληθεῖς ἱερεῖς τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνον πού χειροτονήθηκε καί ἔλαβε προστασία λαοῦ ἀπό τά βέβηλα χέρια τῶν αἱρετικῶν, πρός ἀνατροπή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Προσθέτει ὁ Ἅγιος Νικόδημος καί τή μαρτυρία τοῦ σχολιαστοῦ Βαλσαμῶνος, ὁ ὁποῖος λέει ὅτι, ἄν αἱρετικός ἱερεύς ἤ διάκονος βαπτισθεῖ (ἤ μυρωθεῖ) ἡ προτέρα του ἱερωσύνη, ἐπειδή εἶναι μιαροσύνη, λογίζεται ὡς ἀνύπαρκτη. Ἄν, ὅμως, μετά ἀπό αὐτά βρεθεῖ ἄξιος, γίνεται καί ἱερεύς καί Ἀρχιερεύς. Ἐπειδή, λοιπόν, σύμφωνα μέ τόν παρόντα Ἀποστολικό Κανόνα, οἱ αἱρετικοί δέν ἔχουν ἱερωσύνη, ἄρα καί τά ἱερουργούμενα ἀπό αὐτούς εἶναι κοινά καί ἄμοιρα Χάριτος καί ἁγιασμοῦ . Ὅπως ἀναφέρει καί ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης : «Ἡ ἱερωσύνη στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τελεῖ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του διά τῶν Ἐπισκόπων καί Ἱερέων Του. Ἡ ἱερωσύνη, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλα τά μυστήρια, ἀποτελεῖ λειτουργική φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας (ἡ Ἐκκλησία “σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις”, κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα). Τοῦτο σημαίνει ὅτι, γιά νά ὑπάρχουν μυστήρια, πρέπει προηγουμένως νά ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Τά μυστήρια εἶναι σάν τά κλαδιά ἑνός δένδρου. Ζωντανά κλαδιά, πού ἀνθοῦν καί καρποφοροῦν, μποροῦν νά ὑπάρχουν μόνον, ὅταν αὐτά εἶναι ὀργανική προέκταση τοῦ δένδρου, ὅταν δηλαδή εἶναι ὀντολογικά συνδεδεμένα μέ τόν κορμό τοῦ δένδρου» .

Εἶναι φανερό πλέον, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι διαχέετε τό πνεῦμα τοῦ συγχρόνου διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γι’αὐτό καί δέχεσθε, ὀνομάζετε καί ἀναγνωρίζετε τίς αἱρέσεις ὡς «Ἐκκλησίες», ἐρχόμενος σέ πλήρη ἀντίθεση καί ἀντίφαση μέ τήν διαχρονική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τόν κάθε πιστό, ὅμως, θά πρέπει νά τόν ἐνδιαφέρει τί λέει, τί διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ Ἁγία Γραφή, τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, οἱ ἅγιες καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι, οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ ἅγιοι Πατέρες.

Ταπεινῶς ἐρωτῶμεν, Παναγιώτατε Δέσποτα : Διατί, ἐνῷ ἀποδίδετε τίτλους ἐκκλησιαστικότητος στούς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς, δέν προβαίνετε στήν μαζί τους διαμυστηριακή κοινωνία; Αὐτό δέν ἀποτελεῖ τήν πλέον κραυγαλέα ἀπόδειξη τῆς κακοδοξίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ἄν πράγματι πιστεύετε τίς διακηρύξεις Ὑμῶν, ἡ μυστηριακή διακοινωνία εἶναι μονόδρομος, γιατί ἄλλως ἀποδεικνύετε μέ τήν στάση Ὑμῶν τήν ἀνυπαρξία τῶν τίτλων ἐκκλησιαστικότητος, πού ἀποδίδετε στούς ψευδεπισκόπους τῶν κακοδόξων!!! Καί ἀποδεικνύεται ἀκόμη ὅτι αὐτή ἡ στάση ἀποτελεῖ «εὐφυᾶ διπλωματία» ἀλλά χωρεῖ διπλωματία στά τῆς πίστεως;

Γ) Τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων

Στίς ὁμιλίες Ὑμῶν καί ἰδιαιτέρως στήν Πατριαρχική καί Συνοδική ἐγκύκλιό Ὑμῶν ἀναφέρεσθε, Παναγιώτατε Δέσποτα, στό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων καί στήν ἀνεξιθρησκεία καί προσπαθεῖτε νά στηρίξετε τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, βασιζόμενος στήν ἀνεξιθρησκεία τοῦ Διατάγματος, τό ὁποῖο, ὅμως, δέν ἔχει καμμία σχέση μέ ὅσα σήμερα τεκταίνονται στό χῶρο τοῦ διαθρησκειακοῦ καί διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος δέν προβάλλει τήν μοναδικότητα τοῦ Εὐαγγελίου, δέν εὐνοεῖ τό Χριστιανισμό, ὅπως τόν εὐνόησε τό «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» καί ἡ μετέπειτα ἰσαπόστολη δράση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Ἀντίθετα μᾶς ἐπιστρέφει στό πρό Χριστοῦ σκότος τῆς ἰσότητος καί ἰσοτιμίας τῶν θρησκειῶν, τῆς ἀνεξιθρησκίας, στήν «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν», ὅπως περιγράφεται στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο : «Γῆ Ζαβουλών καί γῆ Νεφθαλείμ, ὁδόν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καί τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ και σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» .

Κατ’ἀρχήν δέν εἶναι ἀκριβές ὅτι τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων καθιέρωσε την ἀνεξιθρησκεία. Το Διάταγμα ἐκφράζει περισσότερο τή θέληση καί τήν ἀπόφαση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, καί λιγότερο τοῦ Λικινίου, νά παύσουν οἱ φοβεροί και ἄδικοι διωγμοί τῆς ρωμαϊκῆς πολιτείας ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν και νά ἐπιτραπεῖ καί εἰς αὐτούς να ἀσκοῦν ἐλεύθερα τά τῆς πίστεως καί τῆς λατρείας τους, ὅπως αὐτό αὐτονοήτως ἴσχυε γιά τούς ἄλλους ὑπηκόους τῆς αὐτοκρατορίας, ἀκόμη καί γιά τούς Ἰουδαίους.

Γιά νά μη φανεῖ δέ στούς εἰδωλολάτρες ὅτι ἡ πολιτεία ἐγκαταλείπει τήν πατρῴα θρησκεία τῆς πλειονότητος τῶν ὑπηκόων καί στρέφεται ἐμφανῶς ὑπέρ τῶν μέχρι τότε μετά μίσους διωκομένων Χριστιανῶν, πού ἀποτελοῦσαν μειονότητα, οἱ ἀποφάσεις τῶν Μεδιολάνων ἐμφανίσθηκαν ὡς εἰσηγούμενες τήν ἀνεξιθρησκεία γιά ὅλους τούς ὑπηκόους τῆς αὐτοκρατορίας, ὥστε νά ἀποτρέπονται σκέψεις γιά εὔνοια ὑπέρ τῶν Χριστιανῶν, καί αὐξηθεῖ το μῖσος ἐναντίον τους.

Εἶναι, ὅμως, σαφές ἀπό τήν ἱστορική πραγματικότητα ὅτι ὁ συγκρητισμός, ἡ ἀνάμειξη δηλαδή διαφόρων θρησκειῶν, πού ἐπιστεύοντο ἐλεύθερα στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, ἐκ τῆς ὁποίας ἀναμείξεως προῆλθε καί τό κίνημα τοῦ Γνωστικισμοῦ, ἀποτελεῖ βασικό γνώρισμα τῆς θρησκευτικῆς πολιτικῆς τῶν πρό τοῦ Μ. Κωνσταντίνου Ρωμαίων αὐτοκρατόρων. Ἑπομένως καί πρό τοῦ «Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων» ὑπῆρχε ἀνεξιθρησκεία, ἡ ὁποία ἐξαιροῦσε ἀδίκως μόνο τούς Χριστιανούς. Γιά τό λόγο αὐτό τό «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» δέν πρέπει νά θεωρεῖται ὅτι εἰσηγεῖται τή γενική ἀρχή τῆς ἀνεξιθρησκίας, ἀλλά κυρίως ὅτι θεραπεύει τήν ἄνιση μεταχείριση τῶν Χριστιανῶν, σέ σχέση μέ τούς ὀπαδούς τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό κείμενο τοῦ «Διατάγματος», τό ὁποῖο ἐξέδωκε στίς 15 Ἰουνίου τοῦ 313 ὁ Λικίνιος, μετά τήν θριαμβευτική του εἴσοδο στή Νικομήδεια καί τό ἀπηύθυνε πρός τόν ἔπαρχο τῆς Βιθυνίας. Πρόκειται δηλαδή γιά διάταγμα, πού ἐξέδωκε ὁ Λικίνιος στή Νικομήδεια, μέ βάση τή συμφωνία τῶν Μεδιολάνων .

Ἑπομένως, οἱ ἀποφάσεις τῶν Μεδιολάνων ἐνέταξαν κατ᾽ ἰσονομίαν καί τόν μέχρι τότε διωκόμενο Χριστιανισμό στά πλαίσια μιᾶς θεσμικά κατοχυρωμένης ἀνεξιθρησκείας και θρησκευτικῆς ἐλευθερίας , καί ἄνοιξαν πλέον τό δρόμο μέσα στά ἑπόμενα δέκα ἔτη, γιά νά θεμελιωθεῖ τό πρῶτο καί μοναδικό σέ πολιτισμική καρποφορία καί χρονική διάρκεια χριστιανικό κράτος, τό δρόμο ἐπίσης γιά τήν πλήρη ἐκχριστιάνιση τῆς Εὐρώπης, πού τώρα δυστυχῶς ἔχει σχεδόν ἀποχριστιανισθεῖ .

Χωρίς ἀμφιβολία, τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, μέ τήν ἐπίσημη νομική κατοχύρωση τῶν δύο ἀρχῶν, δηλαδή τῆς ἐντάξεως καί τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν ἀρχή τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἀλλά καί τῆς ἐλευθερίας συνειδήσεως τῶν Ρωμαίων γιά τήν ἐπιλογή ὁποιασδήποτε θρησκευτικῆς πίστεως καί εἰδικότερα τῆς χριστιανικῆς, εὐνοοῦσε κυρίως τόν Χριστιανισμό .

Παρατηροῦμε ἐπίσης ὅτι ἔχει δοθῆ πολύ μεγάλη δημοσιότητα στο γεγονός τῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων γιά τά 1700 ἔτη ἀπό τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων. Συναντήσεις ἐπί συναντήσεων, συσκέψεις ἐπί συσκέψεων καί ἰδιαίτερα ἀπόδοση μεγάλης σημασίας στό ἐάν στίς ἐκδηλώσεις θά λάβει μέρος καί ὁ πάπας τῆς Ρώμης. Φαίνεται μάλιστα ὅτι τίθενται κάποιοι ὅροι στίς διμερεῖς συναντήσεις μεταξύ Βατικανοῦ καί Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, Πατριαρχεῖο Σερβίας), ἀπό τούς ὁποίους θά ἐξαρτηθεῖ τό ἐάν ὁ πάπας θα ἀποδεχθεῖ τήν πρόσκληση, τήν ὁποία εἶναι ἀποφασισμένη κατ’ ἐγκύρους πληροφορίας νά ἀποστείλει ἡ Σερβική Ἐκκλησία. Καί οἱ ὅροι αὐτοί ἀσφαλῶς ἔχουν σχέση μέ τό πῶς θά προβληθεῖ ἀνά τόν κόσμο ἡ δῆθεν ἐξέχουσα, καί πρωτιστεύουσα θέση τοῦ Ρωμαίου ποντίφηκα, μεταξύ ὅλων τῶν Χριστιανῶν ἡγετῶν, πῶς δηλαδή θά προβληθεῖ τό κανονικῶς ἀνύπαρκτο πρωτεῖο τοῦ πάπα, πού ἀποτελεῖ ἀκανθῶδες καί δυσεπίλυτο πρόβλημα ἀνά τους αἰῶνες, γιατί τορπιλίζει τό συνοδικό πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας• κινδυνεύει μάλιστα νά τορπιλίσει καί τόν ἀπό τριακονταετίας (1980 καί ἑξῆς) διεξαγόμενο προσχηματικό καί ἀντιπατερικό διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν.

Ἔχουν δοθεῖ τέτοιες διαστάσεις καί τόση σημασία στίς ἑορταστικές αὐτές ἐκδηλώσεις, ὥστε μεγεθυντικά πολλοί πιστεύουν ὅτι δέν ἀποκλείεται, κατά τή συνάντηση αὐτή τοῦ πάπα μέ τούς ὀρθοδόξους πατριάρχας καί προκαθημένους νά προχωρήσετε καί σέ κοινό ποτήριο. Αὐτό βέβαια τό εὔχονται ἀνά τούς αἰῶνες ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί τό εὐχόμεθα ὅλοι μας, ὑπό τήν ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅτι ὁ πάπας θά ἀποκηρύξει ὅλες τις αἱρέσεις καί τίς πλάνες του καί θα ἐπιστρέψει ἐν μετανοίᾳ στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Διαφορετικά δέν θά ἔχουμε ἀληθινή ἕνωση, ἀλλά ψεύτικη, ὅπως ἔγινε καί στό παρελθόν μέ τίς ψευδοσυνόδους τῆς Λυών (1274) καί τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439).

Ἡ ἐμπλοκή τοῦ πάπα στούς ἑορτασμούς τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό το «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων», ἄνευ δημοσίας, προηγουμένως, ἀποκηρύξεως τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ, ἀποτελεῖ νόθευση τοῦ πνεύματος τῶν Μεδιολάνων, ἀποσκοπεῖ στήν προβολή τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα καί τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δέν εἶναι Κωνσταντίνειες, ἀλλά ψευδο-Κωνσταντίνειες ἐκδηλώσεις, πού ὑπενθυμίζουν τή μεγάλη ἱστορική ἀπάτη τῆς «Ψευδο-Κωνσταντίνειας δωρεᾶς», καί τῶν «Ψευδο-Ἰσιδωρείων Διατάξεων». Σύμφωνα μέ τους εἰδικούς, «οὐδεμία ἄλλη νοθεία ἐν τῇ παγκοσμίῳ ἱστορίᾳ συνετελέσθη μετά τόσης τέχνης καί οὐδεμία ἄλλη εἶχε τόσον μεγάλα ἀποτελέσματα» . Κατά τήν ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ἀναχωρώντας ἀπό τήν Δύση, γιά νά μεταφέρει τήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας στήν Ἀνατολή, παρεχώρησε δῆθεν στόν πάπα τήν διοίκηση, πολιτική καί ἐκκλησιαστική, τοῦ δυτικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους. Με βάση τό μεγάλο ἱστορικό αὐτό ψέμμα, ἐπί αἰῶνες συνταράχθηκε ἡ Δύση ἀπό τόν παποκαισαρισμό, τούς ἀγῶνες δηλαδή τοῦ πάπα νά ἐπιβληθεῖ καί ἐπί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἔναντι τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων, πολλάκις ὅμως καί ἡ Ἀνατολή, μέ ἐπεμβάσεις του, πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές.

Οἱ ἐπετειακοί ἑορτασμοί γιά το «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» θα εἶχαν νόημα, ἄν μέσα ἀπό αὐτούς προεβάλετο ἡ σταδιακή ἐκχριστιάνιση τῆς Εὐρώπης, πού ἄρχισε ἀπό τό Μ. Κωνσταντῖνο, ὡς καί ἡ σταδιακή καί τώρα σχεδόν ὁριστική ἀποχριστιάνισή της μέ κύριο ὑπεύθυνο τόν Παπισμό, πού ἐνόθευσε το εὐαγγελικό κήρυγμα καί ἀναμείχθηκε εἰς τά τοῦ κόσμου. Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία δυστυχῶς ἀπό τόν περασμένο αἰώνα, ἔχει ἀμνηστεύσει μέ τόν Οἰκουμενισμό τήν αἱρετική διαστροφή τοῦ Παπισμοῦ, τόν ὁποῖο ἀναγνωρίζει, διά τῶν οἰκουμενιστῶν ἡγετῶν της, ὡς κανονική, ὡς «ἀδελφή Ἐκκλησία», ἀλλά καί τόν εἰκονομαχικό καί διαλυτικό Προτεσταντισμό, μέ τήν συμμετοχή της στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», πού οὐσιαστικῶς εἶναι Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων καί Πλάνης .

Δ) Κοινή πίστη;

Σέ ἕνα σημεῖο τῆς ὁμιλίας Ὑμῶν, κατά τήν ἄφιξη Ὑμῶν στό Μιλᾶνο, εἴπατε, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὁτι «ἡ πίστις μας εἶναι ζῶσα καί ὄχι ἰδεολογικόν κατασκεύασμα καί ἀνθρωπίνη θεωρία· δέν εἶναι "βρῶσις καί πόσις ἀπολλυμένη", ἀλλά ζωή» . Στήν ὁμιλία Ὑμῶν, στή Βασιλική τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου, εἴπατε: «Ἐνδιέφερε τόν Αὐτοκράτορα (τό Μεγάλο Κωνσταντῖνο) ὡς εἰκός, βαθέως καί ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προϋποθέτει τήν ἑνότητα ἐν τῇ πίστει, ἄνευ τῆς ὁποίας ἐν τῇ οὐσίᾳ εἶναι ἀδύνατος» . Ἀλλά καί ὁ Καρδινάλιος Ἄγγελος Σκόλα, καλωσορίζοντας Ὑμᾶς, εἶπε : «Εἶστε εὐπρόσδεκτος στά μέρη τοῦ Ἀμβροσίου, ἑνός κοινοῦ Ἁγίου σέ Ἀνατολή καί Δύση, Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας καί Διδάσκαλο τῆς κοινῆς χριστιανικῆς πίστης» .

Δὲν διευκρινίζετε, ὅμως, Παναγιώτατε Δέσποτα, ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ Πίστη· εἶναι ἡ ὀρθόδοξη; εἶναι ἡ παπική; Μήπως εἶναι ἕνα μεῖγμα αὐτῶν; Μήπως εἶναι ἡ πίστη τῆς δογματικῆς ποικιλο¬μορφίας, ὅπως ἤδη εἶχε καθιερωθεῖ ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἀπόπειρες ἑνώσεως ὑπὸ τοὺς ἑκάστοτε λατινόφρονες Ὀρθοδόξους, ὅπως στὶς Συνόδους Λυών καὶ Φερράρας-Φλωρεντίας; Δυστυχῶς, ἡ πορεία τοῦ Διαλόγου ἀποδεικνύει ὅτι θὰ παραβλε¬φθοῦν οἱ διαφορὲς καὶ θὰ γίνει ἕνωση μὲ διατήρηση τῆς δογματικῆς ἑτερότητος. Μάλιστα στὸ Porto Alegre, στὴν Θ΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε., ἡ δογματικὴ διαφοροποίηση ἐντὸς τῆς «ὑπερ-εκκλησίας» τοῦ Π.Σ.Ε. καταξιώθηκε πλήρως, καὶ ἔτσι τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰουλίου Πάπα Ρώμης ἁρμόζουν στὴν περίσταση: «Τὸ νὰ προσ¬ποιούμαστε ὅτι συμφωνοῦμε μὲ τὰ λόγια, ἐνῷ διαφωνοῦμε στὰ δό¬γματα, εἶναι ἀσεβές» .

Παναγιώτατε Δέσποτα, οἱ Ὀρθόδοξοι διδαχθήκαμε ὑπό τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὑπό συγχρόνων παραδοσιακῶν Πατέρων καί Γεροντάδων, ὅτι δέν ἔχουμε κοινή πίστη μέ τούς Παπικούς. Ἄλλωστε πολλοί Σεβ. Μητροπολῖτες τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι σέβονται τούς φρικώδεις ὅρκους, τούς ὁποίους ἔδωσαν κατά τήν χειροτονία τους, δέν ἀποδέχονται τό Βατικανό ὡς κανονική Ἐκκλησία, τούς δέ Παπικούς ἀποκαλοῦν αἱρετικούς ἀλλά δέν ὁμιλοῦν διά νά μή χαρακτηρισθοῦν «ἀκραῖοι, συντηρητικοί, φονταμενταλιστές» κ.ἄ..

Ε) Οἱ πραγματικές αἰτίες τῆς ἁλώσεως τῆς Κων/λεως

Στήν ὁμιλία Ὑμῶν, κατά τήν ἄφιξη Ὑμῶν στό Μιλᾶνο, ἀναφερόμενος στήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1453, εἴπατε, Παναγιώτατε Δέσποτα: «Μετά τήν πτῶσιν, κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν Κύριος, τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας…» .

Ἐδῶ νομίζουμε ὅτι εἰσηγεῖσθε ἀγνωστικισμό ἐπί τοῦ θέματος, ἰσχυριζόμενος ὅτι μόνον ὁ Κύριος γνωρίζει γιατί ἔπεσε ἡ Πόλις. Διατί Ὑμεῖς, Παναγιώτατε, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κων/λεως καί Νέας Ρώμης, δέν εἴπατε γυμνή τήν ἀλήθεια περί τῶν πραγματικῶν αἰτιῶν τῆς πτώσεως τῆς Κων/λεως ἐνώπιον τῶν Παπικῶν;

Ἄς εἰπωθοῦν, λοιπόν τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους, πρός ἀποκατάσταση τῆς ἀληθείας.

Ὁ Παπισμός, πειθήνιο ὄργανο τοῦ Σατανᾶ, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ , δέν ἀρκεῖται στή διατύπωση αἱρέσεων καί πλανῶν, ἀλλά ἐπιχείρησε καί ἐπιχειρεῖ νά τίς ἐπιβάλλει διά τῆς βίας, φθάνοντας μέχρι τέτοιου σημείου μίσους ἐναντίον ὅσων δέν δέχονται τίς αἱρέσεις του, ὥστε νά τούς ὁδηγεῖ στό θάνατο. «Ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ’ἀρχῆς καί ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν» . Ἰδιαίτερα ὅσα ἔπραξαν οἱ Παπικοί κατά τήν πρώτη ἅλωση τῆς Κων/λης τό 1204, ξεπερνοῦν σέ φρίκη καί βιαιότητες ἀκόμη καί τήν συμπεριφορά ἀλλοθρήσκων καί βαρβάρων κατακτητῶν. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἱστορικούς συμφωνοῦν περί τοῦ ὅτι, ἄν δέν εἶχε ἀποδυναμωθεῖ ἡ αὐτοκρατορία ἀπό τούς σταυροφόρους τοῦ Πάπα, δέν θά ἔπεφτε μετά ἀπό διακόσια πενήντα χρόνια (1204-1453) στά χέρια τοῦ Μωάμεθ, συμπαρασύροντας στήν πτώση, ἀλλά ὄχι καί στήν ἐξαφάνιση, τό μεγαλεῖο της Ρωμηοσύνης .

Σύμφωνα μέ τούς ἱστορικούς, τά αἴτια τῆς δευτέρας ἁλώσεως τοῦ 1453 συνεπείᾳ τῆς πρώτης πτώσεως τοῦ 1204, τά ὁποῖα ἐπέφεραν τήν πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, συνοψίζονται στά ἑξῆς: α) Ἡ οἰκονομική κρίση, ἡ ὁποία, τίς παραμονές τῆς ἁλώσεως μάστιζε τό Ρωμαϊκό κράτος, πού δέ διέθετε πιά πόρους γιά τόν ἐξοπλισμό ἱκανοῦ στρατοῦ καί στόλου. β) Ἡ ἔλλειψη ἐπαρκοῦς βοήθειας ἐκ μέρους τοῦ Πάπα καί τῶν βασιλέων τῆς Δύσης, οἱ ὁποῖοι στήν ἀρχή, ὅπως συνήθως, ὑπόσχονταν τά πάντα, καί κατόπιν ἀρκέστηκαν στήν ἀποστολή ἑνός μικροῦ στόλου πλοιαρίων καί λίγων ἑκατοντάδων στρατιωτῶν, πού διατελοῦσαν ὑπό τίς διαταγές τοῦ γενναίου Ἰουστινιάνη. γ) Ἡ προηγηθεῖσα ἐξασθένηση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες βαρβαρικές ἐπιδρομές καί ἰδίως ἀπό τήν ἐπιδρομή τῶν περιβόητων Σταυροφόρων. δ) Ἡ ἀκμή, ἡ σφριγηλότητα τοῦ νεαροῦ κράτους τῶν Μωαμεθανῶν. ε) Ἡ δυσαναλογία τῶν δικῶν μας στρατιωτικῶν δυνάμεων πρός τίς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ, δεδομένου ὅτι 7.000 στρατιῶτες τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ἀντιπαρατάχθηκαν σέ τριακονταπλάσιες δυνάμεις τοῦ Μωάμεθ Β΄. στ) Ἡ διάπραξη ἀπό τούς δικούς μας στρατηγικῶν λαθῶν κατά τή διάρκεια τῶν μαχῶν. ζ) Ὁ ἐφοδιασμός τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ μέ νέο ὅπλο, τό τεράστιο τηλεβόλο, τό ὁποῖο ἔβαλε κατά τῶν τειχῶν καί μέ τό δαιμονιώδη κρότο ἐπιδροῦσε ψυχολογικά στούς πολιορκούμενους. η) τέλος, ἡ ἀπρονοησία τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων νά ἀφήσουν ἀνοιχτή μία ἀπό τίς πύλες τοῦ ἀπέραντου τείχους, μέσω τῆς ὁποίας καί ἔγινε ἡ πρώτη εἴσοδος τῶν βαρβάρων στήν Πόλη.

Ἡ μαρτυρία, τοῦ ἁγίου Γενναδίου Σχολαρίου, τοῦ πρώτου μετά τήν ἅλωση Πατριάρχου, εἶναι οὐσιώδης. Ὁ ἅγιος Γεννάδιος, μπροστά στίς ἰταμές παπικές ἀπαιτήσεις, καί γιά νά προλάβει νέα ἀποστασία στήν πίστη, ἀναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα. Ἀπευθύνεται μέ ἐπιστολές στό βασιλέα, στό μέγα δούκα Λουκᾶ Νοταρᾶ καί πρός τό λαό, γιά νά τούς ἐξηγήσει ὅτι ἡ Πόλη μπορεῖ νά σωθεῖ, χωρίς τήν προδοσία τῆς πίστεως, ὁπότε θά πρόκειται γιά διπλή σωτηρία, ἀπό τούς Τούρκους καί ἀπό τούς Λατίνους. Ἀπαιτεῖται τόνωση τοῦ φρονήματος τοῦ λαοῦ καί ὄχι μοιρολατρική ἐγκαρτέρηση καί ἡττοπάθεια• ἐάν χρειασθεῖ, πρέπει νά εἶναι ἕτοιμοι καί τή ζωή τους ἀκόμη νά θυσιάσουν. Ὅσες φορές ἡ Πόλη ἐναπέθετε τίς ἐλπίδες στό Θεό καί ὄχι σέ δυσσεβεῖς συμμαχίες ἀνθρώπων ἐσώζετο. Ὁ Θεός θά βοηθήσει, ἐάν καί οἱ πολίτες συνεργήσουν στήν ἄμυνα τῆς Πόλεως, ἄν προσφέρουν χρήματα, ἄν ἀδειάσουν τά βαλάντιά τους, ἄν προσφέρουν προσωπική ἐργασία στήν ἐνίσχυση τῶν τειχῶν. Προδότης δέν εἶναι ἐκεῖνος, πού ἀποκρούει τήν ἀμφίβολη καί μέ ἐπαχθῆ ἀνταλλάγματα βοήθεια τῶν ξένων, ἀλλά αὐτός πού δέν πράττει ὅ,τι μπορεῖ, γιά νά σώσει τήν πατρίδα. Κανένα ἔθνος δέ θέλησε ποτέ νά προδώσει τήν θρησκεία του, γιά νά εὐημερεῖ• ἀντίθετα πολλά ἔθνη ἐγκατέλειψαν τίς παλαιές θρησκευτικές δοξασίες, μέσα σέ διωγμούς καί βασανιστήρια, γιά νά ἀσπασθοῦν τήν ἀληθινή θρησκεία. Ὄχι μόνον δέν ἀποθαρρύνει τό λαό καί δέν συνιστᾶ μοιρολατρική ἀντιμετώπιση τοῦ κινδύνου, ἀλλά γράφει πρός τόν Λουκᾶ Νοταρᾶ, ὅτι οἱ ἡγέτες πρέπει νά ξυπνήσουν τήν Πόλη, πού φαίνεται ὅτι κοιμᾶται, ὅτι δέν καταλαβαίνει τόν κίνδυνο, τόν ὁποῖο μποροῦν νά ἀποφύγουν μέ θυσίες ὑλικές, ἀκόμη καί τῆς ζωῆς τους• οἱ περισσότεροι ὅμως νομίζουν ὅτι θά σωθοῦν χωρίς θυσίες, γιατί πιστεύουν στή σκιά καί στό παραμύθι τῆς παπικῆς βοηθείας, ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ προδοσία τῆς πίστεως.

Ἡ μοναδική αὐτή προφητική φωνή δυστυχῶς δέν εἰσακούσθηκε• στίς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐπικυρώθηκε ἡ ἕνωση μέ τό συλλείτουργο Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, στό ὁποῖο μνημονεύθηκαν ὁ πάπας Νικόλαος Ε΄ (ἐκπρόσωπος τοῦ πάπα ἦταν ὁ ἀποστάτης καί ἕτερος Βησσαρίων καρδινάλιος Ἰσίδωρος, πρώην Μητροπολίτης Κιέβου) καί ὁ ἐξόριστος στή Ρώμη λατινόφρων πατριάρχης Γρηγόριος Μάμας. Ἔτσι, δεκατρία ἔτη μετά τήν ὑπογραφή τοῦ ἑνωτικοῦ ὅρου τῆς Φλωρεντίας ἐφαρμοζόταν στήν πράξη ἡ ἕνωση σέ λατρευτική ἐκδήλωση τῶν Ὀρθοδόξων. Πικραμένος ἀπό τήν ἐξέλιξη αὐτή γράφει ὁ ἅγιος Γεννάδιος ἐπιστολή στόν Δημήτριο Παλαιολόγο στίς 25 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, ὅπου ἐκθέτει τά γενόμενα, καί τόν Ἰανουάριο τοῦ 1453 θρηνεῖ σέ σωζόμενο ἔργο του «ἐπί τῆ δι' ἐγκατάλειψιν τοῦ Θεοῦ ματαίᾳ καί ἀλόγῳ καί ἀσυνειδήτῳ καινοτομίᾳ τῆς πίστεως» .

Νά, λοιπόν, ποιά εἶναι ἡ πραγματική αἰτία τῆς πτώσεως τῆς Πόλης. Ἡ προδοσία τῆς πίστεως, ἡ ὑποχώρηση στίς ἀπαιτήσεις τῶν Παπικῶν γιά ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τοῦ Πάπα καί γιά κοινό συλλείτουργο, μέ λίγα λόγια ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καί ὁ Θεός δέν ἄργησε νά στείλει τήν τιμωρία Του. Πέντε μῆνες μετά ἐπῆλθε ἡ πτῶσις. Τό ἴδιο ἄλλωστε ἔγινε καί σέ ἄλλες περιπτώσεις. Ἡ μικρασιατική καταστροφή τό 1922-3 ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐγκυκλίων τοῦ 1902, 1904 καί 1920 ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τόν κυρό Ἰωακείμ Γ΄. Ἡ εἰσβολή τῶν Τούρκων στήν Κύπρο τό 1974 ἦταν ἀπότοκος της οἰκουμενιστικῆς πολιτικῆς τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα καί ἰδίως τῆς πρωτοφανοῦς καί καινοφανοῦς, ἀντικανονικῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων στά Ἱεροσόλυμα τό 1965 μέ τόν πάπα Παῦλο ΣΤ΄. Ἡ γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἐπίσημη ὑποδοχή τοῦ παναιρετικοῦ πάπα τό 2001 καί ἡ φιλοξενία τοῦ παμπροτεσταντικοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» ἤ μᾶλλον αἱρέσεων, ἔφερε τήν Ἑλλάδα στήν ἐσχάτη κατάντια, πού βρίσκεται σήμερα. Καί τέλος, ἡ ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στή Κύπρο τό 2010 ἐπί Μακ. Ἀρχιεπισκόπου κ. Χρυσοστόμου, εἶναι ὑπαίτιος τῆς γνωστῆς σημερινῆς καταστάσεως στή μαρτυρική Κύπρο.

Ἡ χειρότερη ἅλωση, πέρα ἀπό τίς δύο ἁλώσεις τῆς Κων/λεως τό 1204 καί τό 1453, εἶναι ἡ ἅλωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένου ὡς πρώτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀπό τήν παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἡ τωρινή οἰκουμενιστική αἰχμαλωσία εἶναι ἡ χειρότερη. Διότι, ἡ αἰχμαλωσία στούς Τούρκους τότε ἦταν ἀκούσια. Τώρα ἡ αἰχμαλωσία στόν οἰκουμενισμό εἶναι ἑκούσια. Τότε ἦταν σέ κίνδυνο μόνο τά προσωρινά ὑλικά ἀγαθά. Τώρα βρίσκεται σέ κίνδυνο αὐτή ἡ ἴδια ἡ σωτηρία, ἀφοῦ στήν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ κανένας δέ σώζεται.