- «ΠΑΛΙΝ ΗΡΩΔΙΑΣ ΜΑΙΝΕΤΑΙ, ΠΑΛΙΝ ΤΑΡΑΤΤΕΤΑΙ»

Ἐκ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς

Α΄

Ἀγαπητοὶ Πατέρες καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, Χριστὸς Ἀνέστη!

Ἡ παραπάνω φράση τοῦ ἱστορικοῦ Σωκράτους, ἡ ὁποία ἐτέθη ὡς τίτλος τοῦ παρόντος κειμένου, ἀποδιδομένη στὸν μεγάλο πατέρα καὶ διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, θὰ μποροῦσε, πιστεύουμε, νὰ ἀποδοθῆ καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ σεβαστοῦ ποιμενάρχου μας. Μόνο ποὺ στὴν περίπτωσή μας ἡ Ἡρωδιάδα δὲν εἶναι μία, ὅπως στὴν ἐποχὴ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἡ Βασίλισσα Εὐδοξία, ἀλλὰ πολλὲς καὶ πολὺ πιὸ ἐπικίνδυνες. Εἶναι οἱ ἀντίχριστες καὶ σκοτεινὲς δυνάμεις τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καὶ ψευδοθρησκειῶν, μάλιστα δὲ τὸ πολυκέφαλο θηρίο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ μὲ πρωτοφανῆ ὀργὴ καὶ θυμό, ἰδιαίτερα τὸν τελευταῖο καιρό, ζητοῦν ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλήν του. Μὲ ἀφορμὴ τὴν διοργάνωση ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας θεολογικῆς ἡμερίδος στὶς 15 Φεβρουαρίου 2012, μὲ θέμα “Πατερικὴ θεολογία καὶ μεταπατερικὴ αἵρεση” καὶ τὴν ἐκφώνηση ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας παλαιῶν καὶ νέων ἀναθεμάτων, ξέσπασε ὡς ἀπὸ συμφώνου, μιὰ ὁμοβροντία ἐπιστολῶν καὶ δημοσιεύσεων στὰ ΜΜΕ μὲ ἐπικρίσεις, ἀποδοκιμασίες, προσωπικοὺς χαρακτηρισμοὺς ἢ καὶ ἀπειλὲς ἀκόμη, προερχόμενες ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ ρετιρέ, ἀπὸ ἀκαδημαϊκοὺς κύκλους ἢ καὶ ἁπλοὺς θεολόγους–δημοσιογράφους, στρεφόμενες πρὸς τὸ πρόσωπον τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου μας, λὲς καὶ ἄνοιξαν οἱ πύλες τοῦ ἅδου, νὰ τὸν καταπιοῦν. Μὲ ὅσα ἀκολουθοῦν στὴ συνέχεια καταθέτουμε ταπεινῶς, σὺν Θεῷ, πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν τὶς προσωπικές μας θέσεις–ἀπαντήσεις, ἐπικεντρώνοντας τὴν προσοχή μας σὲ δύο κείμενα ἐπιστολῶν, αὐτὴν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου πρὸς τὸν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμον (16/3/ 2012) καὶ αὐτὴν τῶν ἐλλογιμωτάτων καθηγητῶν τοῦ τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (29/3/2012).

Ὁ θεσμὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου

Τὸ πατριαρχικὸ κείμενο κάνει ἐν πρώτοις λόγον γιὰ «ἐνέργειες εἰς βάρος τοῦ κύρους τοῦ πανιέρου θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου». Ὁ σεβασμός, ἡ ἐκτίμηση καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Σεβασμιωτάτου ποιμενάρχου μας, ἀλλὰ καὶ ὅλων μας πρὸς τὸν θεσμὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπῆρξε πάντοτε ἀποδεδειγμένη, ἀδιαμφισβήτητη καὶ ἀπαραμείωτη. Δὲν θὰ πρέπει ὅμως νὰ συγχέονται ὁ θεσμὸς μὲ τὰ πρόσωπα, ποὺ τὸν διακονοῦν. Ἄλλο ὁ θεσμὸς καὶ ἄλλο τὰ πρόσωπα. Ἐὰν τὰ πρόσωπα δὲν διακονοῦν ἐπάξια καὶ δὲν ἐκφράζουν τὴν μακραίωνη καὶ διαχρονικὴ παράδοση τοῦ σεπτοῦ Κέντρου, δὲν κρατοῦν δηλαδὴ ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἑπόμενοι καὶ ἀκολουθοῦντες τοὺς ἀoιδίμους προκατόχους των Ἁγίους Πατριάρχας, ὡς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε΄ κ.ἄ., τότε αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ πρόσωπα προσβάλλουν καὶ ἀμαυρώνουν τὸ κῦρος τοῦ πανιέρου θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἐξ ἄλλου ὁ θεσμὸς δὲν εἶναι ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ὑπεράνω τῆς πίστεως. Προηγεῖται ἡ Ἐκκλησία καὶ ἕπεται ὁ θεσμός, ὅπως τοῦτο συνέβη στὰ ἀποστολικὰ χρόνια, ὅπου ὑπῆρχε μὲν ἡ Ἐκκλησία, δὲν ὑπῆρχε ὅμως ἀκόμη ὁ θεσμός. Ἐὰν διακυβεύεται ἡ ἀκεραιότης τῆς πίστεως εἶναι περιττὸς ὁ θεσμός. Εἶναι συγκλονιστικὴ ἐν προκειμένῳ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ χαρισματούχου Γέροντος π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, τὴν ὁποία ἀπέστειλε πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Ἀθηναγόρα τὸ 1965. Σὲ ἕνα σημεῖο τῆςἐπιστολῆς του ὁ ἀείμνηστος Γέρων παρατηρεῖ: «Παναγιώτατε: μυριάκις προτιμότερον νὰ ἐκριζωθῇ ὁ ἱστορικὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως θρόνος καὶ νὰ μεταφυτευθῇ εἴς τινα ἔρημον νησίδα τοῦ πελάγους, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ καταποντισθῇ εἰς τὰ βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἢ νὰ ἐπιχειρηθῇ ἔστω καὶ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπὸ τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοόντων: “Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς πίστεως”»[1].

Οἱ πανορθόδοξες ἀποφάσεις καὶ ὁ Διάλογος

Τὸ πατριαρχικὸ κείμενο ἀναφέρεται στὴν «ἀμφισβήτηση καὶ κριτικὴ ἀποφάσεων πανορθοδόξως ληφθεισῶν …περὶ συμμετοχῆς τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τοὺς διεξαγομένους μετὰ τῶν ἑτεροδόξων διμερεῖς καὶ πολυμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους…».

Ἐν πρώτοις ἡ ἡμερίδα, ποὺ διοργάνωσε ἡ Μητρόπολις Πειραιῶς δὲν ἀφοροῦσε τοὺς διαλόγους μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἀλλὰ τὴν μεταπατερικὴ αἵρεση. Ἐπίσης δὲν ἀληθεύει, ὅτι ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες συμμετέχουν στοὺς διαλόγους διότι πρὸς τὸ παρὸν δύο Πατριαρχεῖα, τῆς Γεωργίας καὶ τῆς Βουλγαρίας, ἀπέχουν. Οὔτε ἐπίσης μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι οἱ πανορθόδοξες προσυνοδικὲς διασκέψεις καὶ ἄλλες μείζονες Σύνοδοι, στὶς ὁποῖες ἐλήφθησαν οἱ παραπάνω ἀπόφασεις, ἔχουν περιβληθῆ μὲ τὸ κύρος τῆς θεοπνευστίας καὶ μποροῦν νὰ συγκαταριθμηθοῦν μὲ τὶς ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Καὶ τοῦτο, διότι στὶς ἐν λόγῳ Διασκέψεις καὶ Συνόδους συμμετεῖχε μικρὴ ἀντιπροσωπεία Ἱεραρχῶν ἀπὸ κάθε Πατριαρχεῖο καὶ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία καὶ ὄχι ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας ὅλων τῶν ἐν λόγῳ Ἐκκλησιῶν. Ἑπομένως οἱ ἀποφάσεις αὐτές, καθ᾽ ὅτι μὴ θεόπνευστες καὶ ἀπαραβίαστες, ἐπιδέχονται ἀναθεώρηση ἢ καὶ ἀνατροπὴ μὲ βάση, μάλιστα τὰ νεότερα δεδομένα καὶ ἐξελίξεις στὴν πορεία τοῦ διαλόγου. Ἐπιδέχονται ἀμφισβήτηση καὶ κριτικὴ καὶ μάλιστα μετὰ τὴν ἐμπειρία τῆς μέχρι τώρα πορείας τόσον τῶν προγενεστέρων διαλόγων ἀπὸ τοῦ σχίσματος καὶ ἐντεῦθεν, ὅσον καὶ τῶν τελευταίων, ποὺ ἄρχισαν τὸν 20ον αἰώνα καὶ συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Ὁ διάλογος ἔχει φθάσει σήμερα σὲ ἀδιέξοδο ἤδη γιὰ δεύτερη φορά. Ἡ πρώτη χρεωκοπία του ἔγινε τὸ 2000 στὴ Βαλτιμόρη τῶν Η.Π.Α.,στὴν 8η Γενικὴ Συνέλευση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ μὲ τὸ πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ἐπὶ τῇ βάσει ἑνὸς κειμένου, ποὺ εἶχε ἤδη διαμορφωθεῖ ἀπὸ τὴν μικτὴ Συντονιστικὴ Ἐπιτροπὴ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1998 στὴν Ariccia Ρώμης, μὲ τίτλο «Οἱ ἐκκλησιολογικὲς καὶ κανονικὲς συνέπειεςτῆς Οὐνίας»[2]. Παρά τὶς ἔντονες καὶ διεξοδικὲς συζητήσεις ἡ Μικτὴ Ἐπιτροπὴ ἀπέτυχε τελικὰ νὰ καταλήξει σὲ συμφωνία πάνω στὸ θέμα τῆς Οὐνίας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ ἐγκριθεῖ τὸ παραπάνω κείμενο. Ἡ ἔγκριση τοῦ σχετικοῦ κειμένου ἀφέθηκε γιὰ εὐθετότερο χρόνο. Ἡ συνέχεια ὅμως τῶν γεγονότων ἀπέδειξε ὅτι ἡ Ρώμη κατόρθωσε ἔντεχνα νὰ παρακάμψει τὴν συζήτηση τοῦ θέματος τῆς Οὐνίας, ἀφοῦ γι᾽ αὐτὴν τὸ θέμα πλέον εἶχε λήξει μὲ ὅσα συνεφωνήθησαν καὶ ὑπεγράφησαν στὴν 7η Γενικὴ Συνέλευση στὸ Balamand[3], ὅπου ἐπέτυχε πανηγυρικὴ νίκη μὲ τὴν ἀμνήστευση καὶ ἀθώωση τῆς Οὐνίας καὶ τὴν συνέχιση τῆς προσηλυτιστικῆς της δράσεως. Καὶ ἐνῶ θὰ περίμενε κανεὶς οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ παραμείνουν πιστὲς καὶ συνεπεῖς α) μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Συνόδου, ὅπου διεκηρύχθη, ὅτι «Οὐνία καὶ διάλογοςεἶναι ἀσυμβίβαστα ταυτοχρόνως»[4] καὶ β) μὲ ὅσα διεκήρυξαν διὰ τῶν προκαθημένων των τὸν Μάρτιο τοῦ 1992 στὸ «Μήνυμά» τους, ὅτι «δὲν μπορεῖ νὰ προχωρήσει ὁ Θεολογικὸς Διάλογος μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἂν δὲν ἐπέλθη συμφωνία ἐπὶ τοῦ ζητήματος τῆς Οὐνίας»[5] καὶ νὰ διακόψουν ὁριστικὰ τὸν διάλογο μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Βαλτιμόρης, ὁ διάλογος συνεχίστηκε τὸ 2006 στὸ Βελιγράδι μὲ ἄλλη θεματολογία. Τὸ συμπέρασμα εἶναι, ὅτι στὴν φάση αὐτὴ τοῦ διαλόγου καταπατήθηκαν τόσον οἱ ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Συνόδου ὅσον καὶ ἡ ἀπόφαση καὶ ἡ κοινὴ διακήρυξη τῆς Μείζονος Συνόδου τῶν Προκαθημένων τὸ 1992. Πῶς λοιπὸν ὁ Παναγιώτατος ἐπικαλεῖται πανορθόδοξες ἀποφάσεις, καθ᾽ ὃν χρόνον αὐτὲς καταπατοῦνται; Καθ᾽ ὃν χρόνον καταπατοῦνται ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ Ἀποστολικοὶ Κανόνες (ποὺ ἔχουν πολὺ μεγαλύτερο κῦρος ἔναντι τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων), οἱ ὁποῖες ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχές;[6] Γιὰ τὸ παραπάνω ναυάγιο τοῦ διαλόγου, ὅπως καὶ γιὰ τὸ ἀδιέξοδο, στὸ ὁποῖο ἔχει φθάσει στὴν παροῦσα φάση, ὅπου συζητεῖται τὸ θέμα περὶ τοῦ Πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, σιωποῦν ἐνόχως καὶ δὲν ἐνημερώνουν τὸν λαὸ οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ διαλόγου. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἀποδείχθηκε ἀσυνεπὴς καὶ διαψεύσθηκε μὲ ὅσα ἐδήλωσε στὸν Πάπα Ἰωάννη τὸν Β΄ κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ Βατικανὸ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1995: «Τὸ κατ᾽ ἄκραν οἰκονομίαν καὶ πρὸς καιρὸν μόνον γενόμενο δεκτὸ ἐκκλησιαστικὸ καθεστὼς τῶν ἀνατολικορύθμων Ρωμαιοκαθολικῶν δὲν πρέπει νὰ ἐκληφθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὡς ἀμνήστευση τῆς Οὐνίας ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων καὶ θεωρηθεῖ αὐτὴ ὡς κανονικὸ ἐκκλησιαστικὸ σχῆμα στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησίων. Πράγμα τὸ ὁποῖο οὐδέποτε θὰ δεχθεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, παρὰ τὴν ἀδιασάλευτη φιλειρηνική της διάθεση καὶ τὴν ἑτοιμότητά της πρὸς καταλλαγή»[7]. Ἡ συνέχεια ὅμως τῶν γεγονότων ἀπέδειξε τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Διότι μὲ τὴν ἐνέργειά του νὰ προσφέρει στὸν Οὐνίτη Ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν κ. Δημ. Σαλάχα τὸν Μάϊο τοῦ 2008 ἕνα ἅγιο ποτήριο ὡς συμβολικὸ δῶρο[8] ἀπέδειξε στὴν πράξη, ὅτι ὄχι μόνον ἀμνηστεύει, ἀλλὰ καὶ πανηγυρικὰ ἀναγνωρίζει τὸ ἐκκλησιαστικὸ σχῆμα τῆς Οὐνίας. Ἂς τὸ προσέξουν καλὰ οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ διαλόγου: Οὔτε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, οὔτε ἐμεῖς προσωπικὰ εἴμεθα ἀντίθετοι πρὸς τὸν διάλογο. Δεχόμεθα τὸν διάλογο κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸν μὴ διάλογο (τὴν σιωπὴ) πάλι κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων μας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς διελέγετο πρὸς πάντας, ἀλλὰ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ἀρνήθηκε τὸν διάλογο, ὅταν διέκρινε ὅτι δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτε, ὅπως γιὰ παράδειγμα κατὰ τὴν δίκη του ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου: «Ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε;» (Ἰω. 19, 10), ἢ ἐνώπιον τῶν Ἀρχιερέων: «ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ. Οὐδὲν ἀποκρίνῃ; Τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα»(Ματθ. 26, 62, 63). Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας διελέγοντο μέν, ἀλλὰ ἔθεταν ἐπίσης ὅρους καὶ ὅρια στὸν διάλογο, ἀκολουθοῦντες τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. 3, 10).

Ὅταν διαπίστωναν τὸ ἀμετάπειστο τῶν αἱρετικῶν, σταματοῦσαν τὸν διάλογο. Δὲν υἱοθέτησαν ποτὲ ἀτέρμονες διαλόγους, ὅπως γίνεται δυστυχῶς σήμερα, ὅπου παρατηρεῖται τὸ μοναδικὸ φαινόμενο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ παρατείνονται οἱ διάλογοι ἐπὶ 32 χρόνια μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ 64 μὲ τοὺς Προτεστάντες, ἐνῶ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποδείχθηκαν ἄκαρποι καὶ ἐπιβλαβεῖς, διότι φθάσαμε στὸ θλιβερὸ κατάντημα, ἀντὶ νὰ δίδουμε διὰ τῶν ἐκπροσώπων μας τὴν Ὀρθόδοξη μαρτυρία, νὰ συμμαρτυροῦμε στὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση[9].

Περὶ τῶν ἀναθεματισμῶν

Τὸ πατριαρχικὸ κείμενο ἀναφέρεται στὴν ἐκφώνηση ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας «ἀναθεματισμῶν κατὰ ἑτεροδόξων καὶ ἀλλοθρήσκων, ὡς καὶ πάντων τῶν μετεχόντων εἰς τὴν λεγομένην οἰκουμενικὴν κίνησιν». Ἰδιαιτέραν αἴσθησιν, σὲ πολλοὺς δὲ ὀργὴν καὶ ἀγανάκτησιν, προκάλεσε ἡ ἀνάγνωση ὄχι μόνον τῶν παλαιῶν ἀναθεματισμῶν, ποὺ ὑπάρχουν στὸ βιβλίο τοῦ Τριῳδίου, ἀλλὰ καὶ νέων, κατὰ τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Σιωνισμοῦ, τοῦ Ἰσλάμ, τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, καὶ τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὡστόσο, ὅπως εὐστόχως ἐπεσήμανε ὁ Σεβασμιώτατος, «τὰ ἀναθέματα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ δὲν ἀποτελοῦν ἐκφράσεις ὀργῆς ἢ κατάρας ἢ ὕβρεως, ἀλλὰ πανηγυρικὰς διακηρύξεις, ὅτι οἱ συγκεκριμένοι δὲν ἀνήκουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ καλεῖται νὰ ἐπιτείνει τὴν προσοχή του εἰς αὐτὸ καὶ νὰ μὴ συμφύρεται μετὰ τῶν ἀναθεματιζομένων, διὰ νὰ μὴ ἀπολέση τὴν ὑγιαίνουσα διδασκαλία, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν ὑφίσταται σωτηρία. Ἑπομένως τὰ ἀναθέματα ἀποτελοῦν εἰδικότερα στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τῆς ὁμογενοποιήσεως καὶ τοῦ συγκρητισμοῦ, ἔξοχο ἀμυντικὸ μηχανισμὸ καὶ παιδαγωγικὸ τρόπο διὰ τὴν διασφάλιση τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας καὶ ἀληθείας…». Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν στὶς Συνόδους ἀναθεμάτιζαν τοὺς αἱρετικούς, δὲν τὸ ἔκαμαν ἀπὸ μῖσος πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ μὲ πόνο ψυχῆς ἀπέκοπταν αὐτοὺς «ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας», ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκριβῶς ὁ χειρουργὸς ἀποκόπτει τὸ σεσηπὼς καὶ νεκρὸ μέλος τοῦ σώματος, γιὰ νὰ μὴ μεταδοθεῖ ἡ σῆψις καὶ στὸ ὑπόλοιπον σῶμα. Ἀναθεματισμοὺς ἐπίσης χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος στὶς ἐπιστολές του: «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα» (Α´ Κορ. 16, 22), «ἀλλὰ καὶ ἂν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1, 8). Μήπως λοιπὸν καὶ τὰ ἀναθέματα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἐκφράσεις ὀργῆς καὶ κατάρας πρὸς τοὺς ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας; Ὄχι βέβαια. Ὅλοι δὲ οἱ ἐν αἱρέσει καὶ πλάνῃ εὑρισκόμενοι εἴτε εἶναι Παπικοὶ εἴτε Προτεστάντες (ἐπιμένοντες παρὰ τοὺς μακροχρονίους διαλόγους στὶς αἱρετικές τους διδασκαλίες), εἴτε εἶναι ἀλλόθρησκοι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαποῦν, «νὰ φιλοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν», διότι ὡς λύκοι ἅρπαγες καὶ λυμεῶνες τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγοῦν τὰ πρόβατα εἰς «αἱρέσεις ἀπωλείας» (Β΄ Πετρ. 2, 1).Ἑπομένως εὑρίσκονται ὑπὸ τοὺς παραπάνω ἀναθεματισμοὺς τοῦ Ἀπ. Παύλου. Συνεπῶς καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ὑπῆρχαν καθόλου τὰ ἀναθέματα τοῦ Τριωδίου, θὰ ἔπρεπε οἱ ἐν λόγῳ αἱρετικοὶ νὰ εἶναι ἀναθεματισμένοι καὶ μόνον ἐξ αἰτίας τῶν παραπάνω ἀναθεματισμῶν τοῦ Ἀπ. Παύλου. Πέραν αὐτοῦ δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει τῆς προσοχῆς, ὅτι μεταξὺ τῶν ἀναθεμάτων τοῦ Τριωδίου ἀναφέρεται ἕνας γενικὸς ἀναθεματισμός, ποὺ συμπεριλαμβάνει ὅλους μαζὶ τοὺς αἱρετικούς: «ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα»[10]. Δηλαδὴ καὶ στοὺς παλαιοὺς καὶ στοὺς νέους καὶ σ᾽ αὐτούς, ποὺ θὰ ὑπάρξουν στὸ μέλλον. Ἀσφαλῶς δὲ μέσα σ᾽ αὐτὸν τὸν γενικὸ ἀναθεματισμὸ συγκαταριθμοῦνται καὶ οἱ νέοι τοῦ Σεβασμιωτάτου. Τὸ συμπέρασμα ἑπομένως εἶναι ὅτι οὐδεμία καινοτομία ὑπῆρξε στὴν ἀνάγνωση τῶν νέων ἀναθεματισμῶν. Εἶναι δὲ ἄξιον ἀπορίας, πῶς ἀγνόησαν ὅλα τὰ παραπάνω οἱ ἐλλογιμώτατοι καθηγηταὶ τοῦ Α.Π.Θ. Στὸ κείμενο τῶν καθηγητῶν γίνεται ἐπίσης λόγος γιὰ τὴν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων «διὰ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἐν ἔτει 1965». Παραβλέπουν ὅμως τὸ γεγονός, ὅτι τὰ ἀναθέματα ἤρθησαν μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση τοπικῆς συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ὄχι ἀπὸ Πανορθόδοξη Σύνοδο, δηλαδὴ τὰ ἀναθέματα ἤρθησαν μονομερῶς, διότι ἡ ἄρσις αὐτὴ δὲν ἦταν ἔκφραση τῆς βουλήσεως ὅλων τῶν Πατριαρχείων καὶ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Πολὺ περισσότερο δὲν ἦταν ἔκφραση τῆς βουλήσεως τῶν Ἱεραρχιῶν τῶν κατὰ τόπους Συνόδων τῶν Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅπως βέβαια θὰ ἔπρεπε γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο γεγονός. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ βούληση τῶν Ἱεραρχιῶν τῶν κατὰ τόπους Συνόδων δὲν εἶναι αὐθαίρετη. Θὰ ἔπρεπε οἱ Ἱεραρχίες τῶν Ἐκκλησιῶν, πρὶν νὰ πάρουν μία τέτοια ἀπόφαση, νὰ ἐξετάσουν, ἐὰν ἤρθησαν τὰ αἴτια, ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἐπὶ 9 αἰῶνες, ἀπὸ τὸν 11ον μέχρι τὸν 20ον, ἐπιβολὴ τῶν ἀναθεμάτων. Διότι τὰ ἀναθέματα τότε μόνον αἴρονται, ὅταν αἴρονται τὰ αἴτια, δηλαδὴ ὅταν οἱ αἱρετικοὶ ἀποκηρύξουν τὶς αἱρετικές τους διδασκαλίες καὶ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθόδοξο πίστη. Ἑπομένως ἤρθησαν ἀντικανονικῶς. Καὶ εἶναι ἀπορίας ἄξιον πῶς οἱ ἐλλογιμώτατοι καθηγητὲς ἐπικαλοῦνται τὴν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιολόγητα.

(Στὸ ἑπόμενο ἡ συνέχεια)

Ὑποσημειώσεις

[1] Ἀρχ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, Τὰ δύο ἄκρα, Οἰκουμενισμὸς καὶ ζηλωτισμός, Ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος, 2008, σελ. 17.

[2] Γεωργίου Μαρτζέλου, Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ θεολογικὸς προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Γ´, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 134-137.

[3] Περισσότερα σχετικὰ μὲ τὸ κείμενο καὶ σχόλια βλ. Θεοδ. Ζήση πρωτ. Καθ. Θεολ. Σχολῆς ΑΠΘ, Οὐνία ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, Ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 148-186 καὶ Ἀντωνίου Παπαδοπούλου, Θεολογικὸς Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, (Ἱστορία–κείμενα –προβλήματα), Ἐκδ. Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα 1996, σελ. 205–235.

[4] Βλ. Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. ΙΙ, Ἀθῆναι 1965, σ. 38.

[5] Βλ. «Μήνυμα τῶν Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», στὸ «Ἐπίσκεψις», 447 (1992),σ. 7.

[6] Βλ. ἐνδεικτικῶς: Κανόνες ΜΕ´ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ΣΤ´ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, Α´ τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Β´ τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Α´ τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κ.ἄ.

[7] Βλ. «Ἐπίσημη ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης», στὸ «Ἐπίσκεψις» 520, (1995), σελ. 2 κ.ἐξ.

[8] Βλ. τὸ δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδος «Ἐλεύθερος Τύπος», 26.5.2008.

[9] Βλ. σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτό: Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστὰ στὴ θύελλα τοῦ συγχρόνου Προτεσταντικοῦ καὶ Παπικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Πειραιᾶς 2012, σελ. 41–52, 77–80 καὶ παρακάτω στὸ κεφάλαιο: Τὸ Πατριαρχεῖο φύλαξ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως;

[10] Βλ. Τριώδιον, Ἐκδ. «Φῶς», Ἀθῆναι 1983, σελ. 162.